Σάββατο 25 Ιουνίου 2016
Πρόδρομος Μάρκογλου. Σε κρατούσα από το χέρι
Β΄ ΣΕ ΚΡΑΤΟΥΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ
Σε κρατούσα από το χέρι,
σου ’λεγα για τα χρόνια τα σκοτεινά
αυτά που εσύ δε γνώρισες,
για τα τραύματα που έλαβα εγώ και η γενιά μου,
πως μας κόψανε τα μέλη και τα πέταξαν στους σκύλους,
εσύ χαμογελούσες,
δίπλα ήταν η θάλασσα κι ο ήλιος του Σεπτέμβρη σκαρφάλωνε
στα φωτεινά σου μαλλιά,
λίγο πιο πέρα τραγουδούσαν τα τρανζίστορ την κενότητα
των ημερών,
τα αισθήματα είναι περιττά, είπες, σε τι μας χρησιμεύουν
κι η θάλασσα ήταν εκεί ήρεμη
κι ο ήλιος διέσχιζε τέθριππος τα μάτια σου,
κι εγώ σώπαινα νιώθοντας να βουλιάζουν μέσα μου τα λόγια,
να σωρεύονται ογκόλιθοι,
στο χάσμα το μεγάλο της γενιάς μου που πίστεψε,
της δικής σου γενιάς που χλεύασε.
Σε κρατούσα από το χέρι,
σου ’λεγα για τα χρόνια τα σκοτεινά
αυτά που εσύ δε γνώρισες,
για τα τραύματα που έλαβα εγώ και η γενιά μου,
πως μας κόψανε τα μέλη και τα πέταξαν στους σκύλους,
εσύ χαμογελούσες,
δίπλα ήταν η θάλασσα κι ο ήλιος του Σεπτέμβρη σκαρφάλωνε
στα φωτεινά σου μαλλιά,
λίγο πιο πέρα τραγουδούσαν τα τρανζίστορ την κενότητα
των ημερών,
τα αισθήματα είναι περιττά, είπες, σε τι μας χρησιμεύουν
κι η θάλασσα ήταν εκεί ήρεμη
κι ο ήλιος διέσχιζε τέθριππος τα μάτια σου,
κι εγώ σώπαινα νιώθοντας να βουλιάζουν μέσα μου τα λόγια,
να σωρεύονται ογκόλιθοι,
στο χάσμα το μεγάλο της γενιάς μου που πίστεψε,
της δικής σου γενιάς που χλεύασε.