Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ- Παναγιώτης Δόϊκος

Ο Γάλλος φιλόσοφος François Poulain De La Barre, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του Για την ισότητα των δύο φύλων1, επισημαίνει, εξηγεί και ―με έναν έμμεσο τρόπο― συνδέει μεταξύ τους στοιχεία που αφενός αφορούν στη φαντασιακή και σωματική παρουσία του άντρα και της γυναίκας στο εσωτερικό της ερωτικής τους συνάντησης και αφετέρου μας προκαλούν να διερωτηθούμε ως προς το κατά πόσο, και ―κυρίως― πώς, η ειδική κάθε φορά εξέλιξη της ερωτικής σχέσης, στην όποια κλιμάκωση των εκφάνσεων της έντασής της, ευνοεί ή όχι την ανάπτυξη μιας δυναμικής βιωμάτων που κυριαρχούνται από τη συναισθηματική λογική της αντίθεσης ανάμεσα στην ισότητα και την ανισότητα. Η συγκεκριμενοποίηση του πλέγματος των στοιχείων, με βάση τα οποία θα επιχειρήσουμε εδώ μια συσχέτιση του προβλήματος της ισότητας με τον έρωτα, ευνοείται από τη συλλογιστική του De La Barre, από τον οποίο τονίζονται: η ικανότητα της φαντασίας να παράγει έναν πληθωρισμό σκέψεων, που, ενώ στην πρωταρχική τους ανάδυση ρέπουν προς την αταξία, μπορούν, με την άσκηση, δηλαδή με μια αποτελεσματική συνεργία της παραστατικότητας με τον αυστηρά νοητικό παράγοντα, να συγκροτηθούν δημιουργικά ενισχύοντας διαρκώς την εμβέλεια και το βάθος του ψυχικού και του σωματικού γίγνεσθαι2⋅η δεκτικότητα της γυναικείας φαντασίας ως προς την πρόσληψη των εντυπώσεων από τα εξωτερικά αντικείμενα, τα σώματα και τα χωρικά περιβάλλοντα, και η αντίστοιχη ικανότητα ενεργητικής παρουσίασης των εικόνων που σχηματίζονται στη νόηση (επισημαίνουμε ότι η εν λόγω ικανότητα χαρακτηρίζει —στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της— και τη φαντασία του άντρα· τον γάλλο στοχαστή όμως ενδιαφέρει κυρίως η περιγραφή του τρόπου λειτουργίας της γυναικείας φαντασίας)3· η διαφοροποίηση του περιεχομένου, της δομής, αλλά και της χροιάς των παραστατικών ιδεών, ανάλογα με το αν φανταζόμαστε τη θετική (το καλό) ή την αρνητική (το κακό) προς εμάς διάθεση των εξωτερικών σωμάτων4⋅η κορυφαία ένταση και συνθετότητα των παθών που προκαλούνται, έχοντάς την ως οντολογικό πυρήνα τους, από την εικόνα της ομορφιάς, στην πολλαπλότητα των ιδιαιτεροποιήσεών της5· τέλος, η θεϊκή προέλευση του έρωτα ως ορμητικής έκφρασης μιας εξάρτησης των ανθρώπων μεταξύ τους, διαμέσου της δημιουργικότητας των δύο διαφορετικών σωμάτων, εκείνων του άντρα και της γυναίκας, με νοηματική κορύφωση την ελκυστική ετερότητα των προσώπων τους6.
   Με ποιον τρόπο η ιδιάζουσα σύμπλεξη της φαντασιακής δράσης με τη σωματικότητα, που προκαλείται από τη συνενεργοποίηση των προαναφερομένων πέντε παραγόντων, λειτουργεί, ώστε να καθιστά όλο και περισσότερο έκδηλη τη μοναδικότητα της ερωτικής σχέσης; Πώς ο εσωτερικός και εξωτερικός δυναμισμός της συνάντησης των δύο φύλων εκφράζεται —με βάση το υπαρξικό παιχνίδι μεταξύ των εικόνων και των κινήσεων, που υποβάλλει η οπτική του De La Barre— ως απελευθέρωση των στοιχείων ένωσης και ανταγωνισμού, μέσα στα οποία κάθε φορά πάλλεται η ιδιαιτερότητα της ερωτικής συνάντησης; Εκκινώντας από τη σχετική προβληματική του γάλλου φιλοσόφου, τονίζουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε προπάντων με την αυξανόμενη ένταση της εναλλαγής —σύμφωνα με ποικίλους ρυθμούς— αλλά και συχνά της συνεκδήλωσης εσωστρεφών με εξωστρεφείς μορφές συμπεριφοράς που, αμεσοποιώντας μια πρωταρχική και αρχικά ασυγκεκριμενοποίητη έλξη, εκφράζουν αντίστοιχες διαθέσεις του σώματος και της φαντασίας. Η αμοιβαία επιθυμία του ενός για το άλλο ωθεί το αρσενικό και το θηλυκό, ολοένα και πιο ορμητικά, να βιώνουν και να εξωτερικεύουν το σύνθετο μαγνητισμό —κυμαινόμενο ανάμεσα στη σεξουαλική διέγερση και την οντολογική εξιδανίκευση— που ασκεί στο καθένα η μορφή του άλλου. Σε όλους μας ο έρωτας έχει φανερωθεί, πριν απ' όλα, ως έλξη για μορφές που αισθανόμαστε ότι μας αφορούν με πολλούς τρόπους. Σε αυτούς αντιστοιχούν τα σχήματα, το ύφος, οι κινήσεις των σωμάτων, η επικοινωνία και η είσπραξη των συναισθημάτων, οι φανερές και οι κρυφές εκφράσεις του πόθου, της επιθετικότητας, της τρυφερότητας, της σκληρότητας, του δυναμισμού, της αγάπης⋅πρόκειται για μορφοποιήσεις των εκφάνσεων του συνολικού ζωικού σκιρτήματος ατόμων του αντίθετου φύλου, άλλοτε παράξενα οικείων μας, άλλοτε ανεξήγητα σαγηνευτικών, άλλοτε ερεθιστικών κυρίως για τις αισθήσεις μας, άλλοτε συνολικά ελκυστικών. Πολλά από αυτά τα γνωρίσματα οι άντρες τα εισπράττουμε από ή τα εκπέμπουμε προς την ίδια γυναίκα⋅ και οι γυναίκες νιώθουν να τα δέχονται από τον ή να τα επικοινωνούν στον ίδιο άντρα. Ούτως ή άλλως, ο κοινός παρονομαστής σε όλες τις περιπτώσεις είναι η ορμητική έλξη από και προς μορφές. Και ο έρωτας, που ζωντανεύει κάθε φορά είτε για να υποχωρήσει μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, είτε για να μεταποιηθεί σε άλλου είδους —ηπιότερα, λιγότερο ριψοκίνδυνα ή όχι τόσο απαιτητικά— συναισθήματα, είτε —ασφαλώς σπάνια— για να εξακολουθήσει να επιβιώνει μη παύοντας να ανανεώνει τις αντιστάσεις του, κερδίζει την —όποιας έκβασης—μοναδικότητά του, μέσα σε μια αμοιβαία, εξωτερική και εσωτερική σχέση μεταξύ μορφών που αλληλοαφορώνται, μεταξύ διαφορετικών σωμάτων που προσελκύονται αμοιβαία, ακόμα και όταν —τις περισσότερες φορές αδήλωτα— συγκρούονται.  Ποια είναι η βαθιά εστία της τροπής αυτής της εμπαθούς, ηδονικής, αλλά και συχνά οδυνηρής περιπέτειας; Έχοντας πάντα κατά νου την —σύμφωνα με τον De La Barre— ετερότητα των προσώπων του άντρα και της γυναίκας, θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε πώς οι σχέσεις μεταξύ της φαντασίας και των διαφορετικών σωμάτων των δύο φύλων, προσδίδοντας στο ερωτικό γίγνεσθαι τον ανεπανάληπτο κάθε φορά χαρακτήρα του, τη δυαδική του ιδιαιτερότητα, ευνοούν ή υπονομεύουν την εγγενή του ορμή, οδηγώντας το προς την ενδυνάμωση ή τη ρήξη. 
   Η κρίσιμη αρχή παράγεται καθώς, από τη μια και από την άλλη πλευρά, η είσοδος και η περαιτέρω απελευθέρωση των εικόνων της —υποκειμενοποιημένης ως όμορφης (:εύ-μορφης)— παρουσίας του άλλου (για τον άντρα της γυναίκας⋅ για τη γυναίκα, του άντρα) στη φαντασία συνοδεύει και αντανακλά τις διαθέσεις και τις κινήσεις του γοητευμένου σώματος, ενεργοποιώντας το πλέγμα των πιο ισχυρών και ποικίλων συναισθημάτων. Τούτα εδώ προκαλούν την εξωτερική εκδήλωση και την εσωτερική φανέρωση του ιδιάζοντος —διαφορετικού στον καθένα από τους δύο— σύμπαντος, μέσα στο οποίο η ορμή για την ένωση με τον άλλον συναντάται με την προϋπάρχουσα δυναμική της ψυχής. Τα ενδότερα τοπία, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα, αναδιατάσσονται ή και —προσωρινά ή μόνιμα— μεταβάλλονται, καθώς δονούνται από την υποδοχή του κόσμου των ελκυστικών μορφών ενός άλλου όντος, το οποίο, με έναν όχι πάντα αποσαφηνισμένο τρόπο, τα αφορά. Οι οντολογικές μας προδιαθέσεις για αναμέτρηση, αλλά και για ένωση ή διάχυση αναλαμβάνονται από τη δύναμη της φαντασίας που, μορφοποιώντας τη συνθετότητα των ερωτικών συναισθημάτων, αναϋποκειμενοποιεί τη σχέση μας με τον κόσμο, ως επιθυμητική περιοχή μιας πρωτόγνωρης συνεύρεσης που νιώθουμε να μας μαγνητίζει. Έτσι, τα γεγονότα της σχέσης τροφοδοτούν, αλλά και εκπορεύονται από, τη φαντασία, στο μέτρο που μέσα από την τελευταία —στον άντρα, στη γυναίκα— βιώνεται με τον πυκνότερο τρόπο η ιστορία των ορατών και των μυστικών, των πιο ατελών και εφήμερων, αλλά και των πιο ριζικών και των πιο εξιδανικευμένων διαθέσεων των δύο σωμάτων, τα οποία κινούνται, μιλούν, σμίγουν, συλλογίζονται, συνεπαίρνονται, θυμώνουν μεταξύ τους, αγαπιούνται μεταξύ τους, και ονειρεύονται ή ονειροπολούν μέσα τόσο στην αμοιβαία πίστη τους όσο και στη συχνά αναπόφευκτη απιστία τους. Το σημαντικό, για το θέμα που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι η εξωτερική ιστορία της σχέσης υποκειμενοποιείται αμοιβαία, μέχρι το σημείο να επαναποδεσμευθεί μέσα στη φαντασία το μορφικό πλέγμα γεγονότων, όπου αλληλοαναγνωρίζονται μόνον οι δύο, ο συγκεκριμένος άντρας και η συγκεκριμένη γυναίκα. Η ρώμη, που λανθάνει καθοριστικά μέσα στη λέξη και το νόημα «έρωτας»7, παράγει και από τις δύο πλευρές του ζευγαριού τον αόρατο, ιδιωτικό χώρο της σχέσης, τον γεμάτο από τα δρώμενα των παθών του προσωπικού πολέμου8 και της ένωσης.  Κρυφά από κάθε άλλον, όχι σπάνια και από το ίδιο το ταίρι τους, αλλά ποτέ από το εσωτερικό του βλέμμα, ο άντρας και η γυναίκα, ζουν τους παλμούς της απρόσιτης τοπογραφίας, απ' όπου πηγάζει, και όπου καθίσταται οριστικά μοναδική, η πρωτοφανής υλικότητα —αλλού γαλήνια, αλλού διεγερμένη— αυτού που τους έκανε να πλησιαστούν μεταξύ τους. Εκεί, κάθε κύτταρο του έρωτά τους, από το ελάχιστο σάλεμα μέχρι τις συναγερμικές δονήσεις, κάθε πράξη-όψη του σοβαρού παιχνιδιού τους, από την αγριότητα ως την εκλέπτυνση, ανήκουν στο ανεπανάληπτο. Είναι μόνο ποιότητες· πολλαπλών εκφάνσεων, αλλά τίποτε άλλο από ποιότητες. Γι' αυτό και η δυαδικότητα και το σύμπαν της, η ηδονή και ο πόνος, το δράμα και η ευφορία της σχέσης, ακόμα και η εξωτερική καθημερινότητά της, αφορούν στα ιδιωτικά γεγονότα μιας ιστορίας μοναδικής, ατόφιας. Σ' εκείνον το χώρο κυριαρχεί αποκλειστικά ο τρόπος του έρωτα, δηλαδή η ορμή του στοιχήματος με τη γοητεία της ύλης και της ψυχής της. Οι όποιες μετρήσεις αυτών που συμβαίνουν και επιθυμούνται προέρχονται έξωθεν του έρωτα. Η ποσότητα είναι ξένη και, κυρίως, αδιάφορη υπόθεση. Από την άποψη αυτή, μεταξύ των δύο μελών του ζευγαριού δεν υφίσταται νοηματική σχέση σύγκρισης, υπεροχής· συνακόλουθα, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ισχύς της αντίθεσης «ίσος-άνισος» καθίσταται ανενεργός. Δεν υπάρχει παρά η πολύπλοκη ιδιαιτερότητα της σχέσης και η —πρακτική, λειτουργική, ενδότερη— δυαδικότητα του φαντασιακού χώρου αυτής της μοναδικότητας, δηλαδή του τόπου όπου η νοηματικά σύνθετη εκτατότητα της ιστορίας μεταξύ του άντρα και της γυναίκας αποκτά μια δυνατότητα ποιοτικής-οντολογικής εμβάθυνσης....

Σημειώσεις.
1. François Poulain DE LA BARRE, Για την ισότητα των δύο φύλων [De l' égalité des deux sexes (πρώτη έκδοση: 1673)], δίγλωσση έκδοση, μετάφραση Κωνσταντίνα Μόσχου, επιμέλεια Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 1998.2. Βλ. όπ.π., σ. 180-1.
3.Βλ. όπ.π., σ. 178-81.
4. Βλ. όπ.π., σ. 184-5.
5. Βλ. όπ.π., σ. 196-7.
6. Βλ. όπ.π., σ. 188-9.
7. Βλ. Πλάτων, Φαίδρος, 238 c.
8. Για μια οντολογική προσέγγιση της πολεμικής διάστασης του έρωτα, ικανή να εγείρει ενδιαφέρουσες συζητήσεις, βλ. Γιάννη Τζαβάρα, Έρωτας - Πόλεμος, Δωδώνη, Αθήνα 1993



Ολόκληρο το κείμενο του Παναγιώτη Δόικου δημοσιεύεται στο τεύχος 12 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ, Δεκέμβριος 2008. O Παναγιώτης Δόικος είναι επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Στις φωτογραφίες του Κώστα Ιωαννίδη στιγμιότυπα από την παρέμβαση του Παναγιώτη Δόικου στις εργασίες του ΙΙ Διεθνούς Συνεδρίου Ψυχανάλυσης και Φιλοσοφίας  με θέμα «Το πρωταρχικό» που έγινε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας από  Παρασκευής έως την Κυριακή  22 Οκτωβρίου 2010. Διακρίνονται επίσης οι καθηγητές φιλοσοφίας Σωκράτης Δεληβογιατζής, Γρηγόρης Καραμφίλης και ο  ψυχαναλυτής Χρίστος Σιδηρόπουλος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου