Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

Chantal Mouffe: H KΡITIKH ΩΣ ΑΝΤΙ-ΗΓΕΜΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Για να προσεγγίσουμε το ερώτημα που μας ετέθη —«Τι είναι η κριτική;»—, η πρώτη απαραίτητη κίνηση έχει να κάνει με την απόφαση σχετικά με τη μορφή της κριτικής που κάποιος πρόκειται να απευθύνει. Πράγματι, υπάρχουν αρκετά ποικίλες αντιλήψεις σχετικά με τη φύση της κριτικής και οι γραμματικές τους είναι πολύ διαφορετικές. Θα έπρεπε, λοιπόν, να αντιμετωπίσουμε την πράξη της κριτικής με όρους κρίσης ή με όρους πρακτικής; Είναι, όπως συχνά έχει υποστηριχθεί, μια συνειδητή διαδικασία συνδεμένη με τον Διαφωτισμό και μάλιστα χαρακτηριστική της νεωτερικότητας; Όλες αυτές είναι ερωτήσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αρκετά διαφορετικές αντιμετωπίσεις του θέματος. Επιπλέον, όπως σωστά έχει σημειώσει ο Φουκώ, η κριτική δεν μπορεί να οριστεί ξεχωριστά από τα αντικείμενά της και γι' αυτό είναι καταδικασμένη σε διασπορά. Αν εξειδικεύαμε τη διερεύνησή μας στην κοινωνική κριτική, αυτό θα περιόριζε το πεδίο των πιθανών νοημάτων, ωστόσο αυτή η κίνηση δεν θα μας απάλλασσε από κρίσιμες διαφωνίες. Θα βρισκόμασταν για παράδειγμα ανάμεσα στον Χάμπερμας, που υποστηρίζει πως η κοινωνική κριτική εξαρτάται από μια μορφή κριτικής κοινωνικής θεωρίας —του τύπου της δικής του θεωρίας της επικοινωνιακής δράσης— που παρέχει το έδαφος για την πραγματοποίηση ισχυρών κανονιστικών κρίσεων, και άλλων που, όπως ο Φουκώ, αντιμετωπίζουν την κριτική ως πρακτική αντίστασης.
   Ο στόχος μου εδώ θα είναι πολύ συγκεκριμένος. Θα περιορίσω τον εαυτό μου στο πεδίο της κοινωνικής κριτικής, και πιο συγκεκριμένα, στη σχέση ανάμεσα στην κοινωνική κριτική και τη ριζοσπαστική πολιτική. Σκοπεύω να εξετάσω εξονυχιστικά μια από τις πιο δημοφιλείς σήμερα απόψεις κοινωνικής κριτικής, που απεικονίζει τη ριζοσπαστική πολιτική με όρους εγκατάλειψης και εξόδου και σε αντίθεση με την προσέγγιση βασισμένη στην έννοια της ηγεμονίας, την οποία έχω στηρίξει με τη δουλειά μου. Σκοπός μου είναι να αναδείξω τις βασικές διαφορές ανάμεσα σε αυτές τις προσεγγίσεις, οι οποίες θα μπορούσαν κάπως πρόχειρα να διαχωριστούν με τον εξής τρόπο: «κριτική ως απεμπλοκή» και «κριτική ως εμπλοκή», και να δείξω ότι κατάγονται από συγκρουόμενα θεωρητικά πλαίσια και κατανοήσεις του πολιτικού. Θα υποστηρίξω πως τελικά το πρόβλημα με τη μορφή της ριζοσπαστικής πολιτικής υπέρ της οποίας συνηγορούν μετα-εργατιστές στοχαστές όπως ο Negri και ο Virno, είναι ότι έχουν μια ελαττωματική αντίληψη περί του πολιτικού γιατί δεν αναγνωρίζουν την ανεκρίζωτη διάσταση του ανταγωνισμού.

Η κριτική ως απεμπλοκή

Το μοντέλο κοινωνικής κριτικής και ριζοσπαστικής πολιτικής που προωθείται από τους Michael Hardt και Antonio Negri στην Αυτοκρατορία και στο Πλήθος καλεί σε μια ολική ρήξη με τη νεωτερικότητα και στην επεξεργασία μιας μεταμοντέρνας προσέγγισης. Κατά τη γνώμη τους, μια τέτοια ρήξη είναι απαραίτητη λόγω των κρίσιμων μετασχηματισμών που υφίστανται οι κοινωνίες μας από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Αυτές οι αλλαγές, που είναι συνέπειες της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης και των μετασχηματισμών της παραγωγικής διαδικασίας, που έχουν δεχτεί την επίδραση των αγώνων των εργατών, μπορούν σχηματικά να συνοψισθούν ως εξής:
   1. Η κυριαρχία έχει πάρει μια νέα μορφή που αποτελείται από εθνικούς και υπερεθνικούς οργανισμούς οι οποίοι συνδέονται με μια κοινή περί αρχής λογική. Αυτή η νέα μορφή παγκόσμιας κυριαρχίας, την οποία αποκαλούν «Αυτοκρατορία», έχει αντικαταστήσει το στάδιο του ιμπεριαλισμού που βασιζόταν στην προσπάθεια των εθνών κρατών να επεκτείνουν την κυριαρχία τους πέρα από τα σύνορά τους. Σε αντίθεση με αυτό που συνέβη στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, η σημερινή Αυτοκρατορία δεν διαθέτει εδαφικό κέντρο εξουσίας και καθορισμένα σύνορα· είναι ένας αποκεντρωμένος και απεδαφοποιημένος μηχανισμός κυριαρχίας που σταδιακά ενσωματώνει ολόκληρη την παγκόσμια επικράτεια με ανοιχτά και διευρυνόμενα σύνορα.
   2. Αυτός ο μετασχηματισμός ανταποκρίνεται, όπως λένε, στο μετασχηματισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στον οποίο ο ρόλος του βιομηχανικού εργοστασίου έχει ελαττωθεί και η προτεραιότητα έχει δοθεί στην επικοινωνιακή, συνεργατική και συναισθηματική εργασία. Στη μετα-μοντερνοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, η δημιουργία πλούτου τείνει προς τη βιοπολιτική παραγωγή. Το αντικείμενο κυριαρχίας της αυτοκρατορίας είναι η κοινωνική ζωή στην ολότητά της, παρουσιάζοντας μια παραδειγματική μορφή βιοεξουσίας.
   3. Γινόμαστε μάρτυρες του περάσματος από μια «κοινωνία πειθαρχίας» σε μια «κοινωνία ελέγχου», που χαρακτηρίζεται από ένα νέο παράδειγμα εξουσίας. Στην κοινωνία της πειθαρχίας, που ανταποκρίνεται στην πρώτη φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης, η εντολή κατασκευάζεται μέσα από ένα διάχυτο δίκτυο διαρρυθμίσεων ή μηχανισμών που παράγουν και ρυθμίζουν τα ήθη, τις συνήθειες και τις παραγωγικές πρακτικές με τη βοήθεια πειθαρχικών θεσμών όπως οι φυλακές, το εργοστάσιο, το άσυλο, το νοσοκομείο, τα σχολεία και άλλα. Η κοινωνία του ελέγχου αντιθέτως είναι μια κοινωνία στην οποία οι μηχανισμοί εντολών καθίστανται εμμενείς του κοινωνικού πεδίου, κατανεμημένοι στα μυαλά και τα σώματα των πολιτών. Οι τρόποι κοινωνικής ενσωμάτωσης και αποκλεισμού εσωτερικεύονται όλο και περισσότερο μέσω μηχανισμών που οργανώνουν απευθείας τα μυαλά και τα σώματα. Αυτό το νέο παράδειγμα εξουσίας είναι βιοπολιτικής φύσης. Αυτό που διακυβεύεται άμεσα είναι η παραγωγή και αναπαραγωγή της ίδιας της ζωής.
   4. Ο Hardt και ο Negri υποστηρίζουν ότι οι έννοιες της «μαζικής διανόησης», της «άυλης εργασίας» και της «γενικής διάνοιας», μας βοηθούν να συλλάβουμε τη σχέση μεταξύ κοινωνικής παραγωγής και βιοεξουσίας. Ο κεντρικός ρόλος που πρότερα κατείχε η εργατική εξουσία των εργατών στα εργοστάσια και στην παραγωγή της υπεραξίας, σήμερα συμπληρώνεται όλο και περισσότερο από διανοητική, άυλη και επικοινωνιακή εργατο-εξουσία. Η φιγούρα της άυλης εργασίας, που συμπλέκεται με την επικοινωνία, τη συνεργασία και την αναπαραγωγή των συναισθημάτων, καταλαμβάνει μία όλο και περισσότερο κεντρική θέση στο σχήμα της καπιταλιστικής παραγωγής.
   5. Εφόσον, κατά το πέρασμα στη μετανεωτερικότητα και τη βιοπολιτική παραγωγή, η εργατική εξουσία κατέστη όλο και περισσότερο συλλογική και κοινωνική, ένας νέος όρος είναι απαραίτητος για να αναφερθούμε σε αυτόν τον συλλογικό εργάτη, το «Πλήθος». Ο Hardt και ο Negri πιστεύουν ότι το πέρασμα στην Αυτοκρατορία ανοίγει τον δρόμο σε νέες προοπτικές για την απελευθέρωση του Πλήθους. Βλέπουν την κατασκευή της Αυτοκρατορίας σαν μια απάντηση στις διάφορες μηχανές εξουσίας και τους αγώνες του Πλήθους. Το Πλήθος, λένε, δημιούργησε την Αυτοκρατορία και την παγκοσμιοποίηση στο βαθμό που προκαλεί μια πραγματική απεδαφοποίηση των προηγούμενων δομών εκμετάλλευσης και ο έλεγχος είναι προϋπόθεση της απελευθέρωσης του Πλήθους. Οι δημιουργικές δυνάμεις του Πλήθους που συντηρούν την Αυτοκρατορία είναι ικανές για τη δημιουργία μιας αντι-αυτοκρατορίας μίας εναλλακτικής πολιτικής οργάνωσης των παγκόσμιων ροών των συναλλαγών και της παγκοσμιοποίησης, ούτως ώστε να τις αναγνωρίσει και να τις κατευθύνει προς νέους σκοπούς.
   Σε αυτό το σημείο αξίζει να παρουσιάσουμε τη δουλειά του Paolo Virno, ώστε να συμπληρώσουμε την εικόνα. Οι αναλύσεις του Virno στο βιβλίο του Η γραμματική του πλήθους, συνδέονται άμεσα και με πολλούς τρόπους με αυτές των Hardt και Negri, χωρίς να λείπουν ωστόσο και σημαντικές διαφορές. Για παράδειγμα, ο Virno είναι πολύ λιγότερο αισιόδοξος για το μέλλον. Ενώ ο Hardt και ο Negri έχουν ένα μεσσιανικό όραμα σχετικά με τον ρόλο του πλήθους, το οποίο αναγκαία θα καταρρίψει την Αυτοκρατορία εγκαθιστώντας μιαν «Άμεση Δημοκρατία», ο Virno βλέπει τις τρέχουσες εξελίξεις ως ένα αμφίρροπο φαινόμενο και αναγνωρίζει τις νέες μορφές υποταγής και επισφαλειοποίησης1 που είναι χαρακτηριστικές του μετα-φορντικού σταδίου. Είναι αλήθεια πως οι λαοί δεν είναι τόσο παθητικοί όσο πριν, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί έχουν μετατραπεί σε ενεργούς πράττοντες της ίδιας τους της επισφαλειοποίησης. Έτσι, αντί να ερμηνεύσει τη γενίκευση της άυλης εργασίας ως έναν τύπο «αυθόρμητου κομμουνισμού», όπως ο Hardt και ο Negri, ο Virno τείνει να θεωρήσει τον μετα-φορντισμό ως τον «κομμουνισμό του κεφαλαίου». Παρατηρεί ότι σήμερα οι καπιταλιστικές πρωτοβουλίες ενορχηστρώνουν για δικό τους συμφέρον ακριβώς εκείνες τις υλικές και πολιτισμικές συνθήκες που θα μπορούσαν, υπό άλλες συνθήκες, να έχουν στρώσει τον δρόμο για ένα πιθανό κομμουνιστικό μέλλον.
   Όταν περνά στην αντιμετώπιση του ζητήματος της διαδικασίας μέσω της οποίας το Πλήθος θα μπορούσε να απελευθερώσει τον εαυτό του, ο Virno διακηρύττει ότι η μετα-φορντική εποχή απαιτεί τη δημιουργία μιας «Δημοκρατίας του Πλήθους», εννοώντας μια σφαίρα κοινών υποθέσεων που δεν ελέγχονται πλέον από το κράτος. Προτείνει δύο βασικούς όρους-κλειδιά για να συλλάβει τον τύπο πολιτικής δράσης που χαρακτηρίζει το Πλήθος: έξοδος και πολιτική ανυπακοή. Η έξοδος αποτελεί σύμφωνα με τον Virno ένα πλήρως ανεπτυγμένο μοντέλο πολιτικής δράσης, ικανό να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της σύγχρονης πολιτικής. Συνίσταται στη μαζική αποστασία από το κράτος με σκοπό την εξέλιξη του δημόσιου χαρακτήρα της Νόησης έξω από την εργασία και σε αντίθεση μ’ αυτήν. Αυτό απαιτεί τη δημιουργία μιας μη κρατικής δημόσιας σφαίρας και μιας ριζικά νέας δημοκρατίας, πλαισιωμένης με όρους κατασκευής και πειραματισμού, με μορφές μη-αντιπροσωπευτικής και εξω-κοινοβουλευτικής δημοκρατίας οργανωμένης γύρω από συνομοσπονδίες, συμβούλια και σοβιέτ. Η δημοκρατία του Πλήθους εκφράζεται σ’ ένα σύνολο δρώντων μειονοτήτων που ποτέ δεν φιλοδοξούν να μετατραπούν σε πλειοψηφίες και αναπτύσσουν μια εξουσία που αρνείται να γίνει κυβέρνηση. Ο τρόπος ύπαρξής της είναι η «συντεταγμένη/αρμονική δράση» κι ενώ τείνει στην αποσύνθεση της υπέρτατης εξουσίας, δεν είναι προδιατεθειμένη να γίνει κράτος στη θέση της. Γι’ αυτό και η πολιτική ανυπακοή πρέπει να χειραφετηθεί από τη φιλελεύθερη παράδοση, εντός του πλαισίου της οποίας συνήθως εντοπίζεται. Στην περίπτωση του Πλήθους δεν σημαίνει πλέον την αγνόηση ενός συγκεκριμένου νόμου επειδή δεν συμμορφώνεται στις αρχές του Συντάγματος. Αυτό θα αποτελούσε έναν ακόμα τρόπο επίδειξης πίστης στο Κράτος. Αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί διακύβευμα είναι μια ριζική ανυπακοή, που θα θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την ισχύ του Κράτους να διατάσσει.
   Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οραματίζονται τον τύπο πολιτικής δράσης που ταιριάζει καλύτερα στην απελευθέρωση του Πλήθους, δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, καμία ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον Virno και τους Hardt και Negri, οι οποίοι επίσης στηρίζουν την εγκατάλειψη και την έξοδο. Υποστηρίζουν ότι, εφόσον στην Αυτοκρατορία δεν υπάρχει πλέον κάτι το εξωτερικό, ο αγώνας θα πρέπει να λαμβάνει τη μορφή της εναντίωσης σε κάθε τόπο. Αυτό το «είναι ενάντια» είναι γι’ αυτούς το κλειδί σε κάθε πολιτική θέση στον κόσμο και το Πλήθος πρέπει να αναγνωρίζει την ιμπεριαλιστική κυριαρχία ως τον εχθρό και να ανακαλύψει επαρκή μέτρα ανατροπής της εξουσίας της. Ενώ κατά την εποχή της πειθαρχίας, το σαμποτάζ ήταν η βασική μορφή αντίστασης, υποστηρίζουν ότι κατά την εποχή του ιμπεριαλιστικού ελέγχου —η βασική μορφή αντίστασης— θα έπρεπε να είναι η εγκατάλειψη. Και πράγματι μέσω της εγκατάλειψης, μέσω της εκκένωσης των τόπων της εξουσίας, πιστεύουν πως οι μάχες ενάντια στην Αυτοκρατορία θα μπορούσαν να κερδηθούν. Η εγκατάλειψη και η έξοδος είναι γι’ αυτούς μια αποτελεσματική μορφή ταξικής σύγκρουσης ενάντια στον ιμπεριαλιστικό μεταμοντερνισμό.
   Άλλο ένα σημείο συμφωνίας έχει να κάνει με την αντίληψή τους για τη δημοκρατία του Πλήθους. Ομολογουμένως, ο Virno ποτέ δεν χρησιμοποιεί τον όρο «απόλυτη δημοκρατία», αλλά και στις δύο περιπτώσεις βρίσκουμε μιαν απόρριψη του μοντέλου της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση ενός απόλυτου διαχωρισμού ανάμεσα στο πλήθος και τον λαό. Το πρόβλημα με την έννοια του λαού, σύμφωνα με αυτούς, είναι ότι αναπαριστάται ως μία ολότητα με μία θέληση και ότι είναι συνδεμένος με την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας. Το πλήθος, αντιθέτως, αποφεύγει ηθελημένα την πολιτική ενότητα. Δεν είναι αντιπροσωπεύσιμο γιατί αποτελεί μια μοναδική πολλαπλότητα2. Αποτελεί ένα ενεργό υποκείμενο αυτο-οργάνωσης που δεν μπορεί ποτέ να επιτύχει το στάτους ενός νομικού προσώπου ή να συμπτυχθεί σε μια γενική βούληση. Είναι αντι-κρατικό και αντι-λαϊκό. Ο Virno, όπως και ο Hardt και ο Negri, υποστηρίζει πως η δημοκρατία του πλήθους δεν μπορεί να συλληφθεί πλέον με όρους κυρίαρχης αυθεντίας αντιπροσωπευτικής του λαού και ότι νέες μορφές δημοκρατίας μη-αντιπροσωπευτικές είναι αναγκαίες.
   Για να συνοψίσουμε, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η δραστηριότητα της κριτικής ανταποκρίνεται σε μια μορφή άρνησης, που συνίσταται στην αποχώρηση από τους υπάρχοντες θεσμούς...

Απόσπασμα από δοκίμιο της Chantal Mouffe που δημοσιεύεται στο αφιέρωμα του ΕΝΕΚΕΝ τχ. 19ο, στην πολιτική φιλόσοφο. Μτφρ.-επμλ.: Γιώργος Κατσαμπέκης. Το πορτρέτο της Chantal Mouffe φιλοτέχνησε ο Λεόν Τσιμπέμπα, κονγκολέζος εικαστικός συνεργάτης του περιοδικού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου