Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΓΙΑ ΤΟ ΚΕΝΟ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΕ ΣΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΖΑΚ ΛΑΚΑΝ. Claude Duprat

Στους κόλπους της γαλλικής γλώσσας το κενό, το τίποτε και το μηδέν είναι λέξεις που εμφανίζουν μια εννοιολογική εγγύτητα. Η κάθε μια από τις τρεις αρθρώνεται, κατά κάποιον τρόπο, με την έννοια της έλλειψης που κατέχει μια κεντρική θέση στο φροϋδικό πεδίο.
   Tο 1941 ο Μάρτιν Χάιντεγκερ έκανε ένα μάθημα με τον τίτλο: Θεμελιακές έννοιες, που πραγματεύτηκε το είναι και το ον (δημοσίευση το 1985 στις εκδόσεις Gallimard). Στη σελίδα 53 ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι το είναι «δεν σημαίνει παρά μόνο μια αναπαράσταση, αναμφίβολα απαραίτητη, που παρόλα αυτά παραμένει, κατά βάθος, εντελώς κενή». Λίγο μετά αναρωτιέται: «Το είναι δεν αποτελεί το γέμισμα του κενού;» Κάνει ένα βήμα παραπέρα, στη σελίδα 72, διατυπώνοντας ότι «Το είναι αποτελεί το γέμισμα της κενότητας όντας ταυτόχρονα διάχυση», μια παράδοξη διαβεβαίωση.
   O Χάιντεγκερ κάνει αναφορά στο μηδέν, στη σελίδα 66, υπενθυμίζοντας ότι ο Νίτσε έβλεπε στο είναι το γέμισμα του μηδενός. Δεν είναι λοιπόν νόμιμο, από κει και πέρα, να καθορίσουμε το είναι με βάση το μηδέν; Όχι! απαντάει ο Χάιντεγκερ, διότι «το μηδέν είναι από μόνο του καθαρή απουσία καθορισμού: πώς θα μπορούσε να προσφέρει χαρακτηριστικά που να μας επιτρέψουν να συλλάβουμε το είναι;» Στη συνέχεια διευκρινίζει ότι: «Το μηδέν είναι αυτό που υπάρχει ως το πιο κενό και ότι είναι μοναδικό. Επομένως το ίδιο ισχύει και για το είναι». Αυτό το τελευταίο εμφανίζεται, υπογραμμίζει, σαν ένα έδαφος που κρύβεται, είναι το «α-πύθμενο», η «ά-βυσσος».
   Ο Χάιντεγκερ και ο Λακάν εξεδήλωσαν, όπως είναι γνωστό, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους Έλληνες φιλοσόφους και για το ζήτημα του είναι, κι ανάμεσά τους για τον Παρμενίδη σύμφωνα με τον οποίον δύο δρόμοι προσφέρονται για την αναζήτηση της αλήθειας. Στον πρώτο αντιστοιχεί η εξής διαβεβαίωση: «υπάρχει το είναι και δεν μπορεί να μην υπάρχει». Στον δεύτερο δρόμο αντιστοιχεί η αντιθετική διαβεβαίωση: «Δεν υπάρχει είναι και δεν μπορεί να υπάρχει κάτι τέτοιο». Το να διατείνεται κανείς ότι δεν υπάρχει είναι, οδηγεί στο να παραδεχθεί ότι το μη-είναι υπάρχει, και ότι αυτό που υπάρχει είναι το μηδέν.
   Ο ατομισμός, ο οποίος εισάγεται από τον Λεύκιππο τον 5ο αιώνα π. Χ., θέτει επί σκηνής ένα άπειρο πλήθος ατόμων που κινούνται μέσα στο κενό και αποδέχεται το κενό του είναι. Ο μαθητής του Δημόκριτος αντιθέτει τα άτομα και το κενό, τα θεωρεί ως τα μόνα αντικείμενα μιας θετικής γνώσης. Οι μόνες πραγματικότητες που αναγνωρίζει είναι «το είναι και το μη είναι» καθώς και «το κάτι και το μη κάτι».
   Στον Αριστοτέλη βρίσκουμε μια σαφή διάκριση των εννοιών του χώρου, του χρόνου, της κίνησης, του τόπου, του απείρου και του κενού. Η δική του επεξεργασία της λογικής αποτελεί μια προσπάθεια να αποδεσμευτεί από αυτό που υπάρχει ως λεκτικό μέσα στη γλώσσα, στον βαθμό που το λεκτικό έχει, κατά τη γνώμη του, μια στενή σχέση με το κενό.
   Καθώς δεν είμαι φιλόσοφος από εκπαίδευση θα πρέπει να επισημάνω ότι βρήκα μέσα σε δύο συλλογικά έργα της ιστορίας της φιλοσοφίας, τα στοιχεία που συνέλεξα για να τα παραδώσω στον έλεγχο και την κριτική σας. Το πρώτο, υπό τη διεύθυνση του François Chatelet, έχει τον τίτλο Η ειδωλολατρική φιλοσοφία, το δεύτερο, με τίτλο Οι φιλόσοφοι της Αρχαιότητας στον 20ό αιώνα, υπό τη διεύθυνση του Maurice Merleau-Ponty.
   Ήδη από την ομιλία του στη Ρώμη τον Σεπτέμβριο του 1953 Λειτουργία και πεδίο της ομιλίας και της γλώσσας στην ψυχανάλυση, που  προηγείται της έναρξης της διδασκαλίας του, ο Λακάν αντιπαραθέτει την κενή ομιλία σε σχέση με την πλήρη ομιλία. Αναφέρεται επίσης σε ένα «κάλεσμα του υποκειμένου πέρα από το κενό των λεγομένων του».
   Σε ένα άλλο κείμενο των Γραπτών, Απάντηση στο σχόλιο του Jean Hyppolite, του 1954, βρίσκουμε στην σελίδα 392 την εξής φράση: «στη συμβολική τάξη, τα κενά είναι το ίδιο σημαίνοντα με τα πλήρη. Φαίνεται μάλλον, για να κατανοήσουμε σήμερα τον Φρόυντ, ότι έστω κι αν είναι το χάσμα ενός κενού αυτό συνιστά το πρώτο βήμα της όλης διαλεκτικής του κίνησης».
   Το 1960, στο άρθρο του Παρατήρηση πάνω στην έκθεση του Daniel Lagache, στην σελίδα 679 των Γραπτών, ο Λακάν αρθρώνει το υποκείμενο σαν απουσία και το Πράγμα σαν κενό: «όμως την πρωταρχική αυτή θέση του υποκειμένου, πώς θα μπορούσε να την ξαναβρεί κανείς μέσα σ’ αυτήν την έκλειψη που τη συνιστά σαν απουσία; Πώς θα μπορούσε να αναγνωρίσει κανείς αυτό το κενό, σαν το πλησιέστερο Πράγμα, ακόμη και για να το θεμελιώσει εκ νέου στους κόλπους του Άλλου, προκειμένου να κάνει εκεί να αντηχήσει η δική του κραυγή;»
   Το Σεμινάριο VII Η ηθική της ψυχανάλυσης, 1959-1960, δίνει έμφαση στο «das Ding», στο Πράγμα, και στην προβληματική της δημιουργίας, της μετουσίωσης. Ο Λακάν, στη δική του ανάγνωση του κειμένου της διάλεξης που εκφωνήθηκε τον Ιούνιο του 1950 από τον Χάιντεγκερ, έχοντας για τίτλο Το Πράγμα, σημειώνει τη σπουδαιότητα του ρόλου του κενού. Έχοντας υπενθυμίσει τη βαρύτητα της λειτουργίας του das Ding στη χαϊντεγκεριανή προσέγγιση του Είναι, ο Λακάν επικαλείται τη διαλεκτική του αγγειοπλάστη και του βάζου. Εάν το βάζο μπορεί να είναι πλήρες, είναι στον βαθμό που, στην ουσία του, είναι κενό. Στην σελίδα 146 βρίσκεται μια παράγραφος με μια συναρπαστική πυκνότητα: «άρα, εάν θεωρήσετε το βάζο στην προοπτική που έχω προαγάγει αρχικά, σαν ένα αντικείμενο φτιαγμένο για να αναπαραστήσει την ύπαρξη του κενού στο κέντρο του πραγματικού που αποκαλείται το Πράγμα, το κενό αυτό, όπως παρουσιάζεται μέσα στην αναπαράσταση, παρουσιάζεται σαφώς σαν ένα μηδέν (nihil), σαν τίποτε. Και γι’ αυτό ο αγγειοπλάστης, ακριβώς όπως εσείς, στους οποίους μιλώ, δημιουργεί το βάζο γύρω από αυτό το κενό με το χέρι του, το δημιουργεί ακριβώς όπως ο μυθικός δημιουργός, εκ του μηδενός (ex nihilo), με βάση την τρύπα». Σε γενικές γραμμές κάθε τέχνη χαρακτηρίζεται από έναν ορισμένο τρόπο οργάνωσης γύρω από το κενό. Σε κάθε μορφή μετουσίωσης το κενό είναι καθοριστικό. Η ζωγραφική μαθαίνει να εξουσιάζει αυτό το κενό που προσδιορίζει τη θέση του Πράγματος και στην ουσία πάντα χρειάζεται, μέσα σε ένα έργο τέχνης, «να περιχαρακωθεί το Πράγμα». Η μετουσίωση «εξυψώνει το αντικείμενο στην αξία του Πράγματος». Αυτό το τελευταίο, είναι από τη δομή του εντελώς καλυμμένο, «δεν μπορεί κανείς παρά να το οριοθετήσει, να το περιχαρακώσει, είναι αυτό που ήδη ως πρωτογενές πραγματικό πάσχει από το σημαίνον». Στη θρησκευτική ζωγραφική, πέρα από τη σύλληψη της εικόνας, διακρίνεται «το κενό του Θεού».
   Αυτό που υπάρχει ανοιχτό, ελλειπτικό, χάσκον στην καρδιά της επιθυμίας έχει μία σχέση με την παρουσία του das Ding στο επίπεδο των Triebe, των ορμών. Το Πράγμα είναι έξωθεν-ενδομύχιο (extime). Σε επίπεδο τοπολογίας χαρακτηρίζεται από «μια ενδόμυχη εξωτερικότητα, ένα κεντρικό κενό». 
   Στο άρθρο των Γραπτών που έχει τίτλο Η καθοδήγηση της θεραπείας, του 1958, ο Λακάν αρθρώνει την επιθυμία με το αίτημα. Ύστερα επισημαίνει ότι το άνευ όρων αίτημα της παρουσίας και της απουσίας «παραπέμπει στην έλλειψη —του— είναι υπό τις τρεις όψεις του τίποτε που συνιστά την οικονομία του αιτήματος αγάπης, του μίσους που τείνει να αρνηθεί την ύπαρξη του άλλου, και του ανείπωτου,  που αγνοεί τον εαυτό του κατά την διεκδίκησή του»........



*Ολόκληρο το κείμενο δημοσιεύεται στο 22ό τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Ο Claude Duprat είναι ψυχαναλυτής και κείμενά του δημοσιεύονται τακτικά στο περιοδικό. Την επιστημονική επιμέλεια του κειμένου έκανε ο Χρήστος Σιδηρόπουλος. Η μετάφραση είναι της Ιωάννας Πετρίδου. 

1 σχόλιο: