Σάββατο 17 Μαρτίου 2012
Τρίτη 13 Μαρτίου 2012
New books by ENEKEN
A story for your own children
by Panos Theodoridis
Translated by Dimitris Thanasoulas
Except for my heartfelt recommendation that this book be read by many people and spread like a persistent virus throughout our world--a world of ideas and plants, words and concerns--I have no intention of divulging any parts of the plot to the readers of the present review. All I have to say is that a Despina Dima, a doctor, has recently been interrogated, on the grounds of an oblique allusion, so to speak, that she made to the existence of a den. Almost local Macedonian herself, her main interrogator being Papakoitsis, an apparently local Macedonian name.
The interrogation artfully weaves together a literary material that runs through and touches upon persons that played an important role in the seven-year junta period, especially early 80’s, the moderate-turned-emotional varied relations with KKE (Greek Left-wing Party) and its branches, according to the teachings of EAM supporters, currently spruced-up anti-communists. The plot is a dominant fact in the book, while the interrogation goes through several layers: a house (on the island where Despina works) has recently been scoured; later, there will be the advent of the IMF; guerrillas in the past, now mischievous kids, not even bombers, while later even reminiscing about these events fans suspicions of crimes committed. From Testimony it can be gleaned that the only life-giving aura in post-war Greece is the maintenance and readiness of absolute folly, much akin to that of Purifoy and laptop. It is the only living, connective tissue. The foe surreptitiously turns from “gangster” to “Pakistani.” Meanwhile, modern Greeks, we, the author, the readership and their passions, are all carrying memories in vain, in hopes of their unravelling in future.
I concur with Mrs. Monti that this work is not autobiographical. As a teacher and proponent of vernacular style, I add: you bet! In the case of the pages I have just leafed though, Slavism and its branches, as well as the kinky and torturous stories of the Macedonian Slavs, are imbued with fragmented ideologies and a useful script weft. Nobody should embark on this book under the misconception that it is the local equivalent of Uncle Tom’s Cabin. They are bound to lose their bearings. In this book, there are rage, heartrending, albeit incomplete, thoughts, direct and masterful writing--laying conventional and precarious foundations. I must admit that, at times, while reading the book, I yelled, “Take this out, Mrs. Katerina!” or “Make sure you change two hundred words here and, when you rewrite them, weep, for your text is tinged with some kind of a compulsive spleen. No, you’re not a Cherokee, Basque or Chechen. You’re still on the vast, dark sea bottom. The uncharted one. Without any foam.”
In its present form, this book, truncated a bit, can be made into a film directed by Mike Leigh, while in a linear narrative form it can be successfully made into a serial starring Greek actors. Its imagery is strong, words are--justly--weak and its theories justly eviscerated before their enunciation. Mrs. Monti, a collector of written passion, can successfully try her hand at penning almost anything. Good luck to those lucky ones who are going to read it.
The interrogation artfully weaves together a literary material that runs through and touches upon persons that played an important role in the seven-year junta period, especially early 80’s, the moderate-turned-emotional varied relations with KKE (Greek Left-wing Party) and its branches, according to the teachings of EAM supporters, currently spruced-up anti-communists. The plot is a dominant fact in the book, while the interrogation goes through several layers: a house (on the island where Despina works) has recently been scoured; later, there will be the advent of the IMF; guerrillas in the past, now mischievous kids, not even bombers, while later even reminiscing about these events fans suspicions of crimes committed. From Testimony it can be gleaned that the only life-giving aura in post-war Greece is the maintenance and readiness of absolute folly, much akin to that of Purifoy and laptop. It is the only living, connective tissue. The foe surreptitiously turns from “gangster” to “Pakistani.” Meanwhile, modern Greeks, we, the author, the readership and their passions, are all carrying memories in vain, in hopes of their unravelling in future.
I concur with Mrs. Monti that this work is not autobiographical. As a teacher and proponent of vernacular style, I add: you bet! In the case of the pages I have just leafed though, Slavism and its branches, as well as the kinky and torturous stories of the Macedonian Slavs, are imbued with fragmented ideologies and a useful script weft. Nobody should embark on this book under the misconception that it is the local equivalent of Uncle Tom’s Cabin. They are bound to lose their bearings. In this book, there are rage, heartrending, albeit incomplete, thoughts, direct and masterful writing--laying conventional and precarious foundations. I must admit that, at times, while reading the book, I yelled, “Take this out, Mrs. Katerina!” or “Make sure you change two hundred words here and, when you rewrite them, weep, for your text is tinged with some kind of a compulsive spleen. No, you’re not a Cherokee, Basque or Chechen. You’re still on the vast, dark sea bottom. The uncharted one. Without any foam.”
In its present form, this book, truncated a bit, can be made into a film directed by Mike Leigh, while in a linear narrative form it can be successfully made into a serial starring Greek actors. Its imagery is strong, words are--justly--weak and its theories justly eviscerated before their enunciation. Mrs. Monti, a collector of written passion, can successfully try her hand at penning almost anything. Good luck to those lucky ones who are going to read it.
Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012
Βιβλιοκριτική: Κατερίνα Μόντη, "Η κατάθεση", της Έφης Αχτσιόγλου
Πώς ένα μυθιστόρημα μεταμορφώνεται σε μια ανοιχτή συζήτηση για τα πλέον αμφιλεγόμενα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του σήμερα; Πώς εναρμονίζεται η πολιτική ανάλυση με τη λογοτεχνική αφήγηση; Πώς συμπλέκονται οι προσωπικές αναζητήσεις με τα εσωτερικά πάθη της Αριστεράς, το «μακεδονικό» με τον φεμινισμό;
Η Δέσποινα Ντήμα, μια παιδίατρος κοντά στα πενήντα, με καταγωγή από τα Γιαννιτσά και προσωρινό τόπο διαμονής την Ικαρία, «ενοχοποιείται» στα μάτια της αστυνομίας για εμπλοκή με την τρομοκρατία μέσα από μια σειρά -λιγότερο ή περισσότερο- τυχαίων γεγονότων. Με αφορμή την ανάκριση της «υπόπτου» με το αριστερό παρελθόν και την τωρινή ακτιβιστική δράση, ξεδιπλώνεται μια βεντάλια καίριων προβληματισμών σε μια σειρά «δύσκολων» κοινωνικοπολιτικών θεμάτων: Η Αριστερά και η σχέση της με τη βία, οι μειονότητες, ο διεθνισμός και ο εθνικισμός, το «σκοπιανό», η οικονομική κρίση, η κοινωνική έκρηξη και η αστυνομική αυθαιρεσία, τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 και οι «αγανακτισμένοι», είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα, με τα οποία φέρνει αντιμέτωπο τον αναγνώστη η «Κατάθεση» της Κατερίνας Μόντη. Σε τούτη την «κατάθεση», όλα τα «δύσκολα» ζητήματα δεν αγγίζονται απλώς υπαινικτικά, αλλά θίγονται με τόλμη, κι ενώ η συγγραφέας επιχειρεί να τα προσεγγίσει από τις πολλαπλές οπτικές που τους ταιριάζουν, τελικά δεν βολεύεται πίσω από γενικευτικές αναφορές και στρογγυλεμένες εκφράσεις, αλλά παίρνει θέση, που την υπερασπίζεται με νηφαλιότητα αλλά και με πάθος.
Οργανώτρια αρχή του κάθε προβληματισμού η αναλυτική σκέψη, που μπολιάζεται από τα ιδεολογικά κεκτημένα της ριζοσπαστικής αριστεράς (ο διεθνισμός απέναντι στις εθνοκεντρικές αναλύσεις, η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων αντί της βιαστικής καταδίκης, ο σεβασμός εκείνης της δημοκρατικής αρχής, που δεν στραγγαλίζει τη μειοψηφική θέση), χωρίς να καταργεί την ιδιαιτερότητα της υποκειμενικής πρόσληψης. Κι αυτό ακριβώς είναι το νήμα που διέπει όλες τις επί μέρους «καταθέσεις» που αποτυπώνονται στο βιβλίο, «καταθέσεις» που ισορροπούν αρμονικά μεταξύ ορθολογικής ανάλυσης, βιωματικών περιγραφών και συναισθηματικών παρορμήσεων. Είναι τούτη η αδέσμευτη και ανατρεπτική σκέψη, που επιτρέπει να αναδειχτούν χωρίς φόβο οι πολλαπλές όψεις κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, τα οποία ο αριστερός πολίτης βιώνει με ένταση τουλάχιστον όμοια με αυτή των προβλημάτων της ιδιωτικότητας του.
Η εμπειρία σε γενικές γραμμές κοινή για μια μεγάλη μερίδα των αριστερών της πρώτης μεταδικτατορικής γενιάς. Η εφηβική ένταξη στην ΚΝΕ∙ Η κομματική αφοσίωση και η πολιτική δράση για την υπηρέτηση του μεγάλου ιδανικού αντί των προσωπικών ιδιοτελών στοχεύσεων, η συντροφικότητα αντί του ατομικισμού, αλλά και η ανελευθερία γνώμης, στάσης, σκέψης και τελικά η κατάργηση του εαυτού. Η δοκιμασία επίσης σκληρή: Η διαπίστωση των αντιφάσεων και των αδιεξόδων του κόμματος μπροστά στην αποτυχία του πειράματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» να συνυπάρχει με το ανεπίτρεπτο της παραδοχής αυτών και η πίστη να έρχεται συχνά αντιμέτωπη με τη λογική. «Πώς όμως να διαχειριστεί κανείς την απογοήτευση χωρίς να προδώσει τις ιδέες του; Τη στράτευσή του;».
Κι όταν πια δεν μπορεί το άλλοτε τυφλά στρατευμένο κομματικό μέλος να μαγειρέψει άλλες δικαιολογίες στο μυαλό του κι όταν η «αντικομματική… ερμηνεία της απογοήτευσής» του δεν συγχωρείται, έρχεται αναπόφευκτα η διαγραφή -ή η αποχώρηση- και η αναζήτηση νέας οικογένειας (χωρίς ποτέ να κόβονται οι ανθρώπινοι δεσμοί με τα μέλη της παλιάς), που θα στεγάσει τον άσβεστο πόθο για πολιτική συμμετοχή και δράση. Στην περίπτωση της Δέσποινας ήταν η ένταξη στις Αριστερές Συσπειρώσεις, μια ένταξη που την κάνει να αναπνέει πιο ελεύθερα μέσα σε νέες αξίες, αλλά και που τη φέρνει αντιμέτωπη με «νέα πάθη»: πλουραλισμός, πολυφωνία, αλλά και ατέρμονη θεωρητικολογία κι άλλες φορές ένας ιδιότυπος δογματισμός και σεχταρισμός, ένας χώρος ελευθερίας πνεύματος και νέας θεωρητικής παραγωγής, αλλά και βασίλειο των προσωπικοτήτων και των ηγετών. Ποιος δεν αναγνωρίζει έστω και μια μικρή αλήθεια στη σκληρή κριτική της ηρωίδας για τους συντρόφους του παρελθόντος: «Συσπειρωμένοι οι περισσότεροι γύρω από τέτοιους μικρούς φυλάρχους και αρχηγίσκους ο καθένας με το μοναδικής πατέντας ιδεολογικό βιολί του, περιπετειωδώς συμβιώνοντες, άλλες φορές τα έβρισκαν κα άλλες φορές συγκρούονταν με σφοδρότητα και έχθρα που ξεπερνούσε ακόμη και αυτήν που επεφύλασσαν για τον ίδιο τον… ταξικό αντίπαλο». Κι όμως, τούτη η ικανότητα να διαβάζει πια στο πολιτικό της παρελθόν όλες του τις στρεβλώσεις, καθόλου δεν κάνει τη Δέσποινα να παραγνωρίσει τη γεμάτη ζωή, που η ένταξη στην Αριστερά της χάρισε: διαβάσματα, συζητήσεις, δράσεις, ερεθίσματα, γνωριμίες, νέα πεδία προς εξερεύνηση, που οι εγκλωβισμένοι στο μηχανισμό του ΚΚΕ θεωρούσαν δευτερεύοντα και τα υποτιμούσαν, όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων και της γυναίκας, το περιβάλλον και η τέχνη.
Μια τέτοια τολμηρή κατάθεση δε θα μπορούσε φυσικά να μην αντιμετωπίσει και το ερώτημα που ταλανίζει και διχάζει γενιές αριστερών: Πώς αλλάζει ο κόσμος; Με μεταρρυθμίσεις, με κοινοβουλευτική αλλαγή, με ρήξη, με επανάσταση; Ποια είναι η σχέση της Αριστεράς με τη βία και γιατί ο πολιτικός χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς χρεώνεται διαρκώς συγγένεια μαζί της; Δικαιολογείται και σε ποιο βαθμό η χρήση αντι-βίας απέναντι στην καθημερινή ανομιμοποίητη βία τους κράτους; Αλλά και γενικότερα, υπάρχουν ακραία όρια ανοχής των μέσων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πραγμάτωση κάποιου ανώτερου κοινωνικού στόχου και αν ναι ποια είναι αυτά; Κι αν πάλι όχι, τότε ποιος είναι αυτός ο στόχος, που αναγορεύεται σε υπέρτατο σκοπό και δικαιολογεί το κάθε μέσο; Πώς προσδιορίζεται σήμερα ο ανώτερος σκοπός και ποιος έχει τη νομιμοποίηση να τον καταστήσει ανώτερο; Ή, με άλλα λόγια, με τα λιτά, εκλαϊκευμένα και περιεκτικά λόγια της Δέσποινας Ντήμα και της Κατερίνας Μόντη: «Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα; Κι αν, ίσως ενίοτε, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ποιος αγιάζει τον σκοπό;»
Από την άλλη, παρόντα σε κάθε στιγμή της «κατάθεσης» τα απωθημένα της μακεδονικής ιστορίας. Οι περιγραφές-βιώματα των τακτικών του ελληνικού κράτους για την εξαφάνιση της σλαβόφωνης ετερότητας (γλωσσικής, πολιτιστικής) μπροστά στο σκοπό της διαμόρφωσης ενός «καθαρού» έθνους. Η εξαναγκαστική αλλαγή ονομάτων χωριών και ανθρώπων, η δήμευση περιουσιών, η καταπίεση και ο εκφοβισμός του «ντόπιου στοιχείου», ο εξευτελισμός με το ρετσινόλαδο, αλλά και το «παιχνίδι» με το δαχτυλίδι του δασκάλου, που είχε αφοσιωθεί στο να εξαλειφθεί το «βαρβαρικό γλωσσικό μίασμα» στα χωριά της Αλμωπίας αποτελούν μικρές αποκαλύψεις που κλονίζουν ισχυρά τις βεβαιότητες του ανυποψίαστου αναγνώστη, που αρκέστηκε στα σχολικά βιβλία για τη διαμόρφωση της ιστορικής του γνώσης.
Προετοιμασμένοι, λοιπόν, έτσι, αντιμετωπίζουμε ως αναπόφευκτη κορύφωση της πλοκής και συγχρόνως ως κομβικό σημείο του βιβλίου την αναμέτρηση με το «σκοπιανό». Το «ζήτημα-ταμπού» έρχεται στο προσκήνιο της αφήγησης, έχοντας πια διανύσει ένα μεγάλο τμήμα της, όπου έχουν αποτυπωθεί οι βασικές ιδεολογικές κατευθύνσεις της σκέψης της ηρωίδας, και τελικά της συγγραφέα, με τρόπο που να μη χωρά αμφισβήτηση. Η ευθεία σύγκρουση με εθνικιστικές ιδεοληψίες, η πίστη στον ουμανισμό και τον διεθνισμό, ο σεβασμός απέναντι στους μετανάστες και η ανιδιοτελής υποστήριξή τους, έχουν ήδη ξεκάθαρα αναγνωσθεί ως προϋποτιθέμενες αρχές, όταν η συγγραφέας μας φέρνει αντιμέτωπους με τη θεμελιώδη αξία της αυτοδιάθεσης των λαών. Ωστόσο εδώ θα πρέπει να σημειωθεί και η επιφύλαξη, που έχει βέβαια εκτενώς συζητηθεί, ότι η υπεράσπιση της θεμελιώδους αξίας της αυτοδιάθεσης οφείλει να σηματοδοτεί έναν αγώνα εξάλειψης του εθνικισμού συνολικά, απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Κι ανάμεσα σε όλες αυτές τις σκέψεις, εκείνα τα μικρά διαλείμματα αναστοχασμού της ηρωίδας-συγγραφέα, εκείνες οι βαθύτερες στιγμές συνομιλίας με τον εαυτό, εκείνα τα αποσπάσματα «από τα σημειωματάρια», που ανακινούν φαντασιώσεις, μνήμες και αγωνίες, μέχρι τώρα ανομολόγητες από φόβο μήπως καταδείκνυαν μια ελάχιστη σχισμή αδυναμίας ή αμφιβολίας στις καθημερινές μάχες του αριστερού υποκειμένου. «Άραγε πότε “η ζωή θριαμβεύει”; Όταν -αναλογιζόμενοι το τέλος- φιλούμε το χέρι της την κάθε στιγμή; Ή όταν την παραμελούμε, μακάριοι αθάνατοι επιλήσμονες;»
Μια άλλη, εναλλακτική οπτική στην κρίση της πολιτικής και κοινωνικής μας ταυτότητας χαρακτηρίζει τούτη την «κατάθεση», που απορρίπτει τους εύκολους μύθους και τις αφοριστικές προσεγγίσεις και αποδομεί τον κυρίαρχο Λόγο με συνοπτικές -αλλά καθόλου επιπόλαιες- διαδικασίες. Μια αριστερή ανάλυση, που είναι απαλλαγμένη από την ανάγκη υπηρέτησης της «καθαρής» αλήθειας, που δεν αλλοτριώνεται από την παρουσία ενός καταδυναστευτικού αγιασμένου σκοπού, ο οποίος πρέπει πάση θυσία να υπηρετηθεί. Και τούτη η ορθολογική ανάλυση συνυπάρχει και συμπληρώνεται με την αποτύπωση εσωτερικευμένων κρίσεων, υφαίνοντας μια «κατάθεση», που τη διαπνέει αντί του κυνισμού της «ωριμότητας», η συναισθηματικά πυροδοτούμενη ανάγκη για κοινωνική αλλαγή. Μια ειλικρινής και τολμηρή κατάθεση σκέψεων, βιωμάτων και προτάσεων, των οποίων καταλύτης είναι η ακλόνητη πίστη στο ιδανικό του δημοκρατικού και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Μια «κατάθεση», πίσω από την οποία ζει μια σκέψη βαθιά ελεύθερη.
Το βιβλίο της Κατερίνας Μόντη "Η κατάθεση" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Το κείμενο αναρτήθηκε στο http://www.alterthess.gr/content/bibliokritiki-katerina-monti-i-katathesi
Φωτο: Νοσοκομείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στα Λουτρά, Πόζαρ, του Καϊμακτσαλάν) Aρχείο ΕΝΕΚΕΝ, από το βιβλίο του Νίκου Μότσιου, Οι ήρωες γεννιούνται στη θύελλα.
Μια ιστορία για τα δικά σου παιδιά, του Πάνου Θεοδωρίδη
Εκτός από την ολόθερμη συνηγορία μου να διαβαστεί από πολλούς αυτό το βιβλίο, να εξαπλωθεί ως δυσκαταμάχητη ίωση στον κόσμο μας, κόσμο ιδεών και φυτών, λόγων και πρεμούρας, δε σκοπεύω να «χαρίσω πλοκή» στον αναγνώστη αυτής της κρίσης. Απλώς, μια Δέσποινα Ντήμα, ιατρός, ανακρίνεται προσφάτως, λόγω μιας έμμεσης μνείας της στο στοιχείο μιας γιάφκας. Σχεδόν ντόπια η ίδια (βόσκουν κάτι καραμανλήδες μεσοπολέμου) με κύριο ανακριτή της τον Παπακόιτση, με προφανώς εντόπικο όνομα.
Η ανάκριση διατρέχει ένα δαιμονικά υφασμένο λογοτεχνικό υλικό, διατρέχει προχουντικές νύξεις, την επταετία, κυρίως τα νιάτα της δεκαετίας του '80, τη μετρημένη κι έπειτα ξέχειλη συναισθημάτων πεποικιλμένη σχέση με το ΚΚΕ και τας παραφυάδας αυτού, όπως δίδασκαν αρχαίοι ΕΑΜίτες, στα χρόνια μας άρτια περιποιημένοι αντικομμουνισταί. Η πλοκή είναι κυρίαρχο γεγονός στο βιβλίο, η ανάκριση περνάει από αλλεπάλληλα κόσκινα, ένα σπίτι (στο νησί όπου η Δέσποινα υπηρετεί) γίνεται φύλλο φτερό προσφάτως, σε λίγο θα έχουμε ΔΝΤ, κάποτε αντάρτες, μετά πειραχτήρια, μήτε καν βομβιστές, αργότερα, ακόμη και η διατήρηση ανάμνησης παραμένει προθάλαμος για υποψίες εγκλήματος. Από την «Κατάθεση» φαίνεται ότι μόνη ζείδωρος αύρα στη μεταπολεμική Ελλάδα είναι η διατήρηση, σε υπηρεσιακή ετοιμότητα, μιας παχυλής και απόλυτης βλακείας, ίδιας στα χρόνια του Πιουριφόι, αλλά και του λάπτοπ. Είναι ο μόνος συνδετικός, ζωντανός ιστός. Ο εχθρός γλιστρά από το «συμμορίτη» στον «πακιστανό». Εχει ήδη γλιστρήσει. Ενδιαμέσως, οι Νεοέλληνες, εμείς, η συγγραφέας, οι αναγνώστες και τα πάθη τους, άτομα που σέρνουν ματαίως αναμνήσεις με την ελπίδα να ξετυλιχτούν κάποτε.
Το έργο, συμφωνώ με την κυρία Μόντη, δεν είναι αυτοβιογραφικό. Ως διδάσκαλος του δρομαίου ύφους, προσθέτω: αυτό μας έλειπε! Στην περίπτωση των σελίδων που μόλις εξεμέτρησα, ο σθλαβισμός και τα παρακλάδια του, οι πιπεράτες και βασανιστικές ιστορίες των σλαβομακεδόνων με άφθονο άρτυμα από ραγισμένες ιδεολογίες είναι απλώς ένα χρήσιμο σεναριακό υφάδι- μην ξεκινήσει κάποιος την ανάγνωση πιστεύοντας πως είναι η καλύβα του μπαρμπα - Θωμά των εντοπίων. Θα τα χάσει και θα χαθεί. Στο βιβλίο υπάρχει θυμός, ημιτελείς αλλά σπαρακτικές σκέψεις, ευθύ και κορυφαίο γράψιμο, πλην από αυτά που διαθέτουν τη βάση ενός συμβατικού, επισφαλούς υποβάθρου. Δε σας κρύβω πως ενίοτε, διαβάζοντας, φώναζα προς τους αιθέρες: «Κόψ' το αυτό λιγάκι, κυρία Κατερίνα!» ή «Σημείωσε να αλλάξεις διακόσιες λέξεις εδώ και όταν τις ξαναγράψεις, κλάψε γοερά ενδιαμέσως, επειδή συχνά το κείμενό σου καλύπτεται από ένα ψυχαναγκαστικό σπλην. Οχι, δεν είσαι Τσερόκι, δεν είσαι Βάσκα και Τσετσένα. Είσαι ακόμη στο μεγάλο, σκοτεινό βυθό. Τον ανεγνώριστο. Χωρίς αφρό».
Το βιβλίο στην παρούσα του μορφή, γίνεται, συντομευμένο, ταινιάρα με τον Μάικλ Λι, ενώ γυρισμένο σε στρωτή διήγηση ένα σίριαλ που θα μπορούσε να γυριστεί από Ελληνες συντελεστές με επιτυχία. Είναι πολύ δυνατές οι εικόνες του, τα λόγια είναι ορθώς αδύναμα, οι θεωρίες ορθότατα ακυρωμένες πριν την έκφρασή τους. Η κυρία Μόντη, συλλέκτρια γραπτού πάθους, μπορεί να επιχειρήσει να γράψει επιτυχώς οτιδήποτε. Στους τυχερούς που θα το διαβάσουν εύχομαι καλό βόλι.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος την Κυριακή 11 Μαρτίου 2012
http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=7&artid=130970
petefris@otenet.gr
Κυριακή 11 Μαρτίου 2012
Το παζλ της μετάφρασης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ. Εμπειρίες μετάφρασης ...του Μιχάλη Πολίτη
Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε εκείνους και σε εκείνες που, παρότι χρήστες των μεταφράσεων σε όλη τους τη ζωή, δε φαντάζονται πόσα κρύβονται πίσω από τις φαινομενικά ανώδυνες λέξεις «μετάφραση», «διερμηνεία» και «υποτιτλισμός» ή «μεταγλώττιση» ούτε τον ανυπολόγιστο αριθμό σελίδων που έχουν γραφεί γι’ αυτές. Ο ζήλος της ενασχόλησης με ζητήματα που αφορούν τη μετάφραση –και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, τη διερμηνεία– έχει αυξηθεί ιδιαίτερα, από τότε που η Μεταφρασεολογία αξίωσε και, εν μέρει, πέτυχε να αντιμετωπίζεται ως αυτόνομη επιστήμη, δηλαδή τα τελευταία σαράντα με πενήντα χρόνια. Σε αυτό το διάστημα η Μεταφρασεολογία γνώρισε διαφορετικούς προσανατολισμούς και διαφορετικές προσεγγίσεις, άσκησε τη γοητεία της σε νέους και νέες επιστήμονες, δεν κατόρθωσε, όμως, να συμβάλει ιδιαίτερα στην αναγνώριση του ρόλου των μεταφραστών και των διερμηνέων σε σχέση με τις κοινωνικές εξελίξεις ούτε στη βελτίωση του status του επαγγέλματός τους, το οποίο συνεχίζει να μην αναγνωρίζεται στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Στο βιβλίο κυριαρχεί η δυαδική μορφή ανεκδοτολογικού και θεωρητικού λόγου, που επιδιώκει να υπομνήσει τη συνεχή εναλλαγή ανάμεσα σε δύο γλώσσες και δύο πολιτισμούς, την οποία βιώνει οποιοσδήποτε ασχολείται με κάποια μεταφραστική δραστηριότητα. Η εικόνα της μετάφρασης ως ειδώλου –τόσο του πρωτοτύπου όσο και της εποχής της, του ίδιου του μεταφραστή αλλά και του είδους της μετάφρασης– η οποία εμφανίζεται σε όλα τα πεδία που εξετάζονται, υπενθυμίζει συνεχώς το στιγμιαίο –και κατά κάποιον τρόπο απατηλό– χαρακτήρα κάθε μεταφράσματος. Έτσι, παρά τη διαφορετική τους θεματολογία, τα κεφάλαια του βιβλίου συνομιλούν μεταξύ τους, για να υπογραμμίσουν τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία διέπουν τη διαδικασία, τα προβλήματα και τη μεθοδολογία που εξετάζουν. Μοιάζει με αυτόν τον τρόπο να συντίθεται ένα «παζλ» –λέξη δάνεια και, σε πείσμα της μετάφρασης, αμετάφραστη– από παρόμοιες κι ωστόσο διαφορετικές δραστηριότητες με γνωστές και άγνωστες πτυχές, όπως άγνωστη παραμένει εν πολλοίς και η πολυπλοκότητα του μεταφραστικού εγχειρήματος.
Η Ανθή Βηδενμάιερ είναι πτυχιούχος μεταφράστρια (πανεπιστήμιο Μάιντς της Γερμανίας) για τη γερμανική, την ισπανική και την αγγλική γλώσσα. Η διδακτορική διατριβή της (Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας) έχει ως θέμα τη μετάφραση της ποίησης. Εργάστηκε ως μεταφράστρια και διερμηνέας συνεδρίων για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Έχει μεταφράσει λογοτεχνικά και επιστημονικά έργα για εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα καθώς και μεγάλο αριθμό τεχνικών, οικονομικών και νομικών κειμένων. Συνεργάστηκε στην έκδοση του νέου ελληνογερμανικού και γερμανοελληνικού «Μεγάλου Λεξικού PONS» (2008). Δημοσιεύει επιστημονικά άρθρα, βιβλιοκρισίες μεταφρασεολογικών έργων και συμμετέχει με ανακοινώσεις σε μεταφρασεολογικά συνέδρια και εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταφραστών (2002-2006). Δίδαξε μετάφραση στο «ΕΚΕΜΕΛ», στο “Ινστιτούτο Goethe” Θεσσαλονίκης και σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Σήμερα διδάσκει μετάφραση λογοτεχνικών και ειδικών κειμένων, υποτιτλισμό και διερμηνεία, ως επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Από το ιστολόγιο του Μιχάλη Πολίτη, Αναπληρωτή Καθηγητή στο ΤΞΓΜΔ του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Το παζλ της μετάφρασης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, Του Δρ. Σταύρου Γ. ΝΤΑΓΙΟΥ
Η Ανθή Βηδεμάιερ είναι γνωστή στην ακαδημαϊκή κοινότητα και τη μεταφραστική αγορά για τη συμβολή της σε θέματα μεταφρασεολογίας και μεταφραστικής πρακτικής. Αλλά με το τελευταίο της βιβλίο Το παζλ της μετάφρασης μας εξέπληξε ξανά ευχάριστα. Για έναν σπουδαίο λόγο: για τη μεστωμένη προσέγγισή της σε θέματα θεωρητικής προσέγγισης της μεταφραστικής επιστήμης και την άμεση εφαρμογή τους στην μεταφραστική πρακτική.
Η Ανθή Βηδεμάιερ διδάσκει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας, μετάφραση του λογοτεχνικού λόγου, τεχνικές υποτιτλισμού, μεταγλώττισης και διερμηνείας ως επίκουρος καθηγητής. Η προγενέστερη όμως σταδιοδρομία της, κατά την οποία ολοκληρώθηκε ως επιστημονική προσωπικότητα, εργαζόμενη ως μεταφραστής στην «μεταφραστική παραγωγή», την βοήθησε να γνωρίζει καλά τις δυσκολίες της εφαρμογής της μεταφραστικής θεωρίας στην μεταφραστική πρακτική. Εδώ έγκειται η πραγματική χρησιμότητα του βιβλίου, καθώς δεν είναι αποκύημα της φαντασίας, με αφηρημένες έννοιες, εικασίες, θεωρίες και συλλογισμούς που αίρονται και υπεραίρονται όπως μας συνηθίζουν πολλοί περισπούδαστοι ακαδημαϊκοί απίθανοι τύποι, οι οποίοι από θέση αυθεντίας (ex cathedra) τα «ξέρουν όλα» και μπορούν να μιλήσουν επί παντός του επιστητού, ως διδάξαντες. Πλην όμως αμφιβάλλω αν μπήκαν ποτέ στον κόπο να μεταφράσουν μια σελίδα και να δοκιμάσουν την επιστήμη τους στην καθημερινή μεταφραστική πράξη.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα βασικά κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στις διάφορες μορφές μεταφραστικής πράξης, το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη λογοτεχνική μετάφραση, το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν τη θεωρία και την πράξη της διερμηνείας και το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη μεταγλώττιση και τον υποτιτλισμό.
Στο βιβλίο της η Ανθή Βηδεμάιερ σημειώνει με έμφαση τη σημασία της μεταφραστικής πρακτικής, η οποία, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της σκέψης και της λογοτεχνίας και υπογραμμίζει ότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις χρειάζονται να εμπλουτιστούν με νέα παραδείγματα. Το βιβλίο απανθίζεται από πλούσιες και αξιόπιστες βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές, φιλμογραφία και παραπομπές σε τηλεοπτικές εκπομπές.
Το έργο της Βηδεμάιερ συνιστά ολοκληρωμένη και υπολογίσιμη επιστημονική έρευνα για τα πράγματα της θεωρίας και της πρακτικής της μετάφρασης, πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη μεταφραστική κοινότητα, είτε αυτή ανήκει στη θεωρητική μεταφρασεολογία είτε στην καθημερινή μεταφραστική παραγωγή.
Γραμμένο κομψά, με εύπορη, κατανοητή γλώσσα, πού και πού με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αλλά χωρίς αυτό να πλήττει το ακαδημαϊκό του κύρος, το βιβλίο είναι απαραίτητο μέσο για όλους τους ασχολούντες με την μεταφραστική τέχνη και επιστήμη.
Πρώτη ανάρτηση στο: http://blog.literatus.gr/?p=445
Η Ανθή Βηδεμάιερ διδάσκει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας, μετάφραση του λογοτεχνικού λόγου, τεχνικές υποτιτλισμού, μεταγλώττισης και διερμηνείας ως επίκουρος καθηγητής. Η προγενέστερη όμως σταδιοδρομία της, κατά την οποία ολοκληρώθηκε ως επιστημονική προσωπικότητα, εργαζόμενη ως μεταφραστής στην «μεταφραστική παραγωγή», την βοήθησε να γνωρίζει καλά τις δυσκολίες της εφαρμογής της μεταφραστικής θεωρίας στην μεταφραστική πρακτική. Εδώ έγκειται η πραγματική χρησιμότητα του βιβλίου, καθώς δεν είναι αποκύημα της φαντασίας, με αφηρημένες έννοιες, εικασίες, θεωρίες και συλλογισμούς που αίρονται και υπεραίρονται όπως μας συνηθίζουν πολλοί περισπούδαστοι ακαδημαϊκοί απίθανοι τύποι, οι οποίοι από θέση αυθεντίας (ex cathedra) τα «ξέρουν όλα» και μπορούν να μιλήσουν επί παντός του επιστητού, ως διδάξαντες. Πλην όμως αμφιβάλλω αν μπήκαν ποτέ στον κόπο να μεταφράσουν μια σελίδα και να δοκιμάσουν την επιστήμη τους στην καθημερινή μεταφραστική πράξη.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα βασικά κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στις διάφορες μορφές μεταφραστικής πράξης, το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη λογοτεχνική μετάφραση, το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν τη θεωρία και την πράξη της διερμηνείας και το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη μεταγλώττιση και τον υποτιτλισμό.
Στο βιβλίο της η Ανθή Βηδεμάιερ σημειώνει με έμφαση τη σημασία της μεταφραστικής πρακτικής, η οποία, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της σκέψης και της λογοτεχνίας και υπογραμμίζει ότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις χρειάζονται να εμπλουτιστούν με νέα παραδείγματα. Το βιβλίο απανθίζεται από πλούσιες και αξιόπιστες βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές, φιλμογραφία και παραπομπές σε τηλεοπτικές εκπομπές.
Το έργο της Βηδεμάιερ συνιστά ολοκληρωμένη και υπολογίσιμη επιστημονική έρευνα για τα πράγματα της θεωρίας και της πρακτικής της μετάφρασης, πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη μεταφραστική κοινότητα, είτε αυτή ανήκει στη θεωρητική μεταφρασεολογία είτε στην καθημερινή μεταφραστική παραγωγή.
Γραμμένο κομψά, με εύπορη, κατανοητή γλώσσα, πού και πού με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αλλά χωρίς αυτό να πλήττει το ακαδημαϊκό του κύρος, το βιβλίο είναι απαραίτητο μέσο για όλους τους ασχολούντες με την μεταφραστική τέχνη και επιστήμη.
Πρώτη ανάρτηση στο: http://blog.literatus.gr/?p=445