Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Ελπινίκη Ναούμ, Ἔρος

Η λέξη Έρως στην αρχαιότητα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την προσωποποίηση της επιθυμίας και του συναισθήματος που βιώνουν οι ερωτευμένοι1. Ταυτόχρονα, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται και για μια πολύ βασική θεότητα που σχετίζεται άμεσα με την Αφροδίτη και που ενσαρκώνει τα δυο παραπάνω στοιχεία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Όμηρος, όταν αναφέρει τη λέξη ἒρως ή ἒρος, δεν εννοεί τη θεότητα αλλά την προσωποποιημένη επιθυμία και μια θεϊκή φύση-δύναμη2. Είναι όμως σημαντικό να δούμε από πού προήλθε ο θεός Έρωτας.
   Υπάρχουν πολλές απόψεις σχετικές με τη γενεαλογία του θεού Έρωτα. Ο Lasserre3 ξεχώρισε δυο βασικές τάσεις: Η μια θεωρεί τον Έρωτα ως πρωτόγονη δύναμη, αναγκαία για την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας τάξης στον κόσμο, καθώς και για την εγκατάσταση των ολύμπιων θεών. Η θεωρία αυτή ξεκινάει από τον Ησίοδο —ο οποίος δεν αναγνωρίζει στον θεό προγόνους και τον θεωρεί πρωταρχική δύναμη μαζί με τη Γαία και το Χάος4— και φτάνει ως την ελληνιστική περίοδο. Η δεύτερη τάση που επικρατεί θεωρεί ότι ο Έρωτας είναι γιος της Αφροδίτης. Αυτή ξεκινά από τη Σαπφώ5, που αναφέρει ότι ο Έρωτας είναι γιος του Ουρανού και της Αφροδίτης6, και τελικά κυριαρχεί στην εικονογραφία.
   Ένα θέμα που φαίνεται να απασχόλησε τους αρχαίους Έλληνες και το οποίο τίθεται από τον Πλάτωνα στο Συμπόσιο και από τον Πλούταρχο στον Ερωτικό, είναι το ζήτημα της θεότητας του Έρωτα. Αυτή η αμφισβήτηση ίσως και να αποτελεί την αιτία για την οποία η λατρεία του Έρωτα δεν γνώρισε την ίδια δημοτικότητα όπως η λατρεία της μητέρας του Αφροδίτης. Ταυτόχρονα, η διάδοση της λατρείας της Αφροδίτης είναι πιθανό να επισκίασε τη λατρεία του μικρού θεού, καθώς και οι δυο θεότητες επωμίζονται τον ίδιο θεϊκό ρόλο και εμφανίζουν παρεμφερείς ιδιότητες και υποστάσεις.7 Ο Πλάτωνας8 πάντως θεωρεί ότι ο Έρωτας είναι Δαίμων μέγας και καθετί δαιμονικό βρίσκεται ανάμεσα στον θεό και τον θνητό με στόχο να μεταφέρει στους θεούς τα ανθρώπινα, δηλαδή τις προσευχές τους και τις θυσίες τους. Ο Έρωτας, ωστόσο, αναφέρεται ως ο αρχαιότερος από τους αθάνατους θεούς,9  προγενέστερος της Αφροδίτης,10 γνωστός στους ανθρώπους από τα πανάρχαια χρόνια και συνεπώς σεβαστός. Τοποθετείται πλάι σε αρχέγονες δυνάμεις όπως το Χάος και η Γαία και είναι ένα ον πρωταρχικό, μια γενεσιουργός δύναμη. Είναι η ερωτική επιθυμία που επενεργεί στο εσωτερικό των όντων, τα οποία καθυποτάσσει και ωθεί στην τεκνοποιία. Πρόκειται δηλαδή για έναν ιδιαίτερα ισχυρό θεό, που επηρεάζει και χειραγωγεί θεούς και ανθρώπους και λειτουργεί ως κινητήριος δύναμη. Γι’ αυτό άλλωστε χαρακτηρίζεται συχνά ως ανίκητος και γενναίος.11
   Όσον αφορά τη λατρεία του Έρωτα, είναι βέβαιο ότι δεν υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλής, γεγονός που επιβεβαιώνει και ο ίδιος ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο, καθώς και ο Ευριπίδης στον Ιππόλυτο.12 Λατρευόταν μεν από τα παλιά χρόνια, όμως δεν γνώρισε την ίδια μεγαλοπρέπεια, διάδοση και επισημότητα με την οποία λατρεύονταν άλλες θεότητες. Ο Παυσανίας13 μας πληροφορεί ότι στις Θεσπιές της Βοιωτίας υπήρχε παλαιότατη λατρεία του θεού, όπου λατρευόταν με τη μορφή αργού λίθου. Ο αργός λίθος είναι πιθανό μάλιστα να λατρευόταν στην περιοχή προτού ταυτιστεί με τον Έρωτα. Επίσης, εδώ γιορτάζονταν κάθε πέντε χρόνια τα Ερωτίδ(ε)ια, μια γιορτή που μαρτυρείται ως την αυτοκρατορική περίοδο. Στη γιορτή αυτή πραγματοποιούνταν γυμνικοί, μουσικοί και ιππικοί αγώνες προς τιμήν του Έρωτα και των Μουσών.14  Το ιερό του Έρωτα στις Θεσπιές, ωστόσο, ήταν γνωστό και για τα αγάλματα του θεού που υπήρχαν σε αυτό. Πρόκειται για ένα γλυπτό του Πραξιτέλη από πεντελικό μάρμαρο και για ένα χάλκινο του Λυσίππου. Αυτά είναι πιθανότερο να ήταν αναθήματα στο ιερό παρά να αντικατέστησαν τον λατρευτικό αργό λίθο.15 Είναι αλήθεια πάντως ότι η περιοχή και το ιερό γνώρισαν μεγαλύτερη φήμη αφότου ο Πραξιτέλης φιλοτέχνησε το άγαλμα του Έρωτα και συνεπώς κόσμος συνέρρεε στις Θεσπιές γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο.16 Το άγαλμα17, ωστόσο, που είδε ο Παυσανίας στις Θεσπιές είναι έργο του Αθηναίου Μηνοδώρου και αντιγράφει το έργο του Πραξιτέλη. Ο Έρωτας του Πραξιτέλη χαρίστηκε καταρχάς από τον ίδιο τον καλλιτέχνη στην Αθηναία εταίρα φίλη του, Φρύνη, η οποία καταγόταν από τις Θεσπιές και το αφιέρωσε στον Έρωτα, καθώς σε αυτόν όφειλε την καριέρα της. Μεταφέρθηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη επί Καλιγούλα, επεστράφη από τον Κλαύδιο και το ανέκτησε ο Νέρωνας, ώσπου καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 80 μ.Χ.18 Αξίζει να σημειώσουμε ότι το άγαλμα του Πραξιτέλη δεν αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα αγαπητό αντικείμενο αντιγραφής στην αρχαιότητα, σε σχέση τουλάχιστον με την αναπαραγωγή που γνώρισε ένα άλλο γνωστό έργο, ο Έρωτας τοξότης του Λυσίππου.19
   Ο Παυσανίας μάλιστα συγκρίνει το ιερό του Έρωτα των Θεσπιών με αυτό του Παρίου στην Τρωάδα και αναφέρει ότι στην περιοχή αυτή λατρεύουν εξίσου τον θεό Έρωτα, ενώ και γι’ αυτό το ιερό του Παρίου ο Πραξιτέλης κατασκεύασε ένα άγαλμα του θεού.20 Το άγαλμα του Πραξιτέλη αναγνωρίζεται σε μια σειρά νομισμάτων της αυτοκρατορικής εποχής, που φέρουν επιγραφή Deo Cupidini και μας βοηθούν στο να σκιαγραφήσουμε μια εικόνα του πρωτότυπου έργου. Στα νομίσματα αυτά χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη δίπλα στον Έρωτα μιας ερμαϊκής στήλης.21 Στα Λεύκτρα της Λακωνίας, όμως, μαρτυρείται ακόμη ένας τόπος λατρείας του Έρωτα. Πρόκειται για ένα ιερό στο μέσο ενός ιερού άλσους, στον χώρο του οποίου ακόμη και οι σφοδρότερες βροχοπτώσεις δεν μπορούσαν να παρασύρουν τα φύλλα.22 Η ιδιαίτερη μνεία στο παράδοξο αυτό φαινόμενο υπογραμμίζει την επίδραση του Έρωτα στο φυσικό περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα υποδεικνύει τη γονιμική του υπόσταση και την ιδιότητά του ως θεού της βλάστησης και της ευφορίας της γης και κατ’ επέκταση των ανθρώπων.
   Στην Αθήνα, στην είσοδο της Ακαδημίας, υπήρχε ένας βωμός αφιερωμένος στον Έρωτα, ο οποίος είχε στηθεί από τον Χάρμο, μαζί με άγαλμα του θεού, ενώ παράλληλα υπήρχε και ένας δεύτερος βωμός μέσα στην πόλη, που ήταν αφιερωμένος στον Αντέρωτα23. Ο βωμός του Έρωτα πιθανότατα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αγώνες λαμπαδηδοδρομίας των Παναθηναίων, των Ηφαιστείων και των Προμηθείων, καθώς αποτελούσε το σημείο αφετηρίας τους24. Με την εισαγωγή του Έρωτα στον χώρο της Ακαδημίας ξεκινάει πια η επίσημη λατρεία του θεού στην Αθήνα, καθώς τοποθετείται δίπλα σε μεγάλες θεότητες και ήρωες, όπως Αθηνά, Ηρακλής, Προμηθέας, Μούσες25. Επίσης, στη Βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης υπήρχε ένα ιερό αφιερωμένο στη λατρεία του Έρωτα και της Αφροδίτης.26 Στο ιερό αυτό παρατηρείται το φαινόμενο μιας οργανωμένης και επίσημης λατρείας Έρωτα και Αφροδίτης, όπως αποδεικνύεται από τα αναθήματα και από δυο επιγραφές που βρέθηκαν στον χώρο. Οι επιγραφές χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. και η μια αναφέρεται σε μια γιορτή του Έρωτα στην Αθήνα την τέταρτη μέρα του Μουνιχιώνα, δηλαδή την περίοδο της Άνοιξης, ενώ η δεύτερη αναγράφει μονάχα το όνομα Αφροδίτη. Στο συγκεκριμένο ιερό οι δυο θεότητες λατρεύονταν ως θεότητες της βλάστησης και της γονιμότητας που επενεργούν στο φυσικό περιβάλλον και ευρύτερα στους ανθρώπους. Την παραπάνω άποψη επιβεβαιώνουν και οι φαλλόσχημοι λίθοι που βρέθηκαν στο ιερό, στοιχεία που παραπέμπουν στη γονιμότητα και τη γέννηση.
   Τέλος, λατρεία του Έρωτα μαρτυρείται και στα Γυμνάσια. Στη Σάμο μάλιστα υπήρχε Γυμνάσιο αφιερωμένο στον Έρωτα, όπου γιορτάζονταν τα Ελευθέρια27. Τα Γυμνάσια και οι Παλαίστρες ήταν χώροι κατάλληλοι για την ανάπτυξη στενότερων σχέσεων μεταξύ των νεαρών αθλούμενων και των ατόμων που σύχναζαν στους χώρους αυτούς. Τα γυμνά και ωραία σώματα των αθλητών ενέπνεαν τον ερωτικό πόθο στους θεατές και έτσι το ερωτικό στοιχείο ήταν διάχυτο στους χώρους αυτούς. Συνεπώς, η παρουσία του Έρωτα στα Γυμνάσια και τις Παλαίστρες ήταν απολύτως δικαιολογημένη. Στους χώρους άθλησης εξαιρετική θέση κατείχαν, εκτός από τον Έρωτα, ο Έρμης και ο Ηρακλής28. Ο Ερμής ήταν προστάτης της πνευματικής αγωγής, ο Ηρακλής ήταν ο πάτρωνας της σωματικής αγωγής, ενσάρκωση της δύναμης, ενώ ο Έρωτας ήταν προστάτης της φιλίας, του ομοφυλοφιλικού-εφηβικού έρωτα. Ο Έρωτας διασφαλίζει, λοιπόν, την ομόνοια και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους, οι οποίες, σε συνδυασμό με τη δύναμη και την πνευματική καλλιέργεια, οδηγούν στην ελευθερία. Ένα κράτος με ολοκληρωμένους και μονιασμένους πολίτες δεν μπορεί παρά να είναι ελεύθερο και ισχυρό29. Στην τέχνη πάντως αρκετά συχνά αποδίδεται ο Έρωτας σε αγωνιστικά συμφραζόμενα και αυτό οφείλεται εκτός των άλλων και στον αγωνιστικό και ανταγωνιστικό χαρακτήρα του, τον οποίο επιβεβαιώνουν και οι φιλολογικές πηγές.30 Ο Έρωτας άλλωστε είναι ένας δύσκολος, δυνατός και μαχητικός αντίπαλος.31 Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός ότι οι Λακεδαιμόνιοι πριν τη μάχη πραγματοποιούν θυσία στον θεό Έρωτα, το ίδιο ακριβώς κάνουν και οι Κρήτες, ενώ ο Ιερός Λόχος των Θηβαίων απαρτίζεται από εραστές και ερώμενους που τιμούν τον Έρωτα.32 Από τη φιλία, λοιπόν, και την αγάπη ανάμεσα στους συμπολεμιστές εξαρτάται η νίκη στη μάχη γιατί, όπως αναφέρει ο Πλάτωνας33, οι μόνοι που θυσιάζουν τη ζωή τους με τη θέλησή τους είναι οι ερωτευμένοι, ενώ ταυτόχρονα ο έρωτας οπλίζει τους μαχόμενους με θάρρος που υπερνικά τη δειλία. Στην παραπάνω ιδιότητα του Έρωτα ταιριάζει απόλυτα το επίθετο λυσιμελής, που σημαίνει αυτόν που λύνει, απελευθερώνει τα μέλη. Πρόκειται για ένα επίθετο που αναφέρεται για πρώτη φορά στον Ησίοδο και συνεχίζει να χαρακτηρίζει τον Έρωτα ως τη ρωμαϊκή εποχή.34
 .............................
1. H. G. Lidell-R. Scott, λ. ἔρως, Fasce, Eros, σ. 9, σημ. 1. Προέρχεται από το ρήμα ἔραμαι-ἐράω, που σημαίνει αγαπώ υπερβολικά και επιθυμώ σφόδρα. Μια ετυμολογική προσέγγιση παραδίδεται και από τον Πλάτωνα, Κρατύλος, 420b,«ἔρως δέ, ὅτι εἰσρεῖ ἔξωθεν καὶ οὐκ οἰκεία ἐστὶν ἡ ῥοὴ αὕτη τῷ ἔχοντι ἀλλ᾽ἐπείσακτος διὰ τῶν ὀμμάτων, διὰ ταῦτα ἀπὸ τοῦ ἐσρεῖν ῾ἔσρος᾽τό γε παλαιόν ἐκαλεῖτο τῷ γὰρ οὖ ἀντὶ τοῦ ὦ ἐχρώμεθα— νῦν δ᾽῾ἔρως᾽κέκληται διὰ τὴν τοῦ ὧ ἀντῖ τοῦ οὖ μεταλλαγήν». Πρβλ. LIMC III, Eros, σ. 850.
2. Fasce, Eros, σσ. 9-12, Lasserre, Poèsie grecque, σσ. 21- 24, Όμηρος, Ιλιάδα, Γ, 442, Ξ, 294, 315.
3. Αναλυτικότερα βλ. Lasserre, Poèsie grecque, σσ. 130-149, LIMC III, Eros, σ. 850. Σύμφωνα με τον Αλκαίο, ο Έρωτας είναι γιος της Ίριδας και του Ζέφυρου βλ. Αλκαίος, 327. Ο Ευριπίδης στον Ιππολύτο θεωρεί ότι ο θεός είναι γιος του Δία, αλλά στην Υψιπύλη τον ονομάζει «πρωτόγονο» βλ. Ευριπίδης, Ιππόλυτος, 534, Υψιπύλη, 57, 22. Ο Αριστοφάνης, επηρεασμένος από την ορφική κοσμογονία, παρουσιάζει τον Έρωτα να γεννιέται από ένα αυγό της Νύχτας βλ. Αριστοφάνης, Όρνιθες, 695-697. Ο Πλάτωνας αναφέρει ότι ο Έρωτας είναι παιδί του Πόρου και της Πενίας βλ. Πλάτωνας, Συμπόσιο, 203b. Ο Ανταγόρας τον θεωρεί γιο των ανέμων βλ. Ανταγόρας, Επιγράμματα, Ι. Ο Σιμίας θεωρεί τον Έρωτα γιο του Χάους παρά της Αφροδίτης και του Άρη βλ. Σιμίας, ΙΙ. Ο Λύκιος Ωλήν, όπως αναφέρει ο Παυσανίας, υποστηρίζει ότι μητέρα του Έρωτα είναι η Ειλείθυια, βλ. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 9.27.2. Ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας μαρτυρεί ότι δεν είναι γνωστός ο πατέρας και η καταγωγή του, ενώ ένα άλλο πάλι επιβεβαιώνει την έλλειψη πληροφοριών όσον αφορά την καταγωγή του μικρού θεού, βλ. Παλατινή Ανθολογία, V, 176, 179.
4. Ησίοδος, Θεογονία, 115-122, «ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ· αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ εὐρύστερνος, πάντων ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἀθανάτων οἵ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου, Τάρταρά τ᾽ἠερόεντα μυχῷ χθονὸς εὐρθοδείης, ἠδ᾽ Ἔρος, ὅς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι, λυσιμελής, πάντων τε θεῶν τ᾽ἀνθρώπων δάμναται ἐν στήθεσι νοον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Πλούταρχος, Ίσις και Όσιρις, 374 b-c.
5. Lobel-Page, Poetarum Lesbiorum Fragmenta, 198.
6. Πλάτωνας, Συμπόσιο, 202c-e, Πλούταρχος, Ερωτικός, 755f-756a, Lasserre, Poèsie grecque, σσ. 116-122.
7. O Rudhardt υποστηρίζει ότι η Αφροδίτη προσδίδει στην ερωτική σχέση μια γλυκιά ηπιότητα, που ο Έρωτας δεν διέθετε, καθώς εκείνος έφερνε σε διάσπαση αυτούς που καθυπότασσε στην επιρροή του, βλ. Rudhardt, Έρωτας και Αφροδίτη, σ. 76.
8. Πλάτωνας, Συμπόσιο, 202d-e. Η λέξη δαίμων χρησιμοποιείται ήδη από την ομηρική εποχή και χαρακτηρίζει ακόμη και θεότητες. Ευρύτερα, είναι μια αδιευκρίνιστη δύναμη, που ωθεί τον άνθρωπο, αποτελεί δηλαδή μια καλυμμένη έκφραση θεϊκής ενέργειας. Ο δαίμονας μπορεί να είναι είτε αγαθός είτε κακός και επιβλαβής στον άνθρωπο. Το βέβαιο πάντως είναι ότι τοποθετείται ανάμεσα στον θνητό και τη θεϊκή δύναμη και λειτουργεί ως μεσολαβητής. Βλ. Burkert, Ελληνική Θρησκεία, σσ. 380-383. Πρβλ. Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 13, 599f. Οι δαίμονες αναφέρονται και ως κάτοικοι του Κάτω Κόσμου, προνομιούχοι θανόντες βλ. Huguenot, Erotes, σ. 109 και σημ. 136.
9. Ησίοδος, Θεογονία, 115-122, Πλάτωνας, Συμπόσιο, 178c-d, 180b, Πλούταρχος, Ερωτικός, 756d-f, Εμπεδοκλής, 17, 6-7.
10. Ησίοδος, Θεογονία, 195-201.
11. Σοφοκλής, Αντιγόνη, 781, Πλάτωνας, Συμπόσιο, 198d-e, 203d-e, Πλούταρχος, Ερωτικός, 761b-c, 762b, Λιβάνιος, Επιστολές, 242, 1, Αχιλλέας Τάτιος, Τα κατά Λευκίππην και Κλειτοφώντα, 2.4.6.
12. Πλάτωνας, Συμπόσιο, 189c, ἐμοὶ γὰρ δοκοῦσιν ἅνθρωποι παντάπασι τὴν τοῦ ἔρωτος δύναμιν οὐκ ᾐσθῆσθαι, ἐπεὶ αἰσθανόμενοι γε μέγιστ᾽ἄν αὐτοῦ ἱερὰ κατασκευάσαι καὶ βωμούς, καὶ θυσίας ἄν ποιεῖν μεγίστας, οὐχ ὥσπερ νῦν τούτων οὐδέν γίγνεται περὶ αὐτόν, Ευρυπίδης, Ιππόλυτος, 538-531.
13. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 9.27.1-5. Τη λατρεία του Έρωτα στην περιοχή αυτή μαρτυρεί και ο Πλούταρχος βλ. Πλούταρχος, Ερωτικός, 748f.
14. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 9.31.3, Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 13, 561e, Σχόλια στον Πίνδαρο, 7, 154c, Πλούταρχος, Ερωτικός, 748e-f, Fasce, Eros, σσ. 45-50. Με βάση όσα αναφέρει ο Πλούταρχος στον Ερωτικό, κατανοούμε ότι τα μνηστευμένα ή νιόπαντρα ζευγάρια πήγαιναν στις Θεσπιές κατά τα Ερωτίδια για να ευχαριστήσουν τον θεό Έρωτα. Αυτό ακριβώς συνέβη στους γονείς του Πλουτάρχου.
15. Fasce, Eros, σ. 20.
16. Στράβων, Γεωγραφικά, 9.410.
17. Το άγαλμα του Πραξιτέλη στις Θεσπιές αναγνωρίζεται στον λεγόμενο τύπο του Έρωτα Farnese-Steinhauser ή του Παλατίνου. Το πρωτότυπο έργο χρονολογείται γύρω στο 370-360 π.Χ. Σε αυτό το άγαλμα ο Έρωτας αποδίδεται γυμνός με άνετο το λυγισμένο δεξί πόδι και στάσιμο το αριστερό. Το αριστερό χέρι είναι λυγισμένο στον αγκώνα, ενώ το δεξί είναι σηκωμένο ψηλά. Αυτό το άγαλμα για πολύ καιρό συγκρινόταν με τον σάτυρο που σπένδει, του Πραξιτέλη. Ο Pfommer ωστόσο αναγνωρίζει στον τύπο του Έρωτα Farnese-Steinhauser ή του Παλατίνου, ένα χάλκινο έργο, τον Έρωτα του Πραξιτέλη, το οποίο αναφέρει λεπτομερώς ο ρήτορας Καλλίστρατος βλ. Καλλίστρατος, Περιγραφές αγαλμάτων, 3, M. Pfommer, «Ein Eros Praxitele», AA 1980, σσ. 532-544. Για τον Έρωτα Farnese-Steinhauser ή του Παλατίνου βλ. Rizzo, Prassitele, σσ. 20, 22, C. Picard, «Manuel d’ archéologie grecque, La sculpture», III, 2, (1948), σσ. 439-448, LIMC III, Eros, αρ. 78, σ. 862, πίν. 614, Todisco, Scultura Greca, αρ. 102-103, σ. 68.
18. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 9.27.1-5. Ο Παυσανίας μας παραθέτει αναλυτικά το τέχνασμα που χρησιμοποίησε η Φρύνη προκειμένου να αποκτήσει το έργο με το οποίο ο εραστής της, Πραξιτέλης, ήταν περισσότερο δεμένος, και αυτό δεν ήταν άλλο από τον Έρωτα των Θεσπιών. Βλ. Παυσανίας, Ελλάδος, Περιήγησις, 1.20.2, Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 13, 59, Παλατινή Ανθολογία, VI, 260.
19. Η απουσία πολλών αντιγράφων του αγάλματος του Πραξιτέλη είναι πιθανό να οφείλεται, σύμφωνα με τους A. Hermary-H. Cassimatis-R.Vollkommer, στο γεγονός ότι καταστράφηκε αρκετά νωρίς, το 80 μ.Χ. βλ. LIMC III, Eros, σ. 856. Ωστόσο, το άγαλμα που είδε ο Παυσανίας στις Θεσπιές αποτελεί αντίγραφο του Έρωτα του Πραξιτέλη.
20. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 9.27.3, Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 36.22.
21. Fasce, Eros, σσ. 25-30, LIMC III, Eros, σ. 856. Βλ. παρακάτω σ. 68 και σημ. 231.
22. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 3.26.5-6, Fasce, Eros, σσ. 21-25.
23. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 1.30.1, Πλούταρχος, Σόλωνας, 1, 7. Ο Χάρμος ήταν ένας ευγενής, σύγχρονος του Πεισίστρατου, ο οποίος ερωτεύτηκε τον Ιππία, όπως αναφέρει ο Αθήναιος, ενώ ο Πλούταρχος παραθέτει ότι ο Πεισίστρατος είχε ερωτευθεί τον νεαρό Χάρμο και σε αυτόν οφείλεται το ανάθημα. Βλ. Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 13, 609, Πλούταρχος, Σόλωνας, 1.
24. Ένα θέμα που απασχολεί την έρευνα και προκαλεί διχογνωμίες είναι αν πράγματι ο βωμός του Έρωτα ήταν σημείο εκκίνησης αγώνων. Για το θέμα βλ. Fasce, Eros, σσ. 51-54, Κεφαλίδου, Νικητής, σ. 31, σημ. 8.
25. Η Ακαδημία θεωρούνταν από τα αρχαϊκά ήδη χρόνια τέμενος της Αθηνάς, ενώ και ο Ερμής και ο Ηρακλής είχαν εξαιρετική θέση στο εκεί Γυμνάσιο. Επίσης, στον χώρο αυτό υπήρχε ιερό των Μουσών, καθώς και βωμοί του Ηφαίστου και του Προμηθέα. Βλ. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 1.30.2, πρβλ. Fasce, Eros, σσ. 29-32.
26. Για το ιερό στη Β. κλιτύ της Ακρόπολης βλ. LIMC III, Eros, σ. 851. O. Broneer, «Excavations on the North Slope of the Acropolis, Hesperia I (1932), σ. 32, «Excavations on the North Slope of the Acropolis», Hesperia II (1933), σ. 329, «Excavations on the North Slope of the Acropolis, 1933-1935», Hesperia IV (1935), σ. 109, «Excavations on the North Slope of the Acropolis, 1937», Hesperia VΙΙ (1938), σ. 161, Fasce, Eros, σσ. 32-39.
27. Για τον Έρωτα στα Γυμνάσια και στις Παλαίστρες βλ. Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 13, 561d-f, Fürtwangler, ML I.1, Eros, σ. 1343, Fasce, Eros, σσ. 40-45.
28. Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 13, 561d, Κεφαλίδου, Νικητής, σσ. 85-86, σημ. 25, Scanlon, Athletics, σσ. 250-255. Όλοι οι θεοί και οι ήρωες μπορούσαν να προστρέξουν σε βοήθεια του αθλητή, ωστόσο υπήρχαν και ορισμένοι, οι λεγόμενοι «εναγώνιοι» θεοί ή ήρωες, όπως ο Ηρακλής και ο Ερμής, οι οποίοι ήταν εξαιρετικοί αθλητές οι ίδιοι και προστάτες αθλητικών χώρων. Ο Ηρακλής μαλιστα εμφανίζεται συχνά ως αθλητής νικητής. Στο Γυμνάσιο της Ήλιδας υπήρχαν βωμοί του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Ηρακλή βλ. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, 6.23.2-6.

29. Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 13.561c-d
30. LIMC III, Eros, αρ. 388-395, 712-722, σσ. 882-883, 911-912, πίν. 629, 649-650, Κεφαλίδου, Νικητής, αρ. Γ20, 151, σσ. 181, 242, Σοφοκλής, Τραχίνιαι, 441-442, Ανακρέων, 51 (369 κατά Diehl). Σε μερικές απεικονίσεις Ερωτιδείς στεφανώνουν νικητές, υποκαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο τη μορφή της Νίκης.
31. Πλάτωνας, Συμπόσιο, 188d, 196c-d, 197e, Πλούταρχος, Ερωτικός, 760d, Παλατινή Ανθολογία, V, 292, Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 13, 599f.
32. Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές, 13, 561e-f, Πλούταρχος, Ερωτικός, 761c-d.
33. Πλάτωνας, Συμπόσιο, 179a-c. O Πλάτωνας αναφέρει ότι ένα στρατιωτικό σώμα από εραστές και ερωτευμένους είναι πολύ ισχυρό, γιατί μπροστά στα μάτια του αγαπημένου ένας ερωτευμένος δεν θα εγκατέλειπε τη μάχη, αλλά αντίθετα θα έδειχνε υπερβάλλοντα ζήλο για να φανεί ανώτερος. Ταυτόχρονα, δεν θα άφηνε αβοήθητο στη μάχη τον αγαπημένο του. Πρβλ. Πλούταρχος, Ερωτικός, 760d.
34. Ησίοδος, Θεογονία, 121, 911, Πλούταρχος, Ερωτικός, 761b.
 


Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το δοκίμιο της Ελπινίκης Ναούμ που δημοσιεύεται στο τεύχος 28 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. H Ελπινίκη Ναούμ είναι αρχαιολόγος. Μελέτες της έχουν δημοσιευτεί στο περιοδικό Ένεκεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου