Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Claude Duprat ΕΠΙΘΥΜΙΑ, ΑΙΤΗΜΑ ΚΑΙ ΠΡΩΚΤΙΚΗ ΟΡΜΗ, σ’ έναν ψυχαναγκαστικό αναλυόμενο (αναλύοντα)

Eπιθυμία και αίτημα συγκροτούν ένα ζευγάρι λακανικών εννοιών, του οποίου η εσωτερική άρθρωση αποδεικνύεται πολύπλοκη, ενώ το σύνολο προκύπτει από τη δομή, αυτήν της γλώσσας.
   Η επιθυμία αναφύεται από τη διάσταση του αιτήματος. Από την άλλη μεριά υπάρχει ένα δομικό δέσιμο της ανάγκης, του αιτήματος και της επιθυμίας το οποίο ο Λακάν ορίζει ως εξής: «ακόμη και εάν το αίτημα ικανοποιείται στο επίπεδο της ανάγκης που το προκάλεσε, είναι στη φύση του αιτήματος, επειδή είναι γλωσσικό, να γεννά αυτήν την αποτυχία της επιθυμίας, που προέρχεται από το ότι είναι αρθρωμένο αίτημα». Ας διευκρινίσουμε ότι στο ομιλ-όν (parlêtre) η ανάγκη περνά αναγκαστικά από το σημαίνον και γίνεται αίτημα που απευθύνεται στον Άλλο. Εάν αυτό διαθέτει λέξεις για να ειπωθεί, η επιθυμία, ακόμη και εάν η ίδια αρθρώνεται, δεν είναι αρθρώσιμη και αποκαλύπτεται ως αδύνατο να ειπωθεί. Ακόμη και όταν εντοπίζεται στην επιμονή του αιτήματος. Όμως στην ουσία της η επιθυμία είναι έλλειψη και δεν υπάρχει αντικείμενο που θα την ικανοποιούσε.
   Η αναλυτική εμπειρία καθιστά προφανές ότι η επιθυμία κάθε αιτήματος είναι αναζήτηση του αντικειμένου μικρού α, που, εξίσου είναι ότι κενό υποθέτει ένα αίτημα. Πέρα από την αναγκαία διαφοροποίηση του αντικειμένου της ανάγκης, του αντικειμένου του αιτήματος, του αντικειμένου της επιθυμίας και του αντικειμένου της ορμής, διακρίνεται η καθοριστική λειτουργία του αντικειμένου μικρού α αιτίου της επιθυμίας.
   Ο Λακάν δίνει μια αρχική λίστα τεσσάρων θεμελιακών αντικειμένων μικρού α: το στήθος (στοματικό αντικείμενο), τα κόπρανα (πρωκτικό αντικείμενο), το βλέμμα (σκοπικό αντικείμενο) και η φωνή (φωνητικό αντικείμενο). Στη συνέχεια, εισάγοντας την έννοια του επιπλέον-της-απόλαυσης, θα επεκτείνει αυτήν τη σειρά συμπεριλαμβάνοντας τα    αντικείμενα της βιομηχανίας, του πολιτισμού και της μετουσίωσης. Ιδιαίτερα τα προϊόντα της κοινωνίας της κατανάλωσης που δημιουργούνται από την ακατάπαυστη ανάπτυξη της τεχνολογίας.
   Έχοντας υπενθυμίσει εν συντομία τις δομικές αυτές αναφορές, θα προσεγγίσουμε τον ρόλο τους στην κλινική με αφετηρία το ιδιαίτερο μιας θεραπείας (ψυχαναλυτικής διαδικασίας).
   Όταν ο Ρενέ ήρθε, πέρασαν έκτοτε πάνω από είκοσι χρόνια, να διατυπώσει ένα αίτημα, έβαζε ένα τέλος σ’ έναν διαρκή δισταγμό που του δημιουργούσε παράσιτα από παλιά, όσον αφορά τη σκοπιμότητα να δεσμευτεί σε μιαν ανάλυση. Η επιμονή των σεξουαλικών του δυσκολιών, άγχος πριν από τη συνουσία, πρόωρη και επώδυνη εκσπερμάτωση, καθώς και η επιδείνωση των επαγγελματικών προβλημάτων είχαν πάρει ξαφνικά γι’ αυτόν έναν χαρακτήρα ανυπόφορο.
   Από την εφηβεία ο Ρενέ βασανιζόταν από το άγχος και την αμφιβολία. Κατά τη διάρκεια της ανάλυσής του αναφέρει, σ’ έναν πρώτο χρόνο, το άγχος του στη σεξουαλική συνάντηση. Ας αναφέρουμε κάποια από τα λεγόμενά του: «η σεξουαλική πράξη δεν είναι εύκολη, είναι μάλιστα μια προβληματική πράξη και, για μένα, σωματικά επώδυνη. Το άγχος μου δεν προέρχεται από τον φόβο να είμαι ανίκανος, αλλά από την ανεπάρκειά μου να ελέγξω τον εαυτό μου». Ο αναλυόμενος (αναλύων) ανακαλεί επίσης το γεγονός ότι βιώνει άσχημα τις εκδηλώσεις της επιθυμίας και της ευχαρίστησης της γυναίκας του. Έτσι, η ένταση της γυναικείας απόλαυσης και ο αινιγματικός χαρακτήρας της απειλούν την επιθυμία του και τον αγχώνουν.
   Μέσα από την άρνηση των σημείων της επιθυμίας και της απόλαυσης της παρτενέρ του, ο Ρενέ προδίδει ένα από τα χαρακτηριστικά δομής της ψυχαναγκαστικής νεύρωσης. Πραγματικά, αυτός που κατέχεται από ψυχαναγκαστικές ιδέες υποβιβάζει το σημαίνον του συμβολικού φαλλού, μεγάλο Φ, στο καθεστώς του φαντασιακού φαλλού. Το ανέφικτο που πλήττει την έκφραση της επιθυμίας στο ψυχαναγκαστικό υποκείμενο προκύπτει από το ότι ο φαντασιακός ευνουχισμός έρχεται στη θέση του συμβολικού ευνουχισμού.
   Ο Ρενέ αμφιβάλλει για όλα. Αμφιβάλλει για τη μνήμη του, για το οικογενειακό του παρελθόν, για τον ίδιο, για την ανάλυσή του και για τον αναλυτή του. Όμως δεν καταφέρνει παρ’ όλα αυτά να θεωρήσει τη διαρκή του αμφιβολία σαν ένα αρνητικό χαρακτηριστικό επειδή, λέει, αισθάνεται εκεί πιο άνετα απ’ ό, τι στη βεβαιότητα.
   Ως σύμπτωμα, η αμφιβολία αντιστοιχεί στην επιστροφή του ζητήματος της επιθυμίας του Άλλου, επιθυμίας που ο ψυχαναγκαστικός προσπαθεί να καλύψει προσφεύγοντας στο αίτημα του Άλλου, δηλαδή κάνοντας κατά κάποιον τρόπο ώστε ο Άλλος να του ζητά.
   Ο αναλυόμενος (αναλύων) μιλά ευχαρίστως για τον πατέρα του, του οποίου θαυμάζει τα επαγγελματικά προσόντα και την κοινωνική επιτυχία, ενώ κριτικάρει την δεσποτική στάση του. Ανακαλεί πιο σπάνια τη μητέρα του, την οποία περιγράφει ως προσεκτική αλλά με μικρή ικανότητα αγάπης. Επιμένει στην ενεργητικότητα που εκδήλωνε σε σχέση με τον ίδιο όταν επρόκειτο για τροφή ή για αρρώστια.
   Ο Ρενέ με πληροφόρησε ότι είχε υπάρξει ανορεξικός, για μερικά χρόνια, στην μικρή παιδική ηλικία. Φαίνεται ότι, αρνούμενος την τροφή που η μητέρα του ζητούσε από τον ίδιο να δεχθεί, της είχε επισημάνει ότι συνέχεε την ικανοποίηση της ανάγκης με το δώρο της αγάπης της. Αυτός ο χυλός, που ήθελε με κάθε κόστος να τον κάνει να καταπιεί, του φαινόταν, μου εμπιστεύτηκε, σαν «ένα αποπνικτικό σκατό». Μέσα από την άρνησή του να απαντήσει στο αίτημα του μητρικού Άλλου, διατηρούσε, πέρα από το απόλυτο του δικού του αιτήματος αγάπης, την αναγκαία κενή θέση της επιθυμίας. Αυτό το τίποτε δημιουργούσε φραγμό στην αδηφαγία του Άλλου και, και από την άρνησή του διασκέδαζε όπως από μια επιθυμία.
   Στην αρχή μιας συνεδρίας ο αναλυόμενος αναφώνησε με ταραχή ότι έχει «μια επείγουσα ανάγκη» να μιλήσει για τη δουλειά του. Επισημαίνοντας αμέσως την έκφραση «επείγουσα ανάγκη», η εμφάνιση της οποίας μετέφραζε την ανάδυση της πρωκτικής ορμής, έμεινα έκπληκτος από την αγχώδη ένταση που τον κατέλαβε όταν μίλησε για την «ανημποριά του να κάνει», να πάει μέχρι το τέρμα, εκτός εάν είναι αναγκασμένος από μια προθεσμία. Ο Ρενέ συνέδεσε, λίγο αργότερα, την χρήση αυτής της έκφρασης με την τάση του προς την δυσκοιλιότητα και προς την συγκράτηση.
   Κατά τη διάρκεια των συνεδριών που ακολούθησαν, ο Ρενέ ανέφερε την εμμονή του με την καθαριότητα, στο επίπεδο της ερωτογενούς ζώνης που είναι ο πρωκτός και, με σφαιρικό τρόπο τη σπουδαιότητα που αποδίδει στην αφόδευση. Υπογραμμίζει την τελετουργική συνήθεια που είχε η μητέρα του να εξετάζει την όψη των κοπράνων του γιου της και τη βασανιστική ανησυχία που είχε για τον εαυτό της για τη σωματική καθαριότητα....

To κείμενο αποτελεί απόσπασμα από το δοκίμιο του γάλλου ψυχαναλυτή Claude Duprat που δημοσιεύεται στο τεύχος 28 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. Ο Claude Duprat είναι ψυχαναλυτής, μέλος της Σχολής του φροϋδικού Αιτίου. Το κείμενο είναι (εισήγηση 1-6-2013, Ψυχαναλυτική διημερίδα «Ψυχανάλυση; Γιατί;»). Από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ κυκλοφορεί το βιβλίο του Ψυχαναλυτικές διαδρομές, Για έναν λακανικό προσανατολισμό της ψυχανάλυσης. Μετάφραση: Ιωάννα Πετρίδου, επιστημονική επιμέλεια: Xρήστος Σιδηρόπουλος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου