Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΠΡΩΤΟΓΟΝΕΣ ΟΡΔΕΣ, ΕΠΙΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ, Eva Laquièze-Waniek

H παρούσα μελέτη πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο η έλευση του υποκειμένου μπορεί να ενταχθεί στο συμβολισμό. Στο επίκεντρο αυτής της ανάλυσης βρίσκεται το έργο Τοτέμ και Ταμπού του Ζίγκμουντ Φρόιντ (1912), στο οποίο διερευνάται η πολυδιάστατη λειτουργία του ζώου. Αυτή η προσέγγιση δείχνει ότι ο Φρόιντ αναπτύσσει δύο διαφορετικούς τρόπους επιχειρηματολογίας: (1) αφενός αυτή που απορρέει από την ψυχαναλυτική ανάλυση της ζωοφοβίας μικρών παιδιών σε συνδυασμό με τον τοτεμισμό και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και (2) αφετέρου αυτή που αφορά στην καταφατική ανάλυση της δαρβίνειας θέσης περί της πρωτόγονης ορδής ως πραγματικού συμβάντος στην εξέλιξη του ανθρώπου. Στη συνέχεια, με αναφορά στον Ζακ Λακάν αναδεικνύονται τα σημεία που αντίκεινται σε αυτήν τη θέση και αναλύεται το γιατί αυτή παραμένει συνδεδεμένη με μεταφυσικά ερωτήματα. Αντιθέτως, ο Φρόιντ με την πρώτη ανάλυσή του —η οποία αποκαλύπτει τον τριγωνιστικό και μόνο αναδρομικά κατανοητό τρόπο δράσης του συμβολικού— κατάφερε να ανατρέψει τον ίδιο το μεταφυσικό διάλογο. Με αυτόν τον τρόπο αποσκοπούμε εν τέλει στο να τονίσουμε τη συμβολή της ψυχανάλυσης στις ανθρωπιστικές επιστήμες.

Ανιμαλισμός 

Tο ερώτημα περί της απαρχής της ανθρωπότητας δεν απασχολεί μόνο τη φιλοσοφία, τις επιστήμες, τις θρησκείες, τους μύθους και τις τέχνες αλλά και την ψυχανάλυση. Ακολούθως θα εξεταστεί η ιδιαίτερη συμβολή της σ' αυτό το ερώτημα —ακριβώς και ενόψει του ότι στην ψυχανάλυση αναπτύχθηκε η ιδέα μιας μόνο μεταγενέστερης και αναδρομικής ερμηνείας φαντασιών και γεγονότων. Η μυστηριώδης θέση του Φρόιντ περί της πρωτόγονης ορδής και της ιδιοποίησης του πατέρα της πρωτόγονης ορδής που σκοτώνεται από τους γιους του, η οποία οδηγεί στη δημιουργία κοινωνικών κανόνων, θα χρησιμοποιηθεί γι’ αυτόν το λόγο ως σημείο εκκίνησης για τις σκέψεις μου σχετικά με την έλευση του υποκειμένου ως «συμβολικού όντος». Γιατί αυτή η έλευση σύμφωνα με τον Λακάν δε θεωρείται σε καμία περίπτωση μια ολοκληρωμένη διαδικασία, αλλά πρέπει να επιτελείται εκ νέου από κάθε άτομο που έρχεται στον κόσμο —με την έννοια μιας απαραίτητης αποδοχής και υπερβατικότητας του ζωώδους στο συμβολικό, κάτι που αποτελεί πρόκληση για τον άνθρωπο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του μέχρι και το θάνατό του.
   Το γεγονός ότι το ζώο είναι ακριβώς εκείνο που παίζει ένα βασικό ρόλο σε αυτήν τη συμβολική έλευση του ανθρώπου, φαίνεται εκ πρώτης όψεως περίεργο, ίσως ακόμη και παράδοξο, καθώς είναι εκείνο που στην πρωτόγονη ορδή -από τον γορίλα ως τον άνθρωπο- πρέπει να ξεπεραστεί με έναν αλματώδη τρόπο. Αν όμως κάποιος έχει την τύχη να συνοδεύει ένα παιδί καθώς αυτό μεγαλώνει, μπορεί να εξοικειωθεί με όλους τους ήρωες των παραμυθιών και των παιδικών ταινιών, οι οποίες σκηνοθετικά χρησιμοποιούν ακριβώς μια ζωική μορφή ταύτισης2, για να μπορέσουν να αφηγηθούν τις περιπέτειες της ολοκλήρωσης του υποκειμένου τόσο με την υποστήριξη της κοινωνικής συλλογικότητας όσο και σε σύγκρουση με αυτήν, μετατοπίζοντας με αυτόν τον τρόπο αυτήν τη διαδικασία σ' ένα άλλο διαμεσολαβητικό φως. Κυρίως στην ανάλυση του Φρόιντ για τις ζωοφοβίες των παιδιών συναντούμε στοχασμούς, οι οποίοι αναφέρονται στον αναγκαίο ανιμαλισμό του σώματος με την έννοια μιας αποδοχής, η οποία αρχικά είναι ερωτική, έπειτα θέτει όρια και στον έρωτα και τελικά (στην εξιδανίκευση) φτάνει στην υπερβατικότητα. Μια αποδοχή του σώματος, η οποία επομένως συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη της ψυχής (anima),3 χωρίς με αυτό να εννοείται τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από την επιθυμία μιας ικανότητας που ανήκει στον άνθρωπο. Αυτές οι ενδείξεις ωστόσο παραπέμπουν προς μια άλλη προσέγγιση του ερωτήματος περί της προέλευσης του ανθρώπου από ό,τι οι θέσεις του Φρόιντ που βασίζονται στην ιστορία της πρωτόγονης ορδής, όπου εδώ θα θέλαμε τελικά να εντοπίσουμε θεωρητικά αυτές τις αποκλίσεις στο ίδιο το έργο του Φρόιντ. Κοινό σημείο αναφοράς γι' αυτόν το σκοπό είναι το Τοτέμ και Ταμπού. Μερικές συμφωνίες στην ψυχική ζωή των άγριων και των νευρωτικών (1912), η μελέτη στην οποία ο Φρόιντ πριν από ακριβώς εκατό χρόνια ασχολήθηκε με το φαινόμενο του τοτεμισμού και προσπάθησε να φωτίσει την ανθρωπολογική σημασία του μέσα από μια ψυχαναλυτική θεώρηση. Γι’ αυτόν το λόγο, αναφέρθηκε διεξοδικά σε διάφορες ονοματολογικές, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές θεωρίες της εποχής του, στο πλαίσιο των οποίων ασχολείται και με την εξελικτική υπόθεση του Κάρολου Δαρβίνου (1871) περί της κοινωνικής πρωτόγονης κατάστασης του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Δαρβίνο, ο άνθρωπος αρχικά έζησε σε μικρές σχετικά ορδές, όπου η ζηλοτυπία του γηραιότερου και δυνατότερου αρσενικού εμπόδιζε τη σεξουαλική επιμιξία. Ο Δαρβίνος κατέληξε σε αυτήν την υπόθεση σε αναλογία με τις συνήθειες ζωής των ανώτερων πιθήκων που παρατηρούσε, παρατίθεται δε από τον Φρόιντ ως εξής: «Μπορούμε πράγματι να συμπεράνουμε, σύμφωνα με όσα ξέρουμε για τη ζήλεια όλων των θηλαστικών, πολλά από τα οποία μάλιστα είναι εφοδιασμένα με ειδικά όργανα για να αντιμετωπίζουν τους αντίζηλούς τους, ότι μια γενική επιμιξία των φύλων στη φυσική κατάσταση είναι εξαιρετικά απίθανο γεγονός... Αν επομένως ανατρέξουμε χρονικά πολύ πίσω, κρίνοντας σύμφωνα με τις κοινωνικές συνήθειες που έχει ο άνθρωπος σήμερα, φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι το πιο πιθανό είναι να ζούσε αρχικά ο άνθρωπος σε μικρές κοινωνικές ομάδες, κάθε άντρας με μια γυναίκα ή αν είχε τη δύναμη με περισσότερες, που τις φύλαγε με ζηλοτυπία μακριά από τους άλλους άντρες. Ή μπορεί να μην ήταν κοινωνικό ζώο και μολοντούτο να ζούσε μόνος του με πολλές γυναίκες όπως ο γορίλλας· γιατί όλοι οι ιθαγενείς συμφωνούν στο ότι σε κάθε ομάδα υπάρχει μόνο ένας ενήλικος αρσενικός. Όταν τα νεαρά αρσενικά μεγαλώσουν, συγκρούονται για την εξουσία και το πιο δυνατό, σκοτώνοντας ή διώχνοντας τα υπόλοιπα, γίνεται αρχηγός της κοινωνικής ομάδας (…) Τα διωγμένα νεαρά αρσενικά περιπλανιούνται εδώ κι εκεί και, αφού καταφέρουν να βρουν ταίρι, εμποδίζουν με τη σειρά τους τη στενή αιμομιξία μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας».4
   Ο Φρόιντ δείχνει ακολούθως ότι όλες οι ερμηνείες της δαρβίνειας υπόθεσης σχετικά με την πρωτόγονη ορδή, σύμφωνα με την οποία η έναρξη της ανθρώπινης κοινωνικότητας βασίζεται στην επιβολή της εντολής της εξωγαμίας, δεν είναι σαφείς όταν θέλουν να συνδέσουν ερμηνευτικά την εξωγαμία με τον τοτεμισμό. Γιατί είτε ερμηνεύει κανείς την υπόθεση του Δαρβίνου όπως ο Atkinson και ο Lang4α, δηλαδή ότι μέσα από την πρωτόγονη ορδή εγκαθιδρύθηκε αρχικά η εντολή της εξωγαμίας και από αυτήν ακολούθησε μετά ο τοτεμισμός, είτε εκπροσωπεί την αντίθετη θεωρία, όπως ο Durkheim4β, σύμφωνα με την οποία, η εντολή της εξωγαμίας προέκυψε ως συνέπεια των τοτεμικών νόμων4γ. Μόνο η ψυχαναλυτική παρατήρηση —σύμφωνα με τον Φρόιντ— μπορεί να ρίξει φως σε αυτό το σκοτάδι.

Σκύλοι, άλογα και κότες: Από το ζώο-αντικείμενο φόβου
στον τοτεμισμό και στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα

Ο Φρόιντ ισχυρίζεται ότι η σχέση του παιδιού με το ζώο έχει ομοιότητες με τη σχέση του λεγόμενου πρωτόγωνου με το ζώο: το παιδί δεν παρουσιάζει ακόμη κάποιο ίχνος της υπεροψίας του «πολιτισμένου ενήλικου», ο οποίος θέτει μια σαφή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ιδίου και όλων των άλλων εκπροσώπων του ζωικού βασιλείου. Αντιθέτως, αναγνωρίζει στο ζώο την πλήρη ισοτιμία του και με την απροκάλυπτη ομολογία των αναγκών του νιώθει μεγαλύτερη συγγένεια με το ζώο από ό,τι με τον μάλλον αινιγματικό για αυτόν ενήλικα4δ. Σε αυτή την άριστη συμφωνία μεταξύ παιδιού και ζώου παρεμβάλλεται συχνά μια αξιοσημείωτη διαταραχή: «Το παιδί αρχίζει ξαφνικά να φοβάται ένα συγκεκριμένο είδος ζώου και να φυλάγεται από την επαφή ή τη θέα κάθε ζώου αυτού του είδους. Τότε εμφανίζεται η κλινική εικόνα της ζωοφοβίας, μιας από τις πλέον συνηθισμένες ψυχονευρωτικές ασθένειες αυτής της ηλικίας και ίσως η πρώτη μορφή τέτοιας ασθένειας»4ε.
   Η φοβία αυτή αφορά κατά κανόνα ζώα, για τα οποία το παιδί μέχρι τότε έδειχνε ένα ιδιαίτερα ζωηρό ενδιαφέρον, ενώ στην περίπτωση παιδιών που ζουν σε πόλεις δεν υπάρχουν μεγάλα περιθώρια επιλογής των ζώων που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φοβίας: «Πρόκειται συνήθως για άλογα, σκύλους, γάτες, σπανιότερα για πουλιά και πάρα πολύ συχνά για πολύ μικρά ζώα όπως κάνθαρους και πεταλούδες»4στ.  Καμιά φορά πρόκειται ωστόσο και για ζώα που το παιδί τα ξέρει μόνο από εικονογραφημένα βιβλία και αφηγήσεις παραμυθιών, τα οποία επιλέγει και μετατρέπει σε αντικείμενα υπερβολικού φόβου, κάτι που οδηγεί τον Φρόιντ να μιλήσει γενικά για «ζώα-αντικείμενα φόβου».4ζ
   Παρότι το 1912 αυτές οι φοβίες δεν είχαν ακόμη διερευνηθεί αρκετά, οι λίγες αναλύσεις τις οποίες διεξήγαγε ο Φρόιντ προδίδουν το μυστικό της παιδικής ζωοφοβίας. Γιατί ο φόβος είχε στην ουσία ως αντικείμενο τον πατέρα και είχε μετατοπιστεί σε ένα ζώο, ενώ όλα τα παιδιά που εξέτασε ο Φρόιντ ήταν αγόρια4ε. Ακολούθως ο Φρόιντ αναφέρει συγκεκριμένες περιπτώσεις, όπως αυτή ενός αγοριού, το οποίο στην ηλικία των τεσσάρων ετών ανέπτυξε μια φοβία για τους σκύλους, με αποτέλεσμα όποτε έβλεπε ένα σκύλο να τρέχει στο δρόμο, να αρχίζει να κλαίει και να φωνάζει: «Καλό σκυλάκι, μη με δαγκώσεις, θα είμαι φρόνιμος». Με το «θα είμαι φρόνιμος» εννοούσε «δεν θα παίζω πια βιολί», εννοώντας τον αυνανισμό.5 Ή την περίπτωση του μικρού Χανς, ο οποίος στα πέντε του χρόνια ανέπτυξε ένα φόβο για τα άλογα και γι’ αυτό το λόγο αρνιόταν να βγει στο δρόμο. Ο φόβος του ότι το άλογο θα ερχόταν στο δωμάτιο του και θα το δάγκωνε αποδείχτηκε στην ψυχανάλυση ως φανταστική τιμωρία για την επιθυμία του να δει το άλογο πεσμένο κάτω, δηλαδή νεκρό. Αγωνιζόταν με αυτό τον τρόπο ενάντια στην επιθυμία του που ως αντικείμενό της είχε την ιδέα της απουσίας του πατέρα είτε λόγω αναχώρησης είτε λόγω θανάτου —τον οποίο θεωρούσε ανταγωνιστή για την εύνοια της μητέρας του—που σε αυτήν απευθύνονταν τα «αμυδρά προμηνύματα των πρώτων σεξουαλικών του επιθυμιών»5α.  
   Η τρίτη περίπτωση είναι εκείνη του μικρού Άρπαντ από την Ουγγαρία, τον οποίο γνωρίσαμε μέσω του Sándor Ferenczi5β και τον οποίο ο Φρόιντ χαρακτήρισε ως παράδειγμα «θετικού τοτεμισμού» και ως «διαστροφή πουλερικών»5γ. Γιατί το φοβικό αντικείμενό του ήταν οι κότες και η αμφιθυμική σύγκρουσή του εμφανίζεται με ιδιαίτερη σαφήνεια στα λόγια του και στα παιχνίδια του. Ήρθε σε επαφή με κότες ήδη στην ηλικία των δυόμιση χρονών, όταν κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του προσπάθησε να ουρήσει σε ένα κοτέτσι και μια κότα τον δάγκωσε ή προσπάθησε να τον δαγκώσει στο πόδι. Όταν μετά από ένα χρόνο επέστρεψε στον ίδιο χώρο, μετατράπηκε ο ίδιος σε κότα, ενδιαφερόταν περισσότερο για το κοτέτσι και το τι συμβαίνει εκεί μέσα, αντικατέστησε την ανθρώπινη ομιλία του με κακαρίσματα και λαλήματα ή τραγουδούσε μόνο τραγούδια στα οποία αναφερόταν το πουλερικό. Όλα τα παιχνίδια του σχετίζονταν με αυτό το ζώο, ενώ το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν η ορνιθοσφαγή που γι' αυτόν αποτελούσε ένα είδος εορτασμού, κατά τον οποίο χόρευε για ώρες ενθουσιασμένος γύρω από τα ομοιώματα κοτών που είχε κακοποιήσει ο ίδιος, σαν να ήταν πτώματα ζωών, τα οποία όμως έπειτα καθάριζε πάλι, φιλούσε και χάιδευε τρυφερά. Ο ίδιος μετέφραζε πού και πού τις ευχές του τοτεμιστικού του τρόπου έκφρασης στη συμβατική γλώσσα, όπως π.χ.: «Ο πατέρας μου είναι ο κόκορας» (...) «Τώρα είμαι μικρός, είμαι ένας νεοσσός. Όταν μεγαλώσω θα γίνω κοτόπουλο. Και όταν μεγαλώσω ακόμη περισσότερο θα γίνω κόκορας». Ή μια άλλη φορά ζήτησε να φάει «μητέρα βραστή»5δ. Η ενεργή σεξουαλική επαφή μεταξύ του κόκορα και των κοτών, το κλώσημα των αυγών και η εκκόλαψη των μικρών νεοσσών ικανοποιούσαν προφανώς τη σεξουαλική περιέργεια του αγοριού, η οποία στην ουσία είχε αντικείμενο την ανθρώπινη οικογενειακή ζωή. Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, ο μικρός Άρπαντ δημιούργησε και τις επιθυμίες των αντικειμένων του, γεγονός που φάνηκε όταν είπε στη γειτόνισσά του πως κάποια μέρα θα παντρευόταν αυτήν, την αδερφή της, τις τρεις ξαδέρφες του και τη μητέρα.
   Αυτά τα τρία περιστατικά οδηγούν τον Φρόιντ στην αναζήτηση της συμφωνίας με τον τοτεμισμό και στην εύρεση αυτής τόσο στην ολοκληρωτική ταύτιση με το τοτέμ/ζώο όσο και στην αμφίθυμη συναισθηματική στάση απέναντι στο ίδιο5ε, καθώς και στη διαπίστωση ότι σε όλες τις περιπτώσεις διαφαίνεται μια σύγκρουση του αρσενικού παιδιού με τους γονείς, η οποία είναι τυπική για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και το σύμπλεγμα του ευνουχισμού και πρέπει να θεωρηθεί ως ο πυρήνας κάθε ψυχονεύρωσης6. Το νέο σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι το παιδί υπό αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες μετατοπίζει ένα μέρος των συναισθημάτων του από τον πατέρα σε ένα ζώο6α. Με την ψυχανάλυση μπορούν αφενός να ανιχνευθούν οι συνειρμικοί δρόμοι αυτής της μετατόπισης και αφετέρου να φανερωθούν τα κίνητρά της: γιατί το παιδί σε αυτήν τη σύγκρουση βρίσκεται σε μια αμφίθυμη συναισθηματική κατάσταση απέναντι στον πατέρα: τον μισεί ως ανταγωνιστή όσον αφορά τη μητέρα και επιθυμεί το θάνατό του, ενώ το μίσος του δεν μπορεί να επεκταθεί απεριόριστα στην ψυχή του, γιατί συγχρόνως έχει να αντιπαλέψει με την τρυφερότητα και το θαυμασμό που νιώθει από παλιότερα για τον πατέρα. Η μετατόπιση αυτής της σύγκρουσης στο ζώο ως υποκατάστατο του πατέρα δημιουργεί μεν ανακούφιση, καθώς το παιδί πλέον μπορεί να εκφράσει τα συναισθήματα εχθρότητας και φόβου. Η μετατόπιση στο ζώο όμως δεν μπορεί τελικά να επιφέρει ένα σαφή διαχωρισμό μεταξύ των τρυφερών και των εχθρικών συναισθημάτων, με αποτέλεσμα η αμφιθυμία να επεκτείνεται και στο αντικείμενο της μετατόπισης. Γιατί —όπως έδειξε η περίπτωση του μικρού Χανς— στο ζώο δε μετατοπίζονται μόνο το μίσος και ο φόβος, αλλά και ο σεβασμός και το ενδιαφέρον. Από τη στιγμή που ο φόβος μετριάζεται, το παιδί ταυτίζεται τελικά με το ζώο που φοβάται και στο στάδιο διάλυσης της φοβίας δεν διστάζει μάλιστα να στραφεί μέσα από αυτήν τη μάσκα ταύτισης επιθετικά εναντίον του πατέρα του ή και να ταυτίσει τους γονείς του με άλλα μεγάλα ζώα6β.
   Ο Φρόιντ χρησιμοποιεί αυτές τις περιπτώσεις στο επόμενο βήμα, για να αποδείξει κατά πόσον εμπεριέχουν πολύτιμα συμπεράσματα για τον τοτεμισμό, στον οποίο αναγνωρίζει μια θρησκευτική μορφή της προσπάθειας αντιμετώπισης της ίδιας αμφιθυμικής σύγκρουσης: «Σύμφωνα με αυτές τις παρατηρήσεις, θεωρούμε ότι δικαίως μπορούμε στη διατύπωση του τοτεμισμού —για τον άντρα— να βάλουμε τον πατέρα στη θέση του τοτεμικού ζώου. (...) Αν το ζώο-τοτέμ είναι ο πατέρας, τότε οι δυο κύριες εντολές του τοτεμισμού, οι δυο προδιαγραφές-ταμπού, που αποτελούν τον πυρήνα του —απαγορεύεται να σκοτώσεις το τοτέμ και απαγορεύεται να έχεις σεξουαλικές σχέσεις με γυναίκα που ανήκει στο τοτέμ— συμπίπτουν στο περιεχόμενό τους με τα δυο εγκλήματα του Οιδίποδα, που σκότωσε τον πατέρα του και πήρε για γυναίκα τη μητέρα του, και με τις δυο πρωταρχικές επιθυμίες του παιδιού, που η ανεπαρκής τους απώθηση ή η επαναφύπνισή τους αποτελούν ίσως τον πυρήνα κάθε ψυχονεύρωσης»7. 
......


Aπόδοση στην ελληνική: Ανθή Βηδενμάιερ

Ολόκληρο τo δοκίμιο της Eva Laquièze-Waniek δημοσιεύεται στο τεύχος 24 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. Η δρ Eva Laquièze-Waniek είνα λέκτορας στο Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Βιέννης και στο Πανεπιστήμιο του Klagenfurt. Κείμενό της δημοσιεύεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου