Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

ΠOΛΙΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ, Sandro Mezzadra Συνέντευξη στην Γεωργία Τσουδερού

Συνάντησα τον καθηγητή Sandro Mezzadra στη Bologna μετά από επικοινωνία μαζί του για την πραγματοποίηση της συνέντευξης. Ευγενικά και με απλότητα με υποδέχτηκε τη συμφωνημένη ώρα και μου πρόσφερε καφέ πριν την έναρξη των ερωτήσεων .
   Ο καθηγητής Μezzadra διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Bologna θέματα που αφορούν την ιστορία της αποικιοκρατίας στην ευρωπαϊκή και αμερικανική ήπειρο, καθώς και θέματα για την παγκόσμια ανάπτυξη και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Συμμετέχει επίσης σε πρωτοβουλίες πολιτών για την αυτοδιαχείρηση και την κοινωνία των πολιτών με παράλληλη εκδοτική συμμετοχή όπως π.χ. στο περιοδικό Εuropean Alternatives (www.euroalter.com) και στο δίκτυο UniNomade (http://www.uninomade.org) με δράσεις ενάντια στην οικονομική κρίση στην Ευρώπη. Επιπρόσθετα, ανήκει στη διεθνή εκδοτική ομάδα του περιοδικό Moltitudes, είναι μέλος της εκδοτικής ομάδας του περιοδικού Filosofia Politica καθώς και περιοδικός συνεργάτης στις πολιτισμικές σελίδες της εφημερίδας Il Manifesto.
   Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τη μεταγραφή της συνέντευξης που παραχώρησε στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ και στην υποφαινόμενη.


Γεωργία Τσουδερού: Η πρώτη ερώτηση αφορά την κατασκευή της «υποκειμενικότητας» στη βάση των αδιαμφισβήτητων σημασιών του καπιταλισμού. Πράγματι, περιγράφετε τη σύγχρονη πολιτική συνείδηση ως το προϊόν μιας «μετάφρασης» των ατομικών και αστικών αξιών με τη χρήση όρων που ανήκουν στη γλώσσα της καπιταλιστικής αξίας [Mezzadra 2007: 2]. Πρόκειται, συνεπώς, για την προσπάθεια να ενοποιηθούν στην ίδια ατομική συνείδηση διαφορετικά και ετερογενή φαινόμενα της αστικής ζωής όπως π.χ. πολιτικά, κοινωνικά, νομικά, γεωγραφικά και πολιτισμικά γεγονότα, που ερμηνεύονται σύμφωνα με την αποκλειστική σημασία της καπιταλιστικής «αξίας». Σχετικά με τα προηγούμενα, τόσο εσείς όσο και ο Etienne Balibar [Balibar 2004: 2] μάλλον συμφωνείτε στο γεγονός ότι η κριτική της παγκοσμιοποίησης οφείλει να προβάλλει το ζήτημα του «πολιτικού χώρου». Τι εννοείτε ως «πολιτικό χώρο» και ποια είναι η σημασία αυτής της κριτικής σε συνάφεια με την κατασκευή της «υποκειμενικότητας»;
Sandro Mezzadra: Δεν είναι μια απλή ερώτηση... Πράγματι, το θέμα του «πολιτικού χώρου» διατυπώθηκε ως κεντρικό στις συζητήσεις των τελευταίων χρόνων για την παγκοσμιοποίηση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι προσωπικά αυτές οι συζητήσεις με ενδιαφέρουν ιδιαιτέρως όταν απορρέουν από προβληματισμούς σχετικά με τους μετασχηματισμούς του «πολιτικού χώρου». Τι εννοούμε ως «πολιτικό χώρο»; Είναι μια ευρεία κατηγορία που ενδιαφέρει νομομαθείς, πολιτικούς, έως, φυσικά, και τους γεωγράφους. Ως «πολιτικός χώρος» εννοείται βασικά o τρόπος με τον οποίο εγγράφεται ο χώρος στην πολιτική οργάνωση και, φυσικά, εμείς που ζούμε στo λυκόφως του μοντερνισμού θα πρέπει να αναμετρηθούμε με τον τρόπο που οργανώθηκε ο «πολιτικός χώρος» την ίδια περίοδο. Και κατά την εποχή του μοντερνισμού εγκαθίσταται ένα πρότυπο πολύ ιδιαίτερο, συγκεκριμένο και πρωτότυπο για την πολιτική οργάνωση του χώρου. Είναι το πρότυπο του σύγχρονου Κράτους. Και χρησιμοποιώ ακριβώς τον όρο Κράτος, με πολύ συγκεκριμένο τρόπο για μια περιορισμένη χρήση. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο Κράτος για ν’ αναφερθώ στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα ή στην προκολομβιανή περίοδο στην Αμερική. Χρησιμοποιώ τον όρο Κράτος για να χαρακτηρίσω τη συγκεκριμένη οργάνωση της μορφής της Εξουσίας που εγκαθίσταται την εποχή της νεωτερικότητας πρώτα στην Ευρώπη και αργότερα στη μετα-αποικιοκρατία, με παρά πολλά προβλήματα στην εφαρμογή της στον κόσμο. Και αυτή η μορφή Εξουσίας αφορά και την πολιτική οργάνωση του χώρου. Ας πάρουμε μια έννοια όπως της «επικράτειας», στην οποία μπορούμε να αποδώσουμε πολλούς ορισμούς. Προσωπικά με ενδιαφέρει κυρίως ο νομικός ορισμός που εφαρμόζεται κατά την εποχή της νεωτερικότητας παράλληλα με την εφαρμογή του σύγχρονου κράτους. Ποιος είναι ο νομικός ορισμός της επικράτειας; Ένας μεγάλος γερμανός νομομαθής, από τους πιο διάσημους νομομαθείς του 1900, o Hans Kelsen, έλεγε τη δεκαετία του ’20 ότι η επικράτεια είναι το χωρικό πλαίσιο για την εγκυρότητα ενός νομικού κανονισμού. Συνεπώς μια έννοια κυριολεκτικά εκτός του φυσικού δικαίου. Η επικράτεια υπάρχει στον βαθμό που εδραιώνεται νομικά και πολιτικά, μπορούμε να προσθέσουμε. Υπό αυτή την άποψη μπορούμε να καταλάβουμε τη σημασία που κατέχει ο πολιτικός χώρος αρχικά για ν’ αναλύσουμε την πορεία του σύγχρονου Κράτους. Σε αυτή την πορεία επιβεβαιώνεται η σκέψη σύμφωνα με την οποία σε μια συγκεκριμένη εθνική επικράτεια ισχύει ένας μοναδικός νομικός κανονισμός. Υπάρχει συνεπώς η διαδικασία μιας σταδιακής ομογενοποίησης στον χώρο. Αν θέλουμε να προτείνουμε ένα γενικό παράδειγμα, που όμως αποδίδει τη σκέψη, θα αναφερθώ στον Μεσαίωνα. Ο ευρωπαϊκός Μεσαίωνας χαρακτηρίζεται από μια σχέση εντελώς διαφορετική ανάμεσα στο Δίκαιο, την Εξουσία και τον Χώρο. Στο εσωτερικό κάθε εθνικής επικράτειας ίσχυαν διαφορετικοί νομικοί κανονισμοί, διασταυρώνονταν διαφορετικές εξουσίες. Ενώ, αντίθετα, στο εσωτερικό του σύγχρονου κράτους υπάρχει η τάση ομογενοποίησης, σύμφωνα με την οποία η επικράτεια ορίζεται σε      αντιστοιχία με την ισχύ ενός νομικού κανονισμού, και στον βαθμό που η ίδια επικράτεια διευθύνεται από μια μοναδική εξουσία. Όλα αυτά έχουν τελικά συνέπειες εξαιρετικά σημαντικές, επιπλέον και όσον αφορά τα δικαιώματα του πολίτη, με την έννοια ότι σε αυτή την ομογενοποιημένη νομική έννοια της επικράτειας αντιστοιχεί μια ομογενοποιημένη και υποκειμενική μορφή του πολίτη. Το σύνολο, δηλαδή, των υποκειμένων στα οποία αναφέρονται οι κανόνες με ισχύ νομικού κανονισμού και που υπάγονται επίσης στην καθοδήγηση της ηγεμονικής εξουσίας. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, στο παράδειγμα του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Ένας σημαντικότατος Άγγλος κοινωνιολόγος του 19ου αι. για τα θέματα των δικαιωμάτων του πολίτη, ο Tom Marhall, υποστήριζε ότι πριν από τη μοντερνικότητα υπήρχε ένα σύνολο status, στα οποία αντιστοιχούσε ένα σύνολο νομικών κανονισμών. Ώστε, αν θέλουμε να απλοποιήσουμε τους όρους για την κατανόηση της συζήτησης, ο χωρικός ζούσε στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου status με συγκεκριμένους κανόνες ενώ στην πόλη οι πολίτες ζούσαν σε ένα συγκεκριμένο status με κανόνες διαφορετικούς από εκείνους που ίσχυαν για τον χωρικό. Η μοντερνικότητα χαρακτηρίζεται από τη σταδιακή επικράτηση ενός status που, τουλάχιστον κατά μία γενική έννοια, καθιστά τους πολίτες όμοιους και ομοιογενείς. Όλα αυτά μπορούμε να τ’ αναλύσουμε, κατά τη γνώμη μου, σύμφωνα με την κατηγορία του πολιτικού χώρου. Είμαι βέβαιος, όπως εξάλλου και πολλοί άλλοι, ότι στην εποχή μας που ονομάζουμε της παγκοσμιοποίησης –χρησιμοποιώντας έναν όρο αρκετά γενικό– αυτό το πρότυπο του πολιτικού χώρου υπόκειται σε συνθήκες κρίσης, διέρχεται έναν ριζικό μετασχηματισμό. Αυτό δεν σημαίνει, εν αντιθέσει σε ό, τι έλεγαν πολλοί στις αρχές του ’90 όταν ξεκινούσε η συζήτηση της παγκοσμιοποίησης, ότι το Κράτος εξαφανίζεται. Αλλά μετασχηματίζεται εκ βαθέων μέσω διαδικασιών που μπορούμε να ορίσουμε ως την «ετερογενοποίηση» τόσο του πολιτικού χώρου όσο των νομικών κανονισμών, των ηγετικών εξουσιών και των δικαιωμάτων του πολίτη. Χρησιμοποιώ τον όρο «ετερογενοποίηση» για να δηλώσω την αντίθεση με τον όρο «ομογενοποίηση» που χρησιμοποίησα προ ολίγου αναφορικά με το σύγχρονο Κράτος.
Γ. Τ.: Προτείνετε το περίγραμμα της καπιταλιστικής ηγεμονίας την εποχή της παγκοσμιοποίησης που αφορά τη διπλή εφαρμογή της Εξουσίας και του Νόμου σε κλίμακα «παγκοσμιο-τοπική» (glocal). Πράγματι, ο όρος «παγκοσμιο-τοπικός» βασίζεται στον συνδιασμό γεγονότων τοπικών και παγκόσμιων και άρα δηλώνει την υπερίσχυση της καπιταλιστικής ηγεμονίας στο σύνολο των αστικών πρακτικών. Αν θελήσουμε να φανταστούμε την ανατροπή των καπιταλιστικών δομών υπέρ της δημοκρατικής κοινωνίας που στηρίζεται στις αρχές της ελευθερίας και της ισότητας, φαντάζεστε τη δυναμική ενός επαναστατικού πανευρωπαϊκού κινήματος ή θεσμικές πρωτοβουλίες για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του πολίτη, όπως ο Χάρτης των δημοσίων αγαθών (Carta dei Beni Comuni in Europa);
S. M.: Λοιπόν, τον όρο «παγκοσμιο-τοπικός» καταλαβαίνω με ποια έννοια τον χρησιμοποιείτε. Προσωπικά, δεν συναινώ στη χρήση του γιατί μου φαίνεται ότι αφορά το περιεχόμενο ρητορικών συζητήσεων που απευθύνονται στον σχηματισμό συγκεκριμένων χώρων, επί παραδείγματι εντός των μητροπόλεων, όσον αφορά τη θεματική της παγκοσμιοποίησης. Μου φαίνεται, δηλαδή, ένας όρος με πολιτική απήχηση αλλά ελάχιστα συγκεκριμένος στη σημασία του. Και γι’ αυτόν τον λόγο δεν συναινώ στη χρήση του. Πράγματι, σήμερα –συνεχίζοντας τον στοχασμό σχετικά με τον «πολιτικό χώρο»– αντιμετωπίζουμε μια διαρκή εγκαθίδρυση και επιστρωμάτωση συνθηκών σε διαφορετικές κλίμακες. Ώστε δεν υπάρχουν μόνο η τοπική και η παγκόσμια αλλά και η περιφερειακή, η ηπειρωτική... Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος που ο όρος «παγκοσμιο-τοπικός» μου φαίνεται λίγο απλουστευτικός. Γιατί, με κάποιον τρόπο, περιορίζει στους δύο πόλους, τον τοπικό και τον παγκόσμιο, τη χωρικότητα της παγκοσμιοποίησης που είναι πολύ πιο περίπλοκη. Και την ηπειρωτική διάσταση, στην οποία επιμένετε στην ερώτησή σας, τη θεωρώ εξαιρετικά σημαντική. Αλλά όχι μόνο στην Ευρώπη. Δείτε, για παράδειγμα, αυτό που συμβαίνει εδώ και δέκα χρόνια στη Λατινική Αμερική. Δείτε τις διαδικασίες ανασχηματισμών σε γεωγραφική κλίμακα με πολιτιστικό και πολιτικό περιεχόμενο στην Ασία. Εγώ προσωπικά, αναφορικά με όσα σας έλεγα πριν σχετικά με το σύγχρονο Κράτος, είμαι σίγουρος ότι η Αριστερά σήμερα έχει μια μοναδική ευκαιρία να συσπειρωθεί εντός της Ευρώπης με αγώνες, με πρωτοβουλίες τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε θεσμικό, με την κατάθεση προτάσεων για τη δημιουργία ενός ενωτικού προγράμματος. Η κρίση που ζούμε τα τελευταία 2-3 χρόνια, 4 χρόνια πλέον, είναι μια απόδειξη κραυγαλέα αυτής της ανάγκης να κατακτήσουμε την ευρωπαϊκή διάσταση. Από την άλλη πλευρά, η κατάκτηση της ευρωπαϊκής διάστασης δεν σημαίνει ότι θα κατακτήσουμε ένα ομαλό έδαφος. Εφόσον η ευρωπαϊκή διάσταση, πρέπει σίγουρα να κατακτηθεί αλλά επίσης και να κατασκευαστεί. Πρέπει να τη φανταστούμε και ακολούθως να την κατακτήσουμε. Και σε αυτό, κατά τη γνώμη μου, υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα σε ό, τι συνέβαινε πριν 10 χρόνια και σε ό, τι συμβαίνει σήμερα. Με την έννοια ότι σήμερα, ακριβώς εξαιτίας της κρίσης που διανύουμε, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ευρωπαϊκή διάσταση από την άποψη του χώρου, των συνόρων, της διακρατικής περιμέτρου και των συνταγματικών αρχών που την αποτελούν, έχει ήδη εδραιωθεί και ότι πρόκειται απλώς να την κατακτήσουμε. Το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι πρέπει να ασχοληθούμε, στο επίπεδο της φαντασίας, με την κατασκευή της, γεγονός που συνεπάγεται διαδικασίες εκλεπτυσμένες, περίπλοκες από πολιτισμική άποψη. Ενώ η πολιτική πράξη μπορεί να σημαίνει πολύ απλά την ανάγκη για την κατασκευή ενός μοχλού στη νότια Ευρώπη που άλλαξε κυριολεκτικά τα τελευταία χρόνια και που συνεχίζει να αλλάζει. Κατά τη γνώμη μου είναι σημαντικό να θέσουμε προ ημερησίας διάταξης αυτό το ζήτημα. Και ειλικρινά πιστεύω ότι υπάρχει μια εξαιρετική έλλειψη από αυτή την άποψη, εξαιρετική, που δυσκολεύομαι ακόμα και να την εξηγήσω. Ας εξετάσουμε για παράδειγμα τη συζήτηση στην Ιταλία. Δείτε τη συζήτηση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς στην Ιταλία. Εκεί υπάρχει το ευρωπαϊκό ζήτημα ως μια σημείωση στη συζήτηση των πολιτικών δυνάμεων εξουσίας, των κομμάτων, που όμως έχουν απολέσει την αξιοπιστία τους. Από αυτή την άποψη νομίζω ότι πρόκειται για ένα θέμα που πρέπει να τεθεί αμέσως υπό συζήτηση. Όπως έλεγα πριν και τείνω να επιβεβαιώσω, δεν λειτουργεί η πολικότητα «παγκόσμιος-τοπικός» όπως ούτε εκείνη της ευρωπαϊκής διάστασης ενάντια στην εθνική διάσταση. Στο μέσο υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα θέματα, υπάρχει η ανάγκη κατασκευής χώρων που να είναι λειτουργικοί για την κατασκευή της ευρωπαϊκής διάστασης, όπως έλεγα προηγουμένως. Πρέπει επίσης, κατά την άποψή μου, να προβληματιστούμε. Με ποια έννοια; Σε ό, τι αφορά την κατηγορία της Αριστεράς. Γιατί για την Αριστερά, κατά τη γνώμη μου, ισχύει η ίδια συζήτηση όπως για την Ευρώπη. Δεν είναι ότι η Αριστερά υπάρχει και πρόκειται να την επαναφέρουμε στη σημασία της ευρωπαϊκής διάστασης. Μου φαίνεται ότι σήμερα δεν υπάρχει μια Αριστερά στην Ευρώπη. Πιστεύω ότι πρέπει να ανασκευαστεί ριζικά αυτή τη στιγμή. Υπάρχουν σίγουρα εκδηλώσεις σημαντικές σε επίπεδο τόσο των κινημάτων όσο και σε εκείνο των θεσμικών δυνάμεων. Όμως δεν υπάρχει μια ευρωπαϊκή Αριστερά σήμερα. Πρόκειται στην πραγματικότητα να ανασκευάσουμε την Αριστερά στην Ευρώπη στις δυο ισχυρές της εκδοχές: την κομμουνιστική και τη σοσιαλδημοκρατική, και να αναλογιστούμε τις κοινωνικές της αναφορές, τις αποτυχίες της, την εργατική τάξη την εποχή του φορντισμού, η οποία δεν υπάρχει πια στον βαθμό που ο καπιταλισμός έχει μεταβληθεί ριζικά και έχει παρομοίως μεταβληθεί η μορφή της εργασίας. Και σε σχέση με αυτές τις ριζικές μεταβολές στη μορφή της εργασίας είναι αναγκαίο να διανοίξουμε νέους πολιτικούς χώρους, στους οποίους ο όρος Αριστερά θα λάβει μια νεωτεριστική σημασία.
Γ. Τ.: Πώς πρέπει να διαβάσουμε τη «συνεργασία και την παραγωγή» αναλογικά με την κριτική της κοινωνίας την εποχή της παγκοσμιοποίησης; Ή, ποια θα ήταν η συνεισφορά της μαρξιστικής κριτικής για να κατανοήσουμε τη διαστρωμάτωση και τις συγκρούσεις ανάμεσα στο προλεταριάτο και τις elites του σύγχρονου καπιταλισμού; Θεωρείτε ότι η έλευση της παγκοσμιοποίησης κατέστησε επαρκώς απαρχαιωμένη τη μαρξιστική διάκριση; Ποιος θα ήταν συνεπώς ο σωστός τρόπος για να επανακτήσουμε μια αποτελεσματική κριτική υπό την έννοια της ισότητας, της ελευθερίας, και του σεβασμού της προσωπικότητας την εποχή της παγκοσμιοποίησης;
S. M.: Οι ερωτήσεις για τον μαρξισμό μου προκαλούν πάντα αμηχανία. Προτιμώ τις ερωτήσεις για τον Μαρξ. Αλλά έχετε δίκιο σε κάθε περίπτωση, γιατί εγώ πράγματι πιστεύω ότι ο μαρξισμός είναι νεκρός, δεν πιστεύω ότι ο Μαρξ είναι νεκρός. Πιστεύω –προετοιμάζω πράγματι ορισμένα μαθήματα γι’ αυτό το έτος πάνω σε αυτό το ζήτημα– ότι το τέλος του μαρξισμού μας δίνει τη δυνατότητα για μια καινούργια πρόσβαση στο έργο του Μαρξ. Νομίζω ότι σήμερα είναι δυνατό να διαβάσουμε τον Mαρξ με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με τον αιώνα των μαρξιστικών αναγνώσεων. Κι αυτό κατά τη γνώμη μου δεν υπονοεί μια άρνηση της αξίας του μαρξισμού. Ο μαρξισμός ήταν υπαρκτός, ήταν μια δύναμη ιστορικής σημασίας που μας επιτρέπει βασικά να χαρακτηρίσουμε το ’900 όπως έλεγε ο Giovanni Arrighi: «ο αιώνας του μαρξισμού». Ο αιώνας τελείωσε, ο μαρξισμός τελείωσε και το τέλος του μαρξισμού δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν είναι δυνατό να διαβάσουμε με μια σύγχρονη προοπτική πολλούς μαρξιστές θεωρητικούς του ’900. Σημαίνει το τέλος του μαρξισμού στον ενικό αριθμό, που ανοίγει την δυνατότητα μιας πολύ δημιουργικής ανάγνωσης του Μαρξ. Εξάλλου αν είχαμε περισσότερο χρόνο, θα έπρεπε να μνημονεύσουμε τη νέα κριτική σκέψη στο έργο του Μαρξ και του Χέγκελ που υπό διαφορετικές οπτικές μας αναδεικνύει έναν άγνωστο Μαρξ. Έναν Μαρξ πολύ πιο αποσπασματικό στη σημασία του απ’ όσο φανταζόμαστε ότι γνωρίζουμε. Άρα νομίζω ότι υπάρχει αυτή η μεγαλύτερη ελευθερία δημιουργικότητα σε σχέση με το κείμενο του Μαρξ, που αντιπροσωπεύει μια εξαιρετική πηγή, ίσως την πιο σημαντική πηγή για την κριτική ανάλυση της «παγκοσμιοποίησης». Στο τέλος όσων ειπώθηκαν αναφέρω ότι προσωπικά διαμορφώθηκα στο εσωτερικό μιας ιδιαίτερης μαρξιστικής σχολής, της ιταλικής του εργατικού κινήματος, του αυτόνομου μαρξισμού και σήμερα συμμετέχω, για παράδειγμα, στη συλλογική πρωτοβουλία UniNοmade, που προωθεί τη συζήτηση στο εξωτερικό υπό τον τίτλο του «μετα-εργατικού κινήματος» (post-operaista). Συνεπώς η απάντησή μου σε αυτή την ερώτηση επικαλείται επί σκοπώ μια συλλογική σκέψη όχι μόνο δική μου. Μια συλλογική σκέψη που προκάλεσε ένα βιβλίο για την κρίση το 2008. Το βιβλίο εκδόθηκε το 2009 αλλά το 2008 είχε ολοκληρωθεί, εφορμώντας από την απόπειρα να αναλυθούν οι διαδικασίες που αφορούν τη χρηματοδότηση του καπιταλισμού. Εμείς υπογραμμίσαμε πάντα την ικανότητα του καπιταλισμού να μεταμορφώνεται συνεχώς και σκεφτόμαστε εδώ και πολύ καιρό ότι μετά την κρίση στις αρχές του ’70, την πετρελαιική κρίση, το τέλος της μεταβολής του δολαρίου σε χρυσό το τέλος των διαδικασιών χρηματοδότησης, ο καπιταλισμός άλλαξε ριζικά μορφή. Και ειδικότερα πιστεύουμε ότι σήμερα ο χρηματοπιστωτικός μηχανισμός ελέγχει το σύνολο της οικονομίας. Και συνεπώς δεν υπάρχει πια η δυνατότητα να κάνουμε μια ευκρινή διάκριση ανάμεσα στην αποκαλούμενη «πραγματική οικονομία» και τον χρηματοπιστωτικό μηχανισμό. Υπάρχει μια διείσδυση ανάμεσα στη χρηματιστηριακή και στην πραγματική οικονομία, που αντιστοιχεί στο γεγονός ότι η λογική με την οποία εκφράζεται ο έλεγχος του κεφαλαίου ανήκει στον χρηματοπιστωτικό μηχανισμό. Πρόκειται για χρηματιστηριακές λογικές που δεν ανήκουν στη βιομηχανική παραγωγή. Συγχρόνως, υπογραμμίσαμε πάντοτε την ανταγωνιστική φύση της σχέσης του κεφαλαίου. Και σε αντίθεση με πολλούς, δεν πιστεύουμε ότι αυτή η ανταγωνιστική φύση μειώθηκε την εποχή της παγκοσμιοποίησης και της χρηματιστηριακής πραγματικότητας. Υπό ορισμένες οπτικές έχουμε την εντύπωση ότι υπάρχει μια απόγνωση, μια μεγαλύτερη ένταση του σύμφυτου ανταγωνισμού στη σχέση του κεφαλαίου. Μόνο που ο ανταγωνισμός έχει αλλάξει επίσης τρόπο εκδήλωσης, έχει αλλάξει φύση και έχει αλλάξει δέρμα. Τα υποκείμενα δεν κατέχουν την εργασία, ό, τι ο Μαρξ ονόμαζε, κυρίως στα Grundrisse: «η ζωντανή εργασία». Προσωπικά στην ανάλυση για την αλλαγή του δέρματος στην εργασία, υπογραμμίζω και σε αυτή την περίπτωση την «ετερογενοποίηση» της εργασίας. Τη ριζική ετερογενοποίηση στη σύνθεση της εργασίας. Υπογραμμίζω, στις αναλύσεις μου με τους/τις συντρόφους, τους φίλους και τις φίλες, την ετερογενοποίηση με την οποία τονίζεται η διάσταση της συνεργασίας εντός της σύγχρονης εργασίας. Η γνωσιακή διάσταση της εργασίας, σίγουρα σε συνθήκες προσωρινότητας αλλά που προσφέρει έναν πλούτο εμπειριών στην περίπτωση της συνεργασίας. Είμαι σίγουρος ότι είναι σωστό να υπογραμμίσουμε αυτά τα στοιχεία, αλλά συγχρόνως συμπληρώνω ότι ο τρόπος με τον οποίο τα υποκείμενα, οι άνθρωποι που συνθέτουν τη ζωντανή εργασία, οδηγούνται στη συνεργατική εργασία, είναι εντελώς διαφορετικός. Και συνεπώς με αυτή την έννοια η ετερογενοποίηση, που χρησιμοποίησα προηγουμένως για τον ορισμό του πολιτικού χώρου, χρησιμεύει για την κατανόηση της συνεργατικής εργασίας στις διάφορες εκφάνσεις της. Γιατί ετερογενοποίηση σημαίνει διαφορετικές κοινωνικές θέσεις, σημαίνει αρμοδιότητες....

Απόσπασμα από τη συνέντευξη του καθηγητή
Sandro Mezzadra που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 26ό του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ.

H Γεωργία Τσουδερού είναι υποψήφια διδάκτορας στη Συγκριτική λογοτεχνία, εξετάζοντας την εικονο-λεκτική λειτουργία της Μεταφοράς στα λογοτεχνικά κείμενα, στο πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Τμήμα Φιλολογίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου