Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ Στο έργο του Τζ. Μ. Κουτσί, Μαρία Λιλιμπάκη-Σπυροπούλου


Η διερεύνηση και μελέτη σε ό,τι αφορά τη θέση που έχει ο χώρος και η φύση στο έργο του Τζ. Μ. Κουτσί έγινε κυρίως μέσα από τρία έργα του2, τα οποία εκτίμησα ότι αποτελούν μία κλιμάκωση από το μυθιστόρημα στο δοκίμιο. Την πορεία αυτή ομολογεί και ο ίδιος3 ως επιλογή που του επιβάλλει το πέρασμα του χρόνου και οι αντοχές της ηλικίας. Το τέταρτο έργο αναφοράς εκδόθηκε στη διάρκεια συγγραφής του παρόντος και ως το τελευταίο και επομένως το πλέον «ώριμο» και αντιπροσωπευτικό του συγγραφέα συμπεριλήφθηκε στο κείμενο. Η προσέγγιση του θέματος γίνεται κυρίως μέσα από αντικείμενα και θέσεις όπως τα στρατόπεδα, οι φυλακές, η πόλη και η πολεοδομία, τα κτίσματα και τα μετρικά μεγέθη, η γεωγραφία και το περιβάλλον, η αλληγορία και η νοητική αντίληψη του χώρου.

Τα έργα

Η δομή στα έργα του Τζ. Μ. Κουτσί είναι προσεκτικά επεξεργασμένη και στοχευμένη στην οικονομία της, ενώ διατηρεί θεματική και εκφραστική πρωτοπορία. Με τον τρόπο αυτόν η γραφή του συμβάλλει στη σφαιρική θεώρηση του κόσμου όπου θέματα πολιτικά4, κοινωνικά, πολιτισμικά αλλά και υπαρξιακά εκφέρονται ως αιχμές, χωρίς φλυαρίες, για να αποκτήσουν έτσι μεγαλύτερη και βαρύνουσα σημασία.
   Στο βιβλίο Θέρος (Α) τα Σημειωματάρια στην αρχή και στο τέλος του βιβλίου, συμπυκνώνουν όλο το νόημα που προσλαμβάνουμε στα αυτόνομα μεταξύ τους κείμενα που ακολουθούν ή προηγούνται και παρατακτικά δομούν το έργο καθιστώντας το, μέσω του κεντρικού ήρωα, ενιαίο κείμενο5. Ο βιογράφος του υποτιθέμενου αποθανόντος συγγραφέα Τζον Κουτσί, στην προσπάθεια του να δημιουργήσει ένα ακριβές πορτρέτο του τελευταίου, συνομιλεί με ανθρώπους που θεωρεί πως καθόρισαν την προσωπικότητα του συγγραφέα όταν ήταν περίπου 30 ετών. Αδιάφοροι, σχεδόν όλοι τους, για τη λογοτεχνική του αξία, μέσα από τις διηγήσεις τους, παρουσιάζουν με σοκαριστική σκληρότητα την εικόνα ενός δυσλειτουργικού ανθρώπου6. Η απόδοση του υποτιθέμενου χαρακτήρα του βιογραφούμενου είναι στενά συνδεδεμένη με τον χώρο που ζει και κινείται. Ο χώρος προβάλλεται όχι μόνο ως πλαίσιο αλλά και ως δομικό στοιχείο στην απόδοση της βιογραφίας: ένα από τα στοιχεία που εκφράζουν και παράλληλα διαμορφώνουν την προσωπικότητα του ήρωα. Με την ευχέρεια που του δίνει η λογοτεχνική γραφή (ποιητική αδεία) φαντασιώνεται τον ήρωά του σε τόπους συνυφασμένους με αυτόν έτσι ώστε να λειτουργούν ως αντανάκλαση του προσώπου του, π.χ. η εσωστρέφειά του ταυτίζεται με το ετοιμόρροπο σπίτι που χωρίς γνώση προσπαθεί αδέξια να αποκαταστήσει μόνος του. Επιχειρεί έτσι μία αυτοβιογραφία, έναν απολογισμό ζωής, μια αυτοαξιολόγηση, ίσως σ’ ένα δρόμο αναχωρητισμού, ηθελημένης αφάνειας, μετανάστευσης προς τα έσω7. Προσβλέπει όχι μόνο στο πώς πιθανόν τον αντιμετωπίζουν οι άλλοι, αλλά και πώς βιώνει ο ίδιος τον εαυτό του.
   Το Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς (Β) οργανώνεται σε τρία μέρη που διαπλέκονται μεταξύ τους αποδίδοντας στο βιβλίο ενιαία μορφή. Αν θεωρήσουμε ενότητα τα 55 δοκιμιακού χαρακτήρα κείμενα, το 2ο μέρος είναι η σε πρώτο πρόσωπο αφήγηση του συγγραφέα, ενώ το 3ο μέρος αποτελεί η αφήγηση του κεντρικού προσώπου (Άνυα). Η αφήγηση υπεισέρχεται τόσο ώστε να αποδώσει και να αποκαταστήσει την αλήθεια και την ισορροπία στη σχέση των προσώπων όσο και για λόγους μορφολογικούς και οικονομίας: να καταστήσει το έργο πιο ανθρώπινο και οικείο, άρα πιο ελκυστικό και ευανάγνωστο. Χωρίς να μειωθεί η αξία των δοκιμίων, αξιοποιώντας τη μικροκλίμακα ενός οικοδομικού συγκροτήματος, όπου κυρίως διαδραματίζεται η ιστορία, καταφέρνει να δώσει έμφαση στο κεντρικό ερέθισμα αυτό του φόβου του γήρατος και του τέλους. Στο έργο επαναφέρει το ζήτημα της αποξένωσης αναφερόμενος στους κατοίκους των μεγάλων πόλεων όπου άνθρωποι συγκατοικούν για χρόνια χωρίς να έχουν την ευκαιρία να γνωριστούν, με τρόπο ρεαλιστικό χωρίς τον ιδεαλισμό του ποιητή στην αναφορά του «εκεί που ο κόσμος δεν έχει κομματιαστεί από τους στενούς τοίχους των σπιτιών»8. Θέτει ταυτόχρονα τη βεβαιότητα ότι στις καλοσχεδιασμένες πολυκατοικίες δεν είναι εύκολο ούτε καν να εντοπίσεις τους γείτονές σου.9 O ίδιος δεν αφήνει περιθώρια να αποδεχτείς ένα τέτοιο σχεδιασμό κριτικάροντας με ειρωνεία το αποτέλεσμα. Η καθ’ ύψος συγκατοίκηση,10 με διαφορά 25 ορόφων όπου και η οπτική επαφή περιορίζεται, είναι μια μακρινή γειτνίαση.
   Σε ό,τι αφορά το Βίος και Πολιτεία του Μάικλ Κ (Γ), η παρούσα κριτική προσέγγιση θα μπορούσε να προσφέρει μια ακόμα ανάγνωση αν δεν ήταν επικεντρωμένη στο θέμα χώρος11: η αναφορά στον περιβάλλοντα χώρο, συνολική αλλά και σημειακή είναι παρούσα, έντονη και αναγκαία για την οργάνωση και απόδοση της ατμόσφαιρας του έργου —συνηθίζουμε να την αποκαλούμε καφκική. Εδώ ο χώρος είναι αναπόσπαστος παράγοντας, είναι ένας από τους συντελεστές. Για το κεντρικό πρόσωπο με τις τάσεις και τις επιθυμίες του που άλλοτε αποδίδονται ως ένστικτο, άλλοτε ως αύρα ελευθερίας (δεν ανήκω στον πόλεμο12), ο χώρος προβάλλεται ως η συνέχειά του, γίνεται ένα με την επιβίωσή του. Ο ήρωας, συνδεδεμένος με τη γη, εξουσιάζει και διαμορφώνει τον περίγυρό του με πάθος στα μέτρα του. Διεκδικεί μέχρι τέλους την επιστροφή στη γη του, αυτή που αισθάνεται και βιώνει ως το μόνο του κατάλυμα. Ο κυρίαρχος χώρος στοχευμένα εντάσσεται στη φύση ως αντίθεση στον δομημένο χώρο —το καμαράκι της μητέρας του, εσωστρεφές, χωρίς αέρα, ήλιο και θέα, σε διαστάσεις σχεδόν ενός σώματος— έχοντας ταυτόχρονα τον ρόλο να αποδώσει την ατμόσφαιρα και τις αντιστάσεις.
   Στο μυθιστόρημα Η παιδική ηλικία του Ιησού (Δ) αποδίδεται μια χρονική φάση στη ζωή κάποιων μεταναστών, ένα διάλειμμα στην προσπάθεια ένταξης κάπου που δεν ομολογείται, δεν καταγράφεται13. Στους δύο αρχικούς ήρωες προστίθενται ή προσκολλώνται προοδευτικά νέα πρόσωπα, ενώ ιδέες και πεποιθήσεις θέτονται σε αμφισβήτηση από το παιδί σε μία στοχευμένη αφέλεια-ανατροπή. Στο κείμενο μέσα σε μια αργόσυρτη πορεία συναντάμε τα ίδια νοηματικά και εκφραστικά μέσα που συνηθίζει ο συγγραφέας, όπως την αντοχή και άρνηση στην τροφή, τη διαμονή στην ύπαιθρο ή σε πρόχειρα καταλύματα, τη χρήση χώρων συγκέντρωσης ή στρατοπέδευσης, παράλληλα στις νέες έννοιες όπως καλή προαίρεση, υπέρτατος σκοπός, καινούρια ζωή14. Οι εσωτερικοί χώροι παρουσιάζονται απογυμνωμένοι σε πλήρη αντιστοιχία με τους χαρακτήρες και τα συναισθήματα των ηρώων.

Χώρος και φύση

Και στα τέσσερα έργα που προαναφέρθηκαν η αλληγορία είναι χαρακτηριστική, αφανής πρωταγωνίστρια, ενώ η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός λειτουργούν με τρόπο που εξισορροπεί τον βαθύ προβληματισμό των δοκιμιακών κειμένων. Καλύτερα δε θα μπορούσε κανείς να το πει από τον ίδιο15: «η παραμονή σου στο στρατόπεδο δεν ήταν παρά μια αλληγορία, αν την ξέρεις αυτή τη λέξη. Ηταν μια αλληγορία —για να σου το πω επιστημονικά— για τον τόσο σκανδαλώδη, τον τόσο εξοργιστικό τρόπο με τον οποίο ένα νόημα μπορεί να εγκατασταθεί σ’ ένα σύστημα χωρίς να αποτελέσει όρο του συστήματος». Στο πνεύμα του συμβολισμού χρησιμοποιούνται τολμηρά μέσα όπως η χαραμάδα, η ρωγμή στους αριθμούς16, ως χάσμα σε παραδεκτές αρχές, ή ρήξη με τον συντηρητισμό και το κατεστημένο.
   Οι περιγραφές, η αξιοποίηση των χώρων και της σημειολογικής τους έννοιας είναι διακριτές και προβάλλουν πολύτιμες για την οικονομία των έργων. Η κλίμακα αναφοράς του συγγραφέα ποικίλει από τις αρχές της οικολογίας και την περιγραφή της πόλης έως την καταγραφή των αντικειμένων ενός κομοδίνου17. Συνδέει τα δρώμενα με τον χώρο και εξαρτά τη γνώση, εν προκειμένω της ιστορίας, από τον τόπο. Αγαπημένοι του τόποι τα αγροκτήματα και οι μικρές πόλεις της ενδοχώρας, όπου η κλίμακα των αλλαγών είναι τέτοια, ώστε η δυναμική τους να μπορεί να εκτιμηθεί και να ελεγχθεί18. Οταν αλλάζει θέμα, η πρώτη του ενέργεια είναι η περιγραφή του χώρου19, η απεικόνιση της οργάνωσης του περιβάλλοντος, φυσικού και μη και η γενική εντύπωση που αποπνέει (βλ. συμπαθητικό δωμάτιο, σκυθρωπή σάλα κλπ) επι πλέον της τυπικής καταγραφής της διαμόρφωσης και του εξοπλισμού. Το σκηνικό που στήνεται συμβάλλει στο έργο και στους χαρακτήρες των ηρώων.
   Επανερχόμενοι σε ό,τι σημειώνεται παραπάνω για το νοηματικό περιεχόμενο και την κοινωνική άποψη του Κουτσί θα αναφερθούν επιλεκτικά κάποιες καταστάσεις, έννοιες και θέσεις με περιεχόμενο που διαφέρει σε βαθμό έντασης και συμμετοχής στο κάθε έργο, ανάλογα με τις προθέσεις και τη σχετική με το αντικείμενο ευαισθητοποίηση του συγγραφέα.
   Ήπια αλλά και αιφνιδιαστικά εισάγει την κριτική του πάνω στο ζήτημα του Απαρτχάιντ20, όπως όταν μιλά για τη χρήση χώρων αναψυχής μόνο από λευκούς ή πολύ περισσότερο για τον κοινωνικό εξοπλισμό, διαχωρισμένο για λευκούς και έγχρωμους, έκφραση στον χώρο της κοινωνικής ανισότητας. Αν και πολλοί θα θεωρήσουν την οικολογική άποψη κοινοτυπία, δεν μπορεί να αγνοηθεί καθώς είναι διακριτή και σημειακά εμφατική στο έργο του. Γράφει λοιπόν: «σε μια κοινωνία αρκούντως ουτοπική θα συνέβαιναν πράγματα όπως, το κλείσιμο των ορυχείων, η ανασκαφή των αμπελώνων, η κατάργηση του αυτοκινήτου, η οικουμενική χορτοφαγία, η ποίηση στους δρόμους»21: οι οικολογικού χαρακτήρα πεποιθήσεις είναι σαφείς.
   Ο συγγραφέας περνά άνετα, χωρίς συμπλέγματα και αναστολές από τις πολιτικές και κοινωνικές έννοιες στα απλά και ασήμαντα: «Μετά τη βροχή ο Κ σπρώχνει τα πολλά νερά στο μπαλκόνι και ξεβουλώνει τις βουλωμένες υδρορροές»22... Απλές καθημερινές δράσεις δοσμένες στην λεπτομέρειά τους που όμως τονίζουν τη σύνδεση με τον χώρο και το άμεσο περιβάλλον.
   Τέλος τα αντιπολεμικά αισθήματα που τόσο αθόρυβα θέτει στα κείμενά του: «στο κάτω κάτω για ποιό λόγο αρχίσαμε αυτόν τον πόλεμο αν όχι για να αυξήσουμε το άθροισμα της ευτυχίας στην οικουμένη;» Ή αλλού: «η περίοδος του πολέμου είναι περίοδος αναμονής». Και αποφασιστικά: «Εγώ δεν είμαι στον πόλεμο»23.
   Ενώ ένα άλλο ζήτημα ανάλογο του προηγούμενου, η οικουμενικότητά του24 αλλά και η φιλοσοφία που δηλώνει ότι προτιμά25. «Ό,τι έρχεται από τη γη είναι ολωνών. Είμαστε όλοι παιδιά της γης», ταυτίζεται με την προσωπικότητα ενός νομπελίστα ή καλύτερα αιτιολογεί τη βράβευσή του με ένα θεσμό που συχνά λέγεται ότι εξυπηρετεί σκοπιμότητες.
   Σε αντίθεση με την οικουμενικότητα, συχνή είναι η παρουσία στα κείμενα του Τζ. Μ. Κουτσί των τόπων και γενικά της έννοιας του εγκλεισμού, του ασφυκτικού περιορισμού, της φυλακής, όπως δηλώνεται με τα χωρικά μέσα που μεταχειρίζεται, αλλά και με την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που υιοθετεί26. Για τα στρατόπεδα, τις περιοχές που δεν λείπουν από καμιά χώρα, που ίσως δε θα λείψουν ποτέ, γράφει: «Ή μήπως δεν θα κλείσει ούτε τότε το στρατόπεδο, αφού τα στρατόπεδα με τους ψηλούς τοίχους όλο και σε κάτι χρησιμεύουν»27. Κι αλλού: «Στρατόπεδο είναι εδώ, όπου στήνουμε στα πόδια τους ανθρώπους και τους στέλνουμε να δουλέψουν»28. Είναι φανερό από τα λεγόμενά του ο πραγματικός σκοπός της διατήρησης των γηπέδων αυτών… Αξίζει  όμως να παρουσιασθεί ολόκληρο το κείμενο: «Τώρα έχουν τα στρατόπεδα για τα παιδιά που οι γονείς τους το έσκασαν, στρατόπεδα για τους ανθρώπους που βγάζουν αφρούς από το στόμα και βαράνε κλωτσιές στον αέρα, στρατόπεδα για τους ανθρώπους με μεγάλο κεφάλι και για τους ανθρώπους με μικρό κεφάλι, στρατόπεδα για τους ανθρώπους που δεν έχουν τρόπο να συντηρηθούν, στρατόπεδα για τους ανθρώπους που τους έδιωξαν από τη χώρα, στρατόπεδα για τους ανθρώπους που ζουν στους υπονόμους, στρατόπεδα για τα κορίτσια του δρόμου, στρατόπεδα για τους ανθρώπους που δεν ξέρουν πόσο κάνει δύο και δύο, στρατόπεδα για τους ανθρώπους που ξεχνάνε τα χαρτιά τους στο σπίτι, στρατόπεδα για τους ανθρώπους που ζούνε στα βουνά και ανατινάζουνε γεφύρια τις νύχτες. Ισως τελικά αρκεί και με το παραπάνω να είσαι έξω από τα στρατόπεδα, έξω από όλα τα στρατόπεδα ταυτόχρονα. Ισως από μόνο του αυτό είναι για την ώρα μεγάλος άθλος. Πόσοι άνθρωποι έχουν μείνει που να μην είναι κλεισμένοι πίσω από τα σύρματα ή που να μη φυλάνε σκοπιά στην πύλη; Εγώ τη γλίτωσα από τα στρατόπεδα —ίσως αν κάνω τον ψόφιο, να τη γλιτώσω και από τη φιλανθρωπία. Και για να μην έχει κανείς αυταπάτες: Δεν είναι ντροπή να είσαι κουτός. Τα κουτορνίθια τα κλείσανε μέσα πριν από όλους τους άλλους»29. Αποδίδει έτσι την καθολικότητα του εγκλεισμού, του περιορισμού, της φυλάκισης, με τα θύματα που καταγράφει, με την περιγραφή της ατμόσφαιρας του στρατοπέδου30, ως χώρου-συμβόλου του περιορισμού και της αυταρχικότητας και παραπέμπει στην επανένταξη, όχι εκούσια πάντα, όχι αθώα: «δεν θέλω να είμαι σε στρατόπεδο αυτό είναι όλο»31, μια δήλωση ξεκάθαρης απαίτησης. «Μα ναι είναι ο τόπος που ακουμπάνε τους ανθρώπους για να τους ξεχάσουν»32· πολλαπλές αξιολογήσεις ενός χώρου που θα μπορούσε να έλειπε από τις πόλεις και την περιφέρεια επίσης. Στρατόπεδα, φυλακές, περιφράξεις, ένας συνεχής εγκλεισμός33, όλα υπαινίσσονται τη βία και την καταστολή. Κι ακόμα χειρότερα, ότι δύσκολα μπορείς να κρατηθείς μακριά από τα στρατόπεδα. Αυτό που απομένει ίσως δώσει τη λύση...34. Σε αυτό το καθεστώς αναρωτιέται ποιος είναι ο ξενιστής και ποιος το παράσιτο ανάμεσα στα δύο, την πόλη και το στρατόπεδο35. Με αφορμή την περιγραφή των φυλακών (Πάλσμορ)36, αναφέρεται στη χωροθέτησή τους και τους μετασχηματισμούς της πόλης. Εκτός αστικού ιστού το συγκρότημα εγκλωβίστηκε με την επέκταση της πόλης και απρογραμμάτιστα εντάχθηκε στην προνομιούχα περιοχή των προαστίων σε πλήρη αντίθεση με τη φυσιογνωμία της περιοχής. Το κοινωνικό πρόσωπο του χώρου όπως πασχίζει να προβάλλει η εφησυχασμένη τάξη των αστών, έρχεται σε αντίθεση συχνά με την πραγματικότητα, αυτή ακριβώς που η ίδια επιδιώκει να αποβάλλει ή να κουκουλώσει (π.χ. φυλακές, κέντρα απεξάρτησης, θέσεις συγκέντρωσης απόρων κ.ά. σε αστικές περιοχές). Η κυκλοφορία λόγω της λειτουργίας αυτής είναι ό,τι απόμεινε στη μνήμη της πρώτης αφηγήτριας-ηρωίδας και συγκεκριμένα η μεταφορά των φυλακισμένων, η πλέον άμεση επαφή τους με το κοινό, επαφή αναπόφευκτη και υποκριτική. Ως χώροι εγκλεισμού όμως παρουσιάζονται και ο καταυλισμός, το ειδικό σχολείο καθώς και το αναρρωτήριο των λιμενεργατών (Δ). Είναι συχνή η οργάνωση της πόλης για καινούριους      ανθρώπους από συγκροτήματα με χρήση κατοικίας (π.χ. Recidencia)37   αλλά και από καταυλισμούς, αναρρωτήρια κ.ά.
   Αν και δε δηλώνεται στα βιογραφικά του στοιχεία κάποια σχέση με γνώσεις τεχνικές περιγράφει με ακρίβεια την κατάσταση του οικείου χώρου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του σπιτιού που διαμένει, τη χρονολόγησή του, την κλίμακα και την παθογένειά του, τα υλικά δόμησης38, πράγμα που μαρτυρεί τη σημασία που έχει για αυτόν. Δεν πρόκειται για το μοναδικό τεχνοκρατικό σημείο39. Συχνά καταγράφονται μετρικά μεγέθη, αναλογίες, δείκτες κ.ά. Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά από τον συγγραφέα στο ζήτημα της εξασφάλισης στέγης και κυρίως μέσω της ιδιοκατασκευής (της αυτοστέγασης). Η ιδιοκτησία της γης και κάθε δομημένης επιφάνειας, ένα θέμα σύνθετο τόσο από κοινωνικής όσο και από οικονομικής άποψης, προβάλλεται από την άποψη του πατροπαράδοτου, του αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος στη γη. Για αυτόν η προσήλωση στη γη και η καλλιέργειά της διασφαλίζουν την κυριαρχία, την κατοχή, την ουσιαστική κυριότητα. Με τον δικό του τρόπο διεκδικεί απέναντι στην πόλη-κοινότητα, για αυτό και η κραυγή40, «ποιος σας χτίζει σπίτια όταν δεν έχετε πού να μείνετε;»
   Επιχειρεί την περιγραφή μιας πόλης σε παρακμή41, με τα μισά σπίτια ακατοίκητα, πόλη που σου δίνει την ευκαιρία να κερδοσκοπήσεις αγοράζοντας ακίνητο, ένα μελαγχολικό σπίτι σε καταθλιπτική γειτονιά. Το περιβάλλον όπως το περιγράφει ανταποκρίνεται στο είδος της σχέσης των προσώπων στο κείμενο, σχέση αδιέξοδη και μάταιη. Η λάσπη που κάνει την εμφάνισή της εδώ —εικόνα που προβάλλει έντονα και επανειλημμένα στο Γ — εισάγει τον βάλτο, παραπέμποντας στην αλληγορία του στο βάλτωμα, στη στασιμότητα. Οταν θίγει τη διαδικασία επέκτασης της πόλης42, ανάλωσης του αγροτικού τοπίου: «όλα αυτά τα σπίτια ήταν αγροκτήματα κάποτε, μετά κατατμήθηκαν και πουλήθηκαν σαν οικόπεδα», είναι σα να μιλά χωρίς περιστροφές για την αιώνια παραγωγή του οικιστικού χώρου. Θεωρεί την πόλη ως σύνολο, ως σύστημα και η έξοδος από αυτήν σημαίνει χωρική και νοητική αναχώρηση με τις πολλαπλές και αμφισβητήσιμες διεξόδους που δίνει μια κατάσταση ανατροπής: «δε γίνεται να έχουν μπλοκάρει όλους τους δρόμους που σε βγάζουν από την πόλη...» Περιγράφει κάποιους από τους δρόμους αυτούς καθώς και βίαια επεισόδια με τις φάλαγγες και τα εξαγριωμένα παιδιά που σε αντίστιξη με τις στάσεις των υπό αποχώρηση ηρώων, επιτείνουν την κατάσταση ασφυξίας και πολιορκίας43. Σκιαγραφεί μια περιοχή ρημαγμένη (από τον πόλεμο), με υπό κατεδάφιση κτίρια μετά από πυρκαγιά, με ιστορικό καταλήψεων από συμμορίες του δρόμου: ο χώρος που περιγράφει αποδίδει εκτός από την υφιστάμενη κατάσταση, τα αίτιά της και την κοινωνική της ανταπόκριση44. Ετσι προχωράει στον πρώτο από τους πυλώνες —πεμπτουσία του έργου: «το σχέδιο να εγκαταλείψει μια ελάχιστα υποσχόμενη πόλη και να επιστρέψει στη γαλήνια ύπαιθρο της παιδικής ηλικίας» (όραμα αρχικά της μητέρας του καταλήγει να γίνει και δικό του)45. .....


Απόσπασμα από το δοκίμιο της Μαρίας Λιλιμπάκη-Σπυροπούλου που δημοσιεύεται στο τεύχος 30 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Η Μαρία Λιλιμπάκη-Σπυροπούλου είναι Δρ αρχιτέκτων, αρχαιολόγος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου