Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΒΑΛΤΕΡ ΜΠΕΝΓΙΑΜΙΝ, Michael Löwy




άνοδος του φασισμού στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Αυστρία και στην Ισπανία συχνά συνάντησε την υποστήριξη, τη νομιμοποίηση και τις ευλογίες της χριστιανικής θεολογικής επιχειρηματολογίας. Ο Καρλ Σμιτ είναι ένας από τους πλέον καταρτισμένους και αφοσιωμένους εκπροσώπους αυτής της αντιδραστικής χρήσης της θεολογικής κληρονομιάς. Ωστόσο βρίσκουμε τόσο σε χριστιανούς όσο και σε Εβραίους συγγραφείς μια θεολογική ερμηνευτική στην υπηρεσία του αντιφασισμού και του σοσιαλισμού, ουτοπική, ελευθεριακή ή μαρξιστική. Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του εγχειρήματος αυτού. Η σκέψη του εμπνέεται κυρίως από τις εβραϊκές μεσσιανικές αναφορές αλλά στον πολιτικό και θεολογικό του λόγο συναντάμε επίσης, όπως θα δούμε, χριστιανικές μορφές και παραστάσεις.
   Ο Μπένγιαμιν ήταν από τους πρώτους διανοούμενους της γερμανικής αριστεράς που κατήγγειλε τη φασιστική ιδεολογία. Το 1930 θα δημοσιεύσει μια κριτική ενάντια στη μυστικιστική λατρεία του πολέμου του Ernst Jünger με τίτλο Théories du fascisme allemand. Το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: απέναντι στον «μαγικό» λόγο του φασισμού για τον πόλεμο θα πρέπει να αντιτάξουμε τη μαρξιστική ταχυδακτυλουργία, τη μόνη ικανή να παγιδεύσει τη «σκοτεινή ρουνική μαγεία» —δηλαδή τη μετατροπή του πολέμου σε «εμφύλιο»1. Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί και την εξορία (1933), η μάχη ενάντια στον φασισμό δεν έπαψε να στοιχειώνει τη σκέψη του. Χαρακτηριστικό το περίφημο συμπέρασμα στο δοκίμιο για το Έργο τέχνης την εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής (1935): απέναντι στη φασιστική αισθητικοποίηση της πολιτικής, οι μαρξιστές πρέπει να απαντούν με την πολιτικοποίηση της τέχνης. Εάν στα κείμενα αυτά ο φασισμός εμφανίζεται ως ένα παράδοξο αμάλγαμα αρχαϊκών πολιτισμών και τεχνολογικού μοντερνισμού, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 είναι η δεύτερη πτυχή που κυριαρχεί στα κείμενά του.  
   Στο τελευταίο κείμενο του βιβλίου του Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας 1939 (1940), υπάρχει μια καυστική κριτική για τις αυταπάτες της αριστεράς —εγκλωβισμένης στη γραμμική αντίληψη της προόδου— αναφορικά με τον φασισμό που φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση στη νόρμα της προόδου, μια ανεξήγητη «υποχώρηση», μια παρένθεση στην πορεία της ανθρωπότητας προς τα εμπρός.
   Δύο παραδείγματα μας επιτρέπουν να δούμε την επιχειρηματολογία  του Μπένγιαμιν: για τη σοσιαλδημοκρατία ο φασισμός είναι ένα αναχρονιστικό και προνεωτερικό κατάλοιπο του παρελθόντος. Σε κείμενά του ο Καρλ Κάουτσκυ στη δεκαετία του 1920 εξηγούσε ότι ο φασισμός θα μπορούσε να επικρατήσει σε μια ημιαγροτική χώρα όπως η Ιταλία, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να επιβληθεί σε ένα σύγχρονο και αναπτυγμένο έθνος όπως η Γερμανία...
   Αλλά και στο επίσημο (σταλινικό) κομμουνιστικό κίνημα ήταν πεπεισμένοι ότι η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία ήταν προσωρινή, ζήτημα ορισμένων εβδομάδων ή μηνών πριν το ναζιστικό καθεστώς σαρωθεί από προοδευτικές δυνάμεις και την εργατική τάξη υπό την πεφωτισμένη καθοδήγηση του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD). 
   O Μπένγιαμιν είχε κατανοήσει πλήρως τη νεωτερικότητα του φασισμού, τη δομική του σχέση με τη σύγχρονη βιομηχανική-καπιταλιστική κοινωνία. Εξού και η κριτική του, όπως διατυπώνεται στη Θέση VIII, απέναντι σε αυτούς —πάντα οι ίδιοι— που απορούσαν πώς ο φασισμός είναι «ακόμη» δυνατός στον 20ό αιώνα, τυφλωμένοι από την αυταπάτη ότι η επιστημονική, βιομηχανική και τεχνολογική πρόοδος είναι ασυμβίβαστη με την κοινωνική και πολιτική βαρβαρότητα. 
   Χρειαζόμαστε, παρατηρεί ο Μπένγιαμιν σε μια από τις προπαρασκευαστικές σημειώσεις των Θέσεων, μια θεωρία της ιστορίας βάσει της οποίας μπορεί να αποκαλύπτεται ο φασισμός (gesichtet)2. Μόνο μια θεωρία χωρίς τις αυταπάτες της προόδου μπορεί να εκτιμήσει ένα φαινόμενο όπως ο φασισμός που είναι βαθιά ριζωμένο στη σύγχρονη τεχνολογική και βιομηχανική «πρόοδο», που σε τελική ανάλυση δεν ήταν δυνατή παρά τον 20ό αιώνα. Η κατανόηση ότι ο φασισμός μπορεί να θριαμβεύσει «πολιτισμένα» και ότι «η πρόοδος» δεν θα οδηγήσει αυτομάτως στην εξαφάνισή του μας επιτρέπει, σκέφτεται ο Μπένγιαμιν, να βελτιώσουμε τη θέση μας στον αντιφασιστικό αγώνα. Ένας αγώνας, τελικός στόχος του οποίου είναι η δημιουργία ενός «αυθεντικού ειδικού καθεστώτος», δηλαδή της κατάργησης της κυριαρχίας και της δημιουργίας της αταξικής κοινωνίας. 
   Από το 1939, κι ακόμη αρκετά μετά τη συμφωνία του Μονάχου το 1938, στα μάτια του Μπένγιαμιν, όπως και σε πολλούς άλλους διανοούμενους της αριστεράς στην Ευρώπη, η Σοβιετική Ένωση εμφανίζεται ως ο μοναδικός σύμμαχος απέναντι στη φασιστική απειλή, το ύστατο ανάχωμα στους ιμπεριαλιστικούς στόχους του Τρίτου Ράιχ. Σε επιστολή του στις 3. 8. 1938 στον Μαξ Χορκχάιμερ, ο Μπένγιαμιν, με πολλές επιφυλάξεις, εκφράζει την ελπίδα «τουλάχιστον προς το παρόν» το σοβιετικό καθεστώς —το οποίο χαρακτηρίζει απερίφραστα ως «μια προσωπική δικτατορία με όλη της την τρομοκρατία»— ως «τον παράγοντα των συμφερόντων μας σε έναν μελλοντικό πόλεμο». Και προσθέτει πως πρόκειται για έναν παράγοντα που «κοστίζει το πλέον αδιανόητα υψηλό κόστος στον βαθμό που πρέπει να πληρώνεται με θυσίες που διαβιβρώσκουν εξαιρετικώς ειδικά τα συμφέροντα που μας είναι οικεία ως παραγωγοί» —μια έκφραση που αναμφισβήτητα αναφέρεται στη χειραφέτηση των εργαζόμενων και στον σοσιαλισμό3. Το 1939 ωστόσο το σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ θα επιφέρει σκληρό χτύπημα σε αυτή την ύστατη αυταπάτη. 
   Αναμφισβήτητα στη Θέση Χ γίνεται αναφορά στο γεγονός αυτό όταν γράφει ότι: «ανατρέπονται οι πολιτικοί στους οποίους οι αντίπαλοι του φασισμού είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους», οι οποίοι «επιβάρυναν την ήττα τους προδίδοντας τον ίδιο τους τον σκοπό». Η διατύπωση αυτή αφορά αναμφισβήτητα στους κομμουνιστές (σταλινικούς) «που πρόδωσαν τον στόχο τους» κάνοντας ειρήνη με τον Χίτλερ. Ειδικότερα η φράση αναφέρεται στο Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα K.P.D. το οποίο, αντίθετα από το σοβιετικό ΚΚ, «σερνόταν στη γη». Ο Μπένγιαμιν στηρίζει τις ελπίδες του για ένα συνεπή αγώνα ενάντια στο φασισμό περισσότερο στο κομμουνιστικό κίνημα παρά στη σοσιαλδημοκρατία. Το Σύμφωνο ωστόσο τσάκισε την ελπίδα αυτή. Η «προδοσία» σημαίνει όχι μόνο το Σύμφωνο Μολότωφ-Ρίμπεντροπ, αλλά επίσης και τη νομιμοποίησή της εκ μέρους των κομμουνιστικών κομμάτων που θα υιοθετήσουν τη σοβιετική «γραμμή»4. Και πράγματι ο Μπένγιαμιν συμμερίζεται απόλυτα την κατηγορηματική καταδίκη του Συμφώνου από πολλούς άλλους Γερμανούς κομμουνιστές εξόριστους στο Παρίσι, όπως o φίλος του Heinrich Blücher, σύζυγος της Άννα Άρεντ, ο Willy Münzenberg ή ο Manes Sperber5. 
   Έτσι από το 1938 μια θεολογική διάσταση, ήδη έντονα παρούσα  από τα γραπτά της νεότητάς του —θα κάνει την εμφάνισή της και θα διαποτίσει έντονα την αντιφασιστική του σκέψη— χωρίς ωστόσο να παύσουν οι αναφορές του στον ιστορικό μαρξιστικό υλισμό.
   Τη χρονιά εκείνη (1938) ο Μπένγιαμιν δημοσιεύει ένα άρθρο για το μυθιστόρημα της εξόριστης Γερμανοεβραίας κομμουνίστριας Anna Seghers, Die Rettung (Η διάσωση), με τον τίτλο «Ένα χρονικό των Γερμανών ανέργων». Αυτό το εκπληκτικό από πολλές απόψεις κείμενο μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος συνέχειας του μεγάλου δοκιμίου για τον Αφηγητή του 1936: η Seghers παρουσιάζεται όχι ως μυθιστοριογράφος αλλά ως αφηγήτρια (Erzählerin), και το βιβλίο της ένα είδος χρονικού (Chronik), γεγονός που στα μάτια του απογραφέα, του προσδίδει μια ιδιαίτερα υψηλή πνευματική και πολιτική αξία. O Μπένγιαμιν θα συγκρίνει την τέχνη της με αυτή της μινιατούρας πριν την προοπτική ή με αυτή των χρονικογράφων του Μεσαίωνα, τα πρόσωπα των οποίων ζουν σε μια εποχή, η οποία «αντιλαμβάνεται το βασίλειο του Θεού ως καταστροφή». Μια καταστροφή που έπεσε πάνω στους άνεργους και τους Γερμανούς εργάτες, το Tρίτο Ράιχ είναι ακριβώς το αντίθετο του θεϊκού Ράιχ: «είναι κάτι σαν την αντεστραμμένη εικόνα (Gegenbild), η εμφάνιση του Αντίχριστου. Όπως γνωρίζουμε, αυτό σημαίνει την ευλογημένη υπόσχεση της μεσσιανικής περιόδου. Με ανάλογο τρόπο το Τρίτο Ράιχ σημαίνει τον σοσιαλισμό»6. Αυτό που περιγράφει ο Μπένγιαμιν εδώ —με την ευκαιρία ενός μυθιστορήματος κομμουνιστικής έμπνευσης— είναι ένα είδος θεολογικής κριτικής —ιουδαιοχριστιανικής— του ναζισμού ως ψευδούς, ως Αντιχρίστου, ως διαβολικής εκδήλωσης ενός πονηρού και απατηλού κακού. Όπως γνωρίζουμε, ο Αντίχριστος είναι μια αρχαϊκή φυσιογνωμία που εμφανίζεται για πρώτη φορά στα αποστολικά του Ιωάννη αλλά αντλεί την καταγωγή του από την έννοια του αντιμεσσία παρούσα ήδη στον ιουδαϊσμό. Εσχατολογικής φύσης, προσδιορίζει ένα σατανικό απατεώνα που επιχειρεί, λίγο πριν το τέλος του κόσμου, να υποκαταστήσει τον Ιησού Χριστό.
   Έτσι ο σοσιαλισμός ερμηνεύεται θεολογικά από τον Μπένγιαμιν ως το ισοδύναμο της μεσσιανικής υπόσχεσης, ενώ το χιτλερικό καθεστώς, αυτή η τεράστια μυστικοποίηση που υποτίθεται ότι είναι «εθνική σοσιαλιστική», αποκαλύπτει τον Αντίχριστο δηλαδή τις δυνάμεις της κόλασης: η έκφραση «ακτινοβόλα ναζιστική κόλαση» (die strahlende Nazihölle) θα χρησιμοποιηθεί πιο κάτω στο κείμενο.
   Αναμφίβολα ο Μπένγιαμιν εμπνεύστηκε, για να υπογραμμίσει αυτή την εντυπωσιακή παράλληλο, από την αλληλογραφία και τα κείμενα του φίλου του προτεστάντη θεολόγου —που ήταν και επαναστάτης σοσιαλιστής αγωνιστής— του Ελβετού Fritz Lieb, ο οποίος από το 1934, είχε χαρακτηρίσει τον ναζισμό ως τον σύγχρονο Αντίχριστο. Σε μια διάλεξη το 1938 ο Lieb εξέφρασε την ελπίδα του να δει την ήττα του Αντίχριστου στην τελευταία του μάχη ενάντια στους Εβραίους, που θα απέβλεπε στην εμφάνιση του Μεσσία —του Χριστού— και την εγκαθίδρυση της Χιλιετούς Βασιλείας του7.
   Έχοντας πλέξει το εγκώμιο της Anna Seghers για το ότι μπόρεσε να αναγνωρίσει θαρραλέα και χωρίς υπεκφυγές την ήττα της επανάστασης στη Γερμανία, ο Μπένγιαμιν καταλήγει με αγωνία: «Αυτοί οι άνθρωποι θα μπορέσουν άραγε να απελευθερωθούν;» (Werden sich diese Menschen befreien?) Η μόνη ελπίδα θα ήταν μια σωτηρία (Erlösung) —ακόμη μια μεσσιανική έννοια— αλλά από πού θα προέλθει; Αυτή τη φορά η απάντηση είναι ιερόσυλη· η σωτηρία θα προέλθει από τα παιδιά, τα παιδιά των προλετάριων που αναφέρει το μυθιστόρημα
   Ξαναβρίσκουμε την έννοια του Αντίχριστου στις Θέσεις του 1940.  Σύμφωνα με τον Μπένγιαμιν —στη Θέση VI,— «ο μεσσίας δεν θα έρθει μόνον ως ο σωτήρας, αλλά ως ο νικητής του Αντίχριστου». Σχολιάζοντας το σημείο αυτό ο Tiedemann διαπιστώνει ένα εντυπωσιακό παράδοξο: «Πουθενά αλλού ο Μπένγιαμιν δεν μιλά με τρόπο τόσο άμεσα θεολογικό, αλλά πουθενά αλλού οι προθέσεις του δεν είναι τόσο υλιστικές». Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Μεσσίας της προλεταριακής τάξης είναι ο Αντίχριστος των κυρίαρχων τάξεων8. ....

απόσπασμα από το δοκίμιο του Michael Löwy  που δημοσιεύεται στο τεύχος 31ο του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου