Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Γιώργος Θ. Γιαννόπουλος – Λόγια θανάτου και αγάπης. Πωλίνα Γουρδέα

«Κάθε λέξη μια μαχαιριά στο στόμα»

 Μια καλαίσθητη ποιητική συλλογή είναι το αποτέλεσμα λυτών δεσμών εξαίσιων αισθητηριακών εντυπώσεων. Υπό τον τίτλο Λόγια Θανάτου και Αγάπης (εκδ. ΕΝΕΚΕΝ, 2015) ο Γιώργος Θ. Γιαννόπουλος αποδεικνύει περίτρανα πως η ποίηση θέλει σάρκα και αίμα για να γίνει ουσιαστική. Η ποιητική του συλλογή εμπεριέχει περίτεχνη γλώσσα, φιλοσοφικό στοχασμό και διανοητική επεξεργασία αισθημάτων που πρώτα συνέλαβε η καρδιά.
Της Πωλίνας Γουρδέα 
Ολιγογράφος ποιητής ο ίδιος, αυτή είναι η τρίτη του συλλογή, μας μιλά για τον έρωτα και το θάνατο βάζοντας στο στόμα μας λέξεις που σηματοδοτούν μια πρωτόγνωρη ελευθερία. Την ελευθερία που χαρίζεται σε όσους γράφουν για να δηλώσουν ό,τι τους έχει συγκλονίσει.
«Κάθε λέξη μια μαχαιριά/ στο στόμα/ κάθε λέξη το βλέμμα/ το άγγιγμα/ κι η παρουσία του νεκρού// κάθε λέξη το βλέμμα/ της αγάπης/ η αγκαλιά του κόσμου/ κάθε λέξη μια υπόσχεση/ στον πόνο/ στο άφατο (Λόγια θανάτου και αγάπης, σελ. 32-33)
Ο τίτλος της συλλογής αναφέρεται στο δίπολο έρωτας – θάνατος που διατρέχει όλη τη λογοτεχνική παράδοση από τις απαρχές της μέχρι σήμερα. Ο Γιαννόπουλοςεπέλεξε το δίπολο αυτό ως μια ορισμένη έκφανση του κόσμου και αποφάσισε να μιλήσει με τα ποιήματά του σε αναγνώστες που αντιλαμβάνονται την ποίηση ως πάθος. Έτσι, η συλλογή αυτή περιλαμβάνει εντός της και την εικόνα του αναγνώστη για τον οποίο προορίζεται.
Βρήκα τα χέρια σου/ βρήκα το κορμί σου/ βρήκα τα μάτια σου/ κι αυτή τη μυρουδιά/ που πάντα χάνω (Η τρυφερότητα του σημαίνοντος, σελ. 64)
Μέσα στη συλλογή αυτή ο Γιαννόπουλος έχει κατορθώσει να εναποθέσει μια πραγματικότητα εξίσου ισχυρή με αυτή του ερωτικού βιώματος. Κάθε φορά που διαβάζεται ένα ποίημα, μυρωδιές και αισθήσεις ξυπνούν για να μας θυμίσουν πως τίποτε δεν έχει ξεχαστεί. Είναι όλα εκεί, όλα όσα θέλουμε να θαφτούν και δεν μας κάνουν τη χάρη. Έρχονται στην επιφάνεια ξανά με τη γεύση των λέξεων στο στόμα. Ασυγχώρητη πράξη, αλλά άκρως ποιητική.
Άκου μόνο,/ νιώσε/ το τρέμουλο/ στα λιγνά σου χέρια// θυμίσου το ρίγος/ που μας έκανε/ ένα (Σιωπή, σελ. 42)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η αρχική αιτία ενός ποιήματος είναι η συγκίνηση, ή καλύτερα, το πάθος. Ο ποιητής που κατορθώνει να μεταγγίσει σε κάθε στίχο τα πάθη του τα χαρίζει στις λέξεις, οι λέξεις του διαποτίζονται μ’ αυτά και τότε γίνονται κάτι άλλο από απλές αναφορές. Γίνονται πουλιά, υπερβαίνουν το αίσθημα που τις προκάλεσε και ξεχειλίζουν από παντού.
Τι είναι η αγάπη; // Χαλάσματα/ κόκκος/ ανήκεστος/ το μέτωπό σου/ στην καρδιά μου// Πουλί/ που ξεδιψά/ στα χέρια σου (Τι είναι η αγάπη; σελ. 44)
Η συλλογή εμπεριέχει ζωγραφικά σχέδια της εικαστικού Βίλλυς Γούσιου που συνοδεύουν τα ποιήματα και αναδεικνύουν το ποιητικό υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα. Τα είκοσι εννέα ποιήματα της συλλογής του Γιώργου Θ. Γιαννόπουλου αποτελούν ένα σώμα μαχητικό, εμβριθές και ταυτόχρονα πνευματικό. Μια επαναστατική πράξη που ταράζει τις αισθήσεις μας, μια ποιητική πράξη σε βάθος.

Η μικροαστική ασέβεια προς τον κοινωνικό μόχθο. Toυ Όμηρου Ταχμαζίδη




Η κεντρική δημοτική βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης είναι κλειστή από τον Δεκέμβριο του 2015, λόγω… εργασιών. Στην αρχή ανακοινώθηκε ότι το κτίριο θα παραμείνει κλειστό για έναν μήνα, ώσπου να τελειώσουν τα συνεργεία τη δουλειά τους, στη συνέχεια δηλώθηκε ότι οι εργασίες θα συνεχισθούν για κάποιο διάστημα ακόμη, προφανώς μέχρι την Άνοιξη, μετά παύσαμε και εμείς να ρωτάμε και να ενδιαφερόμαστε, απλώς περιοριζόμασταν σε μια ματιά στο εξωτερικό του κτιρίου με την οποία διαπιστώναμε ότι οι “εργασίες συνεχίζονται” από τις σκαλωσιές που έζωναν το κτίσμα στην πρόσοψή του και από την ακαταστασία που επικρατούσε στο ισόγειο.
Η δημοτική βιβλιοθήκη είναι το πρώτο κριτήριο για την αξιολόγηση μιας πόλης και πρέπει να θεωρείται ο ασφαλέστερος δείκτης για τα μορφωτικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της. Σε άρθρο στην εφημερίδα του ΣιδηροκάστρουΨίθυροι της Σιντικής” (Μάρτιος 2016) με τον τίτλο “Η βιβλιοθήκη ως παράγων ανθοφορίας μιας πόλης”, διατύπωσαμε μια σειρά σκέψεις για το ρόλο της βιβλιοθήκης σε μια επαρχιακή πόλη σε συνάρτηση με τον πολιτισμό της καθημερινότητάς της, όπου σε κάποιο σημείο καταλήγαμε και στο ακόλουθο συμπέρασμα: “Οι κάτοικοι μιας πόλης, χωρίς καταλλήλως εξοπλισμένη βιβλιοθήκη, δε δικαιούνται να ομιλούν για μόρφωση: προφανώς με αυτό το αυστηρό κριτήριο αποκλείονται οι περισσότερες πόλεις της χώρας. Αυτή την πικρή αλήθεια θα πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με ψυχραιμία και την απαραίτητη διάθεση αυτοκριτικής: όλοι μας!
Και το ερώτημα επανέρχεται και τίθεται αμείλικτα: “έχουμε τη βιβλιοθήκη που μας αξίζει”; Τόσους μήνες και “δεν κινήθηκε φύλλο” στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Δεν υπήρξε ένα άρθρο σε τοπικές εφημερίδες, παρότι η δημοτική βιβλιοθήκη διαθέτει αρχείο εφημερίδων της πόλης και το οποίο καλό θα ήταν, που και που, να το χρησιμοποιούν οι δημοσιογράφοι για να αντιλαμβάνονται την “ιστορικότητα”  κάποιων ειδήσεων. Δεν έγινε καμία αναφορά στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα, δεν υπήρξε καμία κίνηση από ομάδες “αναγνωστών”, δεν υπήρξε καμία αντίδραση από κάποια “Κίνηση Φίλων της Βιβλιοθήκης” ή κάποιων έστω οξύθυμων περαστικών, για τις σκαλωσιές που κλείνουν τόσους μήνες το πεζοδρόμιο της οδού Εθνικής Αμύνης και τους εμποδίζουν να κατέβουν το δρόμο, μιας “Πρωτοβουλίας Πολιτών”, η οποία θα ξεσήκωνε τους περίοικους κατά της χρονοβόρου “πρακτικής  του μερεμετιού”…
Αντί να έχουμε, λοιπόν, κάποιο ξέσπασμα οργής, μια διαμαρτυρία, για αυτό που συμβαίνει με την βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης, διαβάσαμε στον τύπο, ότι κάποιοι θερμόαιμοι επαναστάτες νέοι, βανδάλισαν το Γαλλικό Ινστιτούτο, ένα σημαντικό από αρχιτεκτονικής σκοπιάς κτίριο, έριξαν χρώματα, έσπασαν τζάμια, νομίζοντας ότι έτσι πληρούν το διεθνιστικό ή όποιο άλλο καθήκον τους – εννοείται συμφώνως προς τις μικροαστικές αντιλήψεις τους περί αλληλεγγύης…  Και στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζεται η ίδια εχθρότητα και αδιαφορία προς το βάθος των πραγμάτων από μια κοινωνική συνείδηση με σαφείς μικροαστικές ιδεολογικές επιρροές. Η ανυπαρξία αντιδράσεων για τον ουσιαστικό αποκλεισμό του αναγνωστικού κοινού από τη δημοτική βιβλιοθήκη – που ακούστηκε να κλείνει μια βιβλιοθήκη για επτά-οκτώ μήνες και να μην υπάρχει αδυναμία πρόσβασης στο υλικό της – βασίζεται στην ίδια ακριβώς ρηχότητα των εξεγερμένων που στοχοποίησαν ένα πνευματικό ίδρυμα, για να δηλώσουν την αντίθεσή τους προς όσα αυτοί θεωρούν ότι οφείλουν να υπερασπίσουν και να στηρίξουν.
Αλλά, για μια ακόμη φορά, ο βανδαλισμός εκδηλώνεται ως  αντίδραση μιας ασυλλόγιστης και νωθρής διάνοιας, αποδεικνύεται ρηχός ως προς τις επινοήσεις του και αντιδραστικός ως προς το περιεχόμενό του – και αυτό διότι αγνοεί τη σημασία του σεβασμού προς τις βαθύτερες συνάφειες που συνέχουν τον κόσμο μας. Η μικροαστική αδιαφορία και απουσία μέριμνας για τη δημοτική βιβλιοθήκη διασταυρώθηκε με άκρως συμβολικό τρόπο με τη μικροαστική συνείδηση που στοχοποιεί ένα πολιτιστικό ίδρυμα και τη βιβλιοθήκη του: η εγκληματική αδιαφορία και το επιτηδευμένο ενδιαφέρον αλληλεγγύης αποδεικνύονται ως όψεις του ιδίου νομίσματος – εκείνου της μικροαστικής ασέβειας προς τα πράγματα και τον ανθρώπινο μόχθο. Οι κανόνες του σημειολογικού ανταρτοπολέμου, για παράδειγμα, θα πρόκριναν αντί του πετροπολέμου – κατά την περίοδο του  Μεσοπολέμου στη διάρκεια των επιθέσεων εναντίον των εβραϊκών πληθυσμών  της Θεσσαλονίκης ο λιθοβολισμός οικιών Ισραηλιτών ήταν προσφιλής πρακτική των φασιστών – την ανάγνωση ποιημάτων στο χώρο του κτιρίου σε ελληνική και γαλλική γλώσσα ή ένα sit in διαρκείας με κάποιο ευφυές περιεχόμενο. Ο πετροπόλεμος, αυτή η πρωτογενής μορφή βαλλιστικής, είναι μια πρακτική για να κρατάμε τον αντίπαλο σε απόσταση: ποια τύχη μπορεί να έχει μια υποκειμενικότητα που επιχειρεί να κρατήσει με συμβολικό τρόπο μια βιβλιοθήκη σε απόσταση; Τι φοβάται αυτός που λιθοβολεί μια βιβλιοθήκη;  
Το κενό της αδιαφορίας για την κατάσταση που βρίσκεται η δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης από τους πολίτες της πόλης και η έλλειψη φαντασίας στην επίθεση εναντίον ενός πολιτιστικού ιδρύματος, από τους αυθυπνωτισμένους ακτιβιστές, καταδεικνύουν ότι ο μυωπικός μικροαστισμός φθείρει αδιάλειπτα το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και έχει παραλύσει κάθε ίχνος αντίδρασης στη διαρκή κατάπτωση της κοινωνικής συνείδησης. Η αδιαφορία για την κλειστή βιβλιοθήκη και ο βανδαλισμός του πολιτιστικού ιδρύματος είναι ασέβεια προς τον κοινωνικό μόχθο. Είναι χαρακτηριστικό ότι κανένα από τα δύο γεγονότα δεν έχει γίνει αντικείμενο δημόσιας συζήτησης. Αυτά φαίνεται να έχουν πολτοποιηθεί μέσα στη ροή της καθημερινότητας, έχουν απωθηθεί και θα μας κλείνουν, σε κάθε ευκαιρία, πονηρά το μάτι  ως εν δυνάμει πρώτη ύλη ενεργοποίησης της βίας στην όποια πιθανή μελλοντική φασιστική εκτροπή. Ως γνωστόν οι φασίστες δεν ορέγονται μόνον αίμα, αλλά καταστρέφουν τα μνημεία του γραπτού λόγου και εκσταζιάζονται με το κάψιμο βιβλίων…
Αυτά από μια πρόχειρη επισκόπηση των ψιλών γραμμάτων του “εγχειριδίου χρήσης και ερμηνείας της μικροαστικής ελληνικής καθημερινότητας”…


* Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι ιστορικός, συγγραφέας.