Powered By Blogger

Τρίτη 31 Αυγούστου 2010

Η φωνή της Αντιγόνης και η σιωπή της διαλεκτικής, Βrigitta Keintzel

Η Διαλεκτική και η Σιωπή

Στη Φαινομενολογία του Νου ο Χέγκελ συνδέει το αίτημα της Αντιγόνης με το πεπρωμένο της αδελφής, ένα πεπρωμένο που περιγράφει ως ένα καθολικά γυναικείο προσδιορισμό. Η γυναικεία συνθήκη αποτελεί εδώ έναν παράγοντα που φτιάχνει ιστορία και χρησιμοποιείται από τον Χέγκελ για να καταδειχθεί αυτή η διαδικασία στη διάρκεια της ταφικής τελετής της Αντιγόνης. Όταν η τελευταία θάβει τον νεκρό αδελφό της, το σώμα του υφίσταται μια συμβολική μεταμόρφωση. Ο Χέγκελ δεν ερμηνεύει την ταφή ως μια εξαιρετική πράξη αλλά, αντίθετα, την ταυτίζει με έναν γενικό γυναικείο προσδιορισμό. Αυτός ο γυναικείος προσδιορισμός συνίσταται στη συμβολική μεταμόρφωση της βιολογικής διαδικασίας. Ο προσδιορισμός αυτή εμπεριέχει και μιαν άλλη διάσταση της χεγκελιανής αντίληψης για τη γυναικεία συνθήκη: συγκεκριμένα, ότι οι γυναίκες έχουν την ευθύνη για την προετοιμασία πολιτιστικών διεργασιών αλλά κατέχουν αυτό το λειτούργημα μόνο στο βαθμό που δεν είναι πολιτικά, οικονομικά ή πνευματικά ενεργοί εκπρόσωποι της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, η γυναικεία συνθήκη γίνεται αντιληπτή ως εκείνη η οποία δεν διαθέτει ακόμη ιστορία και παρόλα αυτά ευθύνεται για την ίδια τη δυνατότητα της ιστορίας, είτε μέσω της τεκνοποιίας είτε μέσω της ταφής των νεκρών. Αυτή η λειτουργία —της συνθήκης για τη δυνατότητα της δημιουργίας (αλλά όχι της διαμόρφωσης) πολιτισμού— συνιστά τον οντολογικό ορισμό της γυναικείας κατάστασης. Δεν πρόκειται για την ατομική αποφασιστικότητα ή την αποφασιστικότητα γυναικών που διαφέρουν ατομικά, αλλά για την αποφασιστικότητα της «γυναικείας συνθήκης αυτής καθεαυτής». Έτσι, νόμος και πεπρωμένο αλληλο-προσεγγίζονται μέσω αυτού του διπλού δεσμού στον οποίο η τριάδα «φύλο», «νόμος» και «πεπρωμένο» λειτουργεί ως το κρυμμένο κέντρο πάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί η μεθοδολογική δομή της Φαινομενολογίας του Νου.
   Ο Χέγκελ περιγράφει τον δεσμό μεταξύ «νόμου, φύλου και πεπρωμένου» στην ενότητα που επιγράφεται «Η πράξη του ήθους, η ανθρώπινη και η θεϊκή επίγνωση, το σφάλμα και η μοίρα». Σ’ αυτή την ενότητα, ο Χέγκελ αναπτύσσει μια σειρά από ειδικές όσον αφορά το φύλο προσεγγίσεις της σύλληψης περί ηθικών και πολιτικών πραγματικοτήτων, την ίδια στιγμή που περιγράφει την εγκυρότητα αυτών των προσεγγίσεων ως μία έξωθεν της ιστορίας διαδικασία, αντιμετωπίζοντάς την ως σχετική εγκυρότητα λόγω της δύναμης του πεπρωμένου: «Μόνο με την ίση υποταγή των δύο πλευρών έχει πια επιτελεσθεί το απόλυτο δίκαιο και έχει ανακύψει η υφιστάμενη ουσία του ήθους ως η αρνητική δύναμη που καταπίνει τις δύο πλευρές, δηλαδή η παντοδύναμη και δίκαιη μοίρα». Αμφισβητώντας το έμφυλο-ιστορικό μοντέλο, ο Χέγκελ θέτει επίσης υπό αμφισβήτηση το ιστορικό μοντέλο της ηθικής. Για τον Χέγκελ, η ηθική δεν είναι μια διαδικασία ανάπτυξης και μεταμόρφωσης, αλλά ένα γεγονός που απορρέει από την ισχύ του πεπρωμένου που συνεπάγεται η διαφορά του φύλου. Η διάκριση μεταξύ κοινότητας και οικογένειας συνιστά, κατά τη γνώμη του, τους πυλώνες της ηθικής. Αυτή η υποτιθέμενα αιώνια και καθορισμένη από τη μοίρα διαφορά μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω μόνον από τις γυναίκες. Μόνον οι γυναίκες είναι ικανές να αμφισβητήσουν τις κοινωνικές νόρμες μέσω ενός ειρωνικού χειρισμού τους: «Το θήλυ —η αιώνια ειρωνεία της κοινότητας— αλλάζει ραδιουργώντας τον γενικό σκοπό της κυβέρνησης σε ιδιωτικό, μεταβάλλει την γενική δραστηριότητά της σε έργο του τάδε συγκεκριμένου ατόμου και διαστρέφει την γενική κτήση της πολιτείας σε περιουσία και κόσμημα της οικογένειας».   Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, ο Χέγκελ οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες δεν είναι μόνο οι εχθροί της εξουσίας, αλλά ότι η συμπεριφορά τους νομιμοποιεί την αναγκαιότητα των πολέμων με στόχο την κάθαρση της κοινωνίας από ιδιάζουσες ως προς το φύλο παραδοχές. Ο Λεβινάς αντέστρεψε την απόδοση αυτού του γνωρίσματος (στις γυναίκες). Γι’ αυτόν, η προσέγγιση του Χέγκελ ήταν μια αρρενοπρεπής-ηρωική προσέγγιση της φιλοσοφικής άποψης για τον πόλεμο και τη βία. Για τον Ντεριντά, η διαλεκτική του Χέγκελ παράγει έναν έκδηλα ανδρικό δυναμισμό, ενώ ο γυναικείος αντιστοιχεί μόνο στη θεία φύση του θεού και διασπά το ανδρικό στοιχείο.
   Οι παγίδες της ερμηνείας του Χέγκελ κάνουν τη λύση του κατανοητή. Μέσα από τις δραστηριότητες των δύο φύλων, η κάθε πλευρά παραμένει άλαλη και καθοριζόμενη από την ισχύ του πεπρωμένου; Αλλά σύμφωνα με μιαν άλλη ερμηνεία, η έννοια του πεπρωμένου μπορεί να επαναπροσδιοριστεί μέσω της εγγύτητάς της προς την έννοια της σιωπής. Ακολουθώντας αυτόν τον επαναπροσδιορισμό, η έννοια της σιωπής αρχίζει να υποδεικνύει όχι μόνον μία εκ προθέσεως σιωπή, αλλά επίσης μια σιωπή που κάνει τόπο για μια άλλη φωνή, μια φωνή που ανοίγει έναν άλλο τρόπο άρθρωσης. Ενώ η πρώτη εννοιολογική απόχρωση της σιωπής —και η προτιμώμενη από τον Χέγκελ— δεν λαμβάνει υπόψη τη δυνατότητα μιας νέας άρθρωσης και μεταμόρφωσης των έμφυλων ρόλων, η δεύτερη παρέχει τις προϋποθέσεις γι’ αυτή τη δυνατότητα, δημιουργώντας έτσι μια πιθανή έξοδο από την ιδιάζουσα ως προς το φύλο πολωτική αντίθεση. Η ερμηνεία των άγραφων νόμων της Αντιγόνης από τον Χέγκελ ως «γυναικείου-θεϊκού» νόμου λειτουργεί ως εννοιολογική βάση6 για τη διαλεκτική ανάπτυξη του «ανδρικού-ανθρώπινου» νόμου. Μία συνέπεια της ταυτοποίησης αυτής είναι ο εξορισμός της γυναικείας συνθήκης στα λιμνάζοντα νερά της ιστορίας. Επιπρόσθετα, δομείται ένα σχήμα στο οποίο η ανδρική και η γυναικεία δράση —καθεμιά τους παραγόμενη από το κανονιστικό τυπικό ενός γυναικείου και ενός ανδρικού νόμου— υπάγονται σε μια αντίληψη ενός «εμείς» το οποίο είναι αποκλειστικά ανδρικό (σύμφωνα με τους Λεβινάς, Ρόζεντσβάϊχ και Ντεριντά), και το οποίο υπονομεύει ακόμη περισσότερο τη γυναικεία συνθήκη. Εδώ, μια ατέρμονη σιωπή μεταξύ των φύλων διαιωνίζεται μέσω της άρθρωσης μιας φωνής του «εμείς» η οποία είναι υπόχρεη σε μία έμφυλα-ηγεμονική, ανδρική παράδοση που αγνοεί την ποικιλία των φωνών που συνεπάγεται η ετερογένεια του φύλου.
   Ενάντια σ’ αυτή την ανάγνωση, η δεύτερη εννοιολογική απόχρωση της σιωπής που σκιαγραφήσαμε πιο πάνω (η οποία σηματοδοτεί την έξοδο από την απορία που προαναφέραμε) προτάσσει μια έννοια του πεπρωμένου που υποδηλώνει την υπαρξιακή διάσταση της ανθρωπότητας, μια διάσταση που ορίζει το φύλο ως αυτό το οποίο εκφράζει μία δομική και χωρίς χρονικά όρια απώλεια. Σύμφωνα με αυτή την κατανόηση, η σιωπή δεν αποτυγχάνει απλώς να μνημονεύσει την απώλεια κάποιου αλλά, αντίθετα, επιτρέπει στον Άλλο να μιλήσει στη θέση αυτής της απώλειας.
   Με αυτή την ανα-σχηματοποίηση κατά νου, μια νέα ανάγνωση της ΦΝ συνίσταται στη μεθερμήνευση της έννοιας του πεπρωμένου υπό τους όρους της έννοιας της σιωπής. Αυτή η μεθερμήνευση λαμβάνει διεξοδικά υπόψη μια δομική και εις άπειρον απώλεια που δεν είναι ποτέ δυνατό να περιγραφεί πλήρως και αντιλαμβάνεται την έμφυλη ταυτότητα ως μία διαδικασία που δεν έχει τη δυνατότητα να ολοκληρωθεί, πάντα μαζί μας και ανίκανη να καταλήξει κάπου. Εννοούμενη κατ’ αυτόν τον τρόπο, η δομική ανοιχτότητα των έμφυλων ρόλων μπορεί να θεωρηθεί (σε συμφωνία με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν) ότι εδρεύει σε έναν ενδιάμεσο χώρο δημιουργούμενο από την «άβυσσο» του φύλου, και όχι από το «σκοπούμενο» που αποκαλείται φύλο. Αλλά για να περιγράψουμε αυτή τη διαδικασία απαιτείται μία έννοια του χρόνου τέτοια όπου οι δύο χρονικές τροπικότητες —η παροντικότητα του τώρα («Jetzt») και το κεκλεισμένο παρελθόν («Gewesene»)—είναι ισότιμες. Σ’ αυτή την ενδιάμεση ανοιχτότητα, η παροντικότητα του τώρα και το κεκλεισμένο παρελθόν δεν έχουν ακόμα διαχωριστεί. Σε αντίθεση προς τον Χέγκελ, όμως, πρέπει να τονίσουμε ότι μια σύνδεση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν είναι αναπόφευκτη για τον αυτοπροσδιορισμό του φύλου. Για τον προσδιορισμό του υποκειμένου αναφορικά με την έμφυλη-μεταμορφωτική και όχι οντολογική-στατική υπόστασή του/της είναι απαραίτητα και τα δύο. Ο Χέγκελ περιγράφει αυτή τη σύνδεση ως την εκδήλωση ενός «αδιαχώριστου πνεύματος» που σηματοδοτεί τη μετάβαση στην «πνευματική ουσία.» Εδώ, το υποκείμενο δεν είναι ικανό να διακρίνει ούτε μεταξύ των αξιώσεων των Άλλων και της δικής του/της ούτε μεταξύ του κεκλεισμένου παρελθόντος και της παροντικότητας του τώρα. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η επίκληση των άγραφων νόμων από την Αντιγόνη υπεραμύνεται και των δύο αυτών αξιώσεων ταυτόχρονα καθώς ικανοποιεί μια συνθήκη απαραίτητη για τον διαχωρισμό της «ηθικής ουσίας» («sittliche Substanz») σε «θεϊκό-γυναικείο» και «ανθρώπινο-ανδρικό» νόμο.
   Ο Χέγκελ, επομένως, δεν είναι ικανοποιημένος με την ερμηνεία της επίκλησης των άγραφων νόμων που κάνει η Αντιγόνη ως τη συνθήκη εκείνη που πραγματώνει μία «πνευματική ουσία»· κατά τη γνώμη του, η Αντιγόνη όχι μόνο αντιπροσωπεύει του άγραφους νόμους αλλά αποτελεί επίσης το εύλογο αίτιο για τον προσδιορισμό ενός «θεϊκού-γυναικείου νόμου.» Κατά συνέπεια, ο Χέγκελ κάνει μια διάκριση μεταξύ των άγραφων νόμων αυτών καθαυτών και μιας συγκεκριμένης εφαρμογής αυτών των άγραφων νόμων σε συμφωνία με τη λογική του «θεϊκού-γυναικείου νόμου.» Η ταύτιση που κάνει ο Χέγκελ των άγραφων νόμων με τον «θεϊκό-γυναικείο νόμο» αναγκάζει την Αντιγόνη να σιωπήσει την ίδια ακριβώς στιγμή που έχει ξεκινήσει να μιλά και να επικαλείται τους άγραφους νόμους.

Απόσπασμα από το φιλοσοφικό δοκίμιο της Brigitta Keintzel που δημοσιεύεται στο 14ο ταλυχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. Η απόδοση του κειμένου στην ελληνική έγινε από την Ελένη Δημητριάδου.