Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Τρίτη 26 Μαρτίου 2019
Κυριακή 7 Μαΐου 2017
Γιώτα Τεμπρίδου, Η ωδή που δεν έγραψα και άλλες ιστορίες, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ.
Kυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ η συλλογή διηγημάτων της Γιώτας Τεμπρίδου Η ωδή που δεν έγραψα και άλλες ιστορίες. Η Γιώτα Τεμπρίδου γεννήθηκε στην Ορεστιάδα το 1984. Ζει στη Θεσσαλονίκη, όπου εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή της με τίτλο Το άμοιαστο της ποίησης και το ισόποσο της φιλοσοφίας: Ο διπλός εαυτός του Οδυσσέα Ελύτη. Από τον Φεβρουάριο του 2016 συνδιευθύνει, με τη Δέσποινα Πούλου, το ηλεκτρονικό περιοδικό για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο Ανθρώπινο.
Ο θεός ο δάσκαλος
Αγαπητέ Φ.Κ. Kαι εγώ ο ίδιος ξύπνησα
κατσαρίδα μια μέρα αλλά δεν το ’κανα θέμα γιατί δεν είχα τα φόντα αφού όταν ο
δάσκαλος μάς μάθαινε να γράφουμε ιστορίες πετούσα αετό στον αυλόγυρο κι ας μην
έμαθα ούτε αυτό να κάνω καλά. Πετούσα αϊτό και σαΐτα γιατί είχα μια μορφή
διάσπασης προσοχής αλλά εκείνα τα χρόνια ο μόνος Παυλίδης που ξέραμε ήταν αυτός
με τις σοκολάτες και μια τέτοια διάγνωση δεν ήταν κάτι απλό. Είχα τέτοιο πράγμα
και το έχω ακόμα δηλαδή ίσως επειδή η μάνα μου τράκαραν κάπως άσχημα καθώς
πήγαιναν στο μαιευτήριο να με κάνουν αλλά δεν είναι και σίγουρο. Πήγαιναν στο
μαιευτήριο γιατί παρόλο που γεννήθηκα παλιά δεν συνηθιζόταν πια να έρχεται η
μαμή στο σπίτι αν και εγώ θα ήθελα πολύ να με ξεγεννήσει η Γεωργία Βασιλειάδου.
Δεν πήγαιναν πια μαίες στα σπίτια γιατί είχε ήδη μεγαλώσει η δουλειά μας αλλά
πολύ μεγάλη δεν έγινε τελικά ποτέ. Η δουλειά μας μεγάλωσε γιατί νομίσαμε πως
αφού πήγαμε στο διάστημα θα έχουμε για πάντα τη γη του χεριού μας αλλά εκείνη
είχε άλλα σχέδια. Πιστέψαμε πως θα την έχουμε του χεριού μας γιατί δεν μας
κόβει καθόλου και προφανώς κανείς μας δεν πρόσεχε τον δάσκαλο όταν έκανε εμείς
και ο κόσμος αλλά φταίω εγώ που παραδέχομαι τη δική μου απροσεξία. Κανείς δεν
πρόσεχε γιατί όλοι πιστεύαμε πως ήμασταν πλήρεις και αυτάρκεις δεν είχαμε ιδέα όμως
ούτε και αποκτήσαμε ποτέ. Το πιστεύαμε γιατί έτσι μας έμαθαν ίσως αλλά αυτό δεν
είναι δικαιολογία όπως μου είχε εξηγήσει παλιά ο μπαμπάς. Μας έμαθαν έτσι γιατί
ούτε εκείνοι ήξεραν αλλά δεν αποκλείω και το ενδεχόμενο να το έκαναν από κακία
ή εκδικητικότητα. Δεν ήξεραν γιατί εκείνοι δεν είχαν καν δάσκαλο αλλά εμείς
ήμασταν τυχεροί σ’ αυτό. Δεν είχαν δάσκαλο γιατί δεν ήταν γραφτό αλλά για μας
κάποιος προνόησε φαίνεται και το έγραψε. Δεν ήταν γραφτό γιατί είναι και ο θεός
κατσαρίδα και οι κατσαρίδες είναι γνωστό τοις πάσι πως δεν ξέρουν να γράφουν
αλλά και να ήξεραν αμφιβάλλω πως θα έγραφαν.
Σάββατο 26 Ιουλίου 2014
Η επινόηση του έρωτα, Πέτρος Θεοδωρίδης
Όταν ρωτούν τον Γούντυ Άλεν στην ταινία Ο Υπναράς (Sleeper, 1973) έχοντας διαγράψει πολιτική, θρησκεία και επιστήμη, διακηρύσσει: «Πιστεύω στο σεξ και στο θάνατο, δύο εμπειρίες που έχουμε μια φορά στη ζωή μας».1 Ο Άλεν μας υποδεικνύει, όπως άλλωστε παλιότερα και ο Φρόυντ, πως η σεξουαλικότητα είναι θέμα εξαιρετικά σοβαρό, κάτι που επιβεβαιώνει και ο ήρωας του μυθιστορήματος του Philip Roth Το ανθρώπινο στίγμα, ο εβδομηνταπεντάρης κοσμήτορας Σιλκ, όταν λέει: «Παίρνω βιάγκρα, Νέιθαν. Όλη αυτή την ταραχή, όλη αυτή την ευτυχία την οφείλω στο βιάγκρα (...). Χωρίς το βιάγκρα θα είχα την αξιοπρέπεια ενός ηλικιωμένου κύριου, απαλλαγμένου από την επιθυμία, ο οποίος θα συμπεριφερόταν ευπρεπώς. (...) Χάρη στο βιάγκρα, αρχίζω να καταλαβαίνω τις ερωτικές μεταμορφώσεις του Δία. Έτσι θα έπρεπε να το ονομάσουν, Δία, κι όχι Βιάγκρα».2
Υπάρχουν όρια στη σεξουαλική απόλαυση; Ο Φρόυντ στο περίφημο έργο του, Τρεις Μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας,3 που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1905, προσπάθησε να αποδείξει πως τα σεξουαλικά γνωρίσματα που συνδέονται με τις διαστροφές, είναι ιδιότητες κοινές στη σεξουαλικότητα του καθένα και ότι, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται σε μικρές κατηγορίες διεστραμμένων ατόμων. Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Φρόυντ, είναι «αθέμιτο να χρησιμοποιούμε την καθ’ έξιν διαστροφή ως μομφή» και «θα θυμίσουμε πόσο κοντά βρίσκεται η διευρυμένη σεξουαλικότητα με τον “έρωτα” του θεσπέσιου Πλάτωνα».4
Αλήθεια, ποιος θυμάται σήμερα τον Reich; Ο Willhem Reich θεωρούσε τη σεξουαλικότητα ως βασική πηγή ευτυχίας, καθώς κάποιος που έχει «μια αίσθηση ότι ζει τη ζωή», έχει και μια αυτονομία, που προέρχεται από την καλλιέργεια των δυνατοτήτων του εαυτού του. Η ανθρώπινη δυστυχία «προέρχεται από τη θωράκιση του χαρακτήρα» καθώς, για τον Reich, ο χαρακτήρας είναι ένα προστατευτικό μόρφωμα, μια πανοπλία. Η θωράκιση του Eγώ προσλαμβάνει το περιεχόμενό της μέσω της ταύτισης με μια πραγματικότητα της ματαίωσης. Η επιθετικότητα, η οποία προκαλείται από τις ματαιώσεις, παράγει άγχος που στρέφεται κατά του εαυτού, μπλοκάροντας την κινητήρια έκφραση των ενεργειών ενός ατόμου, οι οποίες γίνονται αναστολές. Έτσι, σε πολλούς ανθρώπους, η ικανότητα για αυθόρμητη ευχαρίστηση —η οποία έχει τις ρίζες της στη σεξουαλική ηδονή— έχει διαστρεβλωθεί από το σαδισμό, την απληστία και τον εγωκεντρισμό. Ο χαρακτήρας —πανοπλία—, αποτελεί ένα δείκτη ανειλικρίνειας, ο οποίος όμως μπορεί να αλλάξει κατά τρόπο που θα παράγει ευτυχία. Η νευρωσική ισορροπία μπορεί να διασπαστεί με την απελευθέρωση της λίμπιντο από προγενετήσιες καθηλώσεις. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ενεργοποιείται εκ νέου το βρεφικό γενετήσιο άγχος αλλά ως μέσο αναθεμελίωσης της «ικανότητας για οργασμό», που χάθηκε, ως αποτέλεσμα της διαστρεβλωμένης ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.5
Για τη σημασία της σεξουαλικότητας
Η ανισότητα άνδρα και γυναίκας αποτελούσε εγγενές χαρακτηριστικό της παραδοσιακής οικογένειας. Για χιλιάδες χρόνια η έννοια της θηλυκότητας, ως χαρακτηριστικό της γυναικείας ταυτότητας, προερχόταν και προσδιοριζόταν από τους άνδρες. Θηλυκό θεωρείτο ό, τι ήταν ντροπαλό, δεκτικό, υποταγμένο. Φυσικά, η ανισότητα ανδρών γυναικών επεκτεινόταν και στη σεξουαλική ζωή. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιστορίας, οι άνδρες χρησιμοποιούσαν ευρέως ερωμένες, εταίρες και πόρνες. Οι άνδρες ωστόσο ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι οι γυναίκες τους θα ήταν οι μητέρες των παιδιών τους. Γι’ αυτό, τα αξιοσέβαστα κορίτσια, επαινούνταν για την παρθενία τους και οι γυναίκες για την πίστη και τη σταθερότητά τους.
Η «φυσική» και αυτονόητη αντίληψη της ανισότητας, που χαρακτήριζε την παραδοσιακή κοινωνία, έφθανε και στον ίδιο τον πυρήνα των σχέσεων: την σεξουαλικότητα ή, ας το πούμε έτσι, το δικαίωμα στην απόλαυση, την ηδονή. Στη θεμελιώδη ανισότητα της παραδοσιακής κοινωνίας δεν ήταν νοητή η απόλαυση αυτού που έχει κατώτερη κοινωνική θέση, δηλαδή της γυναίκας ή του δούλου. Η θεμελιακή ανισότητα στη σχέση των δύο φύλων επισημαίνεται και από το μεγάλο μελετητή της σεξουαλικότητας, τον Μισέλ Φουκό με αφορμή τον αμφιλεγόμενο ομοφυλόφιλο Έρωτα στην αρχαιότητα: «Η ελληνική ηθική της ηδονής», λέει ο Φουκό,« ήταν συνδεδεμένη με μια ανδρική κοινωνία, με τη δισυμμετρία, με τον αποκλεισμό του άλλου, με μια ιδεοληψία με την εισχώρηση»6, γιατί, σύμφωνα με τον Φουκό: «Στις σεξουαλικές σχέσεις, μπορείτε να εισχωρήσετε στους άλλους ή αυτοί να εισχωρήσουν σε σας»7 και «η (αρχαία) ελληνική ηθική ήταν συνδεδεμένη με μια καθαρά ανδρική κοινωνία με δούλους, όπου οι γυναίκες ήταν καταδυναστευόμενοι άνθρωποι, των οποίων η ηδονή δεν είχε σημασία (...). Μια γυναίκα, ένας δούλος μπορούσαν να είναι παθητικοί: αυτή ήταν η φύση τους, η (κοινωνική) θέση τους».8
Η ανάπτυξη των οικογενειών στο ρόλο των «τριχοειδών» επεκτάσεων του κοινωνικού συστήματος έλεγχου, στη νεωτερικότητα, που περιέγραψε λεπτομερώς ο Μισέλ Φουκό, απαιτούσε μια εμπεριστατωμένη νομοθετική προσπάθεια, συντονισμένη κοινωνική δράση και έντονη προπαγάνδα νέων προτύπων. Ένας από τους πολλούς παράγοντες της γενικής αναδιοργάνωσης ήταν ο επαναπροσδιορισμός τής θέσης του παιδιού. Ένας άλλος συνυφασμένος με τον πρώτο ήταν ο επαναπροσδιορισμός του σεξ και των σεξουαλικών πρακτικών.
Έτσι σε αντίθεση με την παραδοσιακή οικογένεια, τη νεωτερική οικογένεια την χαρακτηρίζει το κλείσιμο στην οικογενειακή εστία, η περίφραξη της κατοικίας, το πλέξιμο ενός πυκνού δικτύου έντονων και συναισθηματικά διαποτισμένων και αμοιβαίων προσκολλήσεων στους γονείς και στα αδέλφια και η ανύψωσή της στη θέση έλεγχου της εκπαίδευσης του παιδιού.
Κύρια λειτουργία της νεωτερικής οικογένειας έγινε η κοινωνικοποίηση των παιδιών και, παράλληλα, όπως έλεγε ο Τάλκοτ Πάρσονς, η «σταθεροποίηση της προσωπικότητας των ενηλίκων».9 Μέσα στην οικογένεια, οι γονείς έπρεπε να βρουν καταφύγιο από τις αντιξοότητες και πιέσεις της «έξω ζωής». Ο καταμερισμός εργασίας που επικράτησε μέσα στους κόλπους της οικογένειας ανάμεσα στα δύο φύλα, αναπαρήγαγε πιστά την κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στην προσωπική ζωή και στον κόσμο της εργασίας και διευκόλυνε και εξυπηρέτησε τη λειτουργία της οικογενειακής μονάδας, ως καταφύγιου από τη σκληρότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Οι γυναίκες ταυτίσθηκαν με τη συναισθηματική ζωή και την ψυχική ισορροπία της οικογένειας, οι άντρες με τον αγώνα για την οικονομική της επιβίωση και ευημερία. Τα καθήκοντα της συζύγου μητέρας, εκτός από την πρακτική φροντίδα του νοικοκυριού και των παιδιών, επεκτάθηκαν και στη διαφύλαξη συναισθημάτων οικειότητας: αγάπη, συμπαράσταση, συντροφικότητα. Αντίθετα, ο άντρας επωμίσθηκε το ρόλο του βιοπαλαιστή και ταυτόχρονα του προστάτη της γυναίκας από τον «έξω κόσμο».
Ο νεωτερικός ρόλος της γυναίκας «φυσικοποιήθηκε». Η «φυσική γυναίκα» είναι μια επινόηση του 18ου και 19ου αιώνα. Στη νεωτερική κοινωνία, στην οποία διατυπώθηκαν τα ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους, οι γυναίκες κατέχουν τη θέση του ξένου, του εξωτικού. Το θηλυκό εμφανίζεται ως το αντίθετο του πολιτισμού. Την ίδια στιγμή που το αρσενικό υποκείμενο συγκροτείται ως κυρίαρχο, αυτόνομο άτομο, το οποίο οριοθετεί τον εαυτό του απέναντι στη φύση και τις αισθήσεις, οι γυναίκες ξαναρίχνονται στη φύση. Για αυτήν τη φυσικοποίηση του ρόλου της γυναίκας, κινητοποιήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα των επιστημών του ανθρώπου, οι οποίες βρίσκονταν τότε στο ξεκίνημα τους. Έτσι, ο Γάλλος Διαφωτιστής Ντιντερό έγραφε: «Οι γυναίκες βρίσκονται σε μια επιδημική κατάσταση αγριότητας (...). Εξωτερικά είναι πολιτισμένες όπως κι εμείς, αλλά εσωτερικά έχουν παραμείνει αληθινά άγριες (...) έχουν διατηρήσει σ Χόλη τους τη φυσική δύναμη, την ιδιοτελή αγάπη και τον εγωισμό».10
Όπως μας δείχνει το έργο του Φίλιπ Αριές Αιώνες παιδικής ηλικίας11, έως τον 16ο αιώνα περίπου τα παιδιά αντιμετωπίζονταν στην Ευρώπη ως «ενήλικες μικρότερου μεγέθους»: δηλαδή θεωρούνταν ότι διέφεραν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, απλώς και μόνον επειδή είχαν αδύναμους μυς και πνεύμα. Δεν υπήρχαν ξεχωριστού είδους κάμαρες η ξεχωριστά υπνοδωμάτια των γονέων, η ζωή των ενηλίκων δεν είχε μυστικά για τα παιδιά, δεν υπήρχαν πολιτισμικά αναγνωρισμένες ενδυματολογικές διαφορές που να οριοθετούν μια ειδική κατάσταση της παιδικής ηλικίας, τα παιδιά φορούσαν ρούχα που δεν έκαναν πια στα μεγαλύτερα αδέλφια τους ή που δεν φορούσαν πια άλλοι συγγενείς τους.12 Όλα αυτά αλλάζουν στην αυγή του 17ου αιώνα αρχικά στα ανώτερα στρώματα και βαθμιαία στα χαμηλότερα. Μια ξεχωριστή διαγωγή και ειδικές δραστηριότητες επινοήθηκαν για τα παιδιά, και τμήματα των οικογενειακών χώρων διατηρήθηκαν αποκλειστικά για τις δραστηριότητες των ενηλίκων και χαρακτηρίσθηκαν απαγορευμένοι χώροι για τα παιδιά κάτω από μια ορισμένη ηλικία. Για να σημανθεί και συμβολικά η αλλαγή αυτή, τα ενδύματα των παιδιών σχεδιάζονταν πια έτσι ώστε να τονίζεται η κατώτερη, «ατελής» κατάστασή τους —μέσω μιας μίμησης: αρχικά των ενδυμάτων που φορούσαν οι κατώτερες τάξεις ή, στην περίπτωση των αγοριών, των γυναικείων φορεμάτων.13
Σύμφωνα με τον Φίλιπ Αριές, η αλλαγή στην αντιμετώπιση και τη μεταχείριση των παιδιών συνέπεσε με την ανακάλυψη του παιδιού ως ενός πλάσματος με ξεχωριστά δικά του χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες ιδιότητες. Το παιδί πια αντιμετωπιζόταν ως εύθραυστο πλάσμα που απαιτούσε μεν διαρκή και στενή επίβλεψη και παρέμβαση: ένα αθώο πλάσμα, αλλά ακριβώς λόγω της αθωότητάς του, απειλούμενο συνεχώς ότι θα «χαλάσει», ανήμπορο να αποσοβήσει και να πολεμήσει από μόνο του τους κινδύνους. Το παιδί χρειαζόταν την καθοδήγηση και τον έλεγχο του ενήλικα: μια μελετημένη, προσεκτικά σχεδιασμένη επιτήρηση, υπολογισμένη ώστε να αναπτύξει τη λογική του παιδιού, ως ένα είδος φρουράς, που ο κόσμος των ενήλικων άφηνε στο εσωτερικό της προσωπικότητας του παιδιού.14
Η νεωτερική σημασία της έννοιας της «επιτήρησης» του παιδιού χρωματίσθηκε και διαδραματίσθηκε έντεχνα, από τον πανικό που προκλήθηκε σχετικά με τη ροπή των παιδιών προς τον αυνανισμό, που ειδώθηκε ως ένας κίνδυνος ανεπανόρθωτα ολέθριας δυναμικής. Ήταν καθήκον των γονέων αλλά και των δασκάλων να υπερασπιστούν τα παιδιά ενάντια στον κίνδυνο αυτό, να εντοπίσουν την παρουσία του σε κάθε αλλαγή της διαγωγής, κάθε χειρονομία και κάθε γκριμάτσα, να υποταχθεί συνολικά η τάξη της ζωής των παιδιών στην ανάγκη να καταστεί ανέφικτη αυτή η νοσηρή πράξη. Γονείς και δάσκαλοι ήταν σε εγρήγορση και είχαν την υποψία ότι όλα τα παιδιά ήταν ένοχα. Η προσέγγιση στην σεξουαλικότητα αναπτυσσόταν μέσω της εξέτασης και της επίμονης παρατήρησης. Έτσι —και μέσω της ανάγκης επιτήρησης του παιδιού— οι νεωτερικές κοινωνίες οδηγούνται σε έναν επαναπροσδιορισμό της σεξουαλικότητας...
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη, Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Υπάρχουν όρια στη σεξουαλική απόλαυση; Ο Φρόυντ στο περίφημο έργο του, Τρεις Μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας,3 που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1905, προσπάθησε να αποδείξει πως τα σεξουαλικά γνωρίσματα που συνδέονται με τις διαστροφές, είναι ιδιότητες κοινές στη σεξουαλικότητα του καθένα και ότι, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται σε μικρές κατηγορίες διεστραμμένων ατόμων. Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Φρόυντ, είναι «αθέμιτο να χρησιμοποιούμε την καθ’ έξιν διαστροφή ως μομφή» και «θα θυμίσουμε πόσο κοντά βρίσκεται η διευρυμένη σεξουαλικότητα με τον “έρωτα” του θεσπέσιου Πλάτωνα».4
Αλήθεια, ποιος θυμάται σήμερα τον Reich; Ο Willhem Reich θεωρούσε τη σεξουαλικότητα ως βασική πηγή ευτυχίας, καθώς κάποιος που έχει «μια αίσθηση ότι ζει τη ζωή», έχει και μια αυτονομία, που προέρχεται από την καλλιέργεια των δυνατοτήτων του εαυτού του. Η ανθρώπινη δυστυχία «προέρχεται από τη θωράκιση του χαρακτήρα» καθώς, για τον Reich, ο χαρακτήρας είναι ένα προστατευτικό μόρφωμα, μια πανοπλία. Η θωράκιση του Eγώ προσλαμβάνει το περιεχόμενό της μέσω της ταύτισης με μια πραγματικότητα της ματαίωσης. Η επιθετικότητα, η οποία προκαλείται από τις ματαιώσεις, παράγει άγχος που στρέφεται κατά του εαυτού, μπλοκάροντας την κινητήρια έκφραση των ενεργειών ενός ατόμου, οι οποίες γίνονται αναστολές. Έτσι, σε πολλούς ανθρώπους, η ικανότητα για αυθόρμητη ευχαρίστηση —η οποία έχει τις ρίζες της στη σεξουαλική ηδονή— έχει διαστρεβλωθεί από το σαδισμό, την απληστία και τον εγωκεντρισμό. Ο χαρακτήρας —πανοπλία—, αποτελεί ένα δείκτη ανειλικρίνειας, ο οποίος όμως μπορεί να αλλάξει κατά τρόπο που θα παράγει ευτυχία. Η νευρωσική ισορροπία μπορεί να διασπαστεί με την απελευθέρωση της λίμπιντο από προγενετήσιες καθηλώσεις. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ενεργοποιείται εκ νέου το βρεφικό γενετήσιο άγχος αλλά ως μέσο αναθεμελίωσης της «ικανότητας για οργασμό», που χάθηκε, ως αποτέλεσμα της διαστρεβλωμένης ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.5
Για τη σημασία της σεξουαλικότητας
Η ανισότητα άνδρα και γυναίκας αποτελούσε εγγενές χαρακτηριστικό της παραδοσιακής οικογένειας. Για χιλιάδες χρόνια η έννοια της θηλυκότητας, ως χαρακτηριστικό της γυναικείας ταυτότητας, προερχόταν και προσδιοριζόταν από τους άνδρες. Θηλυκό θεωρείτο ό, τι ήταν ντροπαλό, δεκτικό, υποταγμένο. Φυσικά, η ανισότητα ανδρών γυναικών επεκτεινόταν και στη σεξουαλική ζωή. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιστορίας, οι άνδρες χρησιμοποιούσαν ευρέως ερωμένες, εταίρες και πόρνες. Οι άνδρες ωστόσο ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι οι γυναίκες τους θα ήταν οι μητέρες των παιδιών τους. Γι’ αυτό, τα αξιοσέβαστα κορίτσια, επαινούνταν για την παρθενία τους και οι γυναίκες για την πίστη και τη σταθερότητά τους.
Η «φυσική» και αυτονόητη αντίληψη της ανισότητας, που χαρακτήριζε την παραδοσιακή κοινωνία, έφθανε και στον ίδιο τον πυρήνα των σχέσεων: την σεξουαλικότητα ή, ας το πούμε έτσι, το δικαίωμα στην απόλαυση, την ηδονή. Στη θεμελιώδη ανισότητα της παραδοσιακής κοινωνίας δεν ήταν νοητή η απόλαυση αυτού που έχει κατώτερη κοινωνική θέση, δηλαδή της γυναίκας ή του δούλου. Η θεμελιακή ανισότητα στη σχέση των δύο φύλων επισημαίνεται και από το μεγάλο μελετητή της σεξουαλικότητας, τον Μισέλ Φουκό με αφορμή τον αμφιλεγόμενο ομοφυλόφιλο Έρωτα στην αρχαιότητα: «Η ελληνική ηθική της ηδονής», λέει ο Φουκό,« ήταν συνδεδεμένη με μια ανδρική κοινωνία, με τη δισυμμετρία, με τον αποκλεισμό του άλλου, με μια ιδεοληψία με την εισχώρηση»6, γιατί, σύμφωνα με τον Φουκό: «Στις σεξουαλικές σχέσεις, μπορείτε να εισχωρήσετε στους άλλους ή αυτοί να εισχωρήσουν σε σας»7 και «η (αρχαία) ελληνική ηθική ήταν συνδεδεμένη με μια καθαρά ανδρική κοινωνία με δούλους, όπου οι γυναίκες ήταν καταδυναστευόμενοι άνθρωποι, των οποίων η ηδονή δεν είχε σημασία (...). Μια γυναίκα, ένας δούλος μπορούσαν να είναι παθητικοί: αυτή ήταν η φύση τους, η (κοινωνική) θέση τους».8
Η ανάπτυξη των οικογενειών στο ρόλο των «τριχοειδών» επεκτάσεων του κοινωνικού συστήματος έλεγχου, στη νεωτερικότητα, που περιέγραψε λεπτομερώς ο Μισέλ Φουκό, απαιτούσε μια εμπεριστατωμένη νομοθετική προσπάθεια, συντονισμένη κοινωνική δράση και έντονη προπαγάνδα νέων προτύπων. Ένας από τους πολλούς παράγοντες της γενικής αναδιοργάνωσης ήταν ο επαναπροσδιορισμός τής θέσης του παιδιού. Ένας άλλος συνυφασμένος με τον πρώτο ήταν ο επαναπροσδιορισμός του σεξ και των σεξουαλικών πρακτικών.
Έτσι σε αντίθεση με την παραδοσιακή οικογένεια, τη νεωτερική οικογένεια την χαρακτηρίζει το κλείσιμο στην οικογενειακή εστία, η περίφραξη της κατοικίας, το πλέξιμο ενός πυκνού δικτύου έντονων και συναισθηματικά διαποτισμένων και αμοιβαίων προσκολλήσεων στους γονείς και στα αδέλφια και η ανύψωσή της στη θέση έλεγχου της εκπαίδευσης του παιδιού.
Κύρια λειτουργία της νεωτερικής οικογένειας έγινε η κοινωνικοποίηση των παιδιών και, παράλληλα, όπως έλεγε ο Τάλκοτ Πάρσονς, η «σταθεροποίηση της προσωπικότητας των ενηλίκων».9 Μέσα στην οικογένεια, οι γονείς έπρεπε να βρουν καταφύγιο από τις αντιξοότητες και πιέσεις της «έξω ζωής». Ο καταμερισμός εργασίας που επικράτησε μέσα στους κόλπους της οικογένειας ανάμεσα στα δύο φύλα, αναπαρήγαγε πιστά την κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στην προσωπική ζωή και στον κόσμο της εργασίας και διευκόλυνε και εξυπηρέτησε τη λειτουργία της οικογενειακής μονάδας, ως καταφύγιου από τη σκληρότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Οι γυναίκες ταυτίσθηκαν με τη συναισθηματική ζωή και την ψυχική ισορροπία της οικογένειας, οι άντρες με τον αγώνα για την οικονομική της επιβίωση και ευημερία. Τα καθήκοντα της συζύγου μητέρας, εκτός από την πρακτική φροντίδα του νοικοκυριού και των παιδιών, επεκτάθηκαν και στη διαφύλαξη συναισθημάτων οικειότητας: αγάπη, συμπαράσταση, συντροφικότητα. Αντίθετα, ο άντρας επωμίσθηκε το ρόλο του βιοπαλαιστή και ταυτόχρονα του προστάτη της γυναίκας από τον «έξω κόσμο».
Ο νεωτερικός ρόλος της γυναίκας «φυσικοποιήθηκε». Η «φυσική γυναίκα» είναι μια επινόηση του 18ου και 19ου αιώνα. Στη νεωτερική κοινωνία, στην οποία διατυπώθηκαν τα ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους, οι γυναίκες κατέχουν τη θέση του ξένου, του εξωτικού. Το θηλυκό εμφανίζεται ως το αντίθετο του πολιτισμού. Την ίδια στιγμή που το αρσενικό υποκείμενο συγκροτείται ως κυρίαρχο, αυτόνομο άτομο, το οποίο οριοθετεί τον εαυτό του απέναντι στη φύση και τις αισθήσεις, οι γυναίκες ξαναρίχνονται στη φύση. Για αυτήν τη φυσικοποίηση του ρόλου της γυναίκας, κινητοποιήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα των επιστημών του ανθρώπου, οι οποίες βρίσκονταν τότε στο ξεκίνημα τους. Έτσι, ο Γάλλος Διαφωτιστής Ντιντερό έγραφε: «Οι γυναίκες βρίσκονται σε μια επιδημική κατάσταση αγριότητας (...). Εξωτερικά είναι πολιτισμένες όπως κι εμείς, αλλά εσωτερικά έχουν παραμείνει αληθινά άγριες (...) έχουν διατηρήσει σ Χόλη τους τη φυσική δύναμη, την ιδιοτελή αγάπη και τον εγωισμό».10
Όπως μας δείχνει το έργο του Φίλιπ Αριές Αιώνες παιδικής ηλικίας11, έως τον 16ο αιώνα περίπου τα παιδιά αντιμετωπίζονταν στην Ευρώπη ως «ενήλικες μικρότερου μεγέθους»: δηλαδή θεωρούνταν ότι διέφεραν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, απλώς και μόνον επειδή είχαν αδύναμους μυς και πνεύμα. Δεν υπήρχαν ξεχωριστού είδους κάμαρες η ξεχωριστά υπνοδωμάτια των γονέων, η ζωή των ενηλίκων δεν είχε μυστικά για τα παιδιά, δεν υπήρχαν πολιτισμικά αναγνωρισμένες ενδυματολογικές διαφορές που να οριοθετούν μια ειδική κατάσταση της παιδικής ηλικίας, τα παιδιά φορούσαν ρούχα που δεν έκαναν πια στα μεγαλύτερα αδέλφια τους ή που δεν φορούσαν πια άλλοι συγγενείς τους.12 Όλα αυτά αλλάζουν στην αυγή του 17ου αιώνα αρχικά στα ανώτερα στρώματα και βαθμιαία στα χαμηλότερα. Μια ξεχωριστή διαγωγή και ειδικές δραστηριότητες επινοήθηκαν για τα παιδιά, και τμήματα των οικογενειακών χώρων διατηρήθηκαν αποκλειστικά για τις δραστηριότητες των ενηλίκων και χαρακτηρίσθηκαν απαγορευμένοι χώροι για τα παιδιά κάτω από μια ορισμένη ηλικία. Για να σημανθεί και συμβολικά η αλλαγή αυτή, τα ενδύματα των παιδιών σχεδιάζονταν πια έτσι ώστε να τονίζεται η κατώτερη, «ατελής» κατάστασή τους —μέσω μιας μίμησης: αρχικά των ενδυμάτων που φορούσαν οι κατώτερες τάξεις ή, στην περίπτωση των αγοριών, των γυναικείων φορεμάτων.13
Σύμφωνα με τον Φίλιπ Αριές, η αλλαγή στην αντιμετώπιση και τη μεταχείριση των παιδιών συνέπεσε με την ανακάλυψη του παιδιού ως ενός πλάσματος με ξεχωριστά δικά του χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες ιδιότητες. Το παιδί πια αντιμετωπιζόταν ως εύθραυστο πλάσμα που απαιτούσε μεν διαρκή και στενή επίβλεψη και παρέμβαση: ένα αθώο πλάσμα, αλλά ακριβώς λόγω της αθωότητάς του, απειλούμενο συνεχώς ότι θα «χαλάσει», ανήμπορο να αποσοβήσει και να πολεμήσει από μόνο του τους κινδύνους. Το παιδί χρειαζόταν την καθοδήγηση και τον έλεγχο του ενήλικα: μια μελετημένη, προσεκτικά σχεδιασμένη επιτήρηση, υπολογισμένη ώστε να αναπτύξει τη λογική του παιδιού, ως ένα είδος φρουράς, που ο κόσμος των ενήλικων άφηνε στο εσωτερικό της προσωπικότητας του παιδιού.14
Η νεωτερική σημασία της έννοιας της «επιτήρησης» του παιδιού χρωματίσθηκε και διαδραματίσθηκε έντεχνα, από τον πανικό που προκλήθηκε σχετικά με τη ροπή των παιδιών προς τον αυνανισμό, που ειδώθηκε ως ένας κίνδυνος ανεπανόρθωτα ολέθριας δυναμικής. Ήταν καθήκον των γονέων αλλά και των δασκάλων να υπερασπιστούν τα παιδιά ενάντια στον κίνδυνο αυτό, να εντοπίσουν την παρουσία του σε κάθε αλλαγή της διαγωγής, κάθε χειρονομία και κάθε γκριμάτσα, να υποταχθεί συνολικά η τάξη της ζωής των παιδιών στην ανάγκη να καταστεί ανέφικτη αυτή η νοσηρή πράξη. Γονείς και δάσκαλοι ήταν σε εγρήγορση και είχαν την υποψία ότι όλα τα παιδιά ήταν ένοχα. Η προσέγγιση στην σεξουαλικότητα αναπτυσσόταν μέσω της εξέτασης και της επίμονης παρατήρησης. Έτσι —και μέσω της ανάγκης επιτήρησης του παιδιού— οι νεωτερικές κοινωνίες οδηγούνται σε έναν επαναπροσδιορισμό της σεξουαλικότητας...
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη, Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014
Η κατάθεση, Κατερίνας Μόντη
«Έρχονται, εε.. έρχονται πάλι...».
Θα ’ταν δεν θα ’ταν 10 χρονών —σαν να το ’βλεπε μπροστά της— που έτρεχε να προειδοποιήσει. Έρχονταν πάλι οι ασφαλίτες.
Οι γονείς της κρατούσαν εκείνο το φεγγάρι ένα μικρό παντοπωλείο στη γειτονιά, και θα δέχονταν για άλλη μια φορά την εθιμική πλέον τρομοκρατική επίσκεψη της αστυνομίας, που συνήθως εκπροσωπούσε ο ταγματάρχης Μπέας, ένας κοντός και παχύς Μανιάτης, με αυστηρό προγούλι, πλούσια μουστάκα, και ρητορεία πολλών «ας υποθέσουμε» καρατίων. Μπορεί ο Πέτρος Ντήμας να μην ήταν για φυλακές και εξορίες, αλλά ο Μπέας φρόντιζε να του υπενθυμίζει ότι δεν έπαυε να θεωρείται εχθρός της πατρίδος, γι αυτό και το μάτι των οργάνων της τάξης έστεκε άγρυπνο επάνω του.
«Μιλούσε!», ήταν η κατηγορία. Μπορεί να μην ανήκε σε οργανώσεις, αλλά μιλούσε, «είχε απόψεις φιλοκομμουνιστικάς και αθεϊκάς, τας οποίας και εκήρυττε δημοσίως εις κοινωνικάς συναθροίσεις». Και αφού οι συστάσεις που του έδιναν κάθε τόσο καλώντας τον στα γραφεία της Ασφαλείας Γιαννιτσών και Εδέσσης δεν φαίνονταν να αρκούν, ο Μπέας αναλάμβανε να του βάζει μυαλό με μηνύσεις. Κάθε τρεις και πέντε περνούσε από το μπακάλικο και τον έγραφε, μια έβρισκε το σακί με τη ζάχαρη ασκέπαστο, μια το ψωμί «προώρως σφραγισθέν», μια τα ζύγια αγυάλιστα, μέχρι και για ένα μαχαίρι του είχε κάνει δίκη, γιατί το βρήκε στραβο-ακονισμένο. Τους είχε τρελάνει στα πρόστιμα, και, πριν ακόμη εκπνεύσει η επταετία, θα προλάβαινε να απολαύσει τον θρίαμβο του οριστικού κλεισίματος του μαγαζιού, μετά την ανακάλυψή του ότι «το ύψος του κτίσματος υστερούσε κατά πέντε εκατοστά του νομίμου ορίου».
Τρέχοντας εκείνη τη μέρα η Δέσποινα να ειδοποιήσει, σκόνταψε στο καλντερίμι και έπεσε κάτω φαρδιά πλατιά, πριν φτάσει ακόμη στο μαγαζί. Τίναζε ακόμη τα ρούχα της και σάλιωνε με τα δάχτυλα τα γόνατά της βουρκωμένη, όταν εκείνοι στάθηκαν μπροστά της. Ο Μπέας με τους αντίχειρες σκαλωμένους στη ζώνη κάτω από την κοιλιά του, της απευθύνθηκε με μια πονηρή σπίθα στη μιλιά του:
«Εσύ, καλέ, δεν είσαι του Ντήμα; Η μικρή;»
«Ναι». Δεν ξανασήκωσε το κεφάλι, ο τρόμος της όλος είχε καρφωθεί στις μύτες των παπουτσιών του.
«Που είσαι και καλή μαθήτρια, μαθαίνω. Βλέπεις, χωροφύλαξ», απευθύνθηκε στον συνοδό του, «ο Πανάγαθος μας δοκιμάζει. Παράγουν και οι κομμουνισταί αριστούχους, που δικαιούνται να γίνουν και σημαιοφόροι... να κρατήσουν οι απάτριδες το έμβλημα της πατρίδος!»
Η Δέσποινα μόνο άκουγε, τρέμοντας.
«Και δεν μου λες, τι θες να γίνεις όταν μεγαλώσεις, ας υποθέσουμε, μπακάλισσα;
»Ή θα σας ταΐσει η Ρωσία; Έτσι θα νομίζει ο μπαμπάκας σου, ο πεινασμένος προπαγανδιστής. Αν δεν βάλει μυαλό πες του, όχι στη σημαία δεν σε βλέπω στην παρέλαση, αλλά ούτε στις εξετάσεις για το γυμνάσιο δεν θα περάσεις. Λεφτά δεν έχετε, είδες που η μάνα σου έτρεξε στη Γερμανία να φέρει ψωμάκι; Μην κοιτάς που γύρισε άρον άρον. Είδες που το ξέρω; Όλα τα ξέρω εγώ, ας υποθέσουμε, και τι φαΐ τρώτε κάθε μέρα μαθαίνω!
»Μη με φοβάσαι εμένα βρε μαϊμού, που κατάπιες τη γλώσσα σου. Τη φτώχια να φοβάσαι, και το ξερό το κεφάλι του πατέρα σου. Εγώ για το καλό σου τα λέω, γιατί έμαθα ότι είσαι του δέκα, χαράμι την εξυπνάδα, ας υποθέσουμε» αναφώνησε με θεατρικό οίκτο πριν την αφήσει σύξυλη και προχωρήσει κεφάτος προς το μαγαζί, για να κάνει μια μήνυση «δια νιπτήραν εις μη περίοπτον θέσιν».
Από τις πολλές του επισκέψεις, αυτή είχε μείνει αξέχαστη στη Δέσποινα, όπως και μια άλλη, παλαιότερη, που ο μπαμπούλας είχε εμφανιστεί καβάλα σε μιαν αστραφτερή υπηρεσιακή μοτοσυκλέτα. Ήταν καλοκαίρι, και η μητέρα της καθόταν στο κεφαλόσκαλο του μαγαζιού με μια γειτόνισσα μιλώντας στα «δικά τους», με τη Δέσποινα δίπλα τους να παίζει με ένα γατάκι. Όταν ο Μπέας εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, κυλώντας σβηστή τη μηχανή, οι γυναίκες έκοψαν τη συζήτηση μαχαίρι, κιτρινισμένες απ’ το φόβο.
«Σας άκουσα, βρωμιάρες.Τι μιλούσατε; Κινέζικα; Βουλγάρικα;»
«Δεν είναι βουλγ...» αποτόλμησε η γειτόνισσα.
«Να σας στείλω εγώ κάπου, που θα σας εξηγήσουν πολύ καλά αν είναι κι αν δεν είναι; Πολύ ευχαρίστως. Την τραβάει η ψυχούλα σας μια Ικαρία. Χαλαρώσαμε, μου φαίνεται, ε; Το ξεχάσαμε το ρετσινόλαδο».2
Η Δέσποινα τότε όρμησε κι αρπάχτηκε από τη μητέρα της, κλείνοντάς την στη δική της μικρή αγκαλιά. Μπορεί να μην τις είχε ζήσει, αλλά είχε ακούσει πολλές ιστορίες γι’ αυτήν την απαγορευμένη γλώσσα. Για τα βάσανα των παππούδων της. Φοβούμενη ότι είχε έρθει η σειρά της μαμάς, έμεινε κολλημένη πάνω της, πες να προσφέρει τον εαυτό της ασπίδα από τον ασφαλίτη, πες να πάρουν κι αυτήν μαζί σε όποιο «κάπου» τους ήτανε γραφτό —αυτό ας πούμε το «Ικαρία», που δεν ήξερε ακόμη ότι ήταν νησί.
Έτσι αγκαλιασμένες και βουβές τις είχε αφήσει ο Μπέας, βάζοντας ξαφνικά μπρος τη μοτοσυκλέτα, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο γεμάτο ικανοποίηση.
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Κατερίνας Μόντη Η κατάθεση, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Ενοικιάζομαι, Γιάννης Τσιτσίμης
Ζούσε έτσι πολύ καιρό. Πολλά χρόνια πρόσφερε ευχαρίστηση σε ηλικιωμένες κυρίες που τον μίσθωναν για μια νύχτα, γεμάτες λαγνεία και πάθη που ούτε σαν ήταν νέες δεν είχανε.
Είχε σιχαθεί. Είχε βαρεθεί τη ζωή του, έπληττε με μία θανάσιμη πλήξη κι ήταν μόλις 34. Δεν είχε ζωή. Δεν είχε τίποτα. Είχε μονάχα έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου. Κινητός ήταν και ο ίδιος. Και το τηλέφωνο χτυπούσε, χτυπούσε συνέχεια, οι καταραμένες γκιόσες ήταν ατέλειωτες, αχόρταγες και ματσωμένες, γαμώτο, πολύ ματσωμένες.
Είχε όλη την γκάμα των ηλικιών: από 45-49 (εκεί τα πράγματα ήταν κάπως καλά, αν και μια χοντρή ή παχύσαρκη γυναίκα τέτοιας ηλικίας που δεν της το κάνει ο άνδρας της ποτέ, μπορούσε να του βγάλει το λάδι για ώρες), 50 ως 60 και βάλε (κι εδώ κάτι γινόταν, ειδικά αν τις έπειθε να σβήσουνε το γαμημένο φως), αλλά από ᾽δω και πάνω τα πράγματα ζόριζαν πολύ. Κι είχε και κάτι εβδομηντάρες που δεν είχανε ούτε ντροπή ούτε όσιο και μία μάλιστα στα 72 της, τόσο έλεγε πως ήταν, τον έπαιρνε κάθε μα κάθε βδομάδα. Ακούραστη ήταν; Κι ήταν και γεμάτη βίτσια η κωλόγρια... Ήθελε και να τη χτυπάνε, φόραγε και ζαρτιέρες στο ζαρωμένο της κορμί, τρομάρα της.
Κι αυτός τη βαρούσε δυνατά, όπως γουστάριζε η γριά. Τι άλλο να έκανε δηλαδή; Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο... Πάντα. Και δώστου ξύλο στη γριά, της είχε μελανιάσει τον πισινό κι εκείνη δε χόρταινε. Μα πού στα κομμάτια υπάρχει αυτό το εργοστάσιο που παράγει γιαγιάδες τρελαμένες;
Έπρεπε να ζήσει. Και ζούσε έτσι πολύ καιρό. Και για να τα καταφέρει, πήγαινε στις πληρωμένες. Γιατί σ’ αυτές; Γιατί είχε καταστραφεί τελείως από τις γριές, του ήταν αδύνατο πια να πλησιάσει μια κανονική κοπέλα. Τα νορμάλ κορίτσια δεν ήταν πια γι’ αυτόν. έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί ζωντανός για να ανταποκριθεί στις πελάτισσες κι έτσι να ζήσει, γαμώτο, να ζήσει κι ο φαύλος κύκλος της παράνοιάς του συνεχιζόταν απτόητος: τα ’παιρνε από τις χοντρές, τις παρατημένες, τις ετοιμοθάνατες και τα ’χωνε στις πουτάνες.
Σκέτη τρέλα. Αν έβλεπε στο δρόμο καμιά ομορφούλα τον έπιανε αποστροφή, τάση προς έμετο. Μα αν έβλεπε την ίδια γυναίκα έτοιμη στο κρεβάτι επί πληρωμή και τα πόδια ανοιχτά, φτιαχνόταν για μια βδομάδα... Και δεν του τύχαινε και καμιά νέα, κανένα bachelor party, κάτι που να σφύζει από ζωή και όχι από φορμόλη.
Ένιωθε αργά σα να είχε μόνιμα καθισμένο ένα κόμπο στο λαιμό μια σιχασιά, μια φρίκη. Άλλο ένα πεσμένο στήθος μισότρελης πενηντάρας λίγο πριν την εμμηνόπαυση και θα πάθαινε κι αυτός τη δική του κρίση. Μια δυνατή κρίση απελπισίας για όλη του τη ζωή.
Πώς είχε βρεθεί σ’ αυτό το επάγγελμα; Τα χρήματα φυσικά. Ήταν πολλά, γρήγορα κι εύκολα στην αρχή κι εκεί ήταν που την πάτησε. Για τα καλά. Για το χρήμα είχε φτάσει τώρα στο σημείο να μη μπορεί να χύσει με μια νέα ούτε μετά από μια ώρα, ενώ με τη γρια πολλές φορές κι ολοένα πιο συχνά τώρα τελευταία είχε πρόβλημα στύσης.
Θυμόταν την περίπτωση εκείνης της κοντέσας που τον είχε φωνάξει στο εξοχικό της μια έπαυλη πολυτελείας με πισίνα, θέα στο πέλαγος και ημίγυμνους μαύρους υπηρέτες παντού και ντε και καλά ήθελε να της το κάνει και να βλέπουνε οι μαύροι. Τον είχε υποδεχτεί με μια σάρπα μόνο —από κάτω τίποτα— και στο κεφάλι είχε κοτσάρει βελό με φτερά από πάνω. Έλεος, ένα όργιο ήτανε η κυρία στα εξηνταφεύγα της κι αυτός δε γούσταρε. Τι δηλαδή, να βλέπουνε οι μαύροι τον κώλο του; Δεν είμαστε με τα καλά μας... Σιγά μην άφηνε να του τον πιάσουνε κιόλας! Κι αφού είχε μαζεμένους εδώ μέσα τόσους άντρακλες με τόσα…χαρίσματα, αυτόνα τι τον κουβάλησε... Πού να βγάλει τώρα τα εσώρουχά του... Κι εκείνη η παλαβιάρα πήγε μέσα και γύρισε ντυμένη θηριοδαμάστρια —σιγά μην της έκανε και το λιοντάρι της γριέντζως— το μαστίγιο της έλειπε για να γίνουνε τσίρκο κανονικό εκεί μέσα.
Κι άντε τώρα να σου κάνει «νιάου» και «νιαρ» η…αγριόγατα με τις (πουδραρισμένες) ζάρες στο μέτωπο και τις πλαστικές σύννεφο παντού. Πώς να του σηκωθεί εκεί μέσα με το σκηνικό των τεράτων; Κι όλο να του γρατζουνάει την πλάτη με τα νύχια της, μιλάμε του είχε κοκκινίσει την πέτσα κι οι νέγροι να του χουφτώνουνε τ’ απαυτά και να γελάνε και τ’ άσπρα δόντια τους να τον τρομοκρατούνε. Και ώπα... Νάτο και το μαστίγιο... Κι έλεγε από μέσα του, «Πού θα πάει, δε θα το βγάλει κι αυτό; Θα το βγάλει». Και νάσου σούζα οι υπηρέτες στη σειρά και να τους μαστιγώνει ελαφρά στο κωλαράκι. Του ερχόταν να πεθάνει από τα γέλια, αλλά από το άλλο τίποτα. Φως στα βρακιά του κανένα. Πώς να εξηγούσε της τύπισσας πως άμα έχει γύρω τους τόσους άνδρες δεν μπορεί, ενώ εκείνη στο μεταξύ είχε κρεμαστεί από τον πολυέλαιο και του φώναζε:
—You Tarzan, me Jane!!!
Και τα φράγκα που έσταζε η πουρόγρια ήταν πολλά, πάρα πολλά. Προσπάθησε να εστιάσει το νου του στην Ηρίννα, το απόλυτο αιδοίο από το Καζακστάν, αλλά πού... Δεν τον άφηνε η γριέντζω σε χλωρό κλαρί κι είχε αρχίσει να γίνεται κι ανυπόμονη, χώρια που μάλλον κι οι μαύροι είχαν αρχίσει να την σκυλοβαριούνται τη φάση. Τους θύμιζε και λίγο σκλαβοπάζαρο η ιστορία με το μαστίγιο. Ποιος ξέρει τι είχαν στο μυαλό τους... Ότι μπορεί να είχαν μείνει πίσω στο ξεσκόνισμα ή στην μπουγάδα. Άμα τους έπιανε τώρα και το ρατσιστικό τους, ζήσε Μάη μου να φας χασίσι…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά δε γινόταν τίποτα με τόσο κόσμο να μπαινοβγαίνει και να κοιτάζει τσατίστηκε η γριά κι έβαλε και τον πετάξανε έξω με τις κλωτσιές.
Και μετά από κάτι τέτοιες ιστορίες κατάλαβε ότι είχε πρόβλημα ως «ενοικιαζόμενος άνδρας». Πρόβλημα λειτουργικό. Ούτε μπορούσε πια να επιλέγει τις πελάτισσες, όπως παλιά. Τώρα είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τώρα ήταν βαθιά εθισμένος στο δικό του ταξίδι. Τώρα γούσταρε τρελά εκείνη την πουτάνα από το Καζακστάν.
Απελπισμένα την ήθελε. Μέσα του δούλευε ο μπερδεμένος συναισθηματικός του κόσμος σαν ένα πλυντήριο που στίβει καλά και ξεπλένει την οργή, το χρήμα, το σεξ, την προσφορά, τη ζήτηση, την αμοιβή «παροχής υπηρεσιών», την ίδια του τη μοίρα.
Δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Το ήξερε καλά. Επειδή κάποτε πίστευε πως ήταν. Νέος ήταν βασιλιάς. Ανάμεσα σε γέρικα, ξεθωριασμένα, ντροπιασμένα κορμιά. Βασίλευε με το κορμί του, σφριγηλός σαν την αθανασία. Αλλά γι’ αυτόν ο χρόνος κύλησε διαφορετικά από τους άλλους άνδρες. Πιο γρήγορα. Κι αποκαθηλώθηκε σύντομα. Ξέπεσε και κουράστηκε. Και μετά εγκλωβίστηκε στην ανάγκη να πληρώνει με τη σειρά του (ολοένα και πιο συχνά) την Ηρίννα. Τη γυναίκα από το Καζακστάν....
Aπόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Γιάννη Τσιτσίμη, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ.
Είχε σιχαθεί. Είχε βαρεθεί τη ζωή του, έπληττε με μία θανάσιμη πλήξη κι ήταν μόλις 34. Δεν είχε ζωή. Δεν είχε τίποτα. Είχε μονάχα έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου. Κινητός ήταν και ο ίδιος. Και το τηλέφωνο χτυπούσε, χτυπούσε συνέχεια, οι καταραμένες γκιόσες ήταν ατέλειωτες, αχόρταγες και ματσωμένες, γαμώτο, πολύ ματσωμένες.
Είχε όλη την γκάμα των ηλικιών: από 45-49 (εκεί τα πράγματα ήταν κάπως καλά, αν και μια χοντρή ή παχύσαρκη γυναίκα τέτοιας ηλικίας που δεν της το κάνει ο άνδρας της ποτέ, μπορούσε να του βγάλει το λάδι για ώρες), 50 ως 60 και βάλε (κι εδώ κάτι γινόταν, ειδικά αν τις έπειθε να σβήσουνε το γαμημένο φως), αλλά από ᾽δω και πάνω τα πράγματα ζόριζαν πολύ. Κι είχε και κάτι εβδομηντάρες που δεν είχανε ούτε ντροπή ούτε όσιο και μία μάλιστα στα 72 της, τόσο έλεγε πως ήταν, τον έπαιρνε κάθε μα κάθε βδομάδα. Ακούραστη ήταν; Κι ήταν και γεμάτη βίτσια η κωλόγρια... Ήθελε και να τη χτυπάνε, φόραγε και ζαρτιέρες στο ζαρωμένο της κορμί, τρομάρα της.
Κι αυτός τη βαρούσε δυνατά, όπως γουστάριζε η γριά. Τι άλλο να έκανε δηλαδή; Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο... Πάντα. Και δώστου ξύλο στη γριά, της είχε μελανιάσει τον πισινό κι εκείνη δε χόρταινε. Μα πού στα κομμάτια υπάρχει αυτό το εργοστάσιο που παράγει γιαγιάδες τρελαμένες;
Έπρεπε να ζήσει. Και ζούσε έτσι πολύ καιρό. Και για να τα καταφέρει, πήγαινε στις πληρωμένες. Γιατί σ’ αυτές; Γιατί είχε καταστραφεί τελείως από τις γριές, του ήταν αδύνατο πια να πλησιάσει μια κανονική κοπέλα. Τα νορμάλ κορίτσια δεν ήταν πια γι’ αυτόν. έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί ζωντανός για να ανταποκριθεί στις πελάτισσες κι έτσι να ζήσει, γαμώτο, να ζήσει κι ο φαύλος κύκλος της παράνοιάς του συνεχιζόταν απτόητος: τα ’παιρνε από τις χοντρές, τις παρατημένες, τις ετοιμοθάνατες και τα ’χωνε στις πουτάνες.
Σκέτη τρέλα. Αν έβλεπε στο δρόμο καμιά ομορφούλα τον έπιανε αποστροφή, τάση προς έμετο. Μα αν έβλεπε την ίδια γυναίκα έτοιμη στο κρεβάτι επί πληρωμή και τα πόδια ανοιχτά, φτιαχνόταν για μια βδομάδα... Και δεν του τύχαινε και καμιά νέα, κανένα bachelor party, κάτι που να σφύζει από ζωή και όχι από φορμόλη.
Ένιωθε αργά σα να είχε μόνιμα καθισμένο ένα κόμπο στο λαιμό μια σιχασιά, μια φρίκη. Άλλο ένα πεσμένο στήθος μισότρελης πενηντάρας λίγο πριν την εμμηνόπαυση και θα πάθαινε κι αυτός τη δική του κρίση. Μια δυνατή κρίση απελπισίας για όλη του τη ζωή.
Πώς είχε βρεθεί σ’ αυτό το επάγγελμα; Τα χρήματα φυσικά. Ήταν πολλά, γρήγορα κι εύκολα στην αρχή κι εκεί ήταν που την πάτησε. Για τα καλά. Για το χρήμα είχε φτάσει τώρα στο σημείο να μη μπορεί να χύσει με μια νέα ούτε μετά από μια ώρα, ενώ με τη γρια πολλές φορές κι ολοένα πιο συχνά τώρα τελευταία είχε πρόβλημα στύσης.
Θυμόταν την περίπτωση εκείνης της κοντέσας που τον είχε φωνάξει στο εξοχικό της μια έπαυλη πολυτελείας με πισίνα, θέα στο πέλαγος και ημίγυμνους μαύρους υπηρέτες παντού και ντε και καλά ήθελε να της το κάνει και να βλέπουνε οι μαύροι. Τον είχε υποδεχτεί με μια σάρπα μόνο —από κάτω τίποτα— και στο κεφάλι είχε κοτσάρει βελό με φτερά από πάνω. Έλεος, ένα όργιο ήτανε η κυρία στα εξηνταφεύγα της κι αυτός δε γούσταρε. Τι δηλαδή, να βλέπουνε οι μαύροι τον κώλο του; Δεν είμαστε με τα καλά μας... Σιγά μην άφηνε να του τον πιάσουνε κιόλας! Κι αφού είχε μαζεμένους εδώ μέσα τόσους άντρακλες με τόσα…χαρίσματα, αυτόνα τι τον κουβάλησε... Πού να βγάλει τώρα τα εσώρουχά του... Κι εκείνη η παλαβιάρα πήγε μέσα και γύρισε ντυμένη θηριοδαμάστρια —σιγά μην της έκανε και το λιοντάρι της γριέντζως— το μαστίγιο της έλειπε για να γίνουνε τσίρκο κανονικό εκεί μέσα.
Κι άντε τώρα να σου κάνει «νιάου» και «νιαρ» η…αγριόγατα με τις (πουδραρισμένες) ζάρες στο μέτωπο και τις πλαστικές σύννεφο παντού. Πώς να του σηκωθεί εκεί μέσα με το σκηνικό των τεράτων; Κι όλο να του γρατζουνάει την πλάτη με τα νύχια της, μιλάμε του είχε κοκκινίσει την πέτσα κι οι νέγροι να του χουφτώνουνε τ’ απαυτά και να γελάνε και τ’ άσπρα δόντια τους να τον τρομοκρατούνε. Και ώπα... Νάτο και το μαστίγιο... Κι έλεγε από μέσα του, «Πού θα πάει, δε θα το βγάλει κι αυτό; Θα το βγάλει». Και νάσου σούζα οι υπηρέτες στη σειρά και να τους μαστιγώνει ελαφρά στο κωλαράκι. Του ερχόταν να πεθάνει από τα γέλια, αλλά από το άλλο τίποτα. Φως στα βρακιά του κανένα. Πώς να εξηγούσε της τύπισσας πως άμα έχει γύρω τους τόσους άνδρες δεν μπορεί, ενώ εκείνη στο μεταξύ είχε κρεμαστεί από τον πολυέλαιο και του φώναζε:
—You Tarzan, me Jane!!!
Και τα φράγκα που έσταζε η πουρόγρια ήταν πολλά, πάρα πολλά. Προσπάθησε να εστιάσει το νου του στην Ηρίννα, το απόλυτο αιδοίο από το Καζακστάν, αλλά πού... Δεν τον άφηνε η γριέντζω σε χλωρό κλαρί κι είχε αρχίσει να γίνεται κι ανυπόμονη, χώρια που μάλλον κι οι μαύροι είχαν αρχίσει να την σκυλοβαριούνται τη φάση. Τους θύμιζε και λίγο σκλαβοπάζαρο η ιστορία με το μαστίγιο. Ποιος ξέρει τι είχαν στο μυαλό τους... Ότι μπορεί να είχαν μείνει πίσω στο ξεσκόνισμα ή στην μπουγάδα. Άμα τους έπιανε τώρα και το ρατσιστικό τους, ζήσε Μάη μου να φας χασίσι…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά δε γινόταν τίποτα με τόσο κόσμο να μπαινοβγαίνει και να κοιτάζει τσατίστηκε η γριά κι έβαλε και τον πετάξανε έξω με τις κλωτσιές.
Και μετά από κάτι τέτοιες ιστορίες κατάλαβε ότι είχε πρόβλημα ως «ενοικιαζόμενος άνδρας». Πρόβλημα λειτουργικό. Ούτε μπορούσε πια να επιλέγει τις πελάτισσες, όπως παλιά. Τώρα είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τώρα ήταν βαθιά εθισμένος στο δικό του ταξίδι. Τώρα γούσταρε τρελά εκείνη την πουτάνα από το Καζακστάν.
Απελπισμένα την ήθελε. Μέσα του δούλευε ο μπερδεμένος συναισθηματικός του κόσμος σαν ένα πλυντήριο που στίβει καλά και ξεπλένει την οργή, το χρήμα, το σεξ, την προσφορά, τη ζήτηση, την αμοιβή «παροχής υπηρεσιών», την ίδια του τη μοίρα.
Δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Το ήξερε καλά. Επειδή κάποτε πίστευε πως ήταν. Νέος ήταν βασιλιάς. Ανάμεσα σε γέρικα, ξεθωριασμένα, ντροπιασμένα κορμιά. Βασίλευε με το κορμί του, σφριγηλός σαν την αθανασία. Αλλά γι’ αυτόν ο χρόνος κύλησε διαφορετικά από τους άλλους άνδρες. Πιο γρήγορα. Κι αποκαθηλώθηκε σύντομα. Ξέπεσε και κουράστηκε. Και μετά εγκλωβίστηκε στην ανάγκη να πληρώνει με τη σειρά του (ολοένα και πιο συχνά) την Ηρίννα. Τη γυναίκα από το Καζακστάν....
Aπόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Γιάννη Τσιτσίμη, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ.
Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012
Βιβλιοκριτική: Κατερίνα Μόντη, "Η κατάθεση", της Έφης Αχτσιόγλου
Πώς ένα μυθιστόρημα μεταμορφώνεται σε μια ανοιχτή συζήτηση για τα πλέον αμφιλεγόμενα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του σήμερα; Πώς εναρμονίζεται η πολιτική ανάλυση με τη λογοτεχνική αφήγηση; Πώς συμπλέκονται οι προσωπικές αναζητήσεις με τα εσωτερικά πάθη της Αριστεράς, το «μακεδονικό» με τον φεμινισμό;
Η Δέσποινα Ντήμα, μια παιδίατρος κοντά στα πενήντα, με καταγωγή από τα Γιαννιτσά και προσωρινό τόπο διαμονής την Ικαρία, «ενοχοποιείται» στα μάτια της αστυνομίας για εμπλοκή με την τρομοκρατία μέσα από μια σειρά -λιγότερο ή περισσότερο- τυχαίων γεγονότων. Με αφορμή την ανάκριση της «υπόπτου» με το αριστερό παρελθόν και την τωρινή ακτιβιστική δράση, ξεδιπλώνεται μια βεντάλια καίριων προβληματισμών σε μια σειρά «δύσκολων» κοινωνικοπολιτικών θεμάτων: Η Αριστερά και η σχέση της με τη βία, οι μειονότητες, ο διεθνισμός και ο εθνικισμός, το «σκοπιανό», η οικονομική κρίση, η κοινωνική έκρηξη και η αστυνομική αυθαιρεσία, τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 και οι «αγανακτισμένοι», είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα, με τα οποία φέρνει αντιμέτωπο τον αναγνώστη η «Κατάθεση» της Κατερίνας Μόντη. Σε τούτη την «κατάθεση», όλα τα «δύσκολα» ζητήματα δεν αγγίζονται απλώς υπαινικτικά, αλλά θίγονται με τόλμη, κι ενώ η συγγραφέας επιχειρεί να τα προσεγγίσει από τις πολλαπλές οπτικές που τους ταιριάζουν, τελικά δεν βολεύεται πίσω από γενικευτικές αναφορές και στρογγυλεμένες εκφράσεις, αλλά παίρνει θέση, που την υπερασπίζεται με νηφαλιότητα αλλά και με πάθος.
Οργανώτρια αρχή του κάθε προβληματισμού η αναλυτική σκέψη, που μπολιάζεται από τα ιδεολογικά κεκτημένα της ριζοσπαστικής αριστεράς (ο διεθνισμός απέναντι στις εθνοκεντρικές αναλύσεις, η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων αντί της βιαστικής καταδίκης, ο σεβασμός εκείνης της δημοκρατικής αρχής, που δεν στραγγαλίζει τη μειοψηφική θέση), χωρίς να καταργεί την ιδιαιτερότητα της υποκειμενικής πρόσληψης. Κι αυτό ακριβώς είναι το νήμα που διέπει όλες τις επί μέρους «καταθέσεις» που αποτυπώνονται στο βιβλίο, «καταθέσεις» που ισορροπούν αρμονικά μεταξύ ορθολογικής ανάλυσης, βιωματικών περιγραφών και συναισθηματικών παρορμήσεων. Είναι τούτη η αδέσμευτη και ανατρεπτική σκέψη, που επιτρέπει να αναδειχτούν χωρίς φόβο οι πολλαπλές όψεις κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, τα οποία ο αριστερός πολίτης βιώνει με ένταση τουλάχιστον όμοια με αυτή των προβλημάτων της ιδιωτικότητας του.
Η εμπειρία σε γενικές γραμμές κοινή για μια μεγάλη μερίδα των αριστερών της πρώτης μεταδικτατορικής γενιάς. Η εφηβική ένταξη στην ΚΝΕ∙ Η κομματική αφοσίωση και η πολιτική δράση για την υπηρέτηση του μεγάλου ιδανικού αντί των προσωπικών ιδιοτελών στοχεύσεων, η συντροφικότητα αντί του ατομικισμού, αλλά και η ανελευθερία γνώμης, στάσης, σκέψης και τελικά η κατάργηση του εαυτού. Η δοκιμασία επίσης σκληρή: Η διαπίστωση των αντιφάσεων και των αδιεξόδων του κόμματος μπροστά στην αποτυχία του πειράματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» να συνυπάρχει με το ανεπίτρεπτο της παραδοχής αυτών και η πίστη να έρχεται συχνά αντιμέτωπη με τη λογική. «Πώς όμως να διαχειριστεί κανείς την απογοήτευση χωρίς να προδώσει τις ιδέες του; Τη στράτευσή του;».
Κι όταν πια δεν μπορεί το άλλοτε τυφλά στρατευμένο κομματικό μέλος να μαγειρέψει άλλες δικαιολογίες στο μυαλό του κι όταν η «αντικομματική… ερμηνεία της απογοήτευσής» του δεν συγχωρείται, έρχεται αναπόφευκτα η διαγραφή -ή η αποχώρηση- και η αναζήτηση νέας οικογένειας (χωρίς ποτέ να κόβονται οι ανθρώπινοι δεσμοί με τα μέλη της παλιάς), που θα στεγάσει τον άσβεστο πόθο για πολιτική συμμετοχή και δράση. Στην περίπτωση της Δέσποινας ήταν η ένταξη στις Αριστερές Συσπειρώσεις, μια ένταξη που την κάνει να αναπνέει πιο ελεύθερα μέσα σε νέες αξίες, αλλά και που τη φέρνει αντιμέτωπη με «νέα πάθη»: πλουραλισμός, πολυφωνία, αλλά και ατέρμονη θεωρητικολογία κι άλλες φορές ένας ιδιότυπος δογματισμός και σεχταρισμός, ένας χώρος ελευθερίας πνεύματος και νέας θεωρητικής παραγωγής, αλλά και βασίλειο των προσωπικοτήτων και των ηγετών. Ποιος δεν αναγνωρίζει έστω και μια μικρή αλήθεια στη σκληρή κριτική της ηρωίδας για τους συντρόφους του παρελθόντος: «Συσπειρωμένοι οι περισσότεροι γύρω από τέτοιους μικρούς φυλάρχους και αρχηγίσκους ο καθένας με το μοναδικής πατέντας ιδεολογικό βιολί του, περιπετειωδώς συμβιώνοντες, άλλες φορές τα έβρισκαν κα άλλες φορές συγκρούονταν με σφοδρότητα και έχθρα που ξεπερνούσε ακόμη και αυτήν που επεφύλασσαν για τον ίδιο τον… ταξικό αντίπαλο». Κι όμως, τούτη η ικανότητα να διαβάζει πια στο πολιτικό της παρελθόν όλες του τις στρεβλώσεις, καθόλου δεν κάνει τη Δέσποινα να παραγνωρίσει τη γεμάτη ζωή, που η ένταξη στην Αριστερά της χάρισε: διαβάσματα, συζητήσεις, δράσεις, ερεθίσματα, γνωριμίες, νέα πεδία προς εξερεύνηση, που οι εγκλωβισμένοι στο μηχανισμό του ΚΚΕ θεωρούσαν δευτερεύοντα και τα υποτιμούσαν, όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων και της γυναίκας, το περιβάλλον και η τέχνη.
Μια τέτοια τολμηρή κατάθεση δε θα μπορούσε φυσικά να μην αντιμετωπίσει και το ερώτημα που ταλανίζει και διχάζει γενιές αριστερών: Πώς αλλάζει ο κόσμος; Με μεταρρυθμίσεις, με κοινοβουλευτική αλλαγή, με ρήξη, με επανάσταση; Ποια είναι η σχέση της Αριστεράς με τη βία και γιατί ο πολιτικός χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς χρεώνεται διαρκώς συγγένεια μαζί της; Δικαιολογείται και σε ποιο βαθμό η χρήση αντι-βίας απέναντι στην καθημερινή ανομιμοποίητη βία τους κράτους; Αλλά και γενικότερα, υπάρχουν ακραία όρια ανοχής των μέσων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πραγμάτωση κάποιου ανώτερου κοινωνικού στόχου και αν ναι ποια είναι αυτά; Κι αν πάλι όχι, τότε ποιος είναι αυτός ο στόχος, που αναγορεύεται σε υπέρτατο σκοπό και δικαιολογεί το κάθε μέσο; Πώς προσδιορίζεται σήμερα ο ανώτερος σκοπός και ποιος έχει τη νομιμοποίηση να τον καταστήσει ανώτερο; Ή, με άλλα λόγια, με τα λιτά, εκλαϊκευμένα και περιεκτικά λόγια της Δέσποινας Ντήμα και της Κατερίνας Μόντη: «Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα; Κι αν, ίσως ενίοτε, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ποιος αγιάζει τον σκοπό;»
Από την άλλη, παρόντα σε κάθε στιγμή της «κατάθεσης» τα απωθημένα της μακεδονικής ιστορίας. Οι περιγραφές-βιώματα των τακτικών του ελληνικού κράτους για την εξαφάνιση της σλαβόφωνης ετερότητας (γλωσσικής, πολιτιστικής) μπροστά στο σκοπό της διαμόρφωσης ενός «καθαρού» έθνους. Η εξαναγκαστική αλλαγή ονομάτων χωριών και ανθρώπων, η δήμευση περιουσιών, η καταπίεση και ο εκφοβισμός του «ντόπιου στοιχείου», ο εξευτελισμός με το ρετσινόλαδο, αλλά και το «παιχνίδι» με το δαχτυλίδι του δασκάλου, που είχε αφοσιωθεί στο να εξαλειφθεί το «βαρβαρικό γλωσσικό μίασμα» στα χωριά της Αλμωπίας αποτελούν μικρές αποκαλύψεις που κλονίζουν ισχυρά τις βεβαιότητες του ανυποψίαστου αναγνώστη, που αρκέστηκε στα σχολικά βιβλία για τη διαμόρφωση της ιστορικής του γνώσης.
Προετοιμασμένοι, λοιπόν, έτσι, αντιμετωπίζουμε ως αναπόφευκτη κορύφωση της πλοκής και συγχρόνως ως κομβικό σημείο του βιβλίου την αναμέτρηση με το «σκοπιανό». Το «ζήτημα-ταμπού» έρχεται στο προσκήνιο της αφήγησης, έχοντας πια διανύσει ένα μεγάλο τμήμα της, όπου έχουν αποτυπωθεί οι βασικές ιδεολογικές κατευθύνσεις της σκέψης της ηρωίδας, και τελικά της συγγραφέα, με τρόπο που να μη χωρά αμφισβήτηση. Η ευθεία σύγκρουση με εθνικιστικές ιδεοληψίες, η πίστη στον ουμανισμό και τον διεθνισμό, ο σεβασμός απέναντι στους μετανάστες και η ανιδιοτελής υποστήριξή τους, έχουν ήδη ξεκάθαρα αναγνωσθεί ως προϋποτιθέμενες αρχές, όταν η συγγραφέας μας φέρνει αντιμέτωπους με τη θεμελιώδη αξία της αυτοδιάθεσης των λαών. Ωστόσο εδώ θα πρέπει να σημειωθεί και η επιφύλαξη, που έχει βέβαια εκτενώς συζητηθεί, ότι η υπεράσπιση της θεμελιώδους αξίας της αυτοδιάθεσης οφείλει να σηματοδοτεί έναν αγώνα εξάλειψης του εθνικισμού συνολικά, απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Κι ανάμεσα σε όλες αυτές τις σκέψεις, εκείνα τα μικρά διαλείμματα αναστοχασμού της ηρωίδας-συγγραφέα, εκείνες οι βαθύτερες στιγμές συνομιλίας με τον εαυτό, εκείνα τα αποσπάσματα «από τα σημειωματάρια», που ανακινούν φαντασιώσεις, μνήμες και αγωνίες, μέχρι τώρα ανομολόγητες από φόβο μήπως καταδείκνυαν μια ελάχιστη σχισμή αδυναμίας ή αμφιβολίας στις καθημερινές μάχες του αριστερού υποκειμένου. «Άραγε πότε “η ζωή θριαμβεύει”; Όταν -αναλογιζόμενοι το τέλος- φιλούμε το χέρι της την κάθε στιγμή; Ή όταν την παραμελούμε, μακάριοι αθάνατοι επιλήσμονες;»
Μια άλλη, εναλλακτική οπτική στην κρίση της πολιτικής και κοινωνικής μας ταυτότητας χαρακτηρίζει τούτη την «κατάθεση», που απορρίπτει τους εύκολους μύθους και τις αφοριστικές προσεγγίσεις και αποδομεί τον κυρίαρχο Λόγο με συνοπτικές -αλλά καθόλου επιπόλαιες- διαδικασίες. Μια αριστερή ανάλυση, που είναι απαλλαγμένη από την ανάγκη υπηρέτησης της «καθαρής» αλήθειας, που δεν αλλοτριώνεται από την παρουσία ενός καταδυναστευτικού αγιασμένου σκοπού, ο οποίος πρέπει πάση θυσία να υπηρετηθεί. Και τούτη η ορθολογική ανάλυση συνυπάρχει και συμπληρώνεται με την αποτύπωση εσωτερικευμένων κρίσεων, υφαίνοντας μια «κατάθεση», που τη διαπνέει αντί του κυνισμού της «ωριμότητας», η συναισθηματικά πυροδοτούμενη ανάγκη για κοινωνική αλλαγή. Μια ειλικρινής και τολμηρή κατάθεση σκέψεων, βιωμάτων και προτάσεων, των οποίων καταλύτης είναι η ακλόνητη πίστη στο ιδανικό του δημοκρατικού και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Μια «κατάθεση», πίσω από την οποία ζει μια σκέψη βαθιά ελεύθερη.
Το βιβλίο της Κατερίνας Μόντη "Η κατάθεση" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Το κείμενο αναρτήθηκε στο http://www.alterthess.gr/content/bibliokritiki-katerina-monti-i-katathesi
Φωτο: Νοσοκομείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στα Λουτρά, Πόζαρ, του Καϊμακτσαλάν) Aρχείο ΕΝΕΚΕΝ, από το βιβλίο του Νίκου Μότσιου, Οι ήρωες γεννιούνται στη θύελλα.
Κυριακή 11 Μαρτίου 2012
Το παζλ της μετάφρασης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ. Εμπειρίες μετάφρασης ...του Μιχάλη Πολίτη
Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε εκείνους και σε εκείνες που, παρότι χρήστες των μεταφράσεων σε όλη τους τη ζωή, δε φαντάζονται πόσα κρύβονται πίσω από τις φαινομενικά ανώδυνες λέξεις «μετάφραση», «διερμηνεία» και «υποτιτλισμός» ή «μεταγλώττιση» ούτε τον ανυπολόγιστο αριθμό σελίδων που έχουν γραφεί γι’ αυτές. Ο ζήλος της ενασχόλησης με ζητήματα που αφορούν τη μετάφραση –και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, τη διερμηνεία– έχει αυξηθεί ιδιαίτερα, από τότε που η Μεταφρασεολογία αξίωσε και, εν μέρει, πέτυχε να αντιμετωπίζεται ως αυτόνομη επιστήμη, δηλαδή τα τελευταία σαράντα με πενήντα χρόνια. Σε αυτό το διάστημα η Μεταφρασεολογία γνώρισε διαφορετικούς προσανατολισμούς και διαφορετικές προσεγγίσεις, άσκησε τη γοητεία της σε νέους και νέες επιστήμονες, δεν κατόρθωσε, όμως, να συμβάλει ιδιαίτερα στην αναγνώριση του ρόλου των μεταφραστών και των διερμηνέων σε σχέση με τις κοινωνικές εξελίξεις ούτε στη βελτίωση του status του επαγγέλματός τους, το οποίο συνεχίζει να μην αναγνωρίζεται στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Στο βιβλίο κυριαρχεί η δυαδική μορφή ανεκδοτολογικού και θεωρητικού λόγου, που επιδιώκει να υπομνήσει τη συνεχή εναλλαγή ανάμεσα σε δύο γλώσσες και δύο πολιτισμούς, την οποία βιώνει οποιοσδήποτε ασχολείται με κάποια μεταφραστική δραστηριότητα. Η εικόνα της μετάφρασης ως ειδώλου –τόσο του πρωτοτύπου όσο και της εποχής της, του ίδιου του μεταφραστή αλλά και του είδους της μετάφρασης– η οποία εμφανίζεται σε όλα τα πεδία που εξετάζονται, υπενθυμίζει συνεχώς το στιγμιαίο –και κατά κάποιον τρόπο απατηλό– χαρακτήρα κάθε μεταφράσματος. Έτσι, παρά τη διαφορετική τους θεματολογία, τα κεφάλαια του βιβλίου συνομιλούν μεταξύ τους, για να υπογραμμίσουν τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία διέπουν τη διαδικασία, τα προβλήματα και τη μεθοδολογία που εξετάζουν. Μοιάζει με αυτόν τον τρόπο να συντίθεται ένα «παζλ» –λέξη δάνεια και, σε πείσμα της μετάφρασης, αμετάφραστη– από παρόμοιες κι ωστόσο διαφορετικές δραστηριότητες με γνωστές και άγνωστες πτυχές, όπως άγνωστη παραμένει εν πολλοίς και η πολυπλοκότητα του μεταφραστικού εγχειρήματος.
Η Ανθή Βηδενμάιερ είναι πτυχιούχος μεταφράστρια (πανεπιστήμιο Μάιντς της Γερμανίας) για τη γερμανική, την ισπανική και την αγγλική γλώσσα. Η διδακτορική διατριβή της (Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας) έχει ως θέμα τη μετάφραση της ποίησης. Εργάστηκε ως μεταφράστρια και διερμηνέας συνεδρίων για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Έχει μεταφράσει λογοτεχνικά και επιστημονικά έργα για εκδοτικούς οίκους στην Ελλάδα καθώς και μεγάλο αριθμό τεχνικών, οικονομικών και νομικών κειμένων. Συνεργάστηκε στην έκδοση του νέου ελληνογερμανικού και γερμανοελληνικού «Μεγάλου Λεξικού PONS» (2008). Δημοσιεύει επιστημονικά άρθρα, βιβλιοκρισίες μεταφρασεολογικών έργων και συμμετέχει με ανακοινώσεις σε μεταφρασεολογικά συνέδρια και εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταφραστών (2002-2006). Δίδαξε μετάφραση στο «ΕΚΕΜΕΛ», στο “Ινστιτούτο Goethe” Θεσσαλονίκης και σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Σήμερα διδάσκει μετάφραση λογοτεχνικών και ειδικών κειμένων, υποτιτλισμό και διερμηνεία, ως επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Από το ιστολόγιο του Μιχάλη Πολίτη, Αναπληρωτή Καθηγητή στο ΤΞΓΜΔ του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Το παζλ της μετάφρασης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, Του Δρ. Σταύρου Γ. ΝΤΑΓΙΟΥ
Η Ανθή Βηδεμάιερ είναι γνωστή στην ακαδημαϊκή κοινότητα και τη μεταφραστική αγορά για τη συμβολή της σε θέματα μεταφρασεολογίας και μεταφραστικής πρακτικής. Αλλά με το τελευταίο της βιβλίο Το παζλ της μετάφρασης μας εξέπληξε ξανά ευχάριστα. Για έναν σπουδαίο λόγο: για τη μεστωμένη προσέγγισή της σε θέματα θεωρητικής προσέγγισης της μεταφραστικής επιστήμης και την άμεση εφαρμογή τους στην μεταφραστική πρακτική.
Η Ανθή Βηδεμάιερ διδάσκει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας, μετάφραση του λογοτεχνικού λόγου, τεχνικές υποτιτλισμού, μεταγλώττισης και διερμηνείας ως επίκουρος καθηγητής. Η προγενέστερη όμως σταδιοδρομία της, κατά την οποία ολοκληρώθηκε ως επιστημονική προσωπικότητα, εργαζόμενη ως μεταφραστής στην «μεταφραστική παραγωγή», την βοήθησε να γνωρίζει καλά τις δυσκολίες της εφαρμογής της μεταφραστικής θεωρίας στην μεταφραστική πρακτική. Εδώ έγκειται η πραγματική χρησιμότητα του βιβλίου, καθώς δεν είναι αποκύημα της φαντασίας, με αφηρημένες έννοιες, εικασίες, θεωρίες και συλλογισμούς που αίρονται και υπεραίρονται όπως μας συνηθίζουν πολλοί περισπούδαστοι ακαδημαϊκοί απίθανοι τύποι, οι οποίοι από θέση αυθεντίας (ex cathedra) τα «ξέρουν όλα» και μπορούν να μιλήσουν επί παντός του επιστητού, ως διδάξαντες. Πλην όμως αμφιβάλλω αν μπήκαν ποτέ στον κόπο να μεταφράσουν μια σελίδα και να δοκιμάσουν την επιστήμη τους στην καθημερινή μεταφραστική πράξη.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα βασικά κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στις διάφορες μορφές μεταφραστικής πράξης, το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη λογοτεχνική μετάφραση, το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν τη θεωρία και την πράξη της διερμηνείας και το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη μεταγλώττιση και τον υποτιτλισμό.
Στο βιβλίο της η Ανθή Βηδεμάιερ σημειώνει με έμφαση τη σημασία της μεταφραστικής πρακτικής, η οποία, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της σκέψης και της λογοτεχνίας και υπογραμμίζει ότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις χρειάζονται να εμπλουτιστούν με νέα παραδείγματα. Το βιβλίο απανθίζεται από πλούσιες και αξιόπιστες βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές, φιλμογραφία και παραπομπές σε τηλεοπτικές εκπομπές.
Το έργο της Βηδεμάιερ συνιστά ολοκληρωμένη και υπολογίσιμη επιστημονική έρευνα για τα πράγματα της θεωρίας και της πρακτικής της μετάφρασης, πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη μεταφραστική κοινότητα, είτε αυτή ανήκει στη θεωρητική μεταφρασεολογία είτε στην καθημερινή μεταφραστική παραγωγή.
Γραμμένο κομψά, με εύπορη, κατανοητή γλώσσα, πού και πού με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αλλά χωρίς αυτό να πλήττει το ακαδημαϊκό του κύρος, το βιβλίο είναι απαραίτητο μέσο για όλους τους ασχολούντες με την μεταφραστική τέχνη και επιστήμη.
Πρώτη ανάρτηση στο: http://blog.literatus.gr/?p=445
Η Ανθή Βηδεμάιερ διδάσκει στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στο Τμήμα Γερμανικής Φιλολογίας, μετάφραση του λογοτεχνικού λόγου, τεχνικές υποτιτλισμού, μεταγλώττισης και διερμηνείας ως επίκουρος καθηγητής. Η προγενέστερη όμως σταδιοδρομία της, κατά την οποία ολοκληρώθηκε ως επιστημονική προσωπικότητα, εργαζόμενη ως μεταφραστής στην «μεταφραστική παραγωγή», την βοήθησε να γνωρίζει καλά τις δυσκολίες της εφαρμογής της μεταφραστικής θεωρίας στην μεταφραστική πρακτική. Εδώ έγκειται η πραγματική χρησιμότητα του βιβλίου, καθώς δεν είναι αποκύημα της φαντασίας, με αφηρημένες έννοιες, εικασίες, θεωρίες και συλλογισμούς που αίρονται και υπεραίρονται όπως μας συνηθίζουν πολλοί περισπούδαστοι ακαδημαϊκοί απίθανοι τύποι, οι οποίοι από θέση αυθεντίας (ex cathedra) τα «ξέρουν όλα» και μπορούν να μιλήσουν επί παντός του επιστητού, ως διδάξαντες. Πλην όμως αμφιβάλλω αν μπήκαν ποτέ στον κόπο να μεταφράσουν μια σελίδα και να δοκιμάσουν την επιστήμη τους στην καθημερινή μεταφραστική πράξη.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα βασικά κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στις διάφορες μορφές μεταφραστικής πράξης, το δεύτερο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη λογοτεχνική μετάφραση, το τρίτο κεφάλαιο πραγματεύεται ζητήματα που αφορούν τη θεωρία και την πράξη της διερμηνείας και το τέταρτο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στη μεταγλώττιση και τον υποτιτλισμό.
Στο βιβλίο της η Ανθή Βηδεμάιερ σημειώνει με έμφαση τη σημασία της μεταφραστικής πρακτικής, η οποία, όπως υποστηρίζει η συγγραφέας, συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της σκέψης και της λογοτεχνίας και υπογραμμίζει ότι οι θεωρητικές προσεγγίσεις χρειάζονται να εμπλουτιστούν με νέα παραδείγματα. Το βιβλίο απανθίζεται από πλούσιες και αξιόπιστες βιβλιογραφικές και διαδικτυακές πηγές, φιλμογραφία και παραπομπές σε τηλεοπτικές εκπομπές.
Το έργο της Βηδεμάιερ συνιστά ολοκληρωμένη και υπολογίσιμη επιστημονική έρευνα για τα πράγματα της θεωρίας και της πρακτικής της μετάφρασης, πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη μεταφραστική κοινότητα, είτε αυτή ανήκει στη θεωρητική μεταφρασεολογία είτε στην καθημερινή μεταφραστική παραγωγή.
Γραμμένο κομψά, με εύπορη, κατανοητή γλώσσα, πού και πού με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αλλά χωρίς αυτό να πλήττει το ακαδημαϊκό του κύρος, το βιβλίο είναι απαραίτητο μέσο για όλους τους ασχολούντες με την μεταφραστική τέχνη και επιστήμη.
Πρώτη ανάρτηση στο: http://blog.literatus.gr/?p=445
Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012
Η κατάθεση, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ το πρώτο μυθιστόρημα της Κατερίνας Μόντη με τίτλο Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ. Περιληπτικά η υπόθεση: «Τον Ιανουάριο του 2010, δύο αστυνομικοί της Αντιτρομοκρατικής επισκέπτονται στο σπίτι της στην Ικαρία μια γυναίκα, για να της πάρουν κατάθεση. Τι έχουν εναντίον της; Τι τους κρύβει εκείνη; Πώς θα καταλήξει η αναμέτρησή τους να ανασκαλίσει απωθημένα μέχρι και της Μακεδονικής Ιστορίας; Η ανακρινόμενη θα αποφασίσει να γράψει τελικά τη δική της πλέον κατάθεση, όπου αφηγείται και συζητάει για την αριστερά, τις γυναίκες, τον εθνικισμό, τις μειονότητες. Για τις προσωπικές και κοινωνικές μας περιπέτειες και ουτοπίες, σε μια κρίσιμη εποχή για την Ελλάδα και τον κόσμο...»
Η Κατερίνα Μόντη γεννήθηκε στα Γιαννιτσά το 1962. Σπούδασε Ιατρική στη Θεσσαλονίκη και πήρε στη συνέχεια την Παιδιατρική ειδικότητα, που από το 1999 την ασκεί ως γιατρός του ΕΣΥ. Το βιβλίο Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2012
Το παζλ της μετάφρασης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Ένα βιβλίο που απευθύνεται σε εκείνους και σε εκείνες που, παρότι χρήστες των μεταφράσεων σε όλη τους τη ζωή, δε φαντάζονται πόσα κρύβονται πίσω από τις φαινομενικά ανώδυνες
λέξεις «μετάφραση», «διερμηνεία» και «υποτιτλισμός» ή «μεταγλώττιση» ούτε τον ανυπολόγιστο αριθμό σελίδων που έχουν γραφεί γι’ αυτές. Ο ζήλος της ενασχόλησης με ζητήματα που
αφορούν τη μετάφραση –και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, τη διερμηνεία– έχει αυξηθεί ιδιαίτερα, από τότε που η Μεταφρασεολογία αξίωσε και, εν μέρει, πέτυχε να αντιμετωπίζεται ως αυτό-
νομη επιστήμη, δηλαδή τα τελευταία σαράντα με πενήντα χρόνια. Σε αυτό το διάστημα η Μεταφρασεολογία γνώρισε διαφορετικούς προσανατολισμούς και διαφορετικές προσεγγίσεις, άσκησε τη γοητεία της σε νέους και νέες επιστήμονες, δεν κατόρθωσε, όμως, να συμβάλει ιδιαίτερα στην αναγνώριση του ρόλου των μεταφραστών και των διερμηνέων σε σχέση με τις κοινωνικές εξελίξεις ούτε στη βελτίωση του status του επαγγέλματός τους, το οποίο συνεχίζει να μην αναγνωρίζεται στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Στο βιβλίο κυριαρχεί η δυαδική μορφή ανεκδοτολογικού και θεωρητικού λόγου, που επιδιώκει να υπομνήσει τη συνεχή εναλλαγή ανάμεσα σε δύο γλώσσες και δύο πολιτισμούς, την οποία βιώνει οποιοσδήποτε ασχολείται με κάποια μεταφραστική δραστηριότητα. Η εικόνα της μετάφρασης ως ειδώλου –τόσο του πρωτοτύπου όσο και της εποχής της, του ίδιου του μεταφραστή αλλά και του είδους της μετάφρασης– η οποία εμφανίζεται σε όλα τα πεδία που εξετάζονται, υπενθυμίζει συνεχώς το στιγμιαίο –και κατά κάποιον τρόπο απατηλό– χαρακτήρα κάθε μεταφράσματος. Έτσι, παρά τη διαφορετική τους θεματολογία, τα κεφάλαια του βιβλίου συνομιλούν
μεταξύ τους, για να υπογραμμίσουν τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία διέπουν τη διαδικασία, τα προβλήματα και τη μεθοδολογία που εξετάζουν. Μοιάζει με αυτόν τον τρόπο να συντίθεται ένα «παζλ» –λέξη δάνεια και, σε πείσμα της μετάφρασης, αμε-
τάφραστη– από παρόμοιες κι ωστόσο διαφορετικές δραστηριότητες με γνωστές και άγνωστες πτυχές, όπως άγνωστη παραμένει εν πολλοίς και η πολυπλοκότητα του μεταφραστικού εγχειρήματος.
λέξεις «μετάφραση», «διερμηνεία» και «υποτιτλισμός» ή «μεταγλώττιση» ούτε τον ανυπολόγιστο αριθμό σελίδων που έχουν γραφεί γι’ αυτές. Ο ζήλος της ενασχόλησης με ζητήματα που
αφορούν τη μετάφραση –και, σε πολύ μικρότερο βαθμό, τη διερμηνεία– έχει αυξηθεί ιδιαίτερα, από τότε που η Μεταφρασεολογία αξίωσε και, εν μέρει, πέτυχε να αντιμετωπίζεται ως αυτό-
νομη επιστήμη, δηλαδή τα τελευταία σαράντα με πενήντα χρόνια. Σε αυτό το διάστημα η Μεταφρασεολογία γνώρισε διαφορετικούς προσανατολισμούς και διαφορετικές προσεγγίσεις, άσκησε τη γοητεία της σε νέους και νέες επιστήμονες, δεν κατόρθωσε, όμως, να συμβάλει ιδιαίτερα στην αναγνώριση του ρόλου των μεταφραστών και των διερμηνέων σε σχέση με τις κοινωνικές εξελίξεις ούτε στη βελτίωση του status του επαγγέλματός τους, το οποίο συνεχίζει να μην αναγνωρίζεται στις περισσότερες χώρες του πλανήτη. Στο βιβλίο κυριαρχεί η δυαδική μορφή ανεκδοτολογικού και θεωρητικού λόγου, που επιδιώκει να υπομνήσει τη συνεχή εναλλαγή ανάμεσα σε δύο γλώσσες και δύο πολιτισμούς, την οποία βιώνει οποιοσδήποτε ασχολείται με κάποια μεταφραστική δραστηριότητα. Η εικόνα της μετάφρασης ως ειδώλου –τόσο του πρωτοτύπου όσο και της εποχής της, του ίδιου του μεταφραστή αλλά και του είδους της μετάφρασης– η οποία εμφανίζεται σε όλα τα πεδία που εξετάζονται, υπενθυμίζει συνεχώς το στιγμιαίο –και κατά κάποιον τρόπο απατηλό– χαρακτήρα κάθε μεταφράσματος. Έτσι, παρά τη διαφορετική τους θεματολογία, τα κεφάλαια του βιβλίου συνομιλούν
μεταξύ τους, για να υπογραμμίσουν τα κοινά χαρακτηριστικά τα οποία διέπουν τη διαδικασία, τα προβλήματα και τη μεθοδολογία που εξετάζουν. Μοιάζει με αυτόν τον τρόπο να συντίθεται ένα «παζλ» –λέξη δάνεια και, σε πείσμα της μετάφρασης, αμε-
τάφραστη– από παρόμοιες κι ωστόσο διαφορετικές δραστηριότητες με γνωστές και άγνωστες πτυχές, όπως άγνωστη παραμένει εν πολλοίς και η πολυπλοκότητα του μεταφραστικού εγχειρήματος.
Η Ανθή Βηδενμάιερ είναι πτυχιούχος μεταφράστρια (πανεπιστήμιο Μάιντς της Γερμανίας) για τη γερμανική, την ισπανική και την αγγλική γλώσσα. Η διδακτορική διατριβή της (Καποδι-
στριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας) έχει ως θέμα τη μετάφραση της ποίησης. Εργάστηκε ως μεταφράστρια και διερμηνέας συνεδρίων για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Έχει μεταφράσει λογοτεχνικά και επιστημονικά έργα για εκδοτικούς οίκους στην
Ελλάδα καθώς και μεγάλο αριθμό τεχνικών, οικονομικών και νομικών κειμένων. Συνεργάστηκε στην έκδοση του νέου ελληνογερμανικού και γερμανοελληνικού «Μεγάλου Λεξικού PONS» (2008). Δημοσιεύει επιστημονικά άρθρα, βιβλιοκρισίες μεταφρα
σεολογικών έργων και συμμετέχει με ανακοινώσεις σε μεταφρασεολογικά συνέδρια και εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταφραστών (2002-2006). Δίδαξε μετάφραση στο «ΕΚΕΜΕΛ», στο “Ινστιτούτο Goethe” Θεσσαλονίκης και σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Σήμερα διδάσκει μετάφραση λογοτεχνικών και ειδικών κειμένων, υποτιτλισμό και διερμηνεία, ως επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και
Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
στριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας) έχει ως θέμα τη μετάφραση της ποίησης. Εργάστηκε ως μεταφράστρια και διερμηνέας συνεδρίων για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Έχει μεταφράσει λογοτεχνικά και επιστημονικά έργα για εκδοτικούς οίκους στην
Ελλάδα καθώς και μεγάλο αριθμό τεχνικών, οικονομικών και νομικών κειμένων. Συνεργάστηκε στην έκδοση του νέου ελληνογερμανικού και γερμανοελληνικού «Μεγάλου Λεξικού PONS» (2008). Δημοσιεύει επιστημονικά άρθρα, βιβλιοκρισίες μεταφρα
σεολογικών έργων και συμμετέχει με ανακοινώσεις σε μεταφρασεολογικά συνέδρια και εκδηλώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Διετέλεσε πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταφραστών (2002-2006). Δίδαξε μετάφραση στο «ΕΚΕΜΕΛ», στο “Ινστιτούτο Goethe” Θεσσαλονίκης και σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Σήμερα διδάσκει μετάφραση λογοτεχνικών και ειδικών κειμένων, υποτιτλισμό και διερμηνεία, ως επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Γερμανικής Γλώσσας και
Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Εαρινή Ισημερία, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
O Μανώλης Αλυγιζάκης γεννήθηκε στο χωριο Κολυμπάρι δυτικά απο τα Χανιά της Κρήτης το 1947. Όταν ήταν σε παιδικη ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη πρώτα και μετα στην Αθήνα όπου εσπούδασε παίρνοντας πτυχίο Πολιτικών Επιστημών απο το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπηρέτησε τη στρατιωτικη του θητεία για δυο χρόνια κι ύστερα μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Καναδα όπου ζει ώς τώρα. Παρακολούθησε αγγλικη φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Σαϊμον Φρεϊζερ. Έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ένα μεγάλο αριθμό βιβλίων ποίησης που άρχισαν να εκδίδονται τα τελευταία χρόνια, αρκετά άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, ανθολογίες και εφημερίδες, Μετα απο χρόνια δουλειάς ως βοηθός σιδηρουργού, εργάτης στα τρΕνα, ταξιτζής και χρηματιστής. πήρε σύνταξη και τώρα ζει σΕ προάστιο του Βανκούβερ ΤΟΥ ΚΑΝΑΔΑ που ασχολείται με το γράψιμο, τον κήπο του και με ταξίδια. ΤΟ 2006 ίδρυσε τον εκδοτικο οίκο Libros Libertad. Ποιήματα του απο την ανέκδοτη συλλογή Νόστος και Άλγος απόσπασαν το δεύτερο βραβείο στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ του οργανισμού του Ωδείου Φουντούλη του 2011 και διήγημά του με τίτλο «Γενέθλια» απόσπασε το τρίτο βραβείο του ίδιου διαγωνισμού.
Τρίτη 19 Απριλίου 2011
Παύλος Τούλας, Το μεγάλο όνειρο, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Ένας Αλβανός μετανάστης στην Ελλάδα
Ανάθεμα τη ζωή μου
Περπατάμε όλη τη νύχτα, το χιόνι πέφτει αδιάκοπα κι εμείς συνεχίζουμε. Είχαμε γίνει ζωντανοί νεκροί. Σερνόμασταν στην κυριολεξία και τα βουνά δεν τελείωναν. Το μυαλό και όλα τα ζωτικά μας όργανα υπολειτουργούσαν. Πού κουράγιο για καμιά κουβέντα. Όλα τα στόματα σε καραντίνα. Τα μάτια, απλώς έβλεπαν μπροστά και όλα τα άλλα ακολουθούσαν μηχανικά. Έκαναν μια δουλειά που την ήξεραν καλά, που την κάνουν πάντα, όσο είναι γερά. Τα πόδια να περπατάνε. Η καρδιά να χτυπά ανάλογα με τις δυσκολίες που περνούσαμε, πότε αργά και πότε —το πιο σύνηθες— γρήγορα. Τα χέρια να μας ισορροπούν και να βοηθούν στις προμήθειες που είχαμε. Τα μάτια να μας δείχνουν, όσο μπορούσαν το δρόμο. Τα παγωμένα αυτιά μας, αποδυναμωμένα για οποιονδήποτε θόρυβο και κίνδυνο. Το μυαλό να απορεί για το εγχείρημα, αλλά και να μας δίνει δύναμη και κουράγιο.
Και προχωρούσαμε, και όλο προχωρούσαμε! Και να δεις πώς λειτουργούσαν όλα! Απ’ την πυκνή ομίχλη και το χιόνι δε βλέπαμε στην κυριολεξία πού πηγαίναμε. Σ’ ένα εμφανές σημείο έγραψα πάνω στο χιόνι, σκάβοντας με το χέρι, «ανάθεμα τη ζωή μου». Συγχρόνως βλαστήμαγα, όχι το θεό, προς θεού που λέμε, αλλά την ώρα που γεννήθηκα, ως άλλος Ιώβ, που δεν τον ήξερα τότε, μετά τον έμαθα, στην Ελλάδα.
—Χαμένο το έχεις;
—Τι έκανα Κασέμ;
—Εδώ προσπαθούμε να κερδίζουμε αντοχές κι εσύ προκαλείς τα χέρια σου;
—Δεν πειράζει, με ικανοποίησε ψυχικά και το έκανα.
—Καλά, αφού είναι έτσι, γράψε κι άλλα.
Συνεχίσαμε την πορεία...
Και προχωρούσαμε, και όλο προχωρούσαμε! Και να δεις πώς λειτουργούσαν όλα! Απ’ την πυκνή ομίχλη και το χιόνι δε βλέπαμε στην κυριολεξία πού πηγαίναμε. Σ’ ένα εμφανές σημείο έγραψα πάνω στο χιόνι, σκάβοντας με το χέρι, «ανάθεμα τη ζωή μου». Συγχρόνως βλαστήμαγα, όχι το θεό, προς θεού που λέμε, αλλά την ώρα που γεννήθηκα, ως άλλος Ιώβ, που δεν τον ήξερα τότε, μετά τον έμαθα, στην Ελλάδα.
—Χαμένο το έχεις;
—Τι έκανα Κασέμ;
—Εδώ προσπαθούμε να κερδίζουμε αντοχές κι εσύ προκαλείς τα χέρια σου;
—Δεν πειράζει, με ικανοποίησε ψυχικά και το έκανα.
—Καλά, αφού είναι έτσι, γράψε κι άλλα.
Συνεχίσαμε την πορεία...
Νίκος Τακόλας, Το κρυμμένο αριστούργημα του Ζοζέφ Ινεμπράο, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Το μετείκασμα των ονείρων
Ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνο, υπάρχει ένας ακόμη κόσμος. Ζει για πολύ λίγο. Είναι το μετείκασμα των ονείρων και τρυπώνει βαθειά μέσα μας, όπως ο ενδοκάρπιος πυρήνας στον καρπό. Τρόμοι και φόβοι, θύελλες κι απειλές των ονείρων, πασχίζουν ολονυχτίς να σπάσουν τα όρια και να περάσουν στο πραγματικό. Κι απ’ την άλλη γίνονται δικά μας, χαρές ανείπωτες, ικανότητες μαγικές, άχρονος χρόνος, λείο πέταγμα, που μας λυτρώνει απ’ τη βαρύτητα.
Κλειδωμένο μυστικό τα όνειρα. Φτάνουν μέχρι τα όρια της ύπαρξης μας, κοροϊδεύοντας την επιστήμη και το ρεαλισμό. Και είναι δικά μας. Έχουν το χρώμα μας και την αύρα μας. Στο τέλειωμα τους και μέχρι να σηκωθείς απ’ το στρώμα, γίνεσαι και συ χειριστής πελώριων δυνάμεων, μάγος και θεός του καλού και του κακού, για λίγο. Έως που ο ήλιος θα σε ξυπνήσει εντελώς με μια απαλή ανακριτική αχτίδα, ρωτώντας σε, τί αποφάσισες κι αν θ’ αφήσεις τα όνειρα να σε αλλάξουν ή αν θα συνεχίσεις τη ζωή σου.
Μπορείς να μείνεις στα όνειρα αλαφροΐσκιωτος ή να ξαναγίνεις ένας άνθρωπος του τώρα. Κρίνονται πολλά σε λίγες στιγμές. Όσο ζει κι αυτός ο ενδιάμεσος κόσμος, όσο θα διαρκούσε μια άλλη ζωή. Κάποιοι άλλαξαν τη ζωή τους, μεθυσμένοι από ένα τέτοιο μετείκασμα.
Μια μόνο στιγμή για ν’ αποφασίσεις. Κι ύστερα κάνεις μια έτσι τη χούφτα σου μπροστά στα βλέφαρα σου, σα για να διώξεις ένα αθώο πετάρι, κουνάς το κεφάλι, χαμογελάς και αρχίζεις τη μέρα σου...
Κλειδωμένο μυστικό τα όνειρα. Φτάνουν μέχρι τα όρια της ύπαρξης μας, κοροϊδεύοντας την επιστήμη και το ρεαλισμό. Και είναι δικά μας. Έχουν το χρώμα μας και την αύρα μας. Στο τέλειωμα τους και μέχρι να σηκωθείς απ’ το στρώμα, γίνεσαι και συ χειριστής πελώριων δυνάμεων, μάγος και θεός του καλού και του κακού, για λίγο. Έως που ο ήλιος θα σε ξυπνήσει εντελώς με μια απαλή ανακριτική αχτίδα, ρωτώντας σε, τί αποφάσισες κι αν θ’ αφήσεις τα όνειρα να σε αλλάξουν ή αν θα συνεχίσεις τη ζωή σου.
Μπορείς να μείνεις στα όνειρα αλαφροΐσκιωτος ή να ξαναγίνεις ένας άνθρωπος του τώρα. Κρίνονται πολλά σε λίγες στιγμές. Όσο ζει κι αυτός ο ενδιάμεσος κόσμος, όσο θα διαρκούσε μια άλλη ζωή. Κάποιοι άλλαξαν τη ζωή τους, μεθυσμένοι από ένα τέτοιο μετείκασμα.
Μια μόνο στιγμή για ν’ αποφασίσεις. Κι ύστερα κάνεις μια έτσι τη χούφτα σου μπροστά στα βλέφαρα σου, σα για να διώξεις ένα αθώο πετάρι, κουνάς το κεφάλι, χαμογελάς και αρχίζεις τη μέρα σου...
Παρασκευή 15 Απριλίου 2011
Την Τετάρτη 13 Απριλίου 2011 έγινε η παρουσίαση του βιβλίου Το μεγάλο όνειρο του συγγραφέα Παύλου Τούλα στην αίθουσα εκδηλώσεων της Σουρωτής, του Δήμου Θέρμης Θεσσαλονίκης. Την εκδήλωση παρακολούθησε πλήθος κόσμου κάτοικοι της περιοχής και μέλη της αλβανικής κοινότητας που ζουν στην Ελλάδα. Το βιβλίο του Παύλου Τούλα εμπνέεται από πραγματικά γεγονότα και αναφέρεται στις περιπέτειες ενός μετανάστη στην ελληνική κοινωνία. Το βιβλίο σε λόγο απλό και βαθύ μεταφέρει ένα διαχρονικό μήνυμα αλληλεγγύης και ανθρωπισμού τόσο χρήσιμο και απαραίτητο στην εποχή μας.
Στην εκδήλωση μίλησαν ο δημοσιογράφος Αχιλλέας Μεταλλούλης, ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Πεχλιβανίδης, ο συνάδελφός του Αθανάσιος Ταβουλάρης και η συγγραφέας και μουσικοπαιδαγωγός Κατερίνα Λαλιώτη. Μετά τις ομιλίες ακολούθησαν τοποθετήσεις και διάλογος με το κοινό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)