Όταν έσκασε η φούσκα των ακινήτων το 2007-2008, πολλοί πίστεψαν ότι ο νεοφιλελευθερισμός βρισκόταν στο κύκνειο άσμα του· θεωρούσαν ότι η πανικόβλητη παρέμβαση των κυβερνήσεων για να σωθούν οι τράπεζες, θα σηματοδοτούσε την επιστροφή του Κέυνς στο προσκήνιο του καπιταλιστικού θεάτρου. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη· ανενόχλητος ο οδοστρωτήρας του νεοφιλελευθερισμού συνέχισε την πορεία του. Θα πρέπει να βελτιώνουμε τη γνώση για το σύστημα αυτό ξανά και ξανά, έτσι ώστε μια μέρα να μπορέσουμε να του δώσουμε τη χαριστική βολή, μια πράξη που με τις καταστροφές τις οποίες έχει προκαλέσει, την αξίζει εδώ και πολύ καιρό. Το κείμενο που ακολουθεί στόχο έχει να επισημάνει ορισμένα στοιχεία που συχνά είτε διαλανθάνουν είτε ελαχιστοποιούνται σε κείμενα που αφορούν στον νεοφιλελευθερισμό. Και πρωτίστως βέβαια η σημασία του κανονιστικού φιλελευθερισμού (ordolibéralisme)*, ρεύμα της πρωτοπορίας του νεοφιλελευθερισμού. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε μια μικρή περίληψη ορισμένων σημείων της σκέψης του Φρίντριχ Χάγιεκ, του «πάπα» του νεοφιλελευθερισμού. Τέλος θα δούμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μόνο ένας κατάλογος μακροοικονομικών μέτρων. Είναι επίσης ένας μηχανισμός που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο σκέψης και τις πράξεις των ανθρώπων, τόσο στους χώρους εργασίας τους όσο και στην ιδιωτική τους ζωή.
Ο ορντοφιλελευθερισμός
ανοίγει τον δρόμο στον νεοφιλελευθερισμό
Υπάρχει ένα αφήγημα που περιγράφει τον έλεγχο του παγκόσμιου καπιταλισμού από τον νεοφιλελευθερισμό, και είναι το ακόλουθο. Το 1947, κι ενώ ο κεϋνσιανισμός είχε επιβληθεί σχεδόν παντού στον καπιταλιστικό κόσμο, ο Χάγιεκ ίδρυσε τη Société du Mont Pèlerin· έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι ιδέες που διακηρύσσει αυτός και οι φίλοι του, ανάμεσά τους και ο Μίλτον Φρήντμαν, έχουν ένα περιορισμένο ακροατήριο. Ένα πρώτο πεδίο εφαρμογής ωστόσο τούς παρουσιάζεται το 1973 στη Χιλή, όπου η αιματοβαμμένη δικτατορία του Πινοσέτ συμφωνεί με την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Όταν ολοκληρώνεται η «Χρυσή δεκαετία του ’60», και πριν εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, ο νεοφιλελευθερισμός έχει επιβληθεί στην Αγγλία της Θάτσερ και στις ΗΠΑ του Ρέιγκαν. Έτσι κρυμμένος στη σκιά ο νεοφιλελευθερισμός σκούριαζε έως το 1973, οπότε αναδύθηκε με την ανατροπή του Αλιέντε στη Χιλή και στη συνέχεια με την «πετρελαϊκή κρίση» του 1973, προοίμιο στο λυκόφως του κεϋνσιανικoύ-φορντικού καπιταλισμού. Αν ακολουθήσουμε την κυρίαρχη αντίληψη, οδηγούμαστε αναγκαστικά στην άποψη ότι η καταγωγή του νεοφιλελευθερισμού είναι ουσιαστικά αγγλοσαξονική αφού με καταγωγή από την Αυστρία ο Χάγιεκ —δίδαξε κυρίως στις ΗΠΑ— ενώ η Σχολή του Σικάγου ήταν ένας σημαντικότατος τόπος της διανοητική εκκόλαψης του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα προβληματικά στοιχεία που αφήνουν να εννοηθεί ότι η πραγματικότητα διαφέρει από το αφήγημα. Έτσι αναφορικά με την ανεξαρτησία απέναντι στην πολιτική εξουσία, η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) είναι πιο αδιάλλακτη από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed)· αντίθετα με τη Fed, η ΕΚΤ δεν έχει ως αποστολή ούτε να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας ούτε να δίνει λογαριασμό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κι όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκδίδει αποφάσεις για τον μη σεβασμό του ανταγωνισμού, η ΕΚΤ συχνά αποδεικνύεται πιο τυπολατρική από τη βορειοαμερικανική δικαιοσύνη1. Υπάρχουν λοιπόν αυθεντικά ευρωπαϊκά στοιχεία στην έλευση του νεοφιλελευθερισμού; Η απάντηση είναι καταφατική. Πρόκειται για τον κανονιστικό φιλελευθερισμό (Ordoliberalismus)— τον οποίο πολλοί αγνοούν —ή ακόμη κι αν τον γνωρίζουν, ελαχιστοποιούν τον ρόλο του2. Ορισμένοι συγγραφείς όπως οι François Denord3, Pierre Dardot και Christian Laval4 αποκάλυψαν το φαινόμενο και τη σημασία του. Τι μας διδάσκουν λοιπόν;
Η ανάδυση του ορντοφιλελευθερισμού
Ας μεταφερθούμε στην ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1930. Κι ενώ τα πενταετή σοβιετικά πλάνα εντυπωσιάζουν ακόμη και τους εχθρούς τους με τις επιδόσεις τους, ο καπιταλισμός διέρχεται την πιο σοβαρή κρίση του. Ο κλασικός φιλελευθερισμός δείχνει κλωνισμένος, ενώ ήδη υπάρχουν αυτοί που δηλώνουν ότι θέλουν να τον διασώσουν με κάθε τίμημα. Ορισμένοι όπως ο Κέυνς πιστεύουν ότι το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει στην οικονομία για να στηρίξει τις ανεπάρκειες μιας αγοράς που έχει εγκαταλειφθεί στον εαυτό της· υπάρχουν όμως άλλοι που απλώς είναι αρπαγμένοι από τα δόγματα ενός καθαρού και ανόθευτου φιλελευθερισμού. Μεταξύ αυτών οι Αυστριακοί Ludwig von Mises και Φρίντριχ Χάγιεκ5. Έτσι ανάμεσα στους οπαδούς της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και τους αντιπάλους της, κάνει την εμφάνισή του ένα ρεύμα που παρουσιάζεται ως συμβιβασμός μεταξύ των δύο απόψεων: πρόκειται για τον γερμανικό Ordoliberalismus6. Θα πρέπει ωστόσο να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε ένα σχήμα «του ορθού μέσου» μεταξύ «δύο άκρων». Ο κανονιστικός φιλελευθερισμός δεν έχει τίποτε το κοινό με τον κεϋνσιανισμό. Εγγράφεται σε αυτό που πρόκειται να γίνει ο νεοφιλελευθερισμός.
Οι Walter Eucken, Franz Böhm, Wilhelm Röpke, Alexander Rüstow, Alfred Müller-Armack και ορισμένοι άλλοι, είναι Γερμανοί που απογοητευμένοι στάθηκαν μάρτυρες του ιλιγγιώδους πληθωρισμού του 1923, του ναυαγίου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, της μεγάλης κρίσης του 1930-1931 και της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Από αυτή τη χαοτική εμπειρία οι ορντοφιλελεύθεροι οδηγήθηκαν σε τρία βασικά συμπεράσματα: μια πραγματική εμμονή για τη χρηματιστική σταθερότητα, ένας φόβος για το μονοπώλιο της οικονομικής εξουσίας, προοίμιο κατά τη γνώμη τους για το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας —το παράδειγμα των Ναζί στη Γερμανία— και τέλος μια έντονη δυσπιστία απέναντι στο κοινωνικό και λαϊκό κίνημα.
Θέλουν να καταπολεμήσουν τον φασισμό, τον ναζισμό αλλά και τον κομμουνισμό, και ως καλοί φιλελεύθεροι δεν θέλουν το κράτος να παίζει κάποιο ρόλο στην οικονομία, σε αντίθεση με τους κεϋνσιανούς. Εκτιμούν ωστόσο ότι το «laissez-faire, laissez-passer» του φιλελευθερισμού δεν έχει μέλλον. Για αυτούς, αν ο ανταγωνισμός αφεθεί ελεύθερος, αυτοκαταστρέφεται: οδηγεί στη δημιουργία μονοπωλίων και καρτέλ. Αντίθετα με όσα έγραψαν οι κλασικοί του φιλελευθερισμού, η αγορά όπου συνυπάρχουν διάφοροι ανταγωνιστές δεν αποτελεί φυσικό δεδομένο. Πρόκειται για ανθρώπινο δημιούργημα που απαιτεί παρακολούθηση και παρέμβαση προκειμένου να διατηρηθεί. Αλλά δεν πρόκειται για την οποιαδήποτε παρέμβαση. Σε διαφοροποίηση με τους κεϋνσιανούς που θεωρούν ότι το κράτος πρέπει να αναπληρώνει τις δομικές ελλείψεις της αγοράς —δημιουργώντας για παράδειγμα δημόσια έργα με στόχο την αύξηση της ζήτησης και την απορρόφηση των ανέργων— οι ορντοφιλελεύθεροι αντιλαμβάνονται την κρατική παρέμβαση αυστηρά περιορισμένη στη δημιουργία ενός νομικού και θεσμικού πλαισίου που στόχο έχει τη διευκόλυνση του ανταγωνισμού. Η μόνη επιτρεπόμενη κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της οικονομίας είναι η διατήρηση της χρηματιστικής σταθερότητας.
Τέλος για να υπάρχει εγγύηση πλήρους ανταγωνισμού και σταθερότητας των τιμών, θα πρέπει να αποκλείσουν τη ρευστότητα που δημιουργούν οι κυβερνήσεις και ο ανθρώπινος παράγοντας. Ορισμένοι κανόνες θα πρέπει να εγγράφoνται σε ένα πραγματικό οικονομικό σύνταγμα που προβλέπει τις ακόλουθες αρχές: σταθερό νόμισμα, ελεύθερες συναλλαγές με το εξωτερικό, μάχη κατά των μονοπωλίων, ελευθερία συμβολαίων και συναφών, πλήρης ευθύνη ατόμων και επιχειρήσεων. Εδώ εκδηλώνεται ένα χαρακτηριστικό του κανονιστικού φιλελευθερισμού: όντας δύσπιστοι απέναντι στο κίνημα των μαζών και μην έχοντας εμπιστοσύνη στη φυσική ισορροπία της οικονομίας της αγοράς, οι ορντοφιλελεύθεροι τείνουν να επιβάλουν αυστηρούς κανόνες, εγγεγραμμένους στις πλάκες του νόμου, έτσι ώστε να επιτρέψουν την πλήρη ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Και οι θεσμοί που είναι υπεύθυνοι για τη σταθερότητα των τιμών και τη διασφάλιση του ανταγωνισμού, δεν θα πρέπει να διευθύνονται από διοικήσεις υπό την εποπτεία της κυβέρνησης αλλά από ανεξάρτητες αρχές. Έτσι στη μεταπολεμική Γερμανία φτιάχτηκε η Κεντρική Τράπεζα και το Ομοσπονδιακό Γραφείο Καρτέλ, δύο μηχανισμοί με μεγάλη ανεξαρτησία απέναντι στον πολιτικό κόσμο.
Ας ξαναπιάσουμε όμως το νήμα των γεγονότων. Από τις 26 έως τις 30 Αυγούστου του 1938, λαμβάνει χώρα το ιδρυτικό συνέδριο του νεοφιλελευθερισμού. Είκοσι έξι οικονομολόγοι και φιλελεύθεροι διανοητές συγκεντρώνονται στο Παρίσι. Πρόκειται για την «Σύσκεψη Walter Lippmann»7. Μεταξύ των συμμετοχών βρίσκουμε τον Αμερικανό Walter Lippmann, τους Γάλλους Jacques Rueff και Ρεημόν Αρόν, τους Αυστριακούς Ludwig von Mises και Φρίντριχ Χάγιεκ, καθώς και τους Γερμανούς ορντοφιλελεύθερους Wilhelm Röpke και Alexander Rüstow. Όλοι τους θέλουν να σώσουν τον φιλελευθερισμό από τον κομμουνισμό, από τον ναζισμό, από τον κεντρικό σχεδιασμό, από το Λαϊκό Μέτωπο και το Νιου Ντηλ του Ρούσβελτ. Κι αν οι Röpke και Rüstow υποστηρίζουν την άποψη του νομικού παρεμβατισμού του κράτους προκειμένου να διασφαλίζεται ο πλήρης ανταγωνισμός, οι Von Mises και Χάγιεκ αντιθέτως θα διατυπώσουν σοβαρές επιφυλάξεις επί του θέματος. Χωρίς να λάβουν κάποια απόφαση επ’ αυτού, οι συμμετέχοντες θα προβλέψουν τη δημιουργια ενός Διεθνούς Κέντρου για την Ανανέωση του Φιλελευθερισμού (CIRL). Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που θα ξεσπάσει, βάζει τέλος στα σχέδια αυτά.
Στις 10 Απριλίου του 1947, έπειτα από πρωτοβουλία του Φρίντριχ Χάγιεκ και χάρη σε γενναίες χρηματοδοτήσεις —ιδιαίτερα από τους ισχυρούς καπιταλιστές της Ελβετίας— εμφανίζεται η Société du Mont-Pèlerin, στο Vevey στην Ελβετία. Εδώ ξαναβρίσκουμε ένα μέρος των συμμετεχόντων της Σύσκεψης «Walter Lippmann» —περιλαμβανομένων των ορντοφιλελεύθερων— αλλά και νέα πρόσωπα όπως ο Μίλτον Φρήντμαν του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Επιδίωξη της εταιρίας είναι να συγκεντρώνει σε σταθερή βάση όλους τους νεοφιλελεύθερους ιδεολόγους με σκοπό τη διάδοση των ιδεών τους στις πολιτικές και οικονομικές «ελίτ», με στόχο να επαναφέρουν τον καπιταλισμό στην ορθή κατεύθυνση.
Η καθιέρωση του ορντοφιλελευθερισμού στη Δυτική Γερμανία
Στη διάρκεια της δημιουργίας της Société du Mont-Pèlerin, απέναντι στον αναπτυσσόμενο κεϋνσιανισμό του 1945, οι νεοφιλελεύθεροι εμφανίζονται καταδικασμένοι στο περιθώριο. Υπάρχει ωστόσο μια χώρα όπου οι ιδέες τους —τουλάχιστον οι ιδέες των ορντοφιλελεύθερων— χαίρουν ενός πραγματικού ακροατηρίου: πρόκειται για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το 1948 υπουργός οικονομικών της είναι ο Ludwig Erhard. Πρόκειται για ένθερμο οπαδό του ορντοφιλελευθερισμού, ο οποίος εισάγει στο επιστημονικό Συμβούλιο που τον πλαισιώνει ανθρώπους όπως οι Eucken, Böhm και Müller-Armack. Ο Erhard θα επιβάλει άμεσα μια ευρεία απελευθέρωση των τιμών και θα προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων του δημοσίου. Με τον τρόπο αυτό πορεύεται ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στις πολιτικές των στοχευόμενων παρεμβάσεων και ενός ορισμένου σχεδιασμού της οικονομίας, που την εποχή εκείνη εφαρμόζονται σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Το 1957 ιδρύονται δύο ανεξάρτητοι οργανισμοί από την πολιτική εξουσία: ο πρώτος είναι η Deutsche Bundesbank (Η Kεντρική Τράπεζα της Γερμανίας). Υπεύθυνη για το γερμανικό νόμισμα, είναι επιφορτισμένη με τη σταθερότητα των τιμών· ο μηχανισμός αυτός δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού ή για την επίτευξη και διατήρηση της πλήρους απασχόλησης. Ο δεύτερος είναι το Ομοσπονδιακό Γραφείο Καρτέλ, επιφορτισμένο με τον απόλυτο σεβασμό του ανταγωνισμού.
Σε αυτή την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υπάρχει χώρος για μια βιομηχανική πολιτική που την προωθεί το δημόσιο· δεν υπάρχει ίχνος ενός γαλλοβρετανικού «Concorde» ή του αντίστοιχου ιαπωνικού MITI. Δεν υπάρχει περίπτωση το χέρι του κράτους να μπλεχτεί με το «αόρατο χέρι της αγοράς». Λιγάκι όπως το γαλατικό χωριό του Αστερίξ, η Δυτική Γερμανία είναι μια νεοφιλελεύθερη νησίδα —ή καλύτερα ορντοφιλελεύθερη— απομονωμένη ανάμεσα στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης όπου εφαρμόζεται ο νεοκεϋνσιανισμός.
Έτσι η θεσμοποίηση του ορντοφιλελευθερισμού στη Δυτική Γερμανία ονομάστηκε «κοινωνική οικονομία της αγοράς». Ο όρος αυτός που κατασκεύασε ο Müller-Armack υποκρύπτει μια διπλή αμφισημία: τόσο η ίδια η λέξη «κοινωνική» όσο και το περιεχόμενο που θα προσλάβει αυτή η κοινωνική οικονομία της αγοράς στην πραγματικότητα. Για τον Müller-Armack η οικονομία ονομάζεται «κοινωνική», γιατί υπακούει στους νόμους των καταναλωτών· είναι δημοκρατία της κατανάλωσης διά του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός επιτρέπει την αύξηση του μέσου πλούτου και προσφέρει στον καθένα τη δυνατότητα να επωφεληθεί από αυτό που του αξίζει. Στοιχηματίζοντας στην αίσθηση της ευθύνης των ατόμων —όπως και των επιχειρήσεων— οι ορντοφιλελεύθεροι εκτιμούν ότι εναπόκειται στον καθένα να ασφαλιστεί προσωπικά στις ιδιωτικές εταιρίες προκειμένου να προφυλαχτεί από τις αναποδιές της ζωής. Πράγματι με την αρωγή και τα επιδόματα που παρέχει το Κράτος υπάρχει ο κίνδυνος να εξασθενήσει η αίσθηση υπευθυνότητας των ανθρώπων: αυτά θα πρέπει να προορίζονται για τους απόλυτα περιθωριακούς. Η «κοινωνική οικονομία της αγοράς», παρά την αμφισημία που υποκρύπτει ο όρος, δεν έχει τίποτε το κοινό με τα κεϋνσιανικά μέτρα. Βεβαίως οι ορντοφιλελεύθεροι δεν θα μπορούσαν να ισοπεδώσουν το παρελθόν, αφού από την εποχή του Μπίσμαρκ η Γερμανία διέθετε ένα σταθερό οπλοστάσιο κοινωνικών νόμων —ένα πλέγμα που αφορούσε στην προστασία της υγείας, της εργασίας, των εργατικών ατυχημάτων και της τρίτης ηλικίας, και που είχε ήδη καθιερωθεί πριν το 1890. Έπειτα η ισχύς του γερμανικού εργατικού κινήματος καθιστούσε αδιανόητη οποιαδήποτε επιστροφή στο παρελθόν αναφορικά με τα ζητήματα αυτά. Έως το 1966, πιστοί στον ορντοφιλελευθερισμό, οι Γερμανοί ηγέτες δεν θα αναπτύξουν τις κοινωνικές παροχές παρά σε ένα επίπεδο λίγο κατώτερο από αυτό της Γαλλίας ή της Μεγάλης Βρετανίας την ίδια περίοδο. Έτσι για το οικογενειακό επίδομα που εισάγεται το 1954 προβλέπεται η καταβολή του μετά το τρίτο τέκνο.
Διπλή αμφισημία θα λέγαμε, αφού ο όρος «κοινωνικός» λανθασμένα παραπέμπει στον κεϋνσιανισμό, και έπειτα με δεδομένο το παρελθόν της Γερμανίας και την κατάσταση του συσχετισμού των δυνάμεων, αυτή η «κοινωνική οικονομία της αγοράς» έχει συμπεριλάβει στοιχεία κοινωνικής νομοθεσίας. Αυτό μας επιτρέπει σήμερα να καταλάβουμε, γιατί ορισμένοι καθαρόαιμοι νεοφιλελεύθεροι δεν αναγνωρίζουν ως δικό τους τον ορντοφιλελευθερισμό.
Στη διάρκεια της πλήρους ανάπτυξης των «Golden Sixties» οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες του SPD παίρνουν τα ηνία της εξουσίας από τους χριστιανοδημοκράτες της CDU. Παρόλο που διατηρούν τις βάσεις του ορντοφιλελευθερισμού στη διαχείριση της οικονομίας και της κοινωνίας, θα εισηγηθούν επιπλέον στοιχεία κεϋνσιανισμού. Σε μερικά χρόνια το ποσοστό παρακράτησης φόρου για κοινωνικούς σκοπούς στο ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 50%, ενώ θα ψηφιστεί νόμος για την προώθηση της σταθερότητας και της ανάπτυξης. Όταν οι χριστιανοδημοκράτες του Χέλμουτ Κολ επιστρέψουν στην εξουσία το 1982, και το 1988 η προσπάθειά τους να επανατοποθετήσουν στη θέση του έναν πιο ορθόδοξο ορντοφιλελευθερισμό, θα συναντήσει εμπόδια υπό το βάρος της γερμανικής επανενοποίησης. Είναι στη διάρκεια των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων Σρέντερ (1998-2005), που η επιστροφή στον ορντοφιλελευθερισμό γίνεται με ένταση. Σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα όπου ο νεοφιλελευθερισμός γίνεται η παγκόσμια οικονομική δόξα και με τον εκβιασμό της μεταφοράς των εργοστασίων στην ανατολή (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία) η γερμανική κυβέρνηση υιοθετεί την «Ατζέντα 2010». Το πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης-υγείας συρρικνώνεται, οι συντάξεις μειώνονται, η αγορά εργασίας γίνεται «ελαστική» (υποαμοιβόμενες μικροδουλειές, συρρίκνωση της διάρκειας καταβολής επιδόματος ανεργίας κ.λπ.)
Η επιρροή του ορντοφιλελευθερισμού
στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση
Αυτή η Γερμανία όπου κυριαρχεί ο ορντοφιλελευθερισμός θα αποτυπώσει σε μεγάλο βαθμό τη σφραγίδα της στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση. H Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση (ΕΟΚ), που ιδρύεται το 1957 με τη Συμφωνία της Ρώμης, θα αποδειχθεί ένας συμβιβασμός μεταξύ κάποιων αντιλήψεων διευθυντισμού και προγραμματισμού των Γάλλων της εποχής εκείνης και του ορντοφιλελευθερισμού μιας σημαντικής μερίδας Γερμανών διαπραγματευτών —για παράδειγμα ο Walter Hallstein, πρώτος πρόεδρος της Κομισιόν από το 1958 έως το 1967, ήταν ένας καθαρόαιμος ορντοφιλελεύθερος. Η Γαλλία θα εξασφαλίσει την Κοινή Αγροτική Πολιτική, ορισμένες κοινωνικές βελτιώσεις, καθώς και υψηλούς δασμούς, παράλληλα με την προτίμηση για ορισμένα προϊόντα από τις αποικίες ή τις πρώην αποικίες της8. Θα θεσμοθετηθούν ωστόσο τέσσερις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες (ελευθερία διακίνησης ανθρώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων). Δεν προβλέπεται καμιά πολιτική για τη βιομηχανία. Στο εξής η πολιτική του ανταγωνισμού (ο ελεύθερος και «ανόθευτος» ανταγωνισμός) συνιστά πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην πορεία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα αποδειχτεί πιο φονταμενταλιστικό από την ίδια την Κομισιόν, αναφορικά με τον τρόπο που αντιμετωπίζει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Αφού κατά τον ορντοφιλελευθερισμό ο ανταγωνισμός είναι μια βολονταριστική δημιουργία των αρχών, θα πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε απόφαση που θα τον παρενοχλούσε. Για παράδειγμα, αν μια γιγαντιαία επιχείρηση επιβληθεί σε έναν κλάδο και για να αποτρέψει τους ανταγωνιστές να μπερδευτούν στα πόδια της διατηρεί χαμηλά —τουλάχιστον για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα— τις τιμές των προϊόντων της, αυτό το πλεονέκτημα δεν θα πρέπει να λογίζεται υπέρ του καταναλωτή: θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για τη δημιουργία πραγματικού ανταγωνισμού. Με τον τρόπο αυτό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αιτιολογεί το σκεπτικό του, ενώ αντιμέτωπες με αντίστοιχες περιπτώσεις οι αμερικανικές αρχές αντιτράστ μπορούν και επιλέγουν άλλες λύσεις9. Αυτά τα στοιχεία μάς επιτρέπουν να διακρίνουμε τον ορντοφιλελευθερισμό από τον νεοφιλελευθερισμό αγγλοσαξονικής κοπής. Στη συμπεριφορά των ορντοφιλελεύθερων υπάρχει ένα είδος φορμαλισμού. Δεν είναι το αποτέλεσμα μιας πράξης που επιτρέπει να διακρίνουμε τις καλές αποφάσεις από τις υπόλοιπες, αλλά ο σεβασμός ή όχι των κανόνων του παιχνιδιού του ανταγωνισμού.
H μετα-Μάαστριχτ Ευρώπη
Mε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται για τη δημιουργία κοινού νομίσματος, του ευρώ. Το καταστατικό της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΚΕΤ, ιδρύεται το 1998) αποτελεί αντιγραφή του αντίστοιχου της Bundesbank. Ενώ η Αμερικανική (Fed) λογοδοτεί στο Κονγκρέσο των ΗΠΑ και οφείλει να διαφυλάσσει όχι μόνο τη σταθερότητα των τιμών αλλά και την ανάπτυξη της παραγωγής και της εργασίας, η ΚΕΤ είναι ανεξάρτητη της πολιτικής εξουσίας και οφείλει να περιορίζεται στη διατήρηση των τιμών. Όσο για τα κριτήρια σύγκλισης που αφορούν στην ένταξη στο ευρώ υποψήφιων κρατών-μελών, αυτά αντικατοπτρίζουν την ορντοφιλελεύθερη αντίληψη για την εγγραφή τους στο Σύνταγμα που παρακάμπτει τις αποφάσεις των κοινοβουλίων. Αυτό το στοιχείο του ορντοφιλελευθερισμού γίνεται πιο έντονο με την υιοθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Το δομικό έλλειμμα του προϋπολογισμού —δηλαδή εκτός των συγκυριακών διακυμάνσεων— κάθε κράτους-μέλους της ζώνης ευρώ δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,5 % του ΑΕΠ. Πρόκειται για τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα». Αυτό πρέπει να εγγράφεται στο Σύνταγμα ή να έχει ενσωματωθεί στη νομολογία, και πρέπει να συνοδεύεται από έναν κατάλληλο αυτόματο μηχανισμό που δεν υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, τα κράτη οφείλουν να απορροφήσουν την απόκλιση κατά το 1/20 της σε ετήσια βάση. Τα κράτη που δεν σέβονται τους κανόνες αυτούς, τιμωρούνται με πρόστιμο από την Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Ο Χάγιεκ και το νεοφιλελεύθερο τσουνάμι
Aναμφισβήτητα ο ορντοφιλελευθερισμός, που εφαρμόστηκε πρώτα στη Δυτική Γερμανία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης, που το 1992 μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σημαντική παρουσία της γερμανικής οικονομίας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα εξηγεί ικανοποιητικά την αποτύπωση αυτή. Στο μεταξύ το κύμα του νεοφιλελευθερισμού θα αναδυθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές στο τσουνάμι αυτό είναι αναμφισβήτητα ο Φρίντριχ Χάγιεκ (1899-1992).
Να σημειώσουμε εκ των προτέρων ότι ο Χάγιεκ δεν διεκδίκησε ποτέ για τον εαυτό του τον τίτλο του νεοφιλελεύθερου: τις απόψεις του τις κατατάσσει σε άμεση συνέχεια με τη σκέψη των κλασικών φιλελελεύθερων όπως του Άνταμ Σμιθ για παράδειγμα. Αρχικά ο Χάγιεκ προσχωρεί στα διδάγματα της νεοκλασικής σχολής10. Αυτή η φιλελεύθερη σχολή που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα πρεσβεύει ότι η κοινωνία δεν αποτελείται από κοινωνικές ομάδες ή τάξεις αλλά από υποκείμενα, κι ότι τα υποκείμενα συμπεριφέρονται ορθολογικά στις οικονομικές τους επιλογές —και γενικότερα στο σύνολο των επιλογών τους — κι ότι η αγορά του ελεύθερου ανταγωνισμού οδηγεί σε μια ικανοποιητική ισορροπία τόσο για τους πωλητές όσο και για τους αγοραστές, τουλάχιστον στον βαθμό που το Κράτος δεν παρεμβαίνει.
Αναφορικά με την αγορά και τον ανταγωνισμό ο Χάγιεκ θα διαφοροποιηθεί γρήγορα από τις ιδέες των νεοκλασικών. Οι τελευταίοι έχουν μια στατική αντίληψη για τον ανταγωνισμό: για αυτούς ο ανόθευτος και καθαρός ανταγωνισμός —δηλαδή πολλές εταιρίες και πολλοί και ενήμεροι καταναλωτές— δημιουργούν αναγκαία μια ικανοποιητική κατάσταση ισορροπίας. Ο Χάγιεκ βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Για αυτόν ο ανταγωνισμός μεταξύ πωλητών και αγοραστών οδηγεί τον καθένα στην αναζήτηση χρήσιμων πληροφοριών, που του επιτρέπουν να αποκομίσει συμπληρωματικά κέρδη. Περισσότερο από μια στατική πραγματικότητα, πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία που δεν ολοκληρώνεται ποτέ· η αγορά αυτοδημιουργείται μάλλον παρά αυτορρυθμίζεται11. Πράγματι για τον Χάγιεκ η αγορά είναι το θέατρο μιας ακατάπαυστης μάχης που βελτιώνει τις δυνατότητες του καθενός. Αυτή η ρευστότητα οδηγεί τον καθένα στο να προσπαθεί να ξεπεράσει τους άλλους, και έτσι να βελτιώνεται διαρκώς. Αλλά πώς φτάνουμε ως εκεί;
Για τον Χάγιεκ η ανθρώπινη κοινωνία οικοδομήθηκε αργά, με δοκιμές και λάθη, δημιουργώντας «κανόνες ορθής συμπεριφοράς». Η κοινωνία δεν είναι αποτέλεσμα ούτε μιας ξεκάθαρης φυσικής τάξης —ανεξάρτητης δηλαδή της ανθρώπινης δράσης— ούτε αποτελεί τεχνητή τάξη —που να απορρέει άμεσα από τη συνειδητή βούληση των ανθρώπων. Πρόκειται για μια αυθόρμητη τάξη που προκύπτει από την ανθρώπινη δράση, αλλά χωρίς αυτή να είναι προσχεδιασμένη12. Στην πορεία η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς επέτρεψε τη διεύρυνση της κοινωνίας πέραν της ορδής, του γένους ή της φυλής· έτσι δημιουργήθηκε η τάξη της αγοράς, που ο Χάγιεκ θα βαπτίσει «κατάλλαξσιν», και η οποία καθιστά εφικτή τη συμφιλίωση διαφορετικών σχεδίων, όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας. Αυτή η προοδευτική διεργασία των ανθρωπίνων κοινωνιών συνοδεύεται από τη δημιουργία των «κανόνων ορθής συμπεριφοράς». Οι κανόνες αυτοί οδηγούν σε τρεις θεμελιώδεις νόμους: σταθερότητα της κατοχής —το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων με συγκατάθεση—, ελευθερία της σύναψης συμβολαίου, και τέλος εκπλήρωση των υποσχέσεων που εμπεριέχονται στα συμβόλαια —με ρήτρα καταδίκης σε αποζημίωση σε περίπτωση μη τήρησης των όρων.
Για τον Χάγιεκ είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο να θέλει κανείς να αντικαταστήσει την αυθόρμητη τάξη της αγοράς με ένα άλλο σύστημα, γιατί η γνώση που μπορούμε να έχουμε για τη λειτουργία των πολύπλοκων κοινωνικών συστημάτων είναι πολύ περιορισμένη. Στον τομέα των κοινωνικών επιστημών είναι μάταιο το να επιχειρούμε να εξηγήσουμε απόλυτα τα φαινόμενα ή να τα προβλέψουμε. Θα πρέπει να έχουμε τη μετριοφροσύνη να στοχαζόμαστε αυτόν τον θαυμάσιο μηχανισμό που είναι η αγορά, έτσι όπως έχει δημιουργηθεί στους αιώνες13. Γνωρίζοντας ότι αυτό που δεν μπορεί να γίνει απόλυτα κατανοητό, δεν μπορεί να σχεδιαστεί, είναι πολύ επικίνδυνο το να επιχειρήσουμε να αντικαταστήσουμε την αγορά με ένα άλλο σύστημα, όπως είναι για παράδειγμα το σοσιαλιστικό. Θα ήταν σαν να παίζουμε τον μαθητευόμενο μάγο. Θα υπήρχε ο κίνδυνος της βύθισης στη βαρβαρότητα —ούτε λίγο ούτε πολύ— και στον ολοκληρωτισμό ή και τα δύο μαζί!
Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να εκτρέψουμε αυτή την οικονομία της αγοράς και να τη στρέψουμε στον κοινωνικό προσανατολισμό; Όχι βέβαια. Αν το κάναμε, θα ήταν σαν να εισάγουμε ένα τεχνητό στοιχείο σε ένα αυθόρμητο οικοδόμημα. Μπορεί να γίνει για να βοηθηθούν οι πιο στερημένοι αλλά με την εγγύηση ενός ελάχιστου εισοδήματος· για τους υπόλοιπους το κράτος δεν μπορεί παρά να έχει γενικούς κανόνες που ισχύουν για όλους. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για μια αναδιανομή του πλούτου σε βάσεις λιγότερο άνισες. Κι ακόμη αν μια δημοκρατική πλειοψηφία αποφάσιζε να παρακρατήσει ένα μέρος της περιουσίας των πλουσίων για να επωφεληθούν οι φτωχοί, αυτό θα ήταν απαράδεκτο. Θα πρέπει να διατηρούνται οι κανόνες μιας ορθής συμπεριφοράς και αυτοί που ισχύουν για όλους. Η αποδοχή της λαϊκής κυριαρχίας θα σήμαινε επικύρωση της «τυρρανίας της πλειοψηφίας», της πλειοψηφίας των φτωχών και των μεσαίων τάξεων απέναντι στους πλούσιους. Θα ήταν μια «απεριόριστη δημοκρατία» υποκείμενη στον εκφυλισμό μιας «ολοκληρωτικής δημοκρατίας». Στην οπτική αυτή και αναφορικά με τον Πινοσέτ ο Χάγιεκ θα δηλώσει: «Η προσωπική μου προτίμηση κλίνει προς μια φιλελεύθερη δικτατορία, και όχι προς μια δημοκρατική κυβέρνηση όπου απουσιάζει ο φιλελευθερισμός»....
* Ο ορντοφιλελευθερισμός ή κανονιστικός φιλελευθερισμός (Ordoliberalismus στα γερμανικά) είναι ρεύμα της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, που έκανε την εμφάνισή του στη Γερμανία τη δεκαετία του 1930. Σύμφωνα με αυτόν ο οικονομικός ρόλος του κράτους είναι να δημιουργήσει και να διατηρήσει ένα κανονιστικό πλαίσιο που επιτρέπει τον ελεύθερο και όχι τον ψευδή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. (ΣτΜ).
Επιλογή μετάφραση: Γιώργος Γιαννόπουλος.
Φωτο.: Morteza Jafari
Aπόσπασμα από το δοκίμιο του Roger Goddin που δημοσιεύεται στο τεύχος 33 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. Ο Goddin είναι Βέλγος ιστορικός και μαρξιστής, με σημαντική συμμετοχή στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες της Ευρώπηςε. Μετάφραση: Γιώργος Γιαννόπουλος. Επιμέλεια: Guy Van Sinoy.
Ο ορντοφιλελευθερισμός
ανοίγει τον δρόμο στον νεοφιλελευθερισμό
Υπάρχει ένα αφήγημα που περιγράφει τον έλεγχο του παγκόσμιου καπιταλισμού από τον νεοφιλελευθερισμό, και είναι το ακόλουθο. Το 1947, κι ενώ ο κεϋνσιανισμός είχε επιβληθεί σχεδόν παντού στον καπιταλιστικό κόσμο, ο Χάγιεκ ίδρυσε τη Société du Mont Pèlerin· έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι ιδέες που διακηρύσσει αυτός και οι φίλοι του, ανάμεσά τους και ο Μίλτον Φρήντμαν, έχουν ένα περιορισμένο ακροατήριο. Ένα πρώτο πεδίο εφαρμογής ωστόσο τούς παρουσιάζεται το 1973 στη Χιλή, όπου η αιματοβαμμένη δικτατορία του Πινοσέτ συμφωνεί με την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων ιδεών. Όταν ολοκληρώνεται η «Χρυσή δεκαετία του ’60», και πριν εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον κόσμο, ο νεοφιλελευθερισμός έχει επιβληθεί στην Αγγλία της Θάτσερ και στις ΗΠΑ του Ρέιγκαν. Έτσι κρυμμένος στη σκιά ο νεοφιλελευθερισμός σκούριαζε έως το 1973, οπότε αναδύθηκε με την ανατροπή του Αλιέντε στη Χιλή και στη συνέχεια με την «πετρελαϊκή κρίση» του 1973, προοίμιο στο λυκόφως του κεϋνσιανικoύ-φορντικού καπιταλισμού. Αν ακολουθήσουμε την κυρίαρχη αντίληψη, οδηγούμαστε αναγκαστικά στην άποψη ότι η καταγωγή του νεοφιλελευθερισμού είναι ουσιαστικά αγγλοσαξονική αφού με καταγωγή από την Αυστρία ο Χάγιεκ —δίδαξε κυρίως στις ΗΠΑ— ενώ η Σχολή του Σικάγου ήταν ένας σημαντικότατος τόπος της διανοητική εκκόλαψης του νεοφιλελευθερισμού. Υπάρχουν ωστόσο ορισμένα προβληματικά στοιχεία που αφήνουν να εννοηθεί ότι η πραγματικότητα διαφέρει από το αφήγημα. Έτσι αναφορικά με την ανεξαρτησία απέναντι στην πολιτική εξουσία, η ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) είναι πιο αδιάλλακτη από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed)· αντίθετα με τη Fed, η ΕΚΤ δεν έχει ως αποστολή ούτε να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας ούτε να δίνει λογαριασμό στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Κι όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εκδίδει αποφάσεις για τον μη σεβασμό του ανταγωνισμού, η ΕΚΤ συχνά αποδεικνύεται πιο τυπολατρική από τη βορειοαμερικανική δικαιοσύνη1. Υπάρχουν λοιπόν αυθεντικά ευρωπαϊκά στοιχεία στην έλευση του νεοφιλελευθερισμού; Η απάντηση είναι καταφατική. Πρόκειται για τον κανονιστικό φιλελευθερισμό (Ordoliberalismus)— τον οποίο πολλοί αγνοούν —ή ακόμη κι αν τον γνωρίζουν, ελαχιστοποιούν τον ρόλο του2. Ορισμένοι συγγραφείς όπως οι François Denord3, Pierre Dardot και Christian Laval4 αποκάλυψαν το φαινόμενο και τη σημασία του. Τι μας διδάσκουν λοιπόν;
Η ανάδυση του ορντοφιλελευθερισμού
Ας μεταφερθούμε στην ατμόσφαιρα της δεκαετίας του 1930. Κι ενώ τα πενταετή σοβιετικά πλάνα εντυπωσιάζουν ακόμη και τους εχθρούς τους με τις επιδόσεις τους, ο καπιταλισμός διέρχεται την πιο σοβαρή κρίση του. Ο κλασικός φιλελευθερισμός δείχνει κλωνισμένος, ενώ ήδη υπάρχουν αυτοί που δηλώνουν ότι θέλουν να τον διασώσουν με κάθε τίμημα. Ορισμένοι όπως ο Κέυνς πιστεύουν ότι το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει στην οικονομία για να στηρίξει τις ανεπάρκειες μιας αγοράς που έχει εγκαταλειφθεί στον εαυτό της· υπάρχουν όμως άλλοι που απλώς είναι αρπαγμένοι από τα δόγματα ενός καθαρού και ανόθευτου φιλελευθερισμού. Μεταξύ αυτών οι Αυστριακοί Ludwig von Mises και Φρίντριχ Χάγιεκ5. Έτσι ανάμεσα στους οπαδούς της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και τους αντιπάλους της, κάνει την εμφάνισή του ένα ρεύμα που παρουσιάζεται ως συμβιβασμός μεταξύ των δύο απόψεων: πρόκειται για τον γερμανικό Ordoliberalismus6. Θα πρέπει ωστόσο να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε ένα σχήμα «του ορθού μέσου» μεταξύ «δύο άκρων». Ο κανονιστικός φιλελευθερισμός δεν έχει τίποτε το κοινό με τον κεϋνσιανισμό. Εγγράφεται σε αυτό που πρόκειται να γίνει ο νεοφιλελευθερισμός.
Οι Walter Eucken, Franz Böhm, Wilhelm Röpke, Alexander Rüstow, Alfred Müller-Armack και ορισμένοι άλλοι, είναι Γερμανοί που απογοητευμένοι στάθηκαν μάρτυρες του ιλιγγιώδους πληθωρισμού του 1923, του ναυαγίου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, της μεγάλης κρίσης του 1930-1931 και της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία. Από αυτή τη χαοτική εμπειρία οι ορντοφιλελεύθεροι οδηγήθηκαν σε τρία βασικά συμπεράσματα: μια πραγματική εμμονή για τη χρηματιστική σταθερότητα, ένας φόβος για το μονοπώλιο της οικονομικής εξουσίας, προοίμιο κατά τη γνώμη τους για το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας —το παράδειγμα των Ναζί στη Γερμανία— και τέλος μια έντονη δυσπιστία απέναντι στο κοινωνικό και λαϊκό κίνημα.
Θέλουν να καταπολεμήσουν τον φασισμό, τον ναζισμό αλλά και τον κομμουνισμό, και ως καλοί φιλελεύθεροι δεν θέλουν το κράτος να παίζει κάποιο ρόλο στην οικονομία, σε αντίθεση με τους κεϋνσιανούς. Εκτιμούν ωστόσο ότι το «laissez-faire, laissez-passer» του φιλελευθερισμού δεν έχει μέλλον. Για αυτούς, αν ο ανταγωνισμός αφεθεί ελεύθερος, αυτοκαταστρέφεται: οδηγεί στη δημιουργία μονοπωλίων και καρτέλ. Αντίθετα με όσα έγραψαν οι κλασικοί του φιλελευθερισμού, η αγορά όπου συνυπάρχουν διάφοροι ανταγωνιστές δεν αποτελεί φυσικό δεδομένο. Πρόκειται για ανθρώπινο δημιούργημα που απαιτεί παρακολούθηση και παρέμβαση προκειμένου να διατηρηθεί. Αλλά δεν πρόκειται για την οποιαδήποτε παρέμβαση. Σε διαφοροποίηση με τους κεϋνσιανούς που θεωρούν ότι το κράτος πρέπει να αναπληρώνει τις δομικές ελλείψεις της αγοράς —δημιουργώντας για παράδειγμα δημόσια έργα με στόχο την αύξηση της ζήτησης και την απορρόφηση των ανέργων— οι ορντοφιλελεύθεροι αντιλαμβάνονται την κρατική παρέμβαση αυστηρά περιορισμένη στη δημιουργία ενός νομικού και θεσμικού πλαισίου που στόχο έχει τη διευκόλυνση του ανταγωνισμού. Η μόνη επιτρεπόμενη κρατική παρέμβαση στη λειτουργία της οικονομίας είναι η διατήρηση της χρηματιστικής σταθερότητας.
Τέλος για να υπάρχει εγγύηση πλήρους ανταγωνισμού και σταθερότητας των τιμών, θα πρέπει να αποκλείσουν τη ρευστότητα που δημιουργούν οι κυβερνήσεις και ο ανθρώπινος παράγοντας. Ορισμένοι κανόνες θα πρέπει να εγγράφoνται σε ένα πραγματικό οικονομικό σύνταγμα που προβλέπει τις ακόλουθες αρχές: σταθερό νόμισμα, ελεύθερες συναλλαγές με το εξωτερικό, μάχη κατά των μονοπωλίων, ελευθερία συμβολαίων και συναφών, πλήρης ευθύνη ατόμων και επιχειρήσεων. Εδώ εκδηλώνεται ένα χαρακτηριστικό του κανονιστικού φιλελευθερισμού: όντας δύσπιστοι απέναντι στο κίνημα των μαζών και μην έχοντας εμπιστοσύνη στη φυσική ισορροπία της οικονομίας της αγοράς, οι ορντοφιλελεύθεροι τείνουν να επιβάλουν αυστηρούς κανόνες, εγγεγραμμένους στις πλάκες του νόμου, έτσι ώστε να επιτρέψουν την πλήρη ανάπτυξη του ανταγωνισμού. Και οι θεσμοί που είναι υπεύθυνοι για τη σταθερότητα των τιμών και τη διασφάλιση του ανταγωνισμού, δεν θα πρέπει να διευθύνονται από διοικήσεις υπό την εποπτεία της κυβέρνησης αλλά από ανεξάρτητες αρχές. Έτσι στη μεταπολεμική Γερμανία φτιάχτηκε η Κεντρική Τράπεζα και το Ομοσπονδιακό Γραφείο Καρτέλ, δύο μηχανισμοί με μεγάλη ανεξαρτησία απέναντι στον πολιτικό κόσμο.
Ας ξαναπιάσουμε όμως το νήμα των γεγονότων. Από τις 26 έως τις 30 Αυγούστου του 1938, λαμβάνει χώρα το ιδρυτικό συνέδριο του νεοφιλελευθερισμού. Είκοσι έξι οικονομολόγοι και φιλελεύθεροι διανοητές συγκεντρώνονται στο Παρίσι. Πρόκειται για την «Σύσκεψη Walter Lippmann»7. Μεταξύ των συμμετοχών βρίσκουμε τον Αμερικανό Walter Lippmann, τους Γάλλους Jacques Rueff και Ρεημόν Αρόν, τους Αυστριακούς Ludwig von Mises και Φρίντριχ Χάγιεκ, καθώς και τους Γερμανούς ορντοφιλελεύθερους Wilhelm Röpke και Alexander Rüstow. Όλοι τους θέλουν να σώσουν τον φιλελευθερισμό από τον κομμουνισμό, από τον ναζισμό, από τον κεντρικό σχεδιασμό, από το Λαϊκό Μέτωπο και το Νιου Ντηλ του Ρούσβελτ. Κι αν οι Röpke και Rüstow υποστηρίζουν την άποψη του νομικού παρεμβατισμού του κράτους προκειμένου να διασφαλίζεται ο πλήρης ανταγωνισμός, οι Von Mises και Χάγιεκ αντιθέτως θα διατυπώσουν σοβαρές επιφυλάξεις επί του θέματος. Χωρίς να λάβουν κάποια απόφαση επ’ αυτού, οι συμμετέχοντες θα προβλέψουν τη δημιουργια ενός Διεθνούς Κέντρου για την Ανανέωση του Φιλελευθερισμού (CIRL). Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος που θα ξεσπάσει, βάζει τέλος στα σχέδια αυτά.
Στις 10 Απριλίου του 1947, έπειτα από πρωτοβουλία του Φρίντριχ Χάγιεκ και χάρη σε γενναίες χρηματοδοτήσεις —ιδιαίτερα από τους ισχυρούς καπιταλιστές της Ελβετίας— εμφανίζεται η Société du Mont-Pèlerin, στο Vevey στην Ελβετία. Εδώ ξαναβρίσκουμε ένα μέρος των συμμετεχόντων της Σύσκεψης «Walter Lippmann» —περιλαμβανομένων των ορντοφιλελεύθερων— αλλά και νέα πρόσωπα όπως ο Μίλτον Φρήντμαν του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Επιδίωξη της εταιρίας είναι να συγκεντρώνει σε σταθερή βάση όλους τους νεοφιλελεύθερους ιδεολόγους με σκοπό τη διάδοση των ιδεών τους στις πολιτικές και οικονομικές «ελίτ», με στόχο να επαναφέρουν τον καπιταλισμό στην ορθή κατεύθυνση.
Η καθιέρωση του ορντοφιλελευθερισμού στη Δυτική Γερμανία
Στη διάρκεια της δημιουργίας της Société du Mont-Pèlerin, απέναντι στον αναπτυσσόμενο κεϋνσιανισμό του 1945, οι νεοφιλελεύθεροι εμφανίζονται καταδικασμένοι στο περιθώριο. Υπάρχει ωστόσο μια χώρα όπου οι ιδέες τους —τουλάχιστον οι ιδέες των ορντοφιλελεύθερων— χαίρουν ενός πραγματικού ακροατηρίου: πρόκειται για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Το 1948 υπουργός οικονομικών της είναι ο Ludwig Erhard. Πρόκειται για ένθερμο οπαδό του ορντοφιλελευθερισμού, ο οποίος εισάγει στο επιστημονικό Συμβούλιο που τον πλαισιώνει ανθρώπους όπως οι Eucken, Böhm και Müller-Armack. Ο Erhard θα επιβάλει άμεσα μια ευρεία απελευθέρωση των τιμών και θα προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων του δημοσίου. Με τον τρόπο αυτό πορεύεται ενάντια στο ρεύμα, ενάντια στις πολιτικές των στοχευόμενων παρεμβάσεων και ενός ορισμένου σχεδιασμού της οικονομίας, που την εποχή εκείνη εφαρμόζονται σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες. Το 1957 ιδρύονται δύο ανεξάρτητοι οργανισμοί από την πολιτική εξουσία: ο πρώτος είναι η Deutsche Bundesbank (Η Kεντρική Τράπεζα της Γερμανίας). Υπεύθυνη για το γερμανικό νόμισμα, είναι επιφορτισμένη με τη σταθερότητα των τιμών· ο μηχανισμός αυτός δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τη διατήρηση της αγοραστικής δύναμης του πληθυσμού ή για την επίτευξη και διατήρηση της πλήρους απασχόλησης. Ο δεύτερος είναι το Ομοσπονδιακό Γραφείο Καρτέλ, επιφορτισμένο με τον απόλυτο σεβασμό του ανταγωνισμού.
Σε αυτή την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας δεν υπάρχει χώρος για μια βιομηχανική πολιτική που την προωθεί το δημόσιο· δεν υπάρχει ίχνος ενός γαλλοβρετανικού «Concorde» ή του αντίστοιχου ιαπωνικού MITI. Δεν υπάρχει περίπτωση το χέρι του κράτους να μπλεχτεί με το «αόρατο χέρι της αγοράς». Λιγάκι όπως το γαλατικό χωριό του Αστερίξ, η Δυτική Γερμανία είναι μια νεοφιλελεύθερη νησίδα —ή καλύτερα ορντοφιλελεύθερη— απομονωμένη ανάμεσα στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης όπου εφαρμόζεται ο νεοκεϋνσιανισμός.
Έτσι η θεσμοποίηση του ορντοφιλελευθερισμού στη Δυτική Γερμανία ονομάστηκε «κοινωνική οικονομία της αγοράς». Ο όρος αυτός που κατασκεύασε ο Müller-Armack υποκρύπτει μια διπλή αμφισημία: τόσο η ίδια η λέξη «κοινωνική» όσο και το περιεχόμενο που θα προσλάβει αυτή η κοινωνική οικονομία της αγοράς στην πραγματικότητα. Για τον Müller-Armack η οικονομία ονομάζεται «κοινωνική», γιατί υπακούει στους νόμους των καταναλωτών· είναι δημοκρατία της κατανάλωσης διά του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός επιτρέπει την αύξηση του μέσου πλούτου και προσφέρει στον καθένα τη δυνατότητα να επωφεληθεί από αυτό που του αξίζει. Στοιχηματίζοντας στην αίσθηση της ευθύνης των ατόμων —όπως και των επιχειρήσεων— οι ορντοφιλελεύθεροι εκτιμούν ότι εναπόκειται στον καθένα να ασφαλιστεί προσωπικά στις ιδιωτικές εταιρίες προκειμένου να προφυλαχτεί από τις αναποδιές της ζωής. Πράγματι με την αρωγή και τα επιδόματα που παρέχει το Κράτος υπάρχει ο κίνδυνος να εξασθενήσει η αίσθηση υπευθυνότητας των ανθρώπων: αυτά θα πρέπει να προορίζονται για τους απόλυτα περιθωριακούς. Η «κοινωνική οικονομία της αγοράς», παρά την αμφισημία που υποκρύπτει ο όρος, δεν έχει τίποτε το κοινό με τα κεϋνσιανικά μέτρα. Βεβαίως οι ορντοφιλελεύθεροι δεν θα μπορούσαν να ισοπεδώσουν το παρελθόν, αφού από την εποχή του Μπίσμαρκ η Γερμανία διέθετε ένα σταθερό οπλοστάσιο κοινωνικών νόμων —ένα πλέγμα που αφορούσε στην προστασία της υγείας, της εργασίας, των εργατικών ατυχημάτων και της τρίτης ηλικίας, και που είχε ήδη καθιερωθεί πριν το 1890. Έπειτα η ισχύς του γερμανικού εργατικού κινήματος καθιστούσε αδιανόητη οποιαδήποτε επιστροφή στο παρελθόν αναφορικά με τα ζητήματα αυτά. Έως το 1966, πιστοί στον ορντοφιλελευθερισμό, οι Γερμανοί ηγέτες δεν θα αναπτύξουν τις κοινωνικές παροχές παρά σε ένα επίπεδο λίγο κατώτερο από αυτό της Γαλλίας ή της Μεγάλης Βρετανίας την ίδια περίοδο. Έτσι για το οικογενειακό επίδομα που εισάγεται το 1954 προβλέπεται η καταβολή του μετά το τρίτο τέκνο.
Διπλή αμφισημία θα λέγαμε, αφού ο όρος «κοινωνικός» λανθασμένα παραπέμπει στον κεϋνσιανισμό, και έπειτα με δεδομένο το παρελθόν της Γερμανίας και την κατάσταση του συσχετισμού των δυνάμεων, αυτή η «κοινωνική οικονομία της αγοράς» έχει συμπεριλάβει στοιχεία κοινωνικής νομοθεσίας. Αυτό μας επιτρέπει σήμερα να καταλάβουμε, γιατί ορισμένοι καθαρόαιμοι νεοφιλελεύθεροι δεν αναγνωρίζουν ως δικό τους τον ορντοφιλελευθερισμό.
Στη διάρκεια της πλήρους ανάπτυξης των «Golden Sixties» οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες του SPD παίρνουν τα ηνία της εξουσίας από τους χριστιανοδημοκράτες της CDU. Παρόλο που διατηρούν τις βάσεις του ορντοφιλελευθερισμού στη διαχείριση της οικονομίας και της κοινωνίας, θα εισηγηθούν επιπλέον στοιχεία κεϋνσιανισμού. Σε μερικά χρόνια το ποσοστό παρακράτησης φόρου για κοινωνικούς σκοπούς στο ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 50%, ενώ θα ψηφιστεί νόμος για την προώθηση της σταθερότητας και της ανάπτυξης. Όταν οι χριστιανοδημοκράτες του Χέλμουτ Κολ επιστρέψουν στην εξουσία το 1982, και το 1988 η προσπάθειά τους να επανατοποθετήσουν στη θέση του έναν πιο ορθόδοξο ορντοφιλελευθερισμό, θα συναντήσει εμπόδια υπό το βάρος της γερμανικής επανενοποίησης. Είναι στη διάρκεια των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων Σρέντερ (1998-2005), που η επιστροφή στον ορντοφιλελευθερισμό γίνεται με ένταση. Σε μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα όπου ο νεοφιλελευθερισμός γίνεται η παγκόσμια οικονομική δόξα και με τον εκβιασμό της μεταφοράς των εργοστασίων στην ανατολή (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία) η γερμανική κυβέρνηση υιοθετεί την «Ατζέντα 2010». Το πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης-υγείας συρρικνώνεται, οι συντάξεις μειώνονται, η αγορά εργασίας γίνεται «ελαστική» (υποαμοιβόμενες μικροδουλειές, συρρίκνωση της διάρκειας καταβολής επιδόματος ανεργίας κ.λπ.)
Η επιρροή του ορντοφιλελευθερισμού
στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση
Αυτή η Γερμανία όπου κυριαρχεί ο ορντοφιλελευθερισμός θα αποτυπώσει σε μεγάλο βαθμό τη σφραγίδα της στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση. H Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση (ΕΟΚ), που ιδρύεται το 1957 με τη Συμφωνία της Ρώμης, θα αποδειχθεί ένας συμβιβασμός μεταξύ κάποιων αντιλήψεων διευθυντισμού και προγραμματισμού των Γάλλων της εποχής εκείνης και του ορντοφιλελευθερισμού μιας σημαντικής μερίδας Γερμανών διαπραγματευτών —για παράδειγμα ο Walter Hallstein, πρώτος πρόεδρος της Κομισιόν από το 1958 έως το 1967, ήταν ένας καθαρόαιμος ορντοφιλελεύθερος. Η Γαλλία θα εξασφαλίσει την Κοινή Αγροτική Πολιτική, ορισμένες κοινωνικές βελτιώσεις, καθώς και υψηλούς δασμούς, παράλληλα με την προτίμηση για ορισμένα προϊόντα από τις αποικίες ή τις πρώην αποικίες της8. Θα θεσμοθετηθούν ωστόσο τέσσερις θεμελιώδεις οικονομικές ελευθερίες (ελευθερία διακίνησης ανθρώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων). Δεν προβλέπεται καμιά πολιτική για τη βιομηχανία. Στο εξής η πολιτική του ανταγωνισμού (ο ελεύθερος και «ανόθευτος» ανταγωνισμός) συνιστά πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην πορεία το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα αποδειχτεί πιο φονταμενταλιστικό από την ίδια την Κομισιόν, αναφορικά με τον τρόπο που αντιμετωπίζει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Αφού κατά τον ορντοφιλελευθερισμό ο ανταγωνισμός είναι μια βολονταριστική δημιουργία των αρχών, θα πρέπει να αποφεύγεται οποιαδήποτε απόφαση που θα τον παρενοχλούσε. Για παράδειγμα, αν μια γιγαντιαία επιχείρηση επιβληθεί σε έναν κλάδο και για να αποτρέψει τους ανταγωνιστές να μπερδευτούν στα πόδια της διατηρεί χαμηλά —τουλάχιστον για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα— τις τιμές των προϊόντων της, αυτό το πλεονέκτημα δεν θα πρέπει να λογίζεται υπέρ του καταναλωτή: θα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για τη δημιουργία πραγματικού ανταγωνισμού. Με τον τρόπο αυτό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αιτιολογεί το σκεπτικό του, ενώ αντιμέτωπες με αντίστοιχες περιπτώσεις οι αμερικανικές αρχές αντιτράστ μπορούν και επιλέγουν άλλες λύσεις9. Αυτά τα στοιχεία μάς επιτρέπουν να διακρίνουμε τον ορντοφιλελευθερισμό από τον νεοφιλελευθερισμό αγγλοσαξονικής κοπής. Στη συμπεριφορά των ορντοφιλελεύθερων υπάρχει ένα είδος φορμαλισμού. Δεν είναι το αποτέλεσμα μιας πράξης που επιτρέπει να διακρίνουμε τις καλές αποφάσεις από τις υπόλοιπες, αλλά ο σεβασμός ή όχι των κανόνων του παιχνιδιού του ανταγωνισμού.
H μετα-Μάαστριχτ Ευρώπη
Mε τη Συνθήκη του Μάαστριχτ η Ευρωπαϊκή Ένωση δεσμεύεται για τη δημιουργία κοινού νομίσματος, του ευρώ. Το καταστατικό της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας (ΚΕΤ, ιδρύεται το 1998) αποτελεί αντιγραφή του αντίστοιχου της Bundesbank. Ενώ η Αμερικανική (Fed) λογοδοτεί στο Κονγκρέσο των ΗΠΑ και οφείλει να διαφυλάσσει όχι μόνο τη σταθερότητα των τιμών αλλά και την ανάπτυξη της παραγωγής και της εργασίας, η ΚΕΤ είναι ανεξάρτητη της πολιτικής εξουσίας και οφείλει να περιορίζεται στη διατήρηση των τιμών. Όσο για τα κριτήρια σύγκλισης που αφορούν στην ένταξη στο ευρώ υποψήφιων κρατών-μελών, αυτά αντικατοπτρίζουν την ορντοφιλελεύθερη αντίληψη για την εγγραφή τους στο Σύνταγμα που παρακάμπτει τις αποφάσεις των κοινοβουλίων. Αυτό το στοιχείο του ορντοφιλελευθερισμού γίνεται πιο έντονο με την υιοθέτηση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Το δομικό έλλειμμα του προϋπολογισμού —δηλαδή εκτός των συγκυριακών διακυμάνσεων— κάθε κράτους-μέλους της ζώνης ευρώ δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,5 % του ΑΕΠ. Πρόκειται για τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα». Αυτό πρέπει να εγγράφεται στο Σύνταγμα ή να έχει ενσωματωθεί στη νομολογία, και πρέπει να συνοδεύεται από έναν κατάλληλο αυτόματο μηχανισμό που δεν υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Όταν το δημόσιο χρέος υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ, τα κράτη οφείλουν να απορροφήσουν την απόκλιση κατά το 1/20 της σε ετήσια βάση. Τα κράτη που δεν σέβονται τους κανόνες αυτούς, τιμωρούνται με πρόστιμο από την Κομισιόν και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Ο Χάγιεκ και το νεοφιλελεύθερο τσουνάμι
Aναμφισβήτητα ο ορντοφιλελευθερισμός, που εφαρμόστηκε πρώτα στη Δυτική Γερμανία, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ένωσης, που το 1992 μετεξελίχθηκε σε Ευρωπαϊκή Ένωση. Η σημαντική παρουσία της γερμανικής οικονομίας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα εξηγεί ικανοποιητικά την αποτύπωση αυτή. Στο μεταξύ το κύμα του νεοφιλελευθερισμού θα αναδυθεί σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές στο τσουνάμι αυτό είναι αναμφισβήτητα ο Φρίντριχ Χάγιεκ (1899-1992).
Να σημειώσουμε εκ των προτέρων ότι ο Χάγιεκ δεν διεκδίκησε ποτέ για τον εαυτό του τον τίτλο του νεοφιλελεύθερου: τις απόψεις του τις κατατάσσει σε άμεση συνέχεια με τη σκέψη των κλασικών φιλελελεύθερων όπως του Άνταμ Σμιθ για παράδειγμα. Αρχικά ο Χάγιεκ προσχωρεί στα διδάγματα της νεοκλασικής σχολής10. Αυτή η φιλελεύθερη σχολή που ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα πρεσβεύει ότι η κοινωνία δεν αποτελείται από κοινωνικές ομάδες ή τάξεις αλλά από υποκείμενα, κι ότι τα υποκείμενα συμπεριφέρονται ορθολογικά στις οικονομικές τους επιλογές —και γενικότερα στο σύνολο των επιλογών τους — κι ότι η αγορά του ελεύθερου ανταγωνισμού οδηγεί σε μια ικανοποιητική ισορροπία τόσο για τους πωλητές όσο και για τους αγοραστές, τουλάχιστον στον βαθμό που το Κράτος δεν παρεμβαίνει.
Αναφορικά με την αγορά και τον ανταγωνισμό ο Χάγιεκ θα διαφοροποιηθεί γρήγορα από τις ιδέες των νεοκλασικών. Οι τελευταίοι έχουν μια στατική αντίληψη για τον ανταγωνισμό: για αυτούς ο ανόθευτος και καθαρός ανταγωνισμός —δηλαδή πολλές εταιρίες και πολλοί και ενήμεροι καταναλωτές— δημιουργούν αναγκαία μια ικανοποιητική κατάσταση ισορροπίας. Ο Χάγιεκ βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Για αυτόν ο ανταγωνισμός μεταξύ πωλητών και αγοραστών οδηγεί τον καθένα στην αναζήτηση χρήσιμων πληροφοριών, που του επιτρέπουν να αποκομίσει συμπληρωματικά κέρδη. Περισσότερο από μια στατική πραγματικότητα, πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία που δεν ολοκληρώνεται ποτέ· η αγορά αυτοδημιουργείται μάλλον παρά αυτορρυθμίζεται11. Πράγματι για τον Χάγιεκ η αγορά είναι το θέατρο μιας ακατάπαυστης μάχης που βελτιώνει τις δυνατότητες του καθενός. Αυτή η ρευστότητα οδηγεί τον καθένα στο να προσπαθεί να ξεπεράσει τους άλλους, και έτσι να βελτιώνεται διαρκώς. Αλλά πώς φτάνουμε ως εκεί;
Για τον Χάγιεκ η ανθρώπινη κοινωνία οικοδομήθηκε αργά, με δοκιμές και λάθη, δημιουργώντας «κανόνες ορθής συμπεριφοράς». Η κοινωνία δεν είναι αποτέλεσμα ούτε μιας ξεκάθαρης φυσικής τάξης —ανεξάρτητης δηλαδή της ανθρώπινης δράσης— ούτε αποτελεί τεχνητή τάξη —που να απορρέει άμεσα από τη συνειδητή βούληση των ανθρώπων. Πρόκειται για μια αυθόρμητη τάξη που προκύπτει από την ανθρώπινη δράση, αλλά χωρίς αυτή να είναι προσχεδιασμένη12. Στην πορεία η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς επέτρεψε τη διεύρυνση της κοινωνίας πέραν της ορδής, του γένους ή της φυλής· έτσι δημιουργήθηκε η τάξη της αγοράς, που ο Χάγιεκ θα βαπτίσει «κατάλλαξσιν», και η οποία καθιστά εφικτή τη συμφιλίωση διαφορετικών σχεδίων, όχι μόνο στον τομέα της οικονομίας. Αυτή η προοδευτική διεργασία των ανθρωπίνων κοινωνιών συνοδεύεται από τη δημιουργία των «κανόνων ορθής συμπεριφοράς». Οι κανόνες αυτοί οδηγούν σε τρεις θεμελιώδεις νόμους: σταθερότητα της κατοχής —το απαραβίαστο της ιδιοκτησίας, μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων με συγκατάθεση—, ελευθερία της σύναψης συμβολαίου, και τέλος εκπλήρωση των υποσχέσεων που εμπεριέχονται στα συμβόλαια —με ρήτρα καταδίκης σε αποζημίωση σε περίπτωση μη τήρησης των όρων.
Για τον Χάγιεκ είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο να θέλει κανείς να αντικαταστήσει την αυθόρμητη τάξη της αγοράς με ένα άλλο σύστημα, γιατί η γνώση που μπορούμε να έχουμε για τη λειτουργία των πολύπλοκων κοινωνικών συστημάτων είναι πολύ περιορισμένη. Στον τομέα των κοινωνικών επιστημών είναι μάταιο το να επιχειρούμε να εξηγήσουμε απόλυτα τα φαινόμενα ή να τα προβλέψουμε. Θα πρέπει να έχουμε τη μετριοφροσύνη να στοχαζόμαστε αυτόν τον θαυμάσιο μηχανισμό που είναι η αγορά, έτσι όπως έχει δημιουργηθεί στους αιώνες13. Γνωρίζοντας ότι αυτό που δεν μπορεί να γίνει απόλυτα κατανοητό, δεν μπορεί να σχεδιαστεί, είναι πολύ επικίνδυνο το να επιχειρήσουμε να αντικαταστήσουμε την αγορά με ένα άλλο σύστημα, όπως είναι για παράδειγμα το σοσιαλιστικό. Θα ήταν σαν να παίζουμε τον μαθητευόμενο μάγο. Θα υπήρχε ο κίνδυνος της βύθισης στη βαρβαρότητα —ούτε λίγο ούτε πολύ— και στον ολοκληρωτισμό ή και τα δύο μαζί!
Θα μπορούσαμε τουλάχιστον να εκτρέψουμε αυτή την οικονομία της αγοράς και να τη στρέψουμε στον κοινωνικό προσανατολισμό; Όχι βέβαια. Αν το κάναμε, θα ήταν σαν να εισάγουμε ένα τεχνητό στοιχείο σε ένα αυθόρμητο οικοδόμημα. Μπορεί να γίνει για να βοηθηθούν οι πιο στερημένοι αλλά με την εγγύηση ενός ελάχιστου εισοδήματος· για τους υπόλοιπους το κράτος δεν μπορεί παρά να έχει γενικούς κανόνες που ισχύουν για όλους. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για μια αναδιανομή του πλούτου σε βάσεις λιγότερο άνισες. Κι ακόμη αν μια δημοκρατική πλειοψηφία αποφάσιζε να παρακρατήσει ένα μέρος της περιουσίας των πλουσίων για να επωφεληθούν οι φτωχοί, αυτό θα ήταν απαράδεκτο. Θα πρέπει να διατηρούνται οι κανόνες μιας ορθής συμπεριφοράς και αυτοί που ισχύουν για όλους. Η αποδοχή της λαϊκής κυριαρχίας θα σήμαινε επικύρωση της «τυρρανίας της πλειοψηφίας», της πλειοψηφίας των φτωχών και των μεσαίων τάξεων απέναντι στους πλούσιους. Θα ήταν μια «απεριόριστη δημοκρατία» υποκείμενη στον εκφυλισμό μιας «ολοκληρωτικής δημοκρατίας». Στην οπτική αυτή και αναφορικά με τον Πινοσέτ ο Χάγιεκ θα δηλώσει: «Η προσωπική μου προτίμηση κλίνει προς μια φιλελεύθερη δικτατορία, και όχι προς μια δημοκρατική κυβέρνηση όπου απουσιάζει ο φιλελευθερισμός»....
* Ο ορντοφιλελευθερισμός ή κανονιστικός φιλελευθερισμός (Ordoliberalismus στα γερμανικά) είναι ρεύμα της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης, που έκανε την εμφάνισή του στη Γερμανία τη δεκαετία του 1930. Σύμφωνα με αυτόν ο οικονομικός ρόλος του κράτους είναι να δημιουργήσει και να διατηρήσει ένα κανονιστικό πλαίσιο που επιτρέπει τον ελεύθερο και όχι τον ψευδή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. (ΣτΜ).
Επιλογή μετάφραση: Γιώργος Γιαννόπουλος.
Φωτο.: Morteza Jafari
Aπόσπασμα από το δοκίμιο του Roger Goddin που δημοσιεύεται στο τεύχος 33 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. Ο Goddin είναι Βέλγος ιστορικός και μαρξιστής, με σημαντική συμμετοχή στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες της Ευρώπηςε. Μετάφραση: Γιώργος Γιαννόπουλος. Επιμέλεια: Guy Van Sinoy.