Παρόλο που οι τουαλέτες έχουν σημαντικό ρόλο στην καθημερινή βίωση του υλικού περιβάλλοντος από τον καθένα, παρόλο που είναι από τους πιο διαδεδομένους χώρους του κτισμένου περιβάλλοντος και παρόλο που επενδύονται με ισχυρές συμβολικές και κοινωνικές σημασίες τους σε πολλούς πολιτισμούς, είναι εκπληκτικό το πόσο μικρή σημασία τους δίνεται στον ακαδημαϊκό και δημόσιο διάλογο (Plaskow 2009:viii). Στον ακαδημαϊκό κόσμο συγκεκριμένα, το θέμα της τουαλέτας φαίνεται να θεωρείται παρεξηγήσιμο πεδίο, σαν να αναμετριέται με τα όρια του επιστημονικά αποδεκτού. Αν και σημαντικοί κοινωνικοί στοχαστές όπως οι Freud, Lacan, de Beauvoir, Foucault, Butler, Zizek, και Kristeva έχουν αναφερθεί στη σημασία του χώρου των τουαλετών και τη συσχέτιση του με σύγχρονα συστήματα αξιών, οι τουαλέτες παρέμεναν μέχρι πρόσφατα, εκτός της συστηματικής κοινωνικής, ιστορικής και χωρικής ακαδημαϊκής μελέτης. Τα τελευταία χρόνια, αυτό φαίνεται να αλλάζει, καθώς οι τουαλέτες προβάλλουν (δυναμικά) στις ακαδημαϊκές συζητήσεις. Ενδείξεις για αυτό αποτελούν (για παράδειγμα) το συνέδριο Outing the Water closet: Sex, Gender, and the Public Toilet, ο συλλογικός διεπιστημονικός τόμος Ladies and Gents: Public toilets and Gender (Gershenson & Penner 2009) και ο υπό έκδοση συλλογικός διεπιστημονικός τόμος επίσης, Toilet: Public Restrooms and the Politics of Sharing (Noren & Molotch), στα οποία το φαινομενικά περιορισμένο θέμα του χώρου των τουαλετών αντιμετωπίζεται όχι μόνο ως προς την ισχυρή συσχέτισή του με το φύλο και τη σεξουαλικότητα αλλά και ως ένα πιθανό παράθυρο σε ευρύτερες κοινωνικές αντιλήψεις και δομές. Κάποιοι σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν ότι είναι μία ιστορική στιγμή στην οποία φαίνεται να υπάρχει έντονο ενδιαφέρον και ανοιχτή διάθεση για να συζητήσουμε για τις τουαλέτες (Plaskow 2009:vii) καθώς και ότι υπάρχει μία αυξανόμενη διεθνής θέληση να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα που σχετίζονται με την τουαλέτα (Anthony and Dufresne 2007). Το παρόν άρθρο προέρχεται από ανακοίνωση με θέμα τις κατασκευές ανδρισμών μέσω των κυρίαρχων χωρικών διαμορφώσεων των ανδρικών τουαλετών, στη διημερίδα (Αρσενικοί και μη) Ανδρισμοί. Στηρίζεται σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις από την επιτόπια έρευνα στη Θεσσαλονίκη, κυρίως κατά το 2008, στα πλαίσια της διδακτορικής μου εργασίας, η οποία γενικότερα έχει ως στόχο να αναδείξει τον ρόλο του δομημένου περιβάλλοντος στη συγκρότηση του πολιτισμού, μέσα από το παράδειγμα του χώρου των τουαλετών. Πιο συγκεκριμένα, η διερεύνηση της εμπλοκής ενός θεωρούμενου «φυσικού» και «ασήμαντου» χώρου όπως οι τουαλέτες του αστικού χώρου, τόσο στη διαμόρφωση των κοινωνικών αντιλήψεων, θέσεων, αξιολογήσεων, και νοοτροπιών, όσο και στη διαμόρφωση και διαχείριση των ταυτοτήτων των πολιτών και του κοινωνικού τους χώρου. Η έρευνα εστιάζει στις εκτός οίκου τουαλέτες της Θεσσαλονίκης. Αυτές που αναφέρονται ως δημόσιες τουαλέτες κυρίως στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία (public toilets /restrooms), και είναι στη Θεσσαλονίκη, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου, έμφυλα διαχωρισμένες σε ανδρικές και γυναικείες. Προτιμώ τον όρο έξω-οικιακές, παρά δημόσιες (τουαλέτες), καθώς εκφράζει καλύτερα τον ισχυρό σύγχρονο διαχωρισμό, από τους ίδιους τους συνομιλητές μου, των τουαλετών σε οικιακές και μη, και επιτρέπει την ανάλυση του δημοσίου και μη, χαρακτήρα των τουαλετών του αστικού χώρου, καθώς αυτές βρίσκονται σε δημόσιους αλλά και ιδιωτικούς χώρους —όπως πάρκα, πλατείες, σταθμούς, καταστήματα και εμπορικά κέντρα, γραφεία, νοσοκομεία, σχολεία, καφετέριες, μπαράκια και κλαμπάκια, ταβέρνες και εστιατόρια, και διάφορα άλλα.
Ειδικότερα, οι εκτός οίκου τουαλέτες ανάγονται σε ένα από τα καταλληλότερα πεδία για τη διερεύνηση της έννοιας του χώρου σε σχέση με το φύλο και τη σεξουαλικότητα λόγω κυρίως της ισχυρής χωρικής τους έμφυλης διχοτόμησης. Πιο συγκεκριμένα, οι έξω-οικιακοί χώροι υγιεινής, όπου κυριολεκτικά οι τοίχοι διαχωρίζουν τους χρήστες σε άνδρες και γυναίκες, φυσικοποιούν, χωροποιούν και ταυτόχρονα παγιώνουν την κυρίαρχη αντίληψη των δύο, βιολογικά και ανατομικά, διαφορετικών φύλων. Έτσι, η είσοδος του υποκειμένου στις έξω-οικιακές τουαλέτες αποτελεί μία προσωπική ενσωματωμένη εμπειρία του φύλου, αλλά και μία δημόσια ασυνείδητη επιβεβαίωση της έμφυλης ταυτότητας και του σύγχρονου δυτικού πολιτισμικού κανόνα που θέλει μόνο δύο αυστηρά διακριτά φύλα. Με άλλα λόγια, για το φύλο οι (εκτός οίκου) τουαλέτες αποτελούν έναν «παγιωμένο» χώρο που διαχωρίζεται σε δυο αυστηρά τμήματα και υποχρεώνει κάθε υποκείμενο να περιοριστεί σε μία μόνο από δύο κλειστές επιλογές. Με αυτόν τον τρόπο η αναγκαστική επιλογή, «ανδρών» ή «γυναικών», χωροποιεί και φυσικοποιεί άμεσα την επικρατούσα έμφυλη ιδεολογία και την καθημερινή διαχείρισή της (Κυρατσού 2005).
Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας, μέσα από συνεντεύξεις επιβεβαιώθηκε ότι οι περισσότεροι συνομιλητές μου αντιλαμβάνονται με βεβαιότητα ότι υπάρχουν «δυο φύλα» με σημαντικές διαφορές ανάμεσα τους και ότι ανήκουν με βεβαιότητα σε ένα από αυτά, το οποίο και καθορίζει τη σχέση τους με τον χώρο της τουαλέτας. Όλοι οι συνομιλητές μου στη Θεσσαλονίκη δηλαδή, ως «άνδρες» ή «γυναίκες» πηγαίνουν σε ανδρικές ή γυναικείες τουαλέτες. Θεωρούν «δεδομένη» και «φυσική» τη διχοτόμηση του χώρου των τουαλετών σε ανδρικές και γυναικείες. Δεν την αμφισβητούν εφόσον ανάγεται στην ανατομική διαφορά, η οποία είναι εδραιωμένη από τον επιστημονικό κυρίαρχο λόγο. Σε πολλές από τις συζητήσεις μάλιστα, η έμφυλη διχοτομία έχει φυσικοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε η τουαλέτα —διαφορετική ανδρών και γυναικών— να γίνεται απόδειξη της διαφορετικότητάς τους. Ο διαχωρισμός του χώρου των τουαλετών ακολουθείται στην πράξη σχολαστικά στη Θεσσαλονίκη και οι περιπτώσεις επίσκεψης σε τουαλέτα που βρίσκεται σε αναντιστοιχία με το φύλο είναι πολύ σπάνια. Επίσης τα άτομα του ίδιου φύλου συνηθίζουν να μοιράζονται αναμεταξύ τους κοινές εμπειρίες και συμπεριφορές, αλλά αυτές παραμένουν ανεξερεύνητες και μη προσβάσιμες από το άλλο φύλο. Έτσι, ο χώρος και η εμπειρία του «αντίθετου φύλου» καθίσταται «άβατο», με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η σύγκριση και ενοποίηση των εμπειριών των δύο, χωρικά διαχωρισμένων, έμφυλων επιλογών. Συγκεκριμένα, οι άνδρες συνομιλητές μου ισχυρίζονται ότι οι πρακτικές στις γυναικείες τουαλέτες είναι κάτι που «δεν ξέρουν», «δεν θα μπορούσαν να ξέρουν», ή «δεν πρέπει να ξέρουν». Παρόλα αυτά στις συνεντεύξεις κάνουν επαναλαμβανόμενα σχόλια για την «ιδέα» που έχουν για τις γυναικείες τουαλέτες. Πολλοί τις φαντάζονται καθαρότερες, και ξαφνιάζονται όταν μαθαίνουν ότι και οι γυναικείες τουαλέτες «είναι τόσο βρώμικες όσο οι ανδρικές». Πολλοί τις φαντάζονται «καλύτερες» όπως ένας 7χρονος που περιγράφοντας τις «απαίσιες τουρκικές τουαλέτες που έχουν τα αγόρια στο σχολείο», δηλώνει με σιγουριά ότι «τα κορίτσια έχουν κανονικές» (λεκάνες)!
Ο χωρικός διαχωρισμός των ανδρικών και των γυναικείων τουαλετών καθοδηγεί σε διαφορετική χρήση, διαφορετική αντίληψη του σώματος και του εαυτού, σε διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις, διαφορετικό έθος, άνδρες και γυναίκες αντίστοιχα. Καθώς οι αντιλήψεις και οι εμπειρίες των υποκειμένων σε έξω-οικιακές τουαλέτες είναι ισχυρά έμφυλες, επιβάλλουν στο υποκείμενο τη σχέση με το σώμα του προσδίδοντάς του περιορισμούς αλλά και δυνατότητες, καθώς το κατατάσσουν σε ιεραρχικές σχέσεις δύναμης ανάλογα με το φύλο που «έχει». Σχέσεις δύναμης και έμφυλα χαρακτηριστικά που λειτουργούν αμφίδρομα και όχι μόνο σε βάρος του ενός από το άλλο φύλο, (καθώς επίσης) και ιεραρχικές κατατάξεις οι οποίες μπορούν να εκληφθούν αρνητικά ή θετικά, ανάλογα με την οπτική από την οποία εξετάζονται. Γενικότερα (και ως γενίκευση), στην κυρίαρχη άποψη η θηλυκότητα σχετίζεται με την «καθαριότητα», την «πολιτισμένη συμπεριφορά», τους «καλούς τρόπους» και εξαναγκάζεται σε δυσκολότερη βίωση του χώρου, ενώ ο ανδρισμός σχετίζεται με την «ζωώδη συμπεριφορά», κερδίζοντας όμως ανεξαρτησία από υλική υποστήριξη, άνετη βίωση του χώρου, και ελευθερία κινήσεων. Συμπερασματικά, εμβαθύνοντας στις εμπειρίες και τους χώρους κατά την επιτόπια, διαπίστωσα ότι η επιτελεστική αναμέτρηση με τα έμφυλα πρότυπα στο πεδίο της έξω-οικιακής τουαλέτας, την καθιστά προβληματική για κάθε υποκείμενο, ανεξάρτητα από το φύλο του.
Ερευνητές από διαφορετικά επιστημονικά πεδία εστίασαν πρόσφατα, στον τρόπο με τον οποίο οι δημόσιες τουαλέτες διαμορφώνουν και ρυθμίζουν έμφυλες και σεξουαλικές ταυτότητες. Οι Edelman (1996), Barcan (2005), Davies (2007), Penner (2009), Gershenson & Penner (2009) και Κυρατσού (2005) συμφωνούν ότι η τουαλέτα δεν είναι απλώς λειτουργική απάντηση στις σωματικές ανάγκες αλλά πολύ περισσότερο ένα πολιτισμικό προϊόν που διαμορφώνεται από Λόγους για το φύλο, το σώμα, την ιδιωτικότητα και την υγιεινή. Επίσης ότι, η χωρική οργάνωση των τουαλετών επιδιώκει να διαμορφώσει έμφυλους χρήστες, καθώς στον συγκεκριμένο χώρο χωροποιούνται οι ερμηνείες της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας και προσδιορίζονται κανόνες για τις επιτελέσεις τους. Για τους ανδρισμούς που κατασκευάζονται χωρικά ο Edelman, με το άρθρο του στον συλλογικό τόμο Stud: Architectures of Masculinity (Sandler 1996), εστίασε πρώτος στο ανδρικό τμήμα των «δημοσίων» τουαλετών και στον τρόπο με τον οποίο τα υλικά στοιχεία του χώρου αλλά και οι κυρίαρχοι χωρικοί κανόνες συμπεριφοράς, καθοδηγούν και βασίζονται στην επιτέλεση της ηγεμονικής ετεροφυλοφιλικής αρρενωπότητας. Συγκεκριμένα, για τον Edelman, η καθορισμένη ιδιωτικότητα των ατομικών καμπίνων και ταυτόχρονα η τοποθέτηση των ουρητήρων στον προθάλαμο, καθορίζουν τους κανόνες έκθεσης του αρσενικού σώματος. Μία κοινωνική τεχνολογία που απαιτεί μια ορισμένη σχέση μεταξύ του υποκειμένου και του σώματος του, ορίζοντας ότι «στις ανδρικές τουαλέτες δεν δείχνεις τον κώλο σου και δεν κρύβεις το πουλί σου» (1996:153). Παράλληλα καθορίζει την σχέση του υποκειμένου με τους άλλους, μέσω της διαχείρισης του βλέμματος, καθώς καθορίζει ότι παρόλο που το πέος πρέπει να επιδεικνύεται δημόσια, ποτέ δεν πρέπει να κοιτάζεται απευθείας. Είναι σαν ο χώρος να κατασκευάζεται, συμπληρώνει ο Edelman, βάσει της υπόθεσης ότι δεν μπορεί να υπάρχει ομοφυλοφιλική επιθυμία μέσα σε αυτόν και συγχρόνως σαν να κατασκευάζεται για να διαφυλαχθεί από αυτήν την επιθυμία, δίνοντάς της τη δυνατότητα να συμβεί μέσω της υλικής κατασκευής και αποτρέποντας κάθε πιθανότητα να συμβεί μέσω του έθους (στο ίδιο: 154). Από αυτήν την οπτική οι ανδρικές τουαλέτες επιχειρούν να κατασκευάσουν ένα αρσενικό υποκείμενο κλεισμένο στον εαυτό του που του απαγορεύεται κάθε είδους οπτική επικοινωνία με οτιδήποτε άλλο εκτός του καθρέπτη του. Κατασκευάζονται, γράφει ο Edelman, «με στόχο να φρουρούν το φόβο του εξευτελισμού και της ομοφυλοφιλικής επιθυμίας», ενώ, και λειτουργούν «ως θεατρική σκηνή της ετεροφυλοφιλικής αγωνίας» (στο ίδιο: 152). Καθοδηγούν το αρσενικό υποκείμενο ενώπιον του μόνου κοινού του οποίου η μαρτυρία μετράει, του αρσενικού, να επιτελέσει το υποχρεωτικό του κλείσιμο στην κυρίαρχη αρρενωπότητα (στο ίδιο). Κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας στη Θεσσαλονίκη πολλοί ερωτηθέντες ισχυρίσθηκαν ότι όταν χρησιμοποιούν τους ουρητήρες «βρίσκονται σε επαγρύπνηση για αδιάκριτα βλέμματα και κινήσεις από άλλους άνδρες». Επιβεβαιώνουν τους ισχυρούς κανόνες διαχείρισης του βλέμματος, συμπεριφοράς και παραμονής που διέπουν τις ανδρικές τουαλέτες, και περιγράφουν, πώς κάθε παρέκκλιση των κανόνων μπορεί να αποτελέσει διακύβευση της αρρενωπότητας. Ο Χρήστος, για παράδειγμα, παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο η έμφυλη και σεξουαλική ταυτότητα αστυνομεύεται από τον χώρο και τους ανθρώπους και τι γίνεται όταν τα υποκείμενα ξεφεύγουν από το κοινωνικό σενάριο και δρουν διαφορετικά. Λέει: «Γενικά δεν υπάρχει φόβος. Θα το καταλάβεις αμέσως εάν κάποιος προσπαθεί να σε πλησιάσει. Εάν έρθει κάποιος στον ουρητήρα δίπλα σου ενώ έχει άλλους κενούς παραπέρα, σημαίνει ότι θέλει να επικοινωνήσει μαζί σου. Δεν είναι και τίποτα, τα μαζεύεις και φεύγεις αν θέλεις. Αλλά αυτό δεν το κάνει κανείς, γιατί θα τον γιουχάρουν οι άλλοι, ... θα τον κράξουν άσχημα. Γενικά αν κάποιος παραμένει πολύ ώρα στους προθαλάμους, —φτιάχνεται στον καθρέπτη, κάνει ότι πλένει τα χέρια του— τότε φαίνεται ότι χρονοτριβεί για κάποιον λόγο, και πιθανόν να είναι πούστης που θέλει να βλέπει τους άλλους ή να βρει κανέναν». Οι συζητήσεις λοιπόν για τους ουρητήρες, συχνά στρέφονται άμεσα γύρω από τις ανδρικές σεξουαλικότητες. Στη συνέντευξη με τον Βλαντιμίρ για τις τουαλέτες ενός εμπορικού κέντρου στη δυτική Θεσσαλονίκη, απαντά ότι δεν χρησιμοποιεί ποτέ τους ουρητήρες, μόνο τις καμπίνες, γιατί «υπάρχουν πολλοί περίεργοι τύποι εκεί», αναφέρει όμως, μια (άσχετη με τουαλέτες) ιστορία για «έναν τραβεστί που συνάντησε μπροστά στην είσοδο του εμπορικού». Συνέδεσε έτσι απευθείας τους ουρητήρες με τη σεξουαλική και έμφυλη ταυτότητα παρόλο που στις αφηγήσεις του δεν είχαν καμία άμεση σχέση. Γενικότερα, οι περισσότεροι συνομιλητές στην επιτόπια ισχυρίστηκαν ότι «δεν προτιμούν να χρησιμοποιούν τους ουρητήρες, παρόλο που οι άλλοι το κάνουν». «Δεν τους πειράζει να περιμένουν κανένα λεπτό να αδειάσει κάποια καμπίνα». Λένε ότι στους ουρητήρες «ντρέπονται», «δεν τους έρχεται εύκολα», «δεν μπορούν», «πάντα έχουν τον νου τους μήπως κανείς τους κοιτάζει αδιάκριτα», «το βρίσκουν απολίτιστο», ή πώς «στους ουρητήρες πάνε μόνον οι γέροι».
...........Απόσπασμα από δοκίμιο της Ελένης Κυρατσούς που δημοσιεύεται στο 18ο τχ. του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Η Ελένη Κυρατσού είναι αρχιτέκτων μηχανικός, υποψήφια διδάκτορας κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Η φωτογραφία είναι του Κώστα Ιωαννίδη.