Powered By Blogger

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Esin OZANSOY, ΠAΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΜΟΣΚΩΒ ΣΕΛΗΜ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΒΙΖΥΗΝΟΥ

O Γεώργιος Βιζυηνός (1849-1896) πήρε το όνομά του από τη γενέθλια Βιζύη της Ανατολικής Θράκης (Θρακιώτη, 1965: 17· Αθανασόπουλος, 1991: 10· Μουλλάς, 2001: 15). Από τα οκτώ διηγήματα που είχε γράψει, τα εφτά είχαν δημοσιευτεί μεταξύ των ετών 1883 (Απρίλης) και 1885 (Ιανουάριος). Όμως, το όγδοο και τελευταίο διήγημα με τίτλο Μοσκώβ Σελήμ βρέθηκε από τους φίλους του, όταν νοσηλευόταν στο φρενοκομείο (1892-1896), ανάμεσα σε 32 χειρόγραφες σελίδες, τυλιγμένες σε ρολό μεγάλου μεγέθους. Αυτό το διήγημα πρέπει να γράφτηκε αργότερα, αλλά σίγουρα πριν εισαχθεί στο φρενοκομείο. Μέσα στο διήγημα υπάρχει ένα στοιχείο σχετικό με τον χρόνο συγγραφής. Αναφέρεται στο κυβερνητικό πραξικόπημα των Βουλγάρων και την εκθρόνιση του Battemberg τον Αύγουστο του 1886. Έτσι, αυτό το έτος θεωρείται «terminus post quem» (Αθανασόπουλος, 1991: 40) κι είναι αξιοπρόσεκτο ότι, κατά πάσα πιθανότητα, γράφεται μετά το Σεπτέμβριο του 1886 (Σαχίνης, 1982: 181).
   Το τελευταίο αυτό διήγημα του Βιζυηνού δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Εστία από τις 28 Απριλίου ως τις 16 Μαΐου 1895. Ο Βιζυηνός ανήκε στην ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Εστία. Ο Σαχίνης πιστεύει ότι ο Βιζυηνός είχε επηρεαστεί από τους Φαναριώτες συγγραφείς εξαιτίας της καταγωγής από τη Βιζύη της Θράκης, κι ότι δεν είχε ενσωματωθεί πλήρως στη Νέα Αθηναϊκή Σχολή (1880-1900), που μαζί με τον έλληνα ποιητή Παλαμά αντιδρούσε στους Φαναριώτες συγγραφείς (Σαχίνης, 1982: 117).
   Η αποδοχή των έργων του Βιζυηνού από τους εκπροσώπους της «Γενιάς του 1880» έγινε μετά το έτος 1892. Οι συγγραφείς της γενιάς αυτής εγκατέλειψαν τον Ρομαντισμό και στράφηκαν στον Ρεαλισμό και τον Νατουραλισμό. Διάφοροι μελετητές συνέδεσαν την ηθογραφία (Πολίτου Μαρμαρινού, 1987: 220) με τον Νατουραλισμό (Βαλέτας, 1981: 127· Vitti, 1991: 57-58). Οι έλληνες συγγραφείς δέχτηκαν τις επιδράσεις του Ρεαλισμού που είχε αναπτυχθεί στην Ευρώπη και αποτελούσε τον πρόδρομο του Νατουραλισμού στα μέσα του 19ου αιώνα. Μια ειδική πλευρά του Ρεαλισμού έστρεψε το ενδιαφέρον της στη ζωή της υπαίθρου και στις υπανάπτυκτες βιομηχανικά περιοχές.
   Οι έλληνες συγγραφείς κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του 1870 και τα πρώτα της δεκαετίας του 1880 προσάρμοσαν στους όρους της ελληνικής λογοτεχνικής γραφής την έκφανση του Ρεαλισμού που υιοθετήθηκε ως «ηθογραφία» (Αναστασιάδου, 2000: 137· Beaton, 1996: 102-109). Οι έλληνες ηθογράφοι διηγηματογράφοι επωμίστηκαν το βάρος της περιγραφής της βουκολικής ζωής μιας οποιασδήποτε αγροτικής περιοχής, στηριζόμενοι σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, μια τοπική γλώσσα κι έναν τοπικό πολιτισμό. Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι ιστορίες από τη ζωή της υπαίθρου της Ανατολικής Θράκης του 19ου αιώνα, δηλαδή μιας κοινωνίας παραδοσιακής που δεν γνώρισε τη βιομηχανία. Ο Βιζυηνός υπήρξε πρωτοπόρος του «ηθογραφικού διηγήματος» μεταξύ των σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων.
   Ο λόγος που το διήγημα Μοσκώβ-Σελήμ δεν δημοσιεύτηκε μαζί με τα άλλα διηγήματα από τον συγγραφέα όσο είχε ακόμα τα λογικά του, ίσως να είναι το ότι πρωταγωνιστής του διηγήματος είναι ένας Τούρκος και ο συγγραφέας τρέφει μεγάλη συμπάθεια προς αυτόν. Ο Βιζυηνός ήταν επιφυλακτικός σχετικά με την αποδοχή του διηγήματος από την πλευρά των ελλήνων αναγνωστών (Αθανασόπουλος, 1991: 40). Όταν πρόκειται για ζήτημα εθνικής ταυτότητας, είναι ανάγκη να προσφεύγουμε στις αρχές που εκτίθενται στον Μοσκώβ-Σελήμ του Βιζυηνού (Αθανασόπουλος, 1996: 1408). Τελικά, αυτήν την επιφύλαξη τη διατυπώνει ο ίδιος ο συγγραφέας προσωπικά στην αρχή του διηγήματος: «Δεν αμφιβάλλω ότι οι φανατικοί της φυλής σου θα βλασφημήσωσι την μνήμην ενός ‘‘πιστού’', διότι ήνοιξε τα άδυτα της καρδίας αυτού προ των βεβήλων οφθαλμών ενός απίστου. Φοβούμαι μήπως οι φανατικοί της ιδικής μου φυλής ονειδίσωσιν έναν Έλληνα συγγραφέα, διότι δεν απέκρυψε την αρετήν σου, ή δεν υποκατέστησεν εν τη αφηγήσει σου ένα χριστιανικόν ήρωα. Αλλά μη σε μέλη. Δεν θ' αφαιρεθή τι από την αξίαν σου, διότι ενεπιστεύθης εις εμέ τας περιπετείας της ζωής σου· και δεν θα με τύψη ποτέ η συνείδησις, διότι, ως απλούς χρονογράφος, εξετίμησα εν σοι ουχί τον άσπονδον εχθρόν του Έθνους μου, αλλ' απλώς τον άνθρωπον. Δια τούτο μη σε μέλη. Θα γράψω την ιστορίαν σου». (Βιζυηνός, 1991: 327).
   Τα παιδικά χρόνια του Βιζυηνού, τα θλιβερά γεγονότα που έζησε στο πατρικό σπίτι, οι άρρηκτοι δεσμοί με τη γενέθλια γη του, δηλαδή τη Βιζύη, είναι στοιχεία που επεξεργάζεται σε βάθος συχνά στα διηγήματά του. Όπως σ’ όλα τα διηγήματα που έγραψε, με τον ίδιο τρόπο και στον Μοσκώβ-Σελήμ αυτά συνεχώς έχουν προτεραιότητα. Σ’ αυτό το διήγημα συνεχώς κάνει λόγο για μια περιοχή που λέγεται «Καϊνάρτζα». Πρόκειται για μια πηγή πάνω στον δρόμο για το χωριό «Σοφουλάρ» (Sofular) («Σοφίδες»), δύο ώρες μακριά από τη Βιζύη (Καραμανάβης, 1985-1986: 35): «Είνε αθάνατο νερό. Ξεβουρβουλά από μέσ' από τον βράχο» (Βιζυηνός, 1991: 328)· «Αληθώς η Καϊνάρτζα είνε τερπνότατον θέαμα πηγής, οφείλουσα το τουρκικόν αυτής όνομα εις το ότι αναβλύζουσα παρέχει το θέαμα σφοδρώς κοχλάζοντος λέβητος» (Βιζυηνός, 1991: 328).
   Το διήγημα Μοσκώβ-Σελήμ είναι σαν να ταυτίστηκε με την Καϊνάρτζα. Η πρώτη επαφή του αφηγητή με τα γενέθλια χώματα πραγματοποιείται στα μυστηριώδη νερά της Καϊνάρτζας. «Τα χιονόψυχρά της ύδατα, τόσον διαυγή, όσον ηδύναντο να είναι υγροί αδάμαντες, αναθρώσκουσι φωσφορίζοντα εκ του βάθους λευκοτάτου τιτανώδους βραχώματος, μετά θελκτικού μυστηριώδους ψιθύρου, πυκνά και γοργά και ακάματα, ως εάν ήσαν κύματα μαγικών ζωοφόρων υποχθονίων πνευμάτων, τα οποία, Πόντια μήτηρ, η Γη, μετ' αενάου στοργής εκπέμπει από των κόλπων αυτής, με την εντολήν να περιχυθώσι και να αναπτύξωσιν εν τη ευρεία πεδιάδι τόσα και τόσα φυτά και ανθύλλια λιποψυχούντα υπό τα ολέθρια τοξεύματα του θερινού ηλίου» (Βιζυηνός, 1991: 328).
   Κάθε επιστροφή του Βιζυηνού στα γενέθλια χώματα παρουσιάζεται συνεχώς μπροστά μας ανάμεσα στις αφηγήσεις. Αυτές δεν συνιστούν μόνο μια επίμονη νοσταλγία για τη γενέθλια γη, μια αναπόληση, μια αλησμόνητη θύμηση των πιο τρυφερών χρόνων της περασμένης ζωής του. Αναμφισβήτητα, είναι ένα απέλπιδο ταξίδι. Αποτελεί ενδεχομένως την τελευταία προσπάθεια του αφηγητή, καθώς πλησιάζει ο θάνατος, να δει με τα μάτια του τα χώματα όπου γεννήθηκε.
   Και καθώς οι ταξιδιώτες πλησιάζουν στο τέλος του ταξιδιού και είναι ανάγκη να σταματήσουν για να ποτίσουν τα άλογα στα ρέματα που είδαν, η φράση του αφηγητή «Όχι, θα ποτίσωμεν εις την Καϊνάρτζα, λιγάκι παρά πέρα. Δεν είναι όλως διόλου πάνω στον δρόμον μας, μα ύστερα από τόσον κόπον αξίζει να γνωρίσεις την Καϊνάρτζαν» (Βιζυηνός, 1991: 328) δείχνει ότι δεν ήταν τυχαίο το ταξίδι που έγινε στην  «Καϊνάρτζα». Η επιθυμία του αφηγητή να δει «το νερό που προσθέτει ζωή στη ζωή» της «Καϊνάρτζας», τελικά δεν είναι η εκ νέου συνάντηση με τον μαγικό παραμυθένιο κόσμο των παιδικών χρόνων. Πρόκειται για μια συνάντηση εντός της ψυχικής του διαταραχής, της πνευματικής του σύγχυσης και της αβεβαιότητας μιας αγωνιώδους προσμονής μιας καταστροφής που πλησιάζει. Η περιγραφή της φυσικής ομορφιάς της Καϊνάρτζας φέρει ολοφάνερα ηθογραφικά χαρακτηριστικά.
   Αλλά στην αντίθεση των ανθρώπων σχετικά με τις ψυχικές καταστάσεις δίνει μια απάντηση. Η περιγραφή της Καϊνάρτζας είναι σαν μία προπαρασκευή που μας οδηγεί στην ιστορία του ήρωα. Με ενδιάμεσο τον τόπο αυτό συναντιόμαστε με το μυστήριο του πρωταγωνιστή της ιστορίας, δηλαδή τον Μοσκώβ-Σελήμ: «Ότε πιών και νιφθείς από της δροσοβόλου πηγής επλάνησα τα βλέμματά μου επί της χωριογραφίας ταύτης, ενόμισα ότι μετετέθην αίφνης εις τινά μικράν όασιν των στεππών της μεσημβρινής Ρωσσίας. Οικίσκος τις μακράν από της πηγής επί λοφίσκου πεπηγμένος και μόλις διακρινόμενος όπισθεν του πυκνού φυλλώματος δύο υψικόρμων φυγών, συνέτεινε θαυμασίως προς επαύξησιν της στιγμιαίας εκείνης αυταπάτης. Ο οικίσκος ούτος, ξυλόπηκτος μάλλον ή ξυλόπλεκτος καθ' άπαντα αυτού τα μέρη, ήτο προφανής απομίμησις των πενιχρών κατοικιών, τας οποίας οι Ρώσσοι χωρικοί ονομάζουσιν Ιόμπα» (Βιζυηνός, 1991: 329). Ο αφηγητής πίνει το μυστηριώδες νερό της «Καϊνάρτζας», πλένεται και αποκαθαίρεται, και τότε πλανιέται καθώς το βλέμμα του συναντά ένα όνειρο. Επηρεάζεται από την έκπληξη μιας αλλοτρίωσης, μιας περιοχής μυστηριώδους, μακρινής κι ολότελα διαφορετικής. Στην αλλοτρίωση της περιοχής δίνεται η πρώτη πληροφορία για τον ήρωα της ιστορίας, τον Μοσκώβ-Σελήμ. Πρόκειται για έναν άνθρωπο τρελό που ζει σε έναν ξένο κόσμο, σε έναν ονειρικό κόσμο. Είναι ένας ξένος και διαφορετικός, στιγματισμένος μεταξύ των ομοθρήσκων και ομοφύλων ως τρελός και προδότης. Μεταπλάθει την αδυναμία σε τρέλα. Ο αφηγητής περιγράφει μ’ αυτόν τον τρόπο αυτόν τον ξένο και τρελό άνθρωπο: «Ισχνότατος ως προς το λοιπόν σώμα, είχε καλώς ανεπτυγμένην κεφαλήν, κανονικώς εξέχον μέτωπον, και μόνον αι σάρκες του προσώπου του εφαίνοντο ωχρότεραι και χαλαρώτεραι ή κατά φύσιν. Θα έλεγέ τις ότι μόλις ανέρρωσεν από μακράς νόσου. Η τρομώδης και άτονος αυτού φωνή και το βαθύ μελαγχολικόν βλέμμα εποίουν αντίθεσιν προς το ανδρικόν αυτού παράστημα» (Βιζυηνός, 1991: 332). «Τρελλός δεν είναι βέβαια· έλεγον κατ' εμαυτόν. Ούτε είναι δυστυχές τι πλάσμα, παρά τω οποίω η παραφροσύνη προμηνύεται ήδη εν τη μονομανία του φιλορωσσισμού. Αληθώς μία μυστηριώδης σκιά δια των ρεμβών, των μελαγχολικών αυτού βλεμμάτων προδιδομένη, φαίνεται καταχέουσα τον εσωτερικόν αυτού βίον» (Βιζυηνός, 1991: 334). «Τότε πρώτον παρετήρησα κυρίως την έκφρασιν των οφθαλμών του εκ του πλησίον. Ποτέ δεν είδον οφθαλμούς τόσω βαθέως και τόσω εκφραστικώς αντανακλώντας αόριστόν τινα θλιβεράν της ψυχής διάθεσιν, την οποίαν οι άνθρωποι συνήθως ονομάζομεν ‘‘πένθος της καρδίας’'» (Βιζυηνός, 1991: 338).
   Ο Μοσκώβ-Σελήμ ήταν το τρίτο και τελευταίο αγόρι της οικογένειας. Η μητέρα του, επειδή ήθελε ένα κορίτσι, τον ανάθρεψε μέσα στο χαρέμι σαν κορίτσι. Μακριά μαλιά, βαμμένα νύχια και μάγουλα και ντυνόταν γυναικεία. Όμως, όταν έγινε δώδεκα ετών, γνώριζε ότι ήταν αγόρι και απεχθανόταν το κοριτσίστικο ντύσιμό του. Με τη μεταμφίεση αυτή δεν είχε καθόλου συμβιβαστεί. Προσέχοντας τη μητέρα του περίμενε με ανυπομονησία την επιστροφή στη αληθινή του φύση, που με δυσκολία αποδεχόταν η μητέρα του. Ανέχτηκε αυτήν την κατάσταση με υπομονή, για χάρη της αγάπης στη μητέρα του. Κι η μητέρα του αποφασίζει να τον λυτρώσει από τη μεταμφίεση αυτή που τον βασάνιζε. Κι ήθελε μόνο ένα πράγμα, να μη μοιάσει στα άλλα αρσενικά αδέρφια του που έμοιαζαν στον πατέρα τους κι ήταν άξεστα, αναίσθητα και σκληρά. Κι η μητέρα του, ως αντιστάθμισμα στη μεταμφίεσή του, θέλει να μοιάσει σε εκείνη, δηλαδή να μοιάσει σε γυναίκα ευαίσθητη και συναισθηματική. Ο Σελήμ μεταβάλλεται σε μια στιγμή σε ένα νέο παλικάρι με φέσι, πράσινο γιλέκο με σταυρωτά κουμπιά, στενό παντελόνι, χρυσοκέντητες κάλτσες και δύο μικρά όπλα στη μεταξένια ζώνη του. Ως αγόρι, η πρώτη του σκέψη ήταν να κερδίσει την αγάπη του πατέρα του που ήταν αυταρχικός και ισχυρογνώμων, και μέχρι τότε δεν του είχε δείξει μέσα στην οικογένεια καμία συμπάθεια. Ο πατέρας του ήταν παλικάρι. Αγαπούσε πολύ τα άλογα και κορόιδευε τα γυναικεία πράγματα. Ο Σελήμ, που αναγκάστηκε να ντύνεται γυναικεία, είχε ξεπέσει στα μάτια του πατέρα του. Ωστόσο, απέβησαν ολοκληρωτικά μάταιες οι προσπάθειες ανδρισμού και αληθινής παλικαριάς που έδειχνε σε κάθε ευκαιρία για να κερδίσει την εκτίμηση του πατέρα του. Είχε ταυτιστεί πια μ’ αυτήν την προσπάθεια, δηλαδή να αποδείξει τον ανδρισμό του.
   Ο Σελήμ, που περιφρονούνταν και αδικούνταν από τον πατέρα του, αναζήτησε το δίκιο του στα πεδία των μαχών ως πολεμιστής του Σουλτάνου. Αυτό επιδίωξε να πραγματοποιήσει παίρνοντας τη θέση του αδερφού του στον στρατό. Του στοίχισε πολύ άσχημα η επιθυμία του να στρατευτεί στη θέση του αδερφού του. Αργότερα στον πόλεμο διασώζει το λάβαρο και τραυματίζεται βαριά. Αλλά το αριστείο ανδρείας, αντί γι’ αυτόν, το παίρνει ο λιποτάκτης ταγματάρχης, επειδή γνώριζε τον Σερασκέρη. Ο ταγματάρχης επιβραβεύεται με ένα μετάλλιο στο στήθος και τρεις βαθμούς προαγωγή, ενώ ο ίδιος στέλνεται αλλού για να σκάψει χαρακώματα. Στη συνέχεια, μετά από εφτά χρόνια πολέμου, γυρίζει σπίτι του γυμνός κι αξιοθρήνητος. Στο σπίτι του περίμενε τουλάχιστον την αγάπη του πατέρα του αλλά, αντιθέτως, ακούει τον πατέρα του να φωνάζει «να μην τον δουν...». (Βιζυηνός, 1991: 361). Ταυτόχρονα καταδίδεται από τον πατέρα του και φυλακίζεται.
   Ο Σελήμ μέσα στο διήγημα δίνει συνεχώς αυτή τη μάχη (Μουλλάς 2001: ρκβ΄). Αλλά την ίδια στιγμή βλέπει ότι, κι όταν ακόμη κατορθώνει να κερδίσει την αγάπη του πατέρα του, αυτή δεν έχει πια καμία αξία, γιατί στο μεταξύ ο πατέρας του τα είχε χάσει και είχε καταντήσει ένας μέθυσος γέρος, ενώ «στοργή και αξιοπρέπεια πατρική δεν υπήρχον» (Βιζυηνός, 1991: 395).
   Ο Βιζυηνός τοποθετεί τη δράση του Μοσκώβ-Σελήμ στην κατάλληλη χρονική περίοδο, εκείνη των ποικίλων πολέμων που έκαναν οι Τούρκοι με τους Ρώσους. Αυτός ο χρόνος της ιστορίας μας είναι αναπόφευκτο να διαμορφώσει τις ποικίλες φάσεις της ψυχικής εξέλιξης του ήρωα (Κόντος, 1939: 28). Στο διήγημα κυριαρχούν οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι. Ο Σελήμ, μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, συναντιέται πάλι με τους Ρώσους στην Πλεύνη. Στο τέλος αυτού του πολέμου σαράντα χιλιάδες άτομα, μεταξύ τους κι ο ίδιος, αιχμαλωτίζονται από τους Ρώσους. Μετά την αποχώρησή του από την Πλέβνα, αυτός ο γενναίος άνθρωπος που του πρόσβαλαν την τιμή, υφίσταται ψυχικά και σωματικά βάσανα. Οι ψυχικές πληγές του βαθαίνουν. Πληγές που ανανεώνονται και σταδιακά αυξάνουν. Αυτή η πληγωμένη πια ψυχή τον απομακρύνει όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά κι από όλους τους δεσμούς του.
   Κατά την αιχμαλωσία, η φροντίδα που έδειχναν οι Ρώσοι απέναντί του, ο μυστικός έρωτάς του για την Παυλόφσκα, η σκληρή στάση που έδειχναν οι αρχές των Τούρκων απέναντι στους αξιολύπητους αιχμαλώτους, η απογοήτευση που γεννήθηκε μέσα του από τη σκληρότητα και την αδικία που αντιμετώπισε από τους ομοφύλους του, η οικογένειά του που τον οδήγησε σε σημείο κατάρρευσης, αποτέλεσαν γι' αυτόν τις αιτίες που τον κατηύθυναν να έχει μια παθιασμένη αγάπη προς τους Ρώσους, που μέχρι τότε ήταν αδυσώπητοι εχθροί. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η αγάπη του Σελήμ για τους Ρώσους αυξάνει τη δίψα του σχετικά με την επιείκεια, το δίκαιο και την ανθρωπιά, δημιουργώντας έναν νέο ιδεολογικό μύθο (Μουλλάς, 2001: ρκζ΄).
   Μέχρι τώρα υπάρχει ένας στρατιώτης που διαρκώς επιστρέφει στο σπίτι του και ύστερα πάλι πηγαίνει στον πόλεμο, που υπέστη πολλά. Ενώ τώρα υπάρχει ένας άνθρωπος που επέστρεψε σπίτι του μετά το οριστικό τέλος της αιχμαλωσίας του. Όταν γυρίζει, διαπιστώνει πως όλοι από την οικογένειά του έχουν πεθάνει και στο εξής δεν του απομένει καμία άλλη ελπίδα παρά μόνο η επιστροφή των Ρώσων. Ο Σελήμ, που κάποτε έζησε ιδεολογικούς ενθουσιασμούς με τους ομοφύλους του, τώρα ζει μόνος του αντίθετα από τους άλλους (Μουλλάς, 2001: ρκζ΄). Από τη Ρωσία αναχώρησε γεμάτος αγάπη. Επειδή συνεχώς μιλούσε για τους Ρώσους οι ντόπιοι του κόλλησαν το παρατσούκλι «Μοσκώβ». Το όνομά του και το παράξενο ντύσιμό του αποτελούσαν τα στοιχεία που τον διαφοροποιούσαν από τους άλλους. Τον κατάλαβαν, τον κορόιδεψαν και τον εγκατέλειψαν στη μοναξιά του. Εκείνος αποτελούσε πια για το έθνος έναν ξένο. Ωστόσο, εκείνος είχε μόνο ένα όνειρο: πότε θα έρθουν οι Ρώσοι στην περιοχή του.
   Ο Σελήμ δίνει τη μάχη μέσα του με τα δύο εγώ του. Τα αβάσταχτα προβλήματα μέσα στην οικογένεια και οι αδικίες άρχισαν να τον απομακρύνουν από τον εαυτό του, τον Σελήμ, που ήταν ένας γενναίος και καλός άνθρωπος. Επρόκειτο για μια αρνητική απομάκρυνση. Ήταν η πρώτη στάση της φυγής. Μετά από την αιχμαλωσία του από τους Ρώσους η ανθρώπινη συμπεριφορά τους τον πείθει για το πόσο υπέροχοι είναι και οι άνθρωποι από διαφορετικές φυλές και θρησκείες. Κι αυτό συνιστούσε μια θετική απομάκρυνση, τη δεύτερη στάση της φυγής. Τοιουτοτρόπως γίνεται ένας φλογερός υπερασπιστής της φιλίας των δύο λαών. Ο Βιζυηνός στο διήγημά του Μοσκώβ-Σελήμ επιδίωξε να δείξει ότι υπάρχει κι ανάμεσα στους Τούρκους φιλειρηνισμός. Οραματίστηκε ότι θα μπορούσε να γίνει ο ακαταπόνητος υπερασπιστής της φιλίας των λαών (Κόντος, 1939: 27)....

Aπόσπασμα από το δοκίμιο της Esin OZANSOY που δημοσιεύεται στο τεύχος 28 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ. H Esin Ozansoy είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου