Θα ήθελα να σας παρουσιάσω ορισμένες σκέψεις ως προς τη γαλλική φιλοσοφία, εκκινώντας από ένα παράδοξο: το πλέον καθολικό είναι επίσης ταυτόχρονα και το πλέον επιμέρους. Πρόκειται για ό,τι ο Hegel αποκαλεί συγκεκριμένο καθολικό, δηλαδή για τη σύνθεση εκείνου που είναι απολύτως καθολικό, που ισχύει για όλους, και εκείνου που ταυτόχρονα έχει έναν επιμέρους τόπο και χρόνο. Η φιλοσοφία αποτελεί καλό παράδειγμα: όπως ξέρετε, η φιλοσοφία είναι απολύτως καθολική, η φιλοσοφία απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως, όμως υπάρχουν στη φιλοσοφία πολύ έντονες ιδιαιτερότητες, εθνικές και πολιτισμικές. Υπάρχει κάτι που θα το αποκαλούσα στιγμές της φιλοσοφίας μέσα στον χώρο και μέσα στον χρόνο. Η φιλοσοφία αποτελεί λοιπόν μια καθολική φιλοδοξία του λόγου και συγχρόνως εκδηλώνεται μέσω εντελώς μοναδικών στιγμών.
Ας δούμε δύο παραδείγματα, δύο φιλοσοφικές στιγμές που είναι ιδιαιτέρως πυκνές και γνωστές. Καταρχάς, τη στιγμή της κλασικής αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, από τον Παρμενίδη έως τον Αριστοτέλη, από τον πέμπτο έως τον τρίτο προχριστιανικό αιώνα: πρόκειται για φιλοσοφική στιγμή δημιουργική, ιδρυτική, εξαιρετική και εντέλει αρκετά σύντομη χρονικά. Κατόπιν, έχουμε ένα άλλο παράδειγμα, τη στιγμή του γερμανικού ιδεαλισμού, από τον Kant έως τον Hegel, με τον Fichte και τον Schelling: πρόκειται κι εδώ για εξαιρετική φιλοσοφική στιγμή, από τα τέλη του δέκατου όγδοου έως τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, στιγμή έντονη, δημιουργική και από χρονική άποψη επίσης πολύ σύντομη. Θα ήθελα λοιπόν να υποστηρίξω μια ιστορική και εθνική θέση: υπήρξε ή υπάρχει, ανάλογα με το πού τοποθετούμαι, μια γαλλική φιλοσοφική στιγμή που εντοπίζεται στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, και θα ήθελα να δοκιμάσω να σας παρουσιάσω αυτή τη φιλοσοφική στιγμή, που είναι συγκρίσιμη ―τηρουμένων όλων των αναλογιών― με τα παραδείγματα που σας προανέφερα, δηλαδή με την κλασική αρχαιοελληνική στιγμή και με τη στιγμή του γερμανικού ιδεαλισμού.
Ας εξετάσουμε αυτό το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα: Το Είναι και το Mηδέν, θεμελιώδες έργο του Sartre, δημοσιεύεται το 1943 και τα τελευταία κείμενα του Deleuze, «Τι είναι η φιλοσοφία;», χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ανάμεσα στο 1943 και στα τέλη του εικοστού αιώνα αναπτύσσεται το γαλλικό φιλοσοφικό κίνημα. Ανάμεσα στον Sartre και στον Deleuze μπορούμε να αναφέρουμε τον Bachelard, τον Merleau-Ponty, τον Lévi-Strauss, τον Althusser, τον Foucault, τον Derrida, τον Lacan, τον Philippe Lacoue-Labarthe, τον Jean-Luc Nancy, τον Jacques Rancière, πιθανόν κι εμένα τον ίδιο, θα δούμε. Η ιδιαίτερη θέση μου, εάν υπήρξε μια γαλλική φιλοσοφική στιγμή, είναι ίσως εκείνη του τελευταίου εκπροσώπου της. Αυτό το σύνολο, που τοποθετείται ανάμεσα στα θεμελιώδη έργα του Sartre και στα τελευταία έργα του Deleuze, το αποκαλώ σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία, περί της οποίας θα ήθελα να μιλήσω. Συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μια νέα φιλοσοφική στιγμή, δημιουργική, μοναδική και συγχρόνως καθολική. Το πρόβλημα είναι να δώσουμε ταυτότητα σε τούτο το σύνολο: τι ακριβώς συνέβη στη Γαλλία και στη φιλοσοφία στο διάστημα από το 1940 έως το τέλος του αιώνα;
Τι συνέβη εν σχέσει προς αυτά τα ονόματα που προανέφερα; Τι ακριβώς ονομάστηκε υπαρξισμός, δομισμός και αποδόμηση; Η φιλοσοφική αυτή στιγμή χαρακτηρίζεται από ιστορική και διανοητική ενότητα; Και ποια είναι αυτή;
Ιδού τα ερωτήματα που θα ήθελα να θέσω ενώπιόν σας την αποψινή βραδιά. Θα το επιχειρήσω με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους. Πρώτα, με βάση το ζήτημα της προέλευσης· από πού κατάγεται αυτή η στιγμή; Ποιο είναι το παρελθόν της; Ποια η γέννησή της; Κατόπιν, θα αναφερθώ στα κύρια φιλοσοφικά εγχειρήματα που προσιδιάζουν στη στιγμή για την οποία μιλώ. Έπειτα, θα προκύψει ένα εντελώς θεμελιώδες ζήτημα το οποίο συνίσταται στη σχέση όλων αυτών των φιλοσόφων με τη λογοτεχνία, και γενικότερα στη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Τέλος, θα μιλήσω για το μόνιμο διάλογο, στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, μεταξύ της φιλοσοφίας και της ψυχανάλυσης. Το ζήτημα της προέλευσης, το ζήτημα του εγχειρήματος, το ζήτημα του ύφους και της λογοτεχνίας, το ζήτημα της ψυχανάλυσης: αυτά θα είναι τα μέσα που θα χρησιμοποιήσω προκειμένου να εξετάσω την ταυτότητα της σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας.
Αρχικά, λοιπόν, η προέλευση. Για να σκεφτούμε την προέλευση, θα πρέπει να ανατρέξουμε στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπου επέρχεται ένας θεμελιώδης διχασμός της γαλλικής φιλοσοφίας με τη συγκρότηση δύο αυθεντικά διαφορετικών ρευμάτων. Ορίστε ορισμένα στοιχεία αναφοράς: το 1911 ο Bergson δίνει δύο περίφημες διαλέξεις στην Οξφόρδη, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στη συλλογή κειμένων του που φέρει τον τίτλο Η σκέψη και η κίνηση, ενώ το 1912, δηλαδή σχεδόν ταυτόχρονα, δημοσιεύεται το βιβλίο του Léon Brunschvicg με τίτλο Τα στάδια της μαθηματικής φιλοσοφίας. Αυτές οι δύο φιλοσοφικές παρεμβάσεις λαμβάνουν χώρα αμέσως πριν από τον πόλεμο του 1914. Όμως, τούτες οι δύο παρεμβάσεις δηλώνουν την ύπαρξη δύο τελείως διαφορετικών προσανατολισμών. Στην περίπτωση του Bergson έχουμε εκείνο που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μία φιλοσοφία της ζωτικής εσωτερικότητας, δηλαδή τη θέση μιας ταύτισης του είναι με τη μεταβολή, μία φιλοσοφία της ζωής και του γίγνεσθαι. Αυτός ο προσανατολισμός θα συνεχιστεί σε όλο τον αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του Deleuze. Από την άλλη, στο βιβλίο του Brunschvicg ανακαλύπτουμε μία φιλοσοφία της έννοιας βασισμένη στα μαθηματικά, καθώς και τη δυνατότητα ενός είδους φιλοσοφικού φορμαλισμού, μία φιλοσοφία της σκέψης ή του συμβολικού. Και αυτός ο προσανατολισμός συνεχίστηκε στη διάρκεια όλου του αιώνα, ειδικότερα με τον Lévi-Strauss, τον Althusser και τον Lacan. Έχουμε συνεπώς στην αρχή του αιώνα αυτό που θα αποκαλούσα διχασμένη και διαλεκτική μορφή της γαλλικής φιλοσοφίας. Αφενός μια φιλοσοφία της ζωής, αφετέρου μια φιλοσοφία της έννοιας. Κι αυτό το πρόβλημα, ζωή-έννοια, θα καταστεί το κεντρικό πρόβλημα της γαλλικής φιλοσοφίας, περιλαμβανομένης της στιγμής για την οποία μιλώ, δηλαδή στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Από τη συζήτηση περί ζωής και έννοιας προκύπτει τελικά μία συζήτηση ως προς το ζήτημα του υποκειμένου, γύρω από το οποίο οργανώνεται ολόκληρη αυτή η περίοδος. Γιατί; Επειδή το ανθρώπινο υποκείμενο είναι συγχρόνως ένα ζωντανό σώμα και ένας δημιουργός εννοιών. Το υποκείμενο είναι το κοινό μέρος των δύο προσανατολισμών: ερωτάται ως προς τη ζωή του, την υποκειμενική, τη ζωική και την οργανική του ζωή· ερωτάται επίσης ως προς τη σκέψη του, ως προς τη δημιουργική και την αφαιρετική του ικανότητα. Η σχέση μεταξύ σώματος και ιδέας, μεταξύ ζωής και έννοιας, θα οργανώσει το γίγνεσθαι της γαλλικής φιλοσοφίας και αυτή η διαμάχη είναι παρούσα ήδη από τις αρχές του αιώνα, με τον Bergson από τη μία και τον Brunschvicg από την άλλη. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η γαλλική φιλοσοφία θα αποτελέσει σταδιακά ένα είδος πεδίου μάχης γύρω από το ζήτημα του υποκειμένου. Ο Kant ήταν ο πρώτος που όρισε τη φιλοσοφία ως πεδίο μάχης, στο οποίο είμαστε όλοι μαχητές, περισσότερο ή λιγότερο κουρασμένοι. Η κεντρική μάχη της φιλοσοφίας στο δεύτερο μισό του αιώνα θα είναι μια μάχη γύρω από το ζήτημα του υποκειμένου. Δίνω εν συντομία ορισμένα στοιχεία: ο Althusser ορίζει την ιστορία ως διαδικασία χωρίς υποκείμενο και το υποκείμενο ως ιδεολογική κατηγορία· ο Derrida, ερμηνεύοντας τον Heidegger, θεωρεί το υποκείμενο ως μια κατηγορία της μεταφυσικής, ενώ ο Lacan από την πλευρά του δημιουργεί μια έννοια του υποκειμένου ―για να μην πούμε τίποτε ως προς την κεντρική θέση του υποκειμένου στον Sartre ή στον Merleau-Ponty. Συνεπώς, ένας πρώτος τρόπος για να ορίσει κανείς τη γαλλική φιλοσοφική στιγμή θα ήταν να μιλήσει για μάχη σχετικά με τον όρο υποκείμενο, επειδή το θεμελιώδες ζήτημα εδώ είναι το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ζωής και έννοιας, και η σχέση αυτή συνίσταται καθοριστικά στη θεμελιακή διερώτηση ως προς τη μοίρα του υποκειμένου.
Αξίζει να παρατηρήσουμε, μιλώντας για την προέλευση, ότι θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε πιο πίσω και να πούμε, τελικά, πως υφίσταται εδώ μια κληρονομιά του Descartes και πως η γαλλική φιλοσοφία του δεύτερου μισού του αιώνα αποτελεί μια τεράστια συζήτηση σχετικά με τον Descartes. Διότι ο Descartes είναι ο φιλοσοφικός εφευρέτης της κατηγορίας του υποκειμένου και η μοίρα της γαλλικής φιλοσοφίας, ο ίδιος της ο διχασμός, είναι ο διχασμός της καρτεσιανής κληρονομιάς. Ο Descartes είναι ταυτόχρονα ένας θεωρητικός του φυσικού σώματος, του ζώου-μηχανής και ένας θεωρητικός της καθαρής σκέψης. Ενδιαφέρεται λοιπόν, κατά μίαν έννοια, για τη φυσική των πραγμάτων, και για τη μεταφυσική του υποκειμένου. Κείμενα για τον Descartes συναντούμε σε όλους τους μεγάλους σύγχρονους φιλοσόφους: ο Lacan μάλιστα έριξε το σύνθημα μιας επιστροφής στον Descartes, ο Sartre έγραψε ένα ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο άρθρο για την ελευθερία στον Descartes, ο Deleuze δείχνει μόνιμη εχθρότητα προς τον Descartes, εν ολίγοις υπάρχουν τόσοι Descartes όσοι και γάλλοι φιλόσοφοι στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, γεγονός που δείχνει πολύ απλά ότι τούτη η φιλοσοφική μάχη είναι τελικά και μια μάχη γύρω από τη διακύβευση και τη σημασία του Descartes. Η προέλευση μάς παρέχει λοιπόν έναν πρώτο ορισμό αυτής της φιλοσοφικής στιγμής ως εννοιολογικής μάχης γύρω από το ζήτημα του υποκειμένου.
Κατά δεύτερο λόγο, θα προσπαθήσω να εντοπίσω ορισμένα κοινά διανοητικά εγχειρήματα σε όλους αυτούς τους φιλοσόφους. Θα απαριθμήσω τέσσερα, τα οποία, όπως πιστεύω, δείχνουν σαφώς τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η φιλοσοφία και αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μεθοδικά εγχειρήματα.
Το πρώτο εγχείρημα είναι γερμανικό ή είναι γαλλικό εγχείρημα επί των γερμανών φιλοσόφων. Όντως, όλη η γαλλική φιλοσοφία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα αποτελεί στην πραγματικότητα και μια συζήτηση περί της γερμανικής κληρονομιάς. Υπήρξαν εξαιρετικά σημαντικές στιγμές αυτής της συζήτησης, για παράδειγμα το σεμινάριο του Kojève για τον Hegel στη δεκαετία του ’30, το οποίο άσκησε μεγάλη επίδραση· το παρακολούθησε ο Lacan και στάθηκε καθοριστικό για τον Lévi-Strauss. Εν συνεχεία, στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, οι νέοι γάλλοι φιλόσοφοι ανακάλυψαν τη φαινομενολογία μέσα από την ανάγνωση του Husserl και του Heidegger. Ο Sartre, για παράδειγμα, τροποποίησε εντελώς την προοπτική του όταν, διαμένοντας στο Βερολίνο, διάβασε από το πρωτότυπο τα έργα του Husserl και του Heidegger. Ο Derrida, από την πλευρά του, είναι καταρχάς και προπάντων ένας εντελώς πρωτότυπος ερμηνευτής της γερμανικής σκέψης. Κι έπειτα υπήρξε ο Nietzsche, θεμελιώδης φιλόσοφος τόσο για τον Foucault όσο και για τον Deleuze. Μπορούμε να πούμε, συνεπώς, ότι οι Γάλλοι αναζήτησαν κάποιο πράγμα στη Γερμανία, στον Hegel, στον Nietzsche, στον Husserl και στον Heidegger.
Τι ήταν εκείνο που αναζήτησε η γαλλική φιλοσοφία στη Γερμανία; Μπορούμε να το συνοψίσουμε σε μία φράση: μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και στην ύπαρξη, σχέση η οποία έλαβε πολλές ονομασίες, όπως αποδόμηση, υπαρξισμός, ερμηνευτική. Αλλά, διαμέσου όλων αυτών των ονομασιών, υπάρχει μια κοινή αναζήτηση που συνίσταται στην τροποποίηση και στη μεταβολή της σχέσης μεταξύ έννοιας και ύπαρξης. Καθώς το κεντρικό ερώτημα της γαλλικής φιλοσοφίας, από την αρχή του αιώνα, αφορούσε το δίδυμο ζωή και έννοια, ο υπαρξιακός μετασχηματισμός της σκέψης, αυτή η σχέση της σκέψης με το ζωτικό της έδαφος, ενδιέφερε έντονα τη γαλλική φιλοσοφία. Πρόκειται για ό,τι αποκαλώ το γερμανικό της εγχείρημα: την προσπάθεια να βρει στη γερμανική φιλοσοφία νέα μέσα για να σκεφτεί τη σχέση ανάμεσα στην έννοια και την ύπαρξη. Κάνουμε λόγο για εγχείρημα, επειδή στη γαλλική της μετάφραση και μέσα στο πεδίο μάχης της γαλλικής φιλοσοφίας η γερμανική φιλοσοφία κατέστη κάτι εντελώς καινούργιο. Πραγματοποιήθηκε ένα τελείως ξεχωριστό εγχείρημα που συνίσταται, θα έλεγα, στη γαλλική ιδιοποίηση της γερμανικής φιλοσοφίας. Τούτο είναι το πρώτο εγχείρημα.
Το δεύτερο εγχείρημα, εξίσου σημαντικό, αφορούσε την επιστήμη. Οι γάλλοι φιλόσοφοι του δεύτερου μισoύ του αιώνα θέλησαν να αποσπάσουν την επιστήμη από το στενά προσδιορισμένο πεδίο της φιλοσοφίας της γνώσης, δείχνοντας ότι η επιστήμη ήταν ευρύτερη και βαθύτερη από το ζήτημα απλώς της γνώσης: ως παραγωγική δραστηριότητα, ως δημιουργία και όχι μόνον ως στοχαστική ή γνωσιακή διαδικασία. Θέλησαν να βρουν μέσα στην επιστήμη μοντέλα ανακάλυψης και μετασχηματισμού, για να χαρακτηρίσουν τελικά την επιστήμη όχι ως αποκάλυψη των φαινομένων και της οργάνωσής τους αλλά ως παράδειγμα νοητικής και δημιουργικής δραστηριότητας που μπορεί να συγκριθεί με την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Το εν λόγω εγχείρημα συνίσταται στο να μετατεθεί η επιστήμη από το πεδίο της γνώσης στο πεδίο της δημιουργίας και τελικά να προσεγγίσει σταδιακά την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Αυτή η διαδικασία βρίσκει την ολοκλήρωσή της στον Deleuze, ο οποίος συγκρίνει με εξαιρετικά λεπτό τρόπο την επιστημονική και την καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά αρχίζει πολύ πιο πριν ως ένα από τα συστατικά εγχειρήματα της γαλλικής φιλοσοφίας.
Το τρίτο εγχείρημα είναι πολιτικό. Οι φιλόσοφοι αυτής της περιόδου θέλησαν όλοι τους να εμπλέξουν σε βάθος τη φιλοσοφία με τα πολιτικά ζητήματα: ο Sartre, ο Merleau-Ponty μετά τον πόλεμο, ο Foucault, ο Althusser, ο Deleuze, όλοι τους υπήρξαν πολιτικοί ακτιβιστές. Διαμέσου αυτής της πολιτικής δραστηριότητας αναζήτησαν μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και στη δράση. Όπως αναζητούσαν στους Γερμανούς μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και στην ύπαρξη, έτσι αναζήτησαν και στην πολιτική μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και στη δράση, και ειδικότερα στη συλλογική δράση. Τούτη η βασική επιθυμία να εμπλέξουν τη φιλοσοφία στις πολιτικές καταστάσεις τροποποίησε τη σχέση μεταξύ έννοιας και δράσης.
Τέλος, το τέταρτο εγχείρημα θα το αποκαλούσα «εκσυγχρονιστικό»: να εκσυγχρονίσουμε τη φιλοσοφία. Προτού αρχίσουν όλοι να μιλούν καθημερινά για τον εκσυγχρονισμό της κυβερνητικής δράσης (στις μέρες μας όλα οφείλουν να εκσυγχρονιστούν, κάτι που συχνά σημαίνει όλα να καταστραφούν), υπήρξε στους γάλλους φιλοσόφους μια βαθιά επιθυμία εκσυγχρονισμού. Τούτο σήμαινε ότι ήθελαν να παρακολουθούν από κοντά τις καλλιτεχνικές, πολιτισμικές, κοινωνικές αλλαγές, καθώς και τις αλλαγές ως προς τα ήθη. Υπήρξε ένα πολύ έντονο φιλοσοφικό ενδιαφέρον για τη μη απεικονιστική ζωγραφική, για τη νέα μουσική, για το θέατρο, για το αστυνομικό μυθιστόρημα, για την τζαζ, για τον κινηματογράφο. Υπήρξε μια θέληση η φιλοσοφία να προσεγγίσει ό,τι εντονότερο εμφανιζόταν στον σύγχρονο κόσμο. Υπήρξε επίσης ζωηρό ενδιαφέρον για τη σεξουαλικότητα, για τους νέους τρόπους ζωής. Και μέσα απ’ όλα αυτά η φιλοσοφία αναζητούσε μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και την κίνηση των μορφών: των καλλιτεχνικών, των κοινωνικών και των μορφών της ζωής. Ο εκσυγχρονισμός αυτός αποτελούσε την αναζήτηση ενός νέου τρόπου, ώστε η φιλοσοφία να προσεγγίσει τη δημιουργία των μορφών.
Η γαλλική φιλοσοφική στιγμή υπήρξε λοιπόν μια νέα ιδιοποίηση της γερμανικής δημιουργίας, μια δημιουργική θέαση της επιστήμης, μια πολιτική ριζοσπαστικότητα και μια αναζήτηση νέων μορφών τέχνης και ζωής. Και μέσα απ’ όλα αυτά επρόκειτο για μια νέα τοποθέτηση της έννοιας, για μια νέα διάταξη της έννοιας, για μια μετατόπιση της σχέσης της έννοιας με το εξωτερικό της: νέα σχέση με την ύπαρξη, με τη σκέψη, με τη δράση και με την κίνηση των μορφών. Αυτή η καινοτομία της σχέσης ανάμεσα στη φιλοσοφική έννοια και στο εξωτερικό της έννοιας υπήρξε η γενική καινοτομία της γαλλικής φιλοσοφίας στον εικοστό αιώνα...
Απόσπασμα πό το δοκίμιο του Αlain Badiou που δημοσιεύεται σε μετάφραση Άρη Στυλιανού στο τεύχος 11 του περιοδικου ΕΝΕΚΕΝ. Η φωτογραφία του Γιώργου Γιαννόπουλου από τη συνένετυξή του με τον Γάλλο φιλόσοφο.
Ας δούμε δύο παραδείγματα, δύο φιλοσοφικές στιγμές που είναι ιδιαιτέρως πυκνές και γνωστές. Καταρχάς, τη στιγμή της κλασικής αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, από τον Παρμενίδη έως τον Αριστοτέλη, από τον πέμπτο έως τον τρίτο προχριστιανικό αιώνα: πρόκειται για φιλοσοφική στιγμή δημιουργική, ιδρυτική, εξαιρετική και εντέλει αρκετά σύντομη χρονικά. Κατόπιν, έχουμε ένα άλλο παράδειγμα, τη στιγμή του γερμανικού ιδεαλισμού, από τον Kant έως τον Hegel, με τον Fichte και τον Schelling: πρόκειται κι εδώ για εξαιρετική φιλοσοφική στιγμή, από τα τέλη του δέκατου όγδοου έως τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, στιγμή έντονη, δημιουργική και από χρονική άποψη επίσης πολύ σύντομη. Θα ήθελα λοιπόν να υποστηρίξω μια ιστορική και εθνική θέση: υπήρξε ή υπάρχει, ανάλογα με το πού τοποθετούμαι, μια γαλλική φιλοσοφική στιγμή που εντοπίζεται στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, και θα ήθελα να δοκιμάσω να σας παρουσιάσω αυτή τη φιλοσοφική στιγμή, που είναι συγκρίσιμη ―τηρουμένων όλων των αναλογιών― με τα παραδείγματα που σας προανέφερα, δηλαδή με την κλασική αρχαιοελληνική στιγμή και με τη στιγμή του γερμανικού ιδεαλισμού.
Ας εξετάσουμε αυτό το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα: Το Είναι και το Mηδέν, θεμελιώδες έργο του Sartre, δημοσιεύεται το 1943 και τα τελευταία κείμενα του Deleuze, «Τι είναι η φιλοσοφία;», χρονολογούνται στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Ανάμεσα στο 1943 και στα τέλη του εικοστού αιώνα αναπτύσσεται το γαλλικό φιλοσοφικό κίνημα. Ανάμεσα στον Sartre και στον Deleuze μπορούμε να αναφέρουμε τον Bachelard, τον Merleau-Ponty, τον Lévi-Strauss, τον Althusser, τον Foucault, τον Derrida, τον Lacan, τον Philippe Lacoue-Labarthe, τον Jean-Luc Nancy, τον Jacques Rancière, πιθανόν κι εμένα τον ίδιο, θα δούμε. Η ιδιαίτερη θέση μου, εάν υπήρξε μια γαλλική φιλοσοφική στιγμή, είναι ίσως εκείνη του τελευταίου εκπροσώπου της. Αυτό το σύνολο, που τοποθετείται ανάμεσα στα θεμελιώδη έργα του Sartre και στα τελευταία έργα του Deleuze, το αποκαλώ σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία, περί της οποίας θα ήθελα να μιλήσω. Συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μια νέα φιλοσοφική στιγμή, δημιουργική, μοναδική και συγχρόνως καθολική. Το πρόβλημα είναι να δώσουμε ταυτότητα σε τούτο το σύνολο: τι ακριβώς συνέβη στη Γαλλία και στη φιλοσοφία στο διάστημα από το 1940 έως το τέλος του αιώνα;
Τι συνέβη εν σχέσει προς αυτά τα ονόματα που προανέφερα; Τι ακριβώς ονομάστηκε υπαρξισμός, δομισμός και αποδόμηση; Η φιλοσοφική αυτή στιγμή χαρακτηρίζεται από ιστορική και διανοητική ενότητα; Και ποια είναι αυτή;
Ιδού τα ερωτήματα που θα ήθελα να θέσω ενώπιόν σας την αποψινή βραδιά. Θα το επιχειρήσω με τέσσερις διαφορετικούς τρόπους. Πρώτα, με βάση το ζήτημα της προέλευσης· από πού κατάγεται αυτή η στιγμή; Ποιο είναι το παρελθόν της; Ποια η γέννησή της; Κατόπιν, θα αναφερθώ στα κύρια φιλοσοφικά εγχειρήματα που προσιδιάζουν στη στιγμή για την οποία μιλώ. Έπειτα, θα προκύψει ένα εντελώς θεμελιώδες ζήτημα το οποίο συνίσταται στη σχέση όλων αυτών των φιλοσόφων με τη λογοτεχνία, και γενικότερα στη σχέση μεταξύ φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Τέλος, θα μιλήσω για το μόνιμο διάλογο, στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου, μεταξύ της φιλοσοφίας και της ψυχανάλυσης. Το ζήτημα της προέλευσης, το ζήτημα του εγχειρήματος, το ζήτημα του ύφους και της λογοτεχνίας, το ζήτημα της ψυχανάλυσης: αυτά θα είναι τα μέσα που θα χρησιμοποιήσω προκειμένου να εξετάσω την ταυτότητα της σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας.
Αρχικά, λοιπόν, η προέλευση. Για να σκεφτούμε την προέλευση, θα πρέπει να ανατρέξουμε στις αρχές του εικοστού αιώνα, όπου επέρχεται ένας θεμελιώδης διχασμός της γαλλικής φιλοσοφίας με τη συγκρότηση δύο αυθεντικά διαφορετικών ρευμάτων. Ορίστε ορισμένα στοιχεία αναφοράς: το 1911 ο Bergson δίνει δύο περίφημες διαλέξεις στην Οξφόρδη, οι οποίες δημοσιεύτηκαν στη συλλογή κειμένων του που φέρει τον τίτλο Η σκέψη και η κίνηση, ενώ το 1912, δηλαδή σχεδόν ταυτόχρονα, δημοσιεύεται το βιβλίο του Léon Brunschvicg με τίτλο Τα στάδια της μαθηματικής φιλοσοφίας. Αυτές οι δύο φιλοσοφικές παρεμβάσεις λαμβάνουν χώρα αμέσως πριν από τον πόλεμο του 1914. Όμως, τούτες οι δύο παρεμβάσεις δηλώνουν την ύπαρξη δύο τελείως διαφορετικών προσανατολισμών. Στην περίπτωση του Bergson έχουμε εκείνο που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε μία φιλοσοφία της ζωτικής εσωτερικότητας, δηλαδή τη θέση μιας ταύτισης του είναι με τη μεταβολή, μία φιλοσοφία της ζωής και του γίγνεσθαι. Αυτός ο προσανατολισμός θα συνεχιστεί σε όλο τον αιώνα, συμπεριλαμβανομένου του Deleuze. Από την άλλη, στο βιβλίο του Brunschvicg ανακαλύπτουμε μία φιλοσοφία της έννοιας βασισμένη στα μαθηματικά, καθώς και τη δυνατότητα ενός είδους φιλοσοφικού φορμαλισμού, μία φιλοσοφία της σκέψης ή του συμβολικού. Και αυτός ο προσανατολισμός συνεχίστηκε στη διάρκεια όλου του αιώνα, ειδικότερα με τον Lévi-Strauss, τον Althusser και τον Lacan. Έχουμε συνεπώς στην αρχή του αιώνα αυτό που θα αποκαλούσα διχασμένη και διαλεκτική μορφή της γαλλικής φιλοσοφίας. Αφενός μια φιλοσοφία της ζωής, αφετέρου μια φιλοσοφία της έννοιας. Κι αυτό το πρόβλημα, ζωή-έννοια, θα καταστεί το κεντρικό πρόβλημα της γαλλικής φιλοσοφίας, περιλαμβανομένης της στιγμής για την οποία μιλώ, δηλαδή στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα.
Από τη συζήτηση περί ζωής και έννοιας προκύπτει τελικά μία συζήτηση ως προς το ζήτημα του υποκειμένου, γύρω από το οποίο οργανώνεται ολόκληρη αυτή η περίοδος. Γιατί; Επειδή το ανθρώπινο υποκείμενο είναι συγχρόνως ένα ζωντανό σώμα και ένας δημιουργός εννοιών. Το υποκείμενο είναι το κοινό μέρος των δύο προσανατολισμών: ερωτάται ως προς τη ζωή του, την υποκειμενική, τη ζωική και την οργανική του ζωή· ερωτάται επίσης ως προς τη σκέψη του, ως προς τη δημιουργική και την αφαιρετική του ικανότητα. Η σχέση μεταξύ σώματος και ιδέας, μεταξύ ζωής και έννοιας, θα οργανώσει το γίγνεσθαι της γαλλικής φιλοσοφίας και αυτή η διαμάχη είναι παρούσα ήδη από τις αρχές του αιώνα, με τον Bergson από τη μία και τον Brunschvicg από την άλλη. Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η γαλλική φιλοσοφία θα αποτελέσει σταδιακά ένα είδος πεδίου μάχης γύρω από το ζήτημα του υποκειμένου. Ο Kant ήταν ο πρώτος που όρισε τη φιλοσοφία ως πεδίο μάχης, στο οποίο είμαστε όλοι μαχητές, περισσότερο ή λιγότερο κουρασμένοι. Η κεντρική μάχη της φιλοσοφίας στο δεύτερο μισό του αιώνα θα είναι μια μάχη γύρω από το ζήτημα του υποκειμένου. Δίνω εν συντομία ορισμένα στοιχεία: ο Althusser ορίζει την ιστορία ως διαδικασία χωρίς υποκείμενο και το υποκείμενο ως ιδεολογική κατηγορία· ο Derrida, ερμηνεύοντας τον Heidegger, θεωρεί το υποκείμενο ως μια κατηγορία της μεταφυσικής, ενώ ο Lacan από την πλευρά του δημιουργεί μια έννοια του υποκειμένου ―για να μην πούμε τίποτε ως προς την κεντρική θέση του υποκειμένου στον Sartre ή στον Merleau-Ponty. Συνεπώς, ένας πρώτος τρόπος για να ορίσει κανείς τη γαλλική φιλοσοφική στιγμή θα ήταν να μιλήσει για μάχη σχετικά με τον όρο υποκείμενο, επειδή το θεμελιώδες ζήτημα εδώ είναι το ζήτημα της σχέσης μεταξύ ζωής και έννοιας, και η σχέση αυτή συνίσταται καθοριστικά στη θεμελιακή διερώτηση ως προς τη μοίρα του υποκειμένου.
Αξίζει να παρατηρήσουμε, μιλώντας για την προέλευση, ότι θα μπορούσαμε να ανατρέξουμε πιο πίσω και να πούμε, τελικά, πως υφίσταται εδώ μια κληρονομιά του Descartes και πως η γαλλική φιλοσοφία του δεύτερου μισού του αιώνα αποτελεί μια τεράστια συζήτηση σχετικά με τον Descartes. Διότι ο Descartes είναι ο φιλοσοφικός εφευρέτης της κατηγορίας του υποκειμένου και η μοίρα της γαλλικής φιλοσοφίας, ο ίδιος της ο διχασμός, είναι ο διχασμός της καρτεσιανής κληρονομιάς. Ο Descartes είναι ταυτόχρονα ένας θεωρητικός του φυσικού σώματος, του ζώου-μηχανής και ένας θεωρητικός της καθαρής σκέψης. Ενδιαφέρεται λοιπόν, κατά μίαν έννοια, για τη φυσική των πραγμάτων, και για τη μεταφυσική του υποκειμένου. Κείμενα για τον Descartes συναντούμε σε όλους τους μεγάλους σύγχρονους φιλοσόφους: ο Lacan μάλιστα έριξε το σύνθημα μιας επιστροφής στον Descartes, ο Sartre έγραψε ένα ιδιαιτέρως αξιοπρόσεκτο άρθρο για την ελευθερία στον Descartes, ο Deleuze δείχνει μόνιμη εχθρότητα προς τον Descartes, εν ολίγοις υπάρχουν τόσοι Descartes όσοι και γάλλοι φιλόσοφοι στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, γεγονός που δείχνει πολύ απλά ότι τούτη η φιλοσοφική μάχη είναι τελικά και μια μάχη γύρω από τη διακύβευση και τη σημασία του Descartes. Η προέλευση μάς παρέχει λοιπόν έναν πρώτο ορισμό αυτής της φιλοσοφικής στιγμής ως εννοιολογικής μάχης γύρω από το ζήτημα του υποκειμένου.
Κατά δεύτερο λόγο, θα προσπαθήσω να εντοπίσω ορισμένα κοινά διανοητικά εγχειρήματα σε όλους αυτούς τους φιλοσόφους. Θα απαριθμήσω τέσσερα, τα οποία, όπως πιστεύω, δείχνουν σαφώς τον τρόπο με τον οποίο ασκείται η φιλοσοφία και αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μεθοδικά εγχειρήματα.
Το πρώτο εγχείρημα είναι γερμανικό ή είναι γαλλικό εγχείρημα επί των γερμανών φιλοσόφων. Όντως, όλη η γαλλική φιλοσοφία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα αποτελεί στην πραγματικότητα και μια συζήτηση περί της γερμανικής κληρονομιάς. Υπήρξαν εξαιρετικά σημαντικές στιγμές αυτής της συζήτησης, για παράδειγμα το σεμινάριο του Kojève για τον Hegel στη δεκαετία του ’30, το οποίο άσκησε μεγάλη επίδραση· το παρακολούθησε ο Lacan και στάθηκε καθοριστικό για τον Lévi-Strauss. Εν συνεχεία, στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, οι νέοι γάλλοι φιλόσοφοι ανακάλυψαν τη φαινομενολογία μέσα από την ανάγνωση του Husserl και του Heidegger. Ο Sartre, για παράδειγμα, τροποποίησε εντελώς την προοπτική του όταν, διαμένοντας στο Βερολίνο, διάβασε από το πρωτότυπο τα έργα του Husserl και του Heidegger. Ο Derrida, από την πλευρά του, είναι καταρχάς και προπάντων ένας εντελώς πρωτότυπος ερμηνευτής της γερμανικής σκέψης. Κι έπειτα υπήρξε ο Nietzsche, θεμελιώδης φιλόσοφος τόσο για τον Foucault όσο και για τον Deleuze. Μπορούμε να πούμε, συνεπώς, ότι οι Γάλλοι αναζήτησαν κάποιο πράγμα στη Γερμανία, στον Hegel, στον Nietzsche, στον Husserl και στον Heidegger.
Τι ήταν εκείνο που αναζήτησε η γαλλική φιλοσοφία στη Γερμανία; Μπορούμε να το συνοψίσουμε σε μία φράση: μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και στην ύπαρξη, σχέση η οποία έλαβε πολλές ονομασίες, όπως αποδόμηση, υπαρξισμός, ερμηνευτική. Αλλά, διαμέσου όλων αυτών των ονομασιών, υπάρχει μια κοινή αναζήτηση που συνίσταται στην τροποποίηση και στη μεταβολή της σχέσης μεταξύ έννοιας και ύπαρξης. Καθώς το κεντρικό ερώτημα της γαλλικής φιλοσοφίας, από την αρχή του αιώνα, αφορούσε το δίδυμο ζωή και έννοια, ο υπαρξιακός μετασχηματισμός της σκέψης, αυτή η σχέση της σκέψης με το ζωτικό της έδαφος, ενδιέφερε έντονα τη γαλλική φιλοσοφία. Πρόκειται για ό,τι αποκαλώ το γερμανικό της εγχείρημα: την προσπάθεια να βρει στη γερμανική φιλοσοφία νέα μέσα για να σκεφτεί τη σχέση ανάμεσα στην έννοια και την ύπαρξη. Κάνουμε λόγο για εγχείρημα, επειδή στη γαλλική της μετάφραση και μέσα στο πεδίο μάχης της γαλλικής φιλοσοφίας η γερμανική φιλοσοφία κατέστη κάτι εντελώς καινούργιο. Πραγματοποιήθηκε ένα τελείως ξεχωριστό εγχείρημα που συνίσταται, θα έλεγα, στη γαλλική ιδιοποίηση της γερμανικής φιλοσοφίας. Τούτο είναι το πρώτο εγχείρημα.
Το δεύτερο εγχείρημα, εξίσου σημαντικό, αφορούσε την επιστήμη. Οι γάλλοι φιλόσοφοι του δεύτερου μισoύ του αιώνα θέλησαν να αποσπάσουν την επιστήμη από το στενά προσδιορισμένο πεδίο της φιλοσοφίας της γνώσης, δείχνοντας ότι η επιστήμη ήταν ευρύτερη και βαθύτερη από το ζήτημα απλώς της γνώσης: ως παραγωγική δραστηριότητα, ως δημιουργία και όχι μόνον ως στοχαστική ή γνωσιακή διαδικασία. Θέλησαν να βρουν μέσα στην επιστήμη μοντέλα ανακάλυψης και μετασχηματισμού, για να χαρακτηρίσουν τελικά την επιστήμη όχι ως αποκάλυψη των φαινομένων και της οργάνωσής τους αλλά ως παράδειγμα νοητικής και δημιουργικής δραστηριότητας που μπορεί να συγκριθεί με την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Το εν λόγω εγχείρημα συνίσταται στο να μετατεθεί η επιστήμη από το πεδίο της γνώσης στο πεδίο της δημιουργίας και τελικά να προσεγγίσει σταδιακά την καλλιτεχνική δραστηριότητα. Αυτή η διαδικασία βρίσκει την ολοκλήρωσή της στον Deleuze, ο οποίος συγκρίνει με εξαιρετικά λεπτό τρόπο την επιστημονική και την καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά αρχίζει πολύ πιο πριν ως ένα από τα συστατικά εγχειρήματα της γαλλικής φιλοσοφίας.
Το τρίτο εγχείρημα είναι πολιτικό. Οι φιλόσοφοι αυτής της περιόδου θέλησαν όλοι τους να εμπλέξουν σε βάθος τη φιλοσοφία με τα πολιτικά ζητήματα: ο Sartre, ο Merleau-Ponty μετά τον πόλεμο, ο Foucault, ο Althusser, ο Deleuze, όλοι τους υπήρξαν πολιτικοί ακτιβιστές. Διαμέσου αυτής της πολιτικής δραστηριότητας αναζήτησαν μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και στη δράση. Όπως αναζητούσαν στους Γερμανούς μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και στην ύπαρξη, έτσι αναζήτησαν και στην πολιτική μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και στη δράση, και ειδικότερα στη συλλογική δράση. Τούτη η βασική επιθυμία να εμπλέξουν τη φιλοσοφία στις πολιτικές καταστάσεις τροποποίησε τη σχέση μεταξύ έννοιας και δράσης.
Τέλος, το τέταρτο εγχείρημα θα το αποκαλούσα «εκσυγχρονιστικό»: να εκσυγχρονίσουμε τη φιλοσοφία. Προτού αρχίσουν όλοι να μιλούν καθημερινά για τον εκσυγχρονισμό της κυβερνητικής δράσης (στις μέρες μας όλα οφείλουν να εκσυγχρονιστούν, κάτι που συχνά σημαίνει όλα να καταστραφούν), υπήρξε στους γάλλους φιλοσόφους μια βαθιά επιθυμία εκσυγχρονισμού. Τούτο σήμαινε ότι ήθελαν να παρακολουθούν από κοντά τις καλλιτεχνικές, πολιτισμικές, κοινωνικές αλλαγές, καθώς και τις αλλαγές ως προς τα ήθη. Υπήρξε ένα πολύ έντονο φιλοσοφικό ενδιαφέρον για τη μη απεικονιστική ζωγραφική, για τη νέα μουσική, για το θέατρο, για το αστυνομικό μυθιστόρημα, για την τζαζ, για τον κινηματογράφο. Υπήρξε μια θέληση η φιλοσοφία να προσεγγίσει ό,τι εντονότερο εμφανιζόταν στον σύγχρονο κόσμο. Υπήρξε επίσης ζωηρό ενδιαφέρον για τη σεξουαλικότητα, για τους νέους τρόπους ζωής. Και μέσα απ’ όλα αυτά η φιλοσοφία αναζητούσε μια νέα σχέση ανάμεσα στην έννοια και την κίνηση των μορφών: των καλλιτεχνικών, των κοινωνικών και των μορφών της ζωής. Ο εκσυγχρονισμός αυτός αποτελούσε την αναζήτηση ενός νέου τρόπου, ώστε η φιλοσοφία να προσεγγίσει τη δημιουργία των μορφών.
Η γαλλική φιλοσοφική στιγμή υπήρξε λοιπόν μια νέα ιδιοποίηση της γερμανικής δημιουργίας, μια δημιουργική θέαση της επιστήμης, μια πολιτική ριζοσπαστικότητα και μια αναζήτηση νέων μορφών τέχνης και ζωής. Και μέσα απ’ όλα αυτά επρόκειτο για μια νέα τοποθέτηση της έννοιας, για μια νέα διάταξη της έννοιας, για μια μετατόπιση της σχέσης της έννοιας με το εξωτερικό της: νέα σχέση με την ύπαρξη, με τη σκέψη, με τη δράση και με την κίνηση των μορφών. Αυτή η καινοτομία της σχέσης ανάμεσα στη φιλοσοφική έννοια και στο εξωτερικό της έννοιας υπήρξε η γενική καινοτομία της γαλλικής φιλοσοφίας στον εικοστό αιώνα...
Απόσπασμα πό το δοκίμιο του Αlain Badiou που δημοσιεύεται σε μετάφραση Άρη Στυλιανού στο τεύχος 11 του περιοδικου ΕΝΕΚΕΝ. Η φωτογραφία του Γιώργου Γιαννόπουλου από τη συνένετυξή του με τον Γάλλο φιλόσοφο.