Το βιβλίο αποτυπώνει ένα μέρος της διανοητικής του πορείας του Πέτρου Θεοδωρίδη εδώ και μία δεκαετία περίπου. Όπως συμβαίνει πάντοτε, υπάρχουν συνέχειες και ασυνέχειες, νέες προβληματικές και εμπλουτισμός παλαιότερων θέσεων.
Ευαίσθητος δέκτης της στροφής προς τα συναισθήματα που έχει συντελεστεί στο σύνολο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών τα τελευταία 10-15 χρόνια, συζητά για τη σημασία του έρωτα, της ντροπής, της ενοχής, του φόβου, της αγωνίας, του φθόνου και της μνησικακίας, του θυμού και της ζήλιας τόσο στον προσωπικό όσο και στον δημόσιο βίο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λόγου χάριν, ότι αναφέρεται στην «αισθητική ουτοπία του έθνους» επικαλούμενος το συγκινησιακό φορτίο της εθνικής ταυτότητας, όπως και κάθε άλλης ταυτότητας βεβαίως. Ιδιαίτερο επίσης βάρος δίνει στις θυμικές παραμέτρους της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού, αλλά και του «κορεσμένου εαυτού» στο πλαίσιο της ύστερης νεωτερικότητας.
Διαβάζοντάς τον, εντυπωσιάστηκα για άλλη μια φορά από την ευαισθησία του και τη δόκιμη άσκηση αυτογνωσίας στην οποία διακριτικά μας προσκαλεί. Το κείμενό του είναι απολαυστικό γιατί κινείται με άνεση σε ένα πεδίο κατάσπαρτο από επίκαιρα και σύνθετα θέματα χωρίς να δεσμεύεται από τις υποχρεωτικότητες των ακαδημαϊκών συμβάσεων στη γραφή και την ανάλυση. Έτσι, διάστικτο από ενέσεις ευαισθησίας «χωρίς όμως να παγιδεύεται στον συναισθηματισμό» το βιβλίο καθίσταται προσιτό και εύληπτο. Και όχι τυχαία καθώς ο Θεοδωρίδης είναι και ένας πολύ καλός δάσκαλος, εκτός από μάστορας της γραφής.
Νίκος Δεμερτζής
καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Η AΠATHΛH ΥΠOΣXEΣH THΣ AΓAΠHΣ
«Η προσωπική μας ταυτότητα συνθέτει μία επιλεκτική αφήγηση: την ανασυνθέτει εκ των υστέρων ως αναδρομική βιογραφία. «Αυτό που ήταν πρωταρχικά χωρίς νόημα μόνο αργότερα, αναδρομικά, αποκτά νοηματική επίδραση»2. Γιατί η μνήμη σχεδόν πάντα είναι επιλεκτική, ως ανάμνηση που υψώνεται στο βάθρο ξεχασμένων πραγμάτων. Γιατί «δεν είναι οι αμετάβλητες εικόνες αυτές που εμπιστευόμαστε, αλλά κάποιες αναπλάσεις φανταστικές εικόνες: το παρελθόν αναπλασμένο έτσι ώστε να ταιριάζει στο παρόν»3. Σχεδόν η κάθε μνήμη είναι ανά-μνηση· ξανακοιτάζουμε τους εαυτούς μας κάθε φορά και διαλέγουμε από τον σωρό των βιωμάτων μας εκείνη την ενθύμηση που ξαναδίνει νόημα στην τωρινή ζωή μας.
Η αίσθηση του εαυτού μας προϋποθέτει μια αφηγηματική ταυτότητα, ότι δηλαδή κάποιος είναι σε θέση να αφηγηθεί στον εαυτό του μια σχετικά συνεκτική ιστορία4. «Αποστολή της αφήγησης είναι να επιλέγει και είναι ίδιον της φύσης της να συμπεριλαμβάνει αποκλείοντας και να διαφωτίζει σκιάζοντας. Αν αφεθεί στην τύχη του, αν δεν φωτισθεί από τους προβολείς της αφήγησης, ο κόσμος δεν είναι ούτε τακτικός ούτε χαοτικός, ούτε καθαρός ούτε βρώμικος»5...
1. Μπλεζ Πασκάλ, Σκέψεις, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2000, παρ. 205, σελ. 81.
2. Slavoj Zizek. For they Know not what they do, Enjoyment as a Political Factor, εκδ. Verso, London-New York (1991) 1996, σελ. 202.
3. Ο Gerald Edelman ονομάζει αυτά τα φαινόμενα «το ενθυμούμενο παρόν». Αναφ. στο Peter P. Leaven,. A. Frederic, Το ξύπνημα της Τίγρης, θεραπεύοντας τις τραυματικές εμπειρίες, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999, σελ. 259.
4. Dylan Evans, Συναίσθημα, μτφρ. Βίλλυ Καραγκούνη, Oxford U. P., Το ΒΗΜΑ, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα (2001) 2006, σελ. 21.
5. Zygmunt Bauman, Σπαταλημένες ζωές, Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας, μτφρ. Μάρκος Καρασαρίνης, εκδ. Κατάρτι, Αθήνα 2005, σελ. 34, 35, 38.
Έχουν γράψει για το βιβλίο:
Πέτρος Θεοδωρίδης, Περί της απώθησης του έρωτα και του θανάτου
Από το ακέραιο ντύναι
του προφασιστικού μικροαστισμού, βρεθήκαμε στο ακέραιο γδύναι όσων
αγαπήθηκαν κι ένωσαν σε-ένα σώματα και ψυχές. Κι έπειτα, από τις
θλιβερές διαπιστώσεις του Reich και την κυκλοτερή στιχουργία της
ηλιόπετρας του Paz, στη θλιμμένη πέτρα στον ήλιο του Beckett, όπου οι
όρκοι της αγάπης ακούγονται απατηλοί. Αυτή η διαδρομή των δυο τελευταίων
αναρτήσεων μας οδηγεί στην Απατηλή Υπόσχεση της Αγάπης, το νέο βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη. Στο τελευταίο ομώνυμο με το βιβλίο μέρος τού
επίσης ομώνυμου πρώτο δοκιμίου του βιβλίου, ο συγγραφέας διαπιστώνει
ότι η αγάπη η ανοιχτή στον ξένο, τον διαφορετικό, αλλά και στους
αποχωρισμούς μας, η αγάπη που πρότεινε η J. Kristeva, είναι σήμερα ανέφικτη:
Στην
εποχή μας αντιμετωπίζουμε μία θεμελιώδη αντίφαση. Από τη μία έχουμε
μιαν υλική πραγματικότητα παγκοσμιοποιημένη, περίπλοκη και διάχυτη. Από
την άλλη μια φαντασιακή ανα-παράσταση αυτής της πραγματικότητας που την
ανασυνθέτει νοσταλγικά, που προσπαθεί να εξαλείψει τα κενά, να την
αναπλάσει ως ενιαία και μοναδική. Ανάμεσα στο τοπικό και στο παγκόσμιο,
ανάμεσα στην ατομική ταυτότητα και στο τοπικό διεισδύει διαρκώς η
παγκοσμιοποίηση. Είναι σήμερα πιο κοντά μου η τοπική μικρή μου κοινότητα
ή η κοινότητα στο διαδίκτυο; Είναι κοντύτερα η τοπική με την εθνική
κοινότητα ή μήπως είναι πια δυνατή μια απευθείας, αδιαμεσολάβητη σχέση
με την παγκόσμια κοινωνία;
Απέναντι
στο είδος αγάπης που αποδέχεται τον αποχωρισμό και τον ξένο
αντιτάσσεται σήμερα μια ηθική αγάπης που σημαίνει εξάρτηση, συναισθήματα
προσκόλλησης σ' ένα άλλο άτομο ή ομάδα με τέτοιο τρόπο που μας είναι
πολύ δύσκολο να κάνουμε χωρίς αυτό. Η προσκόλληση - αγάπη αναδιπλώνεται
στην εποχή μας και ως "κοινοτισμός" που μπορεί να προσδιορίζει, "τον
εγκλεισμό των ατόμων σε μια ιδιαίτερη ομάδα σε βάρος της κοινής τους
συνείδησης και των σχέσεων πέραν της ομάδας τους, με τα μέλη της
ευρύτερης κοινωνίας" ως "μνησικακία ικανή να μετασχηματίζει την απώλεια
νοήματος σε αναδίπλωση στον εαυτό" καθιστώντας την ομάδα "φυλή" που
αποκτά συνοχή με την απόρριψη του εχθρού, ο οποίος είναι ικανός να
παίρνει πολλές μορφές ή ως νεοεθνικισμός, μία νέα λατρεία του έθνους που
χαρακτηρίζεται από διαστρέβλωση και αυθαιρεσία.
Αγάπη
των φυλών και του φυλετισμού. "Μόλις αποξηρανθεί η τεχνητή λίμνη της
παγκοσμιότητας, τα περσινά βαλτοτόπια του τοπικισμού γυαλίζουν
δελεαστικά σαν να ήταν τα φυσικά λιμάνια όσων έχουν ανάγκη να
κολυμπήσουν με ασφάλεια". Ο φυλε-τισμός, που ως εκ θαύματος
αναγεννήθηκε, στηρίζεται στην ευλογία της κοινότητας, στην επιδοκιμασία
του ανήκειν, στη γεμάτη πάθος αναζήτηση της παράδοσης. "Με αυτή την
έννοια τουλάχιστον η μακριά περιπλάνηση της νεωτερικότητας μάς έχει
φέρει εκεί από όπου είχαν εκκινήσει οι προπάτορές μας. Ίσως οι κοινότητες, ζεστές και φιλόξενες, προσφέρουν αυτό που οι παγερές αφαιρέσεις απέτυχαν να μας δώσουν".
Η εποχή μας λέει: πίστευε στην Αγάπη ως δικτατορία των συναισθημάτων, ως κιτς Αγάπη. Ο Μίλαν Κούντερα μάς θυμίζει
"στο Βασίλειο του κιτς επικρατεί η δικτατορία της καρδιάς. Πρέπει,
φυσικά, τα συναισθήματα που υποκινούνται από το κιτς να μπορεί να τα
συμμερίζεται η πλειοψηφία. Το κιτς κάνει να αναβλύζουν, το ένα μετά το
άλλο, δυο δάκρυα συγκίνησης. Το πρώτο δάκρυ λέει: τι ωραία που είναι τα
πιτσιρίκια που τρέχουν σ' ένα πάρκο! Το δεύτερο δάκρυ λέει: Τι ωραίο που
είναι να συγκινείσαι, μαζί με ολόκληρη την ανθρωπότητα, βλέποντας τα
πιτσιρίκια να τρέχουν σ' ένα πάρκο! Μόνο το δεύτερο αυτό δάκρυ κάνει το
κιτς να είναι κιτς. Η αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων ουδέποτε θα μπορέσει
να βασισθεί πουθενά αλλού, παρά μόνο στο κιτς".
Τι
λέει στον Άλλον - στον καθένα από εμάς, τον κάθε άλλο - η απάντηση της
αγάπης που εκκρίνει η αγωγία; Λέει: "Είμαι αυτό που σου λείπει. Με την
αφοσίωσή μου σε σένα, με τη θυσία μου για σένα, θα σε γεμίσω, θα σε
ολοκληρώσω". Η κίνηση της αγάπης είναι διπλή: το υποκείμενο συμπληρώνει
τη δική του έλλειψη προσφέροντας τον εαυτό του στον Άλλον. "Η
εξαπάτηση που ενέχει η αγάπη συνίσταται στην ιδέα ότι αυτή η
αλληλοεπικάλυψη δύο ελλείψεων ακυρώνει την έλλειψη ως τέτοια σε μιαν
αμοιβαία πλήρωση". Γιατί η αγάπη ενέχει μια φαντασιακή αμοιβαιότητα
μεταξύ του "να αγαπάς" και να "αγαπιέσαι" συνιστά τον απατηλό χαρακτήρα
της αγάπης. Η αγάπη, κατά τον Λακάν, εξαπατά. Εξαπατά επειδή το να αγαπά
κανείς σημαίνει "να δίνει κανείς εκείνο που δεν έχει".
Η αγάπη δεν στοχεύει εκείνο που διαθέτει το αντικείμενο της αγάπης,
αλλά εκείνο που του λείπει. Καταλαμβάνει τη θέση της έλλειψης του Άλλου,
το τίποτε πέρα από αυτόν. "Σ'
αγαπώ, λέει το υποκείμενο στον Άλλο, αλλά επειδή ανεξήγητα αγαπώ σε
σένα κάτι περισσότερο από σένα - το αντικείμενο μικρό α - σε ακρωτηριάζω".
Ας πιάσουμε λίγο το νήμα
του Λακάν εκεί που το άφησε ο Π. Θεοδωρίδης. Τι είναι αυτός ο
ακρωτηριασμός; Συνεχίζει ο Λακάν, και σκατολογεί κι εδώ:
Αυτό
είναι το νόημα του συμπλέγματος του μαστού, του στήθους, αυτό το
mammal-complex, που ο Bergler βλέπει καλά τη σχέση του με τη στοματική
παρόρμηση, ε τη μικρή διαφορά ότι η περί ης ο λόγος στοματικότητα δεν
έχει απολύτως τίποτε να κάνει με την τροφή, και ότι όλος ο τόνος της
βρίσκεται σ' αυτό το φαινόμενο του ακρωτηριασμού.
Σου δίνομαι, λέει ακόμη ο πάσχων, αλλά αυτή η δωρεά του προσώπου μου - όπως λέει ο άλλος - μυστήριο! αλλάζει ανεξήγητα σε δώρο ενός σκατού - όρος επίσης ουσιαστικός της εμπειρίας μας.
Όταν
έχει επιτευχθεί αυτή η στροφή, στο τέρμα της ερμηνευτικής διευκρίνησης,
τότε αναδρομικά κατανοείται αυτός ο ίλιγγος, παραδείγματος χάρη, της
λευκής σελίδας, που σε κάποιο πρόσωπο, προικισμένο αλλά κολλημένο στο
όριο της ψύχωσης, είναι κάθε πρόσβαση στον Άλλον. Αυτή η λευκή σελίδα
όπου σταματούν οι απερίγραπτες διανοητικές διαχύσεις του, αν
κυριολεκτικά δεν μπορεί να την αγγίξει, είναι γιατί δεν μπορεί να τη
διανοηθεί παρά σαν ένα χαρτί του καμπινέ.
αυτό το άλφα το μικρό το μέγα
γδείναι ή ντείναι θα σου πει ταμάμ σημαίνον
από το άλφα το μικρό μέχρι το ωμέγα
ό,τι δεν έχω στο χαρίζω μετ' επαίνων