Στην ταινία Σαλό του Παζολίνι, το σενάριο της οποίας βασίζεται στο μυθιστόρημα του Μαρκήσιου Ντε Σαντ, αλλά και στα έργα Sade, Fourier, Loyola του Roland Barthes, στο Lautréamont et Sade του Μaurice Blanchot, στο Faut-il brûler Sade της Simone de Beauvoir, στο Sade. Mon prochain. Le philosophe scélérat του Pierre Klossowski και στο L’écriture et l’expression des limites του Philippe Sollers αναφέρεται στη διαβόητη Δημοκρατία του Σαλό (1944-45) τελευταίο προπύργιο του ναζισμού και του φασισμού στην υπό κατάρρευση μουσολινική Ιταλία. Στην ταινία του Παζολίνι —που κυκλοφόρησε το 1975— τέσσερις αξιωματούχοι ένας τραπεζίτης, ένας αρχιεπίσκοπος και δύο φασίστες υπογράφουν Μνημόνιο που στόχο έχει να διατηρήσει την εξουσία τους σε έναν κατεστραμμένο κόσμο. Σε μια πραγματικότητα που ορίζει ο θάνατος, ο πόνος, η εξαθλίωση, η δυστυχία και η καταστροφή το Μνημόνιο του φασισμού στόχο έχει να προσφέρει στους εταίρους του την άκρατη απόλαυση, που υλοποιείται με την απόλυτη επιβολή της εξουσίας, της βίας και της ηδονής πάνω στα σώματα των νέων που γίνονται τα θύματά τους. Ότι είναι «υπερβολικό είναι καλό» δηλώνει ο αρχιφασίστας του τρομακτικού κουαρτέτου, τα μέλη του οποίου για να «ορίσουν την μοίρα τους» αποφασίζουν να παντρευτεί ο ένας την κόρη του άλλου. Επισφραγίζοντας μ’ αυτό τον βίαιο τρόπο την άνομη και ανίερη συμμαχία τους, ένας εκ των εταίρων καγχάζοντας χαρακτηριστικά και παραφράζοντας το έργο του Προυστ Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, θα πει: «τα κοριτσάκια δεν γνωρίζουν ότι η μπουρζουαζία δεν διστάζει να σφάξει τα ίδια της τα παιδιά».
Αυτός ο αιμοσταγής και βίαιος χαρακτήρας του καπιταλισμού γίνεται και σήμερα εμφανής σε διάφορα επίπεδα είτε πρόκειται για την οικονομική κρίση που βουλιάζει στην απελπισία τις κοινωνίες της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» είτε για τους αιματηρούς «τοπικούς» πολέμους —Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη και τώρα Συρία και ίσως και η κορεατική χερσόνησος—, είτε για τη διαρκή εξαθλίωση των πληθυσμών των χωρών του Τρίτου Κόσμου απορρέει από τη δομή και την ιστορική εμπειρία του καπιταλισμού.
Θα πρέπει ίσως εδώ να αναλογιστούμε αυτό που ακόμη πρόσφατα θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί από πολλούς ως αναχρονισμός ή ανακρίβεια ότι δηλαδή ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα στο οποίο ο άνθρωπος λογίζεται ως εμπόρευμα. Κι αν σήμερα, μέσα στη δίνη της κρίσης και του αναπόφευκτου κλωνισμού των «βεβαιοτήτων» πολλοί θα ξαναθυμηθούν κάποιες «παλιές» επισημάνσεις, ενδιαφέρον έχει να εξετάσουμε την πολιτική διάσταση του καπιταλισμού, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο η κεφαλαιοκρατία έχει καταφέρει να διατηρήσει μέσα από τις κρίσεις την εξουσία της. Η μπουρζουαζία δεν διστάζει να σφάξει τα παιδιά της, μας επισημαίνει ο Παζολίνι που είχε ζήσει την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ήξερε καλά γιατί μιλούσε. Η αναφορά του στο έργο του Σαντ αναδεικνύει τη μηχανή εκείνη που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, λογική ανάπτυξη της οποίας ήταν ο φασισμός και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Παζολίνι, ως αυθεντικός δημιουργός με κριτική σκέψη, δείχνει πως ο καπιταλισμός προκειμένου να εξασφαλίσει την κυριαρχία του σφάζει τα παιδιά του, κυριολεκτικα και μεταφορικά, για να προσδώσει μνημειακό χαρακτήρα στην ταξική του κυριαρχία και να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για συσσώρευση κεφαλαίου και κέρδη. Στο βραχύβιο διάστημα της κυριαρχίας του, σχεδόν 300 χρόνια ιστορίας, είχε να επιδείξει την τρομακτική και θανατηφόρα πραγματικότητα των δύο παγκόσμιων πολέμων που έδωσαν νέα ώθηση στην οικονομία του και ανανέωσαν την πολιτική κυριαρχία.
Την ίδια σχεδόν περίοδο που προβλήθηκε η ταινία του Παζολίνι στην Ελλάδα, τέλη της δεκαετίας του 1970, προβλήθηκε άλλη μια εμβληματική ταινία με τίτλο Φράουλες και αίμα. Η ταινία, που γυρίστηκε το 1970 σε σκηνοθεσία Stuart Hagmann βασίστηκε στο βιβλίο του 19χρονου Αμερικανού φοιτητή Τζέιμς Κούνεν με τίτλο The Strawberry Statement και πρωταγωνιστές ανάμεσα σε άλλους τους νεαρούς τότε Bruce Davison, Kim Darby, Bud Cort. Η ταινία αποτελεί ιστορική καταγραφή των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Columbia, την περίοδο 1966-68. Έμφαση δίνεται στα γεγονότα του Απριλίου 1968 όταν διαμαρτυρόμενοι φοιτητές κατέλαβαν το γραφείο του πρύτανη του πανεπιστημίου εκφράζοντας την ολοκληρωτική απόρριψη του ιμπεριαλισμού των HΠA μαζί με την εναντίωσή τους για όλα τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα που καθόρισαν τη δεκαετία του '60.1 Η ταινία συμπυκνώνει το πολιτικό και πολιτιστικό πλούτο των κοινωνικών κινημάτων που την εποχή εκείνη στις Ηνωμένες Πολιτείες έπαιζαν πρωτοπόρο και ριζοσπαστικό ρόλο. Μέσα από τον έρωτα και την εφηβική πνοή αποτυπώνει τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς για έναν καλύτερο κόσμο. Να σημειώσουμε μόνο ότι στη μουσική επένδυση της ταινίας συμμετείχαν καλλιτέχνες όπως John Lennon, Crosby, Stills, Nash & Young, Buffy Sainte-Marie που το έργο των οποίων εξέφραζε τις αισθητικές, πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες μιας ολόκληρης γενιάς.
Σήμερα οι δυνατές αυτές εικόνες από το παρελθόν έρχονται να προσθέσουν ένα μελαγχολικό τόνο στο γκρίζο και δύσθυμο τοπίο της κρίσης που γεννά αισθήματα ματαίωσης και απελπισίας. Πρέπει να θεωρούμε ωστόσο βέβαιο ότι η διαχείριση της κρίσης από τους καπιταλιστές θα οδηγήσει στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά το κεφάλαιο διεξάγει έναν ακήρυχτο κοινωνικό εμφύλιο πόλεμο: «η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση προκαλεί μια διαδικασία απο-ανθρωποποίησης της κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται από μια πραγματική υποταγή της εργασίας και της οικονομίας στις προσταγές της χρηματιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου, από τον ανελέητο και όλο και περισσότερο πολυεστιακό ανταγωνισμό μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων και Κράτους, και από τη δημιουργία ανισοτήτων ανάμεσα στον ίδιο τον πληθυσμό. Αυτή η απανθρωποποίηση διευρύνεται, αποκαλύπτοντας τα βάρβαρα χαρακτηριστικά της: μόνιμη ανεργία, αποεπενδύσεις και πρακτικές αποβιομηχάνισης ενός ρευστού καπιταλισμού, μαζική παραγωγή ανθρώπων χωρίς χρήση που εγγράφονται σε ένα παγκόσμιο καθεστώς απαρτχάιντ, διάλυση της αλληλεγγύης στους εργασιακούς χώρους και στους συνεταιρισμούς, καταστροφή του κοινωνικού συμβιβασμού που υπήρξε μεταπολεμικά το κράτος-πρόνοια, επέκταση πρωτοφανών πολεμικών συγκρούσεων, κ. ά. Βεβαίως, δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνική υποδούλωση χωρίς την πολιτική υποδούλωση».
Μπροστά στην κατάσταση αυτή είναι βέβαιο ότι η κοινωνική αντίδραση στα σχέδια των καπιταλιστών θα εμπεριέχει το στοιχείο της οργής. Κι εδώ κατά τη γνώμη μας θα πρέπει η εμπειρία του παρελθόντος να χρησιμεύσει στο κοινωνικό πρόταγμα. Η μελαγχολία και η θλίψη που φαίνεται να κυριαρχεί στο σήμερα θα πρέπει να μετατραπεί σε γνώση και αποφασιστικότητα, «όπως το κρυφό πένθος των ανθρώπων» γίνεται συνείδηση ποιητική. Ο Γάλλος φιλόσοφος Tosel μας λέει: «Έφθασε λοιπόν η στιγμή της οργής, της δραστήριας κριτικής, της αποτελεσματικής αντίδρασης, της νόμιμης κοινωνικής και πολιτικής ανυπακοής» και συνεχίζει: «Δεν μιλάμε για κάποιο δικαστήριο της Ιστορίας ή για κάποια ύστατη θεϊκή κρίση. Αναφερόμαστε στις μέρες που θα συνδεθούν κοινωνικά και πολιτικά όλοι αυτοί που διαδηλώνουν την οργή τους· αυτοί θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την πρόκληση να τη διαχειριστούν και να την ελέγξουν με προσοχή. Την οργή αυτή ωστόσο δε θα πρέπει να τη συγχέουμε με το μίσος, το οποίο μπορεί να προκληθεί από τη δικαιολογημένη πολιτική αντεπίθεση στον προληπτικό εμφύλιο πόλεμο ενός συστήματος το οποίο, ιστορικά και κοινωνικά, έχει εξαντλήσει τα αποθέματα ανθρωπισμού του. Αντίθετα μιλάμε για τον έξυπνο εκείνο αγώνα που δεν ξεχνά ούτε στιγμή ότι στόχος είναι να απελευθερωθεί η δύναμη της δράσης και της σκέψης όλων εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που σήμερα είναι υποδουλωμένα και εγκλωβισμένα στο δόκανο του προληπτικού εμφυλίου πολέμου που διεξάγουν τα τυφλωμένα και ανεύθυνα αφεντικά ενός συστήματος ανισότητας».3
1.Βλ.και http://tvxs.gr
2. André Tosel, Ο προληπτικός πόλεμος του κεφαλαίου, ΕΝΕΚΕΝ, τχ. 16ο, 2010.
3. Ό. π.
Εκδοτικό σημείωμα τεύχος 27ο
Αυτός ο αιμοσταγής και βίαιος χαρακτήρας του καπιταλισμού γίνεται και σήμερα εμφανής σε διάφορα επίπεδα είτε πρόκειται για την οικονομική κρίση που βουλιάζει στην απελπισία τις κοινωνίες της «Ευρωπαϊκής Ένωσης» είτε για τους αιματηρούς «τοπικούς» πολέμους —Αφγανιστάν, Ιράκ, Λιβύη και τώρα Συρία και ίσως και η κορεατική χερσόνησος—, είτε για τη διαρκή εξαθλίωση των πληθυσμών των χωρών του Τρίτου Κόσμου απορρέει από τη δομή και την ιστορική εμπειρία του καπιταλισμού.
Θα πρέπει ίσως εδώ να αναλογιστούμε αυτό που ακόμη πρόσφατα θα μπορούσε εύκολα να θεωρηθεί από πολλούς ως αναχρονισμός ή ανακρίβεια ότι δηλαδή ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα στο οποίο ο άνθρωπος λογίζεται ως εμπόρευμα. Κι αν σήμερα, μέσα στη δίνη της κρίσης και του αναπόφευκτου κλωνισμού των «βεβαιοτήτων» πολλοί θα ξαναθυμηθούν κάποιες «παλιές» επισημάνσεις, ενδιαφέρον έχει να εξετάσουμε την πολιτική διάσταση του καπιταλισμού, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο η κεφαλαιοκρατία έχει καταφέρει να διατηρήσει μέσα από τις κρίσεις την εξουσία της. Η μπουρζουαζία δεν διστάζει να σφάξει τα παιδιά της, μας επισημαίνει ο Παζολίνι που είχε ζήσει την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ήξερε καλά γιατί μιλούσε. Η αναφορά του στο έργο του Σαντ αναδεικνύει τη μηχανή εκείνη που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, λογική ανάπτυξη της οποίας ήταν ο φασισμός και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο Παζολίνι, ως αυθεντικός δημιουργός με κριτική σκέψη, δείχνει πως ο καπιταλισμός προκειμένου να εξασφαλίσει την κυριαρχία του σφάζει τα παιδιά του, κυριολεκτικα και μεταφορικά, για να προσδώσει μνημειακό χαρακτήρα στην ταξική του κυριαρχία και να δημιουργήσει νέες ευκαιρίες για συσσώρευση κεφαλαίου και κέρδη. Στο βραχύβιο διάστημα της κυριαρχίας του, σχεδόν 300 χρόνια ιστορίας, είχε να επιδείξει την τρομακτική και θανατηφόρα πραγματικότητα των δύο παγκόσμιων πολέμων που έδωσαν νέα ώθηση στην οικονομία του και ανανέωσαν την πολιτική κυριαρχία.
Την ίδια σχεδόν περίοδο που προβλήθηκε η ταινία του Παζολίνι στην Ελλάδα, τέλη της δεκαετίας του 1970, προβλήθηκε άλλη μια εμβληματική ταινία με τίτλο Φράουλες και αίμα. Η ταινία, που γυρίστηκε το 1970 σε σκηνοθεσία Stuart Hagmann βασίστηκε στο βιβλίο του 19χρονου Αμερικανού φοιτητή Τζέιμς Κούνεν με τίτλο The Strawberry Statement και πρωταγωνιστές ανάμεσα σε άλλους τους νεαρούς τότε Bruce Davison, Kim Darby, Bud Cort. Η ταινία αποτελεί ιστορική καταγραφή των γεγονότων που έλαβαν χώρα στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Columbia, την περίοδο 1966-68. Έμφαση δίνεται στα γεγονότα του Απριλίου 1968 όταν διαμαρτυρόμενοι φοιτητές κατέλαβαν το γραφείο του πρύτανη του πανεπιστημίου εκφράζοντας την ολοκληρωτική απόρριψη του ιμπεριαλισμού των HΠA μαζί με την εναντίωσή τους για όλα τα μείζονα κοινωνικά ζητήματα που καθόρισαν τη δεκαετία του '60.1 Η ταινία συμπυκνώνει το πολιτικό και πολιτιστικό πλούτο των κοινωνικών κινημάτων που την εποχή εκείνη στις Ηνωμένες Πολιτείες έπαιζαν πρωτοπόρο και ριζοσπαστικό ρόλο. Μέσα από τον έρωτα και την εφηβική πνοή αποτυπώνει τα όνειρα μιας ολόκληρης γενιάς για έναν καλύτερο κόσμο. Να σημειώσουμε μόνο ότι στη μουσική επένδυση της ταινίας συμμετείχαν καλλιτέχνες όπως John Lennon, Crosby, Stills, Nash & Young, Buffy Sainte-Marie που το έργο των οποίων εξέφραζε τις αισθητικές, πολιτικές και κοινωνικές ανησυχίες μιας ολόκληρης γενιάς.
Σήμερα οι δυνατές αυτές εικόνες από το παρελθόν έρχονται να προσθέσουν ένα μελαγχολικό τόνο στο γκρίζο και δύσθυμο τοπίο της κρίσης που γεννά αισθήματα ματαίωσης και απελπισίας. Πρέπει να θεωρούμε ωστόσο βέβαιο ότι η διαχείριση της κρίσης από τους καπιταλιστές θα οδηγήσει στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Όπως τονίζεται χαρακτηριστικά το κεφάλαιο διεξάγει έναν ακήρυχτο κοινωνικό εμφύλιο πόλεμο: «η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση προκαλεί μια διαδικασία απο-ανθρωποποίησης της κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται από μια πραγματική υποταγή της εργασίας και της οικονομίας στις προσταγές της χρηματιστικής συσσώρευσης κεφαλαίου, από τον ανελέητο και όλο και περισσότερο πολυεστιακό ανταγωνισμό μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων και Κράτους, και από τη δημιουργία ανισοτήτων ανάμεσα στον ίδιο τον πληθυσμό. Αυτή η απανθρωποποίηση διευρύνεται, αποκαλύπτοντας τα βάρβαρα χαρακτηριστικά της: μόνιμη ανεργία, αποεπενδύσεις και πρακτικές αποβιομηχάνισης ενός ρευστού καπιταλισμού, μαζική παραγωγή ανθρώπων χωρίς χρήση που εγγράφονται σε ένα παγκόσμιο καθεστώς απαρτχάιντ, διάλυση της αλληλεγγύης στους εργασιακούς χώρους και στους συνεταιρισμούς, καταστροφή του κοινωνικού συμβιβασμού που υπήρξε μεταπολεμικά το κράτος-πρόνοια, επέκταση πρωτοφανών πολεμικών συγκρούσεων, κ. ά. Βεβαίως, δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνική υποδούλωση χωρίς την πολιτική υποδούλωση».
Μπροστά στην κατάσταση αυτή είναι βέβαιο ότι η κοινωνική αντίδραση στα σχέδια των καπιταλιστών θα εμπεριέχει το στοιχείο της οργής. Κι εδώ κατά τη γνώμη μας θα πρέπει η εμπειρία του παρελθόντος να χρησιμεύσει στο κοινωνικό πρόταγμα. Η μελαγχολία και η θλίψη που φαίνεται να κυριαρχεί στο σήμερα θα πρέπει να μετατραπεί σε γνώση και αποφασιστικότητα, «όπως το κρυφό πένθος των ανθρώπων» γίνεται συνείδηση ποιητική. Ο Γάλλος φιλόσοφος Tosel μας λέει: «Έφθασε λοιπόν η στιγμή της οργής, της δραστήριας κριτικής, της αποτελεσματικής αντίδρασης, της νόμιμης κοινωνικής και πολιτικής ανυπακοής» και συνεχίζει: «Δεν μιλάμε για κάποιο δικαστήριο της Ιστορίας ή για κάποια ύστατη θεϊκή κρίση. Αναφερόμαστε στις μέρες που θα συνδεθούν κοινωνικά και πολιτικά όλοι αυτοί που διαδηλώνουν την οργή τους· αυτοί θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την πρόκληση να τη διαχειριστούν και να την ελέγξουν με προσοχή. Την οργή αυτή ωστόσο δε θα πρέπει να τη συγχέουμε με το μίσος, το οποίο μπορεί να προκληθεί από τη δικαιολογημένη πολιτική αντεπίθεση στον προληπτικό εμφύλιο πόλεμο ενός συστήματος το οποίο, ιστορικά και κοινωνικά, έχει εξαντλήσει τα αποθέματα ανθρωπισμού του. Αντίθετα μιλάμε για τον έξυπνο εκείνο αγώνα που δεν ξεχνά ούτε στιγμή ότι στόχος είναι να απελευθερωθεί η δύναμη της δράσης και της σκέψης όλων εκείνων των κοινωνικών στρωμάτων που σήμερα είναι υποδουλωμένα και εγκλωβισμένα στο δόκανο του προληπτικού εμφυλίου πολέμου που διεξάγουν τα τυφλωμένα και ανεύθυνα αφεντικά ενός συστήματος ανισότητας».3
1.Βλ.και http://tvxs.gr
2. André Tosel, Ο προληπτικός πόλεμος του κεφαλαίου, ΕΝΕΚΕΝ, τχ. 16ο, 2010.
3. Ό. π.
Εκδοτικό σημείωμα τεύχος 27ο