Σε μια ομιλία του στις αρχές του 2012 ο οικονομολόγος Alan Krueger, επικεφαλής των συμβούλων του οικονομικού επιτελείου του Μπαράκ Ομπάμα, παρουσίασε την «καμπύλη Great Gatsby», μια γραφική συνάρτηση η οποία εκφράζει την ταξική/κοινωνική κινητικότητα ως συνάρτηση της οικονομικής ανισότητας μιας χώρας. Σύμφωνα με την «καμπύλη Γκάτσμπυ», σε κοινωνίες με μεγάλες ανισότητες η δυνατότητα ενός πολίτη για κοινωνική ανέλιξη είναι πολύ περιορισμένη. Ο Κρούγκερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι ΗΠΑ είναι σήμερα μία από αυτές τις κοινωνίες και μάλιστα με γοργές τάσεις για ακόμη μεγαλύτερο άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους, και συνακόλουθα με τον περιορισμό της κινητικότητας ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα. Μπορεί η διαπίστωση να μη διεκδικεί κάποια πρωτοτυπία, αυτό που είναι όμως αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι σύγχρονοι οικονομολόγοι αναφέρονται στο κλασικό αριστούργημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ για να αναλύσουν την κοινωνική ανισότητα και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις τάξεις σήμερα.
Ο Yπέροχος Γκάτσμπυ δεν χρειάζεται συστάσεις. Γράφτηκε το 1922 και τελικά κυκλοφόρησε το 1925. Ήταν η τρίτη στη σειρά νουβέλα του Σκοτ Φιτζέραλντ και η θέση της στην εξέλιξη αυτού που ονομάστηκε αμερικανική λογοτεχνία του εικοστού αιώνα είναι τεράστια, όπως και ο ρόλος του συγγραφέα της. Έμεινε στην ιστορία ως ο συγγραφέας της «εποχής της τζαζ», όπως ονόμαζε ο ίδιος το πρώτο μισό του Μεσοπολέμου (1920-30), γνωστή και ως «roaring twenties» ή με τα δικά του λόγια «το πολυτελέστερο όργιο της ιστορίας». Τι έκανε την περίοδο αυτή τόσο οργιώδη; Ο μεγάλος πόλεμος είχε τελειώσει, οι ΗΠΑ έβγαιναν αναβαθμισμένες στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, τα χρηματιστήρια βρίσκονταν σε διαρκή ανοδική πορεία και οι προοπτικές για τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα προοιωνίζονταν λαμπρές. Η τζαζ καθιερώθηκε στη μουσική σκηνή γιατί ακριβώς εξέφραζε τη δυναμική της περιόδου, μια εύρωστη, μοντέρνα, γοργά εκβιομηχανιζόμενη εποχή με πυρήνα τα μεγάλα αστικά κέντρα. Στις 16 Ιανουαρίου 1920 ξεκίνησε η ποτοαπογόρευση, όμως το αλκοόλ έρρεε άφθονο ημιπαράνομα καθόλη τη διάρκεια των 13 χρόνων που κράτησε, καθιστώντας το λαθρεμπόριο ποτών –το bootlegging– μια εξαιρετικά επικερδή ενασχόληση. Αρκετά από τα «νέα τζάκια» της εποχής ξεκίνησαν την καριέρα τους και καθιερώθηκαν από αυτή την ευγενή δραστηριότητα.
Ο Francis Scott Key Fitzgerald, γόνος ξεπεσμένης μεσοαστικής οικογένειας από τη μεσοδυτική Μινεσσότα μεγάλωσε σε επαφή με τη λάμψη της αμερικανικής αστικής τάξης και με φανερό αίσθημα κατωτερότητας προς τους «flappers», τους λαμπερούς νεοσσούς της εποχής του που πρωταγωνιστούν στα δύο πρώτα βιβλία του και σε πολυάριθμα διηγήματα που δημοσίευσε στον περιοδικό και εξειδικευμένο λογοτεχνικό τύπο. Χάρη στην επιτυχία της πρώτης του νουβέλας διέφυγε τη μιζέρια του υπαλλήλου διαφημιστικής εταιρίας, έπεισε την αγαπημένη του Ζέλντα –το «χρυσό κορίτσι»– να τον παντρευτεί για να ζήσουν μια ζωή αντάξια της «εποχής της τζαζ». Πράγματι το ζευγάρι κινήθηκε μεταξύ Νέας Υόρκης, Παρισιού και Γαλλικής Ριβιέρας, ανάμεσα στις διασημότητες της διανόησης και υιοθετώντας ένα lifestyle που, για να το συντηρεί ο Φιτζέραλντ, χρειάστηκε μόνιμα να δανείζεται και να «εκπορνεύει», όπως ο ίδιος έλεγε, το συγγραφικό ταλέντο του. Η ψυχική κατάρρευση της Ζέλντα και η οικονομική κρίση του ’30 τον οδήγησαν στο Χόλιγουντ να γράφει φτηνά σενάρια για την MGM.
Ο Φιτζέραλντ λοιπόν γνώρισε από μέσα, απ’ έξω κι ανακατωτά θα λέγαμε, την ανάδυση του αμερικανικού ονείρου, αλλά και την πτώση του. Και είναι προς τιμήν του ότι παρ’ όλο που κατανάλωσε –επιδεικτικά και μη– τις απολαύσεις που προσέφερε αυτός ο τρόπος ζωής, εξελίχθηκε σε σκληρό επικριτή της λαμπερής ματαιοδοξίας του ονείρου, με τρόπο όχι καταγγελτικό αλλά βαθύ, σκοτεινό, πολυεπίπεδο και ίσως γι’αυτό διαχρονικό. Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ είναι καρπός αυτής της συνειδητής μεταστροφής, και να σκεφτεί κανείς ότι γράφτηκε το 1922, όταν η εποχή της τζαζ μεσουρανούσε.
Η πλοκή του Υπέροχου Γκάτσμπυ ξετυλίγεται στη Νέα Υόρκη και τα περίχωρά της ως το Long Island και είναι δοσμένη από τη σκοπιά του αφηγητή Nick Carraway, ο οποίος κινείται εντός και εκτός της ιστορίας και αποτελεί το κλειδί στην αφήγηση των γεγονότων. Ο Νικ, ταπεινής καταγωγής απόφοιτος του Yale, μετακομίζει στο Long Island για να εργαστεί στο χρηματιστήριο και σκανδαλίζεται από τα ξέφρενα σαββατιάτικα πάρτι του εκκεντρικού και μυστηριώδους γείτονά του, Jay Gatsby. Ο τελευταίος, αφού επιδιώξει τη γνωριμία τους, του ζητά να μεσολαβήσει για να προσεγγίσει την ξαδέλφη του Νικ, Daisy, την οποία είχε ερωτευτεί παράφορα πριν τον πόλεμο αλλά έχει στο μεταξύ κάνει έναν πλούσιο γάμο με τον Tom Buchanan και μένει στο απέναντι πολυτελές νησί, μαζί με τα «μεγάλα τζάκια» της ανατολικής ακτής. Ο Γκάτσμπυ είναι πάμπλουτος αλλά νεόκοπος και η πηγή του πλουτισμού του εικάζεται σε παράνομες δραστηριότητες και στον κακόφημο συνεργάτη του, Meyer Wolfshiem. Ο άντρας της Νταίζη, ο μεγαλομανής Τομ, όταν δεν πολιτικολογεί υπέρ του φυλετικού διαχωρισμού, διασκεδάζει στη Νέα Υόρκη μαζί με την ερωμένη του, Myrtle. Η Μυρτλ έχει με τον άντρα της George ένα συνεργείο αυτοκινήτων στην κοιλάδα της Τέφρας, την περιοχή που χωρίζει το Λονγκ Άιλαντ από τη Νέα Υόρκη. Ο Νικ εντυπωσιασμένος καταδύεται στον κόσμο των αστών της ανατολικής ακτής, έναν κόσμο λάμψης και χλιδής, πολύ πέρα από την ως τότε καθημερινότητα και τα βαλάντιά του. Θα κάνει πλάτες στον Γκάτσμπυ, που τελικά ξανακατακτά την Νταίζη ενώ ο ίδιος φλερτάρει τη φίλη του ζευγαριού, Τζόρνταν. Η κρίση θα ξεσπάσει σύντομα, με τραγική παράπλευρη απώλεια τη ζωή της Μυρτλ. Ο σύζυγός της θα εκδικηθεί σκοτώνοντας από πλάνη τον Γκάτσμπυ, ενώ οι θύτες, το ζεύγος Μπιουκάναν συμφιλιώνεται και συνεχίζει τη λαμπερή ζωή του όπως πριν...
Απόσπασμα από κείμενο της Δήμητρας Κυρίλλου που δημοσιεύεται στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τεύχος 26ο.
Ο Yπέροχος Γκάτσμπυ δεν χρειάζεται συστάσεις. Γράφτηκε το 1922 και τελικά κυκλοφόρησε το 1925. Ήταν η τρίτη στη σειρά νουβέλα του Σκοτ Φιτζέραλντ και η θέση της στην εξέλιξη αυτού που ονομάστηκε αμερικανική λογοτεχνία του εικοστού αιώνα είναι τεράστια, όπως και ο ρόλος του συγγραφέα της. Έμεινε στην ιστορία ως ο συγγραφέας της «εποχής της τζαζ», όπως ονόμαζε ο ίδιος το πρώτο μισό του Μεσοπολέμου (1920-30), γνωστή και ως «roaring twenties» ή με τα δικά του λόγια «το πολυτελέστερο όργιο της ιστορίας». Τι έκανε την περίοδο αυτή τόσο οργιώδη; Ο μεγάλος πόλεμος είχε τελειώσει, οι ΗΠΑ έβγαιναν αναβαθμισμένες στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, τα χρηματιστήρια βρίσκονταν σε διαρκή ανοδική πορεία και οι προοπτικές για τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα προοιωνίζονταν λαμπρές. Η τζαζ καθιερώθηκε στη μουσική σκηνή γιατί ακριβώς εξέφραζε τη δυναμική της περιόδου, μια εύρωστη, μοντέρνα, γοργά εκβιομηχανιζόμενη εποχή με πυρήνα τα μεγάλα αστικά κέντρα. Στις 16 Ιανουαρίου 1920 ξεκίνησε η ποτοαπογόρευση, όμως το αλκοόλ έρρεε άφθονο ημιπαράνομα καθόλη τη διάρκεια των 13 χρόνων που κράτησε, καθιστώντας το λαθρεμπόριο ποτών –το bootlegging– μια εξαιρετικά επικερδή ενασχόληση. Αρκετά από τα «νέα τζάκια» της εποχής ξεκίνησαν την καριέρα τους και καθιερώθηκαν από αυτή την ευγενή δραστηριότητα.
Ο Francis Scott Key Fitzgerald, γόνος ξεπεσμένης μεσοαστικής οικογένειας από τη μεσοδυτική Μινεσσότα μεγάλωσε σε επαφή με τη λάμψη της αμερικανικής αστικής τάξης και με φανερό αίσθημα κατωτερότητας προς τους «flappers», τους λαμπερούς νεοσσούς της εποχής του που πρωταγωνιστούν στα δύο πρώτα βιβλία του και σε πολυάριθμα διηγήματα που δημοσίευσε στον περιοδικό και εξειδικευμένο λογοτεχνικό τύπο. Χάρη στην επιτυχία της πρώτης του νουβέλας διέφυγε τη μιζέρια του υπαλλήλου διαφημιστικής εταιρίας, έπεισε την αγαπημένη του Ζέλντα –το «χρυσό κορίτσι»– να τον παντρευτεί για να ζήσουν μια ζωή αντάξια της «εποχής της τζαζ». Πράγματι το ζευγάρι κινήθηκε μεταξύ Νέας Υόρκης, Παρισιού και Γαλλικής Ριβιέρας, ανάμεσα στις διασημότητες της διανόησης και υιοθετώντας ένα lifestyle που, για να το συντηρεί ο Φιτζέραλντ, χρειάστηκε μόνιμα να δανείζεται και να «εκπορνεύει», όπως ο ίδιος έλεγε, το συγγραφικό ταλέντο του. Η ψυχική κατάρρευση της Ζέλντα και η οικονομική κρίση του ’30 τον οδήγησαν στο Χόλιγουντ να γράφει φτηνά σενάρια για την MGM.
Ο Φιτζέραλντ λοιπόν γνώρισε από μέσα, απ’ έξω κι ανακατωτά θα λέγαμε, την ανάδυση του αμερικανικού ονείρου, αλλά και την πτώση του. Και είναι προς τιμήν του ότι παρ’ όλο που κατανάλωσε –επιδεικτικά και μη– τις απολαύσεις που προσέφερε αυτός ο τρόπος ζωής, εξελίχθηκε σε σκληρό επικριτή της λαμπερής ματαιοδοξίας του ονείρου, με τρόπο όχι καταγγελτικό αλλά βαθύ, σκοτεινό, πολυεπίπεδο και ίσως γι’αυτό διαχρονικό. Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ είναι καρπός αυτής της συνειδητής μεταστροφής, και να σκεφτεί κανείς ότι γράφτηκε το 1922, όταν η εποχή της τζαζ μεσουρανούσε.
Η πλοκή του Υπέροχου Γκάτσμπυ ξετυλίγεται στη Νέα Υόρκη και τα περίχωρά της ως το Long Island και είναι δοσμένη από τη σκοπιά του αφηγητή Nick Carraway, ο οποίος κινείται εντός και εκτός της ιστορίας και αποτελεί το κλειδί στην αφήγηση των γεγονότων. Ο Νικ, ταπεινής καταγωγής απόφοιτος του Yale, μετακομίζει στο Long Island για να εργαστεί στο χρηματιστήριο και σκανδαλίζεται από τα ξέφρενα σαββατιάτικα πάρτι του εκκεντρικού και μυστηριώδους γείτονά του, Jay Gatsby. Ο τελευταίος, αφού επιδιώξει τη γνωριμία τους, του ζητά να μεσολαβήσει για να προσεγγίσει την ξαδέλφη του Νικ, Daisy, την οποία είχε ερωτευτεί παράφορα πριν τον πόλεμο αλλά έχει στο μεταξύ κάνει έναν πλούσιο γάμο με τον Tom Buchanan και μένει στο απέναντι πολυτελές νησί, μαζί με τα «μεγάλα τζάκια» της ανατολικής ακτής. Ο Γκάτσμπυ είναι πάμπλουτος αλλά νεόκοπος και η πηγή του πλουτισμού του εικάζεται σε παράνομες δραστηριότητες και στον κακόφημο συνεργάτη του, Meyer Wolfshiem. Ο άντρας της Νταίζη, ο μεγαλομανής Τομ, όταν δεν πολιτικολογεί υπέρ του φυλετικού διαχωρισμού, διασκεδάζει στη Νέα Υόρκη μαζί με την ερωμένη του, Myrtle. Η Μυρτλ έχει με τον άντρα της George ένα συνεργείο αυτοκινήτων στην κοιλάδα της Τέφρας, την περιοχή που χωρίζει το Λονγκ Άιλαντ από τη Νέα Υόρκη. Ο Νικ εντυπωσιασμένος καταδύεται στον κόσμο των αστών της ανατολικής ακτής, έναν κόσμο λάμψης και χλιδής, πολύ πέρα από την ως τότε καθημερινότητα και τα βαλάντιά του. Θα κάνει πλάτες στον Γκάτσμπυ, που τελικά ξανακατακτά την Νταίζη ενώ ο ίδιος φλερτάρει τη φίλη του ζευγαριού, Τζόρνταν. Η κρίση θα ξεσπάσει σύντομα, με τραγική παράπλευρη απώλεια τη ζωή της Μυρτλ. Ο σύζυγός της θα εκδικηθεί σκοτώνοντας από πλάνη τον Γκάτσμπυ, ενώ οι θύτες, το ζεύγος Μπιουκάναν συμφιλιώνεται και συνεχίζει τη λαμπερή ζωή του όπως πριν...
Απόσπασμα από κείμενο της Δήμητρας Κυρίλλου που δημοσιεύεται στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τεύχος 26ο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου