Powered By Blogger

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Σύγχρονοι Ποιητές, ΕΝΕΚΕΝ



Τα ποιήματα της Ολυμπίας Σταύρου, Πέτρου Θεοδωρίδη και Αντρέα Τστσάγια δημοσιεύτηκαν στο τεύχος 15 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ, Απρίλιος 2010.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

ΖΩΗ, ΛΟΓΟΙ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Επανεκδόδηκε και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ το βιβλίο ΖΩΗ, ΛΟΓΟΙ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ, συλλογικό έργο του ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Συγγραφείς οι: Νίκος Βουλγαρόπουλος, Άκης Γαβριηλίδης, Μάριος Εμμανουηλίδης, Θοδωρής Ζδούκος, Αλέκος Καρδασιάδης,
Σοφία Λαλοπούλου, Μπεν Μάτσας, Μιχάλης Μπαρτσίδης, Ελένη Μπέλα, Μαρία Μποντίλα
Χρήστος Νασιόπουλος, Φωτεινή Τσιμπιρίδου, Ελένη Χοντολίδου.
Για το βιβλίο έγραψαν: «Ζωή, Λόγοι, Πολιτικές Στον καιρό της Κρίσης:
Μικρή συμβολή στο διάλογο με το Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης

Η κρίση που ζούμε εδώ και τέσσερα πλέον χρόνια δεν έφερε μόνο φτώχια και απόγνωση. Ανέδειξε ακόμα μια προϋπάρχουσα ιδεολογική και θεωρητική φτώχεια και ένδεια, που δεν χαρακτηρίζει μόνο το σινάφι των απολογητών των μνημονίων. Χαρακτηρίζει επίσης και τους διανοούμενους, και τους συλλογικούς διανοούμενους που αναφέρονται στην Αριστερά ή σε οποιοδήποτε τέλος πάντων όραμα κοινωνικής χειραφέτησης. Σε κάποιο βαθμό, χαρακτηρίζει ακόμα και τις διάφορες εκδοχές του μαρξισμού, τουλάχιστον στο βαθμό που αυτές αντιλαμβάνονται την κρίση σαν μια απορρύθμιση των δημοσιονομικών μεγεθών και εστιάζουν αποκλειστικά σ’ αυτήν, ή την αντιλαμβάνονται σαν αποτέλεσμα της προσχώρησης / υποταγής της εγχώριας πολιτικής ελίτ σ’ ένα παιγνίδι κερδοσκόπων ή έστω σε μια στρατηγική που έχει το ονοματεπώνυμο της Άνγκελα Μέρκελ.
   Το Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης, παρότι οργανώθηκε πολύ νωρίτερα από την εμφάνιση της σημερινής κρίσης, συγκροτείται από κοινωνικούς ακτιβιστές και διανοούμενους που έχουν κάθε λόγο να μην βολεύονται από τέτοιες εύπεπτες αναγνώσεις της κρίσης. Στις αναλύσεις τους θα συναντήσουμε προβληματισμούς όχι μόνο για την ερμηνεία του φαύλου κύκλου λιτότητας και μνημονίων στην οποία έχει εμπλακεί η ελληνική κοινωνία, αλλά και άλλων ερωτημάτων που στρέφονται γύρω από το ζήτημα των μετασχηματισμών της ελληνικής κοινωνίας που θέτει σε κίνηση ο μηχανισμός της κρίσης. Μετασχηματισμών στο επίπεδο των θεσμών, του λόγου των πολιτικών οργανωμένων φορέων, αλλά και της κοινωνικής συνείδησης, των εκατομμυρίων ανθρώπων που καλούνται να επιβιώσουν εν μέσω της κρίσης.
Ο τόμος Ζωή, λόγοι, πολιτικές στον καιρό της κρίσης (εκδόσεις Ένεκεν Θεωρίας, Θεσσαλονίκη, 2013, σελ. 158) συγκεντρώνει τις εισηγήσεις της ομώνυμης ημερίδας που οργάνωσε το Κοινωνικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 2012, στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δυο εκλογικών αναμετρήσεων, και στο κλίμα του αυτονόητου ενδιαφέροντος για τις ανατροπές που εγκυμονούσε όλη η προηγούμενη περίοδος που σφραγίστηκε από το «κίνημα των πλατειών», με τη γνωστή μαχητικότητα και τον αυθορμητισμό του. Τις συνολικά δώδεκα εισηγήσεις της ημερίδας υπογράφουν οι Ν. Βουλγαρόπουλος, Α. Γαβριηλίδης, Μ. Εμμανουηλίδης, Θ. Σδούκος, Α. Καρδασιάδης, Σ. Λαλοπούλου, Μπεν Μάτσας, Μ. Μπαρτσίδης, Ε. Μπέλα, Μ. Μποντίλα, Χ. Νασιόπουλος, Φ. Τσιμπιρίδου, Ε. Χοντολίδου.
...
Το πρώτο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις εισηγήσεις της ημερίδας ως σύνολο είναι ένας πολύ σφικτός εσωτερικός διάλογος που τις συνέχει. Όπως γράφουν οι οργανωτές της ημερίδας στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης, «Το εργαστήριο εργάζεται συλλογικά με ομαδικότητα, όπως όλοι οι χώροι “κριτικής δημοσιότητας” πλέον στις μέρες μας, για την προετοιμασία των εκδηλώσεών του, με εσωτερικές συζητήσεις, από τις οποίες έχουν εξαχθεί και όλα τα στοιχεία τα οποία εκθέτουμε εδώ. (…) Αυτή η μεθοδολογία είναι το στοιχείο της ωριμότητάς μας, σ’ αυτό έχουμε κατασταλάξει. Αν μας ενδιαφέρουν οι πολιτικές από τα κάτω, δεν έχουμε παρά να μιλήσουμε, να αναλύσουμε και να συζητήσουμε εμπειρίες και βιώματα κοινωνικά, πολιτικά, κλπ. Υπ’ αυτή την έννοια, η μεθοδολογική μας επιλογή συνίσταται στη συνάρθρωση γνώσης και πολιτικής, σε αντίθεση με την παλαιότερη, θετικιστική διάκριση θεωρίας και πράξης. Είναι σύνηθες να αναπαράγεται μια θετικιστική διάκριση: “από εδώ ο θεωρητικός, από εκεί οι ακτιβιστές”, ενώ το στοίχημα είναι τα δυο αυτά στοιχεία να συναρθρωθούν».
   Το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις εισηγήσεις αυτού του τόμου ως σύνολο είναι ασφαλώς οι προνομιακές σχέσεις που διατηρούν πολλές, αν όχι οι περισσότερες απ’ αυτές με το ρεύμα (ή τα ρεύματα) της σύγχρονης θεωρητικής και φιλοσοφικής σκέψης που σφραγίζουν τα ονόματα του Μισέλ Φουκώ, του Ζιλ Ντελέζ και του Φελίξ Γκουαταρί, χωρίς ωστόσο να περιορίζονται σ’ αυτούς: Η εισήγηση των Σ. Λαλοπούλου και Μ. Μπαρτσίδη, προσφεύγει στο φιλοσοφικό έργο των Λοκ και Σπινόζα για να στηρίξει ένα ενδιαφέρον «παιγνίδι» μετάβασης από την έννοια της ζωής ως εκπλήρωσης ενός (ηθικού) χρέους, στην έννοια του (πιστωτικού) χρέους ως μιας σχέσης που τροφοδοτεί τη ζωή με εμπιστοσύνη,  κοινωνικότητα και θετικά πάθη. Πρέπει ωστόσο να αναφερθεί ότι πέρα από τις φιλοσοφικές αναζητήσεις, η ημερίδα φιλοξένησε κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες εισηγήσεις που αναφέρονταν σε «μελέτες πεδίου», όπως αυτή του Θ. Σδούκου, γιατρού και βασικού στελέχους  του Κοινωνικού Ιατρείου Θεσσαλονίκης, που παρουσίασε τα διαδοχικά βήματα ιδιωτικοποίησης του συστήματος παροχής υπηρεσιών υγείας στη διάρκεια της τριαντάχρονης πορείας επιβολής του νεοφιλελεύθερου προτύπου, ή της Ε. Χοντολίδου, που εικονογράφησε και με βιωματικό τρόπο το δράμα των χιλιάδων άπορων μαθητών και σπουδαστών και τις πρωτοβουλίες κοινωνικής αλληλεγγύης που αναπτύσσονται για την κάλυψη των αναγκών στοιχειώδους σίτισής τους. ...
Τέτοιες μελέτες πεδίου είναι κρίσιμης σημασίας για την κατανόηση της σημερινής πραγματικότητας και την εκπόνηση ενός σχεδίου πραγματικά αντικαπιταλιστικής διεξόδου. Έτσι ή αλλιώς, ο διάλογος ανάμεσα στις λιγότερο ή περισσότερο «αιρετικές» ή «εικονοκλαστικές» προσεγγίσεις έχει ανοίξει και στην Ελλάδα, και ευελπιστούμε ότι στο μέλλον θα είναι ακόμα πιο πλούσιος και γόνιμος.


Χρήστος Βαλλιάνος,  περιοδικό Θέσεις
 



Ο μικρός αυτός συλλογικός τόμος του Κοινωνικού Εργαστηρίου Θεσσαλονίκης περιέχει 13 κείμενα, πρακτικά της ομώνυμης ημερίδας, ενός «ομαδικού-συλλογικού brainstorming”, όπως περιγράφεται στην εισαγωγή του τόμου για «να συζητήσουμε και να αναστοχαστούμε πάνω στις έννοιες των κυρίαρχων πολιτικών , χωρίς εγκλωβισμούς στις δικές τους περιχαρακώσεις» (σ. 13). Και «στις δικές μας» θα πρόσθετα εγώ, και νομίζω ότι οι συγγραφείς κατά μείζονα λόγο το καταφέρνουν, αν και μερικές φορές δεν το ομολογούν. Διότι σε τελευταία ανάλυση, όσο κρίσιμη είναι η αναμέτρηση με το ιδεολογικό οπλοστάσιο του αντιπάλου, άλλο τόσο —και ίσως πιο κρίσιμη— είναι η αναμέτρηση με τις δικές μας ενσωματωμένες βεβαιότητες. Για το λόγο αυτό η συμβολή του μικρού αυτού βιβλίου είναι μεγάλη. Διότι σε αυτήν την κρίσιμη πρόκληση ανταποκρίνεται.
   Η πρώτη ενότητα χαρακτηρίζεται από μια καλώς νοούμενη και φιλικό (όχι πάντα όμως) προς τον μη επαΐοντα αφαιρετικό λόγο και θεωρητική ενατένιση της κρίσης με βασικές αιχμές την ανάλυση λόγου, την κριτική νομική σκέψη και την πολιτική φιλοσοφία. Η δεύτερη ενότητα «Νεοφιλελευθερισμός, μειονοτικοποίηση, γνώση: εμπειρίες και (ανα)στοχασμοί» προσγειώνει τον αναγνώστη στο βίωμα της κρίσης με βασικά εργαλεία κατανόησης την κοινωνική ανθρωπολογία αλλά και επιμέρους αναφορές σε διαφορετικές δημόσιες πολιτικές στον καιρό της κρίσης από ανθρώπους του πεδίου.
...

Εν κατακλείδι, μέσα στους ειλικρινείς καλούς λόγους,  ας μου επιτραπεί μόνο να εκφράσω την επιφύλαξή μου ως προς την αισιόδοξη οπτική που φαίνεται σε κάποιες ρύμες του λόγου της να εκφράζει  η όμορφη εισαγωγή του τόμου : «...όλα τα άτομα είμαστε μέσα στην κρίση. Υπό μία έννοια αυτή η συνθήκη μας απελευθερώνει, αποτινάσσουμε από πάνω μας εκείνο τον αρχικό φόβο και μπορούμε πλέον να σκεφτούμε καλύτερα διότι δεν υπάρχει πιο το ενδεχόμενο κάτι άλλο να συμβεί». Νομίζω, αντιθέτως, ότι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ενδεχόμενο να μη συμβεί κάτι άλλο εδώ που φτάσαμε και με αυτούς που έχουμε μπλέξει σε Ελλάδα και εξωτερικό, η βασική λειτουργία που θέτει για τον εαυτό του το βιβλίο, η συμβολή στην αλλαγή του αφηγήματος για την κρίση, συνεχίζει να είναι επίκαιρη. Η μεγάλη μάχη που διεξάγεται στην Ελλάδα και την Ευρώπη σήμερα είναι και μάχη ιδεών. Το Ζωή, λόγοι και πολιτικές στον καιρό της κρίσης είναι μια συμβολή σε αυτή τη μάχη στο σωστό στρατόπεδο, απόδειξη ότι η ιστορία δεν τέλειωσε, ο λόγος μας δεν «πάγωσε» στην κρίση. Απόδειξη ότι  η κρίση οξύνει την κρίση μας. Το Κοινωνικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης είναι μια νησίδα κρίσης σε μια πόλη σε κρίση, σε μια χώρα σε κρίση. Και για το λόγο αυτό, δουλειές σαν και αυτήν, αξίζουν της προσοχής μας και δίνουν παράδειγμα.

Δημήτρης Χριστόπουλος,
αναπληρωτής καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου
περιοδικό Χρόνος



Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΜΗ, ΤΙΣ ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΑΚΑΝ ΣΤΟΝ ΑΥΤΙΣΜΟ, Claude Duprat

Η τελευταία διδασκαλία του Λακάν αρχίζει με το Σεμινάριο ΧΧ, Ακόμη, 1972-1973. Παρουσιάζει για την ψυχαναλυτική θεωρία και πράξη μιαν ύψιστη σπουδαιότητα και προσφέρει πολύτιμα σημεία αναφοράς σχετικά με την κλινική του αυτισμού.
   Η διδασκαλία αυτή ξεκινά από την υπερίσχυση της απόλαυσης, μεταφέρει την έμφαση πάνω σ’ ένα πραγματικό εκτός νοήματος και χωρίς νόμο. Ο Λακάν μετατρέπει σε πληθυντικό το Όνομα-του-Πατέρα, πράγμα που αντιστοιχεί στην τονισμένη παρακμή της πατρικής φιγούρας στην κοινωνία μας και αναφέρεται στον « Άλλο που δεν υπάρχει». Σφυρηλατεί το ότι υπάρχει το Ένα, δηλαδή του σημαίνοντος Ένα και επικεντρώνεται στο ότι «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση», δεν υπάρχει αρμονία ανάμεσα στα φύλα. Μιλάει για τον αυτισμό της ορμής και πιο πέρα, γι’ αυτόν της απόλαυσης, υπογραμμίζοντας τη μοναξιά του ομιλ-όντος (parlêtre).
   Στην αρχή του Σεμιναρίου Ακόμη, ο Λακάν υπενθυμίζει την αυστηρή αντιστοιχία ανάμεσα σε τοπολογία και δομή. Κατόπιν, στο προτελευταίο κεφάλαιο, εισάγει τον βορρόμειο κόμβο που έχει σαν ιδιότητα να συγκρατεί μαζί τους τρεις κύκλους του πραγματικού, του φαντασιακού και του συμβολικού, γύρω από το αντικείμενο μικρό α, που τοποθετείται στο στριμωγμένο ανάμεσά τους κεντρικό σημείο. Η νέα αυτή τοπολογία επιτρέπει να προβληθούν τα φαινόμενα αναπλήρωσης, οι δυνατότητες ενώματος, συρραφής, σύνδεσης και αποσύνδεσης στην ψυχαναλυτική κλινική. Δείχνει επίσης το κεφαλαιώδες ενδιαφέρον της λειτουργίας τρύπας και χείλους, ιδιαίτερα στην κλινική των αυτιστικών.
   Στο ίδιο αυτό Σεμινάριο ο Λακάν δίνει αξία στο γράμμα και στη λειτουργία του γραπτού, σε αντίθεση με το σημαίνον. Εισάγει την έννοια «ηγλώσσα» («lalangue») που τη διακρίνει από αυτήν της γλώσσας. Ηγλώσσα εμφανίζεται σ’ αυτό που ονομάζουμε τιτίβισμα («lallation»), στα φωνήματα («babil») του πολύ μικρού παιδιού, χαρακτηρίζεται μητρική, ως μεταδιδόμενη από την μητέρα. Είναι η ομιλία πριν από τη γραμματική, συντακτική, λεξικογραφική της οργάνωση. Σε σχέση με τη γλώσσα τοποθετείται ως πρωταρχική. Αργότερα, με την ηλικία, φέρει τις χάρες του ομόηχου και των αμφισημιών. Υπάρχει μια απόλαυση απ’ τ’ ηγλώσσα. Αυτό οδηγεί στο να πούμε: «το ασυνείδητο, σημαίνει ότι το είναι, μιλώντας, απολαμβάνει».
   Προηγούμενα, στο Σεμινάριο XVII, Το ανάποδο της ψυχανάλυσης, ο Λακάν είχε κατασκευάσει από τις λέξεις «parole» (ομιλία) και «appareil» (μηχάνημα) τον νεολογισμό «l’ apparole» (μηχανομιλία) για να χαρακτηρίσει μιαν ομιλία που δεν στοχεύει στην επικοινωνία, στον διάλογο. Χωρίς σχέση προς τον Άλλο, περιοριζόμενη σ’ έναν μονόλογο, η apparole (μηχανομιλία) αποκαλύπτεται να κυριαρχείται από την ορμή και παρουσιάζει έναν αυτιστικό χαρακτήρα. Ο Jacques-Alain Miller προσεγγίζει τις έννοιες της lalangue και της apparole υπογραμμίζοντας ότι το ασυνείδητο δομημένο σαν μια γλώσσα επιφέρει την αλήθεια με όχημα την ομιλία, ενώ ταυτόχρονα ηγλώσσα και η μηχανομιλία αντιστοιχούν στην απόλαυση που μιλά.
   Ήδη από τις αρχές της διδασκαλίας του ο Λακάν μιλούσε γι’ αυτό που ονομάζει «η δομή». Επικαλούνταν αυτήν του σημαίνοντος, αυτήν της γλώσσας ή της επικοινωνίας, καθώς και τις διαχρονικές και συγχρονικές δομές που εμπερικλείει. Σε τελική ανάλυση ο Λακάν μορφοποίησε τη δομή των τεσσάρων λόγων. Διευκρίνισε επίσης ότι η γλώσσα, με τη δομή της, προϋπάρχει του υποκειμένου. Κατά την ίδια περίοδο θεωρητικοποίησε το ασυνείδητο ως λόγο του Άλλου, πριν να επισημάνει την ανακάλυψη από την κλινική εμπειρία της δομής της γλώσσας μέσα στο ασυνείδητο. Η επινόηση του αντικειμένου μικρού α τον έκανε να εισαγάγει στη δομή ένα στοιχείο ετερογενές προς το σημαίνον, συσχετιζόμενο με την ορμή, με την απόλαυση. Έκτοτε σταμάτησε να είναι στρουκτουραλιστής με τη γλωσσολογική σημασία του όρου. Με τον ίδιο τρόπο, η συστηματική χρήση της τοπολογίας επιβεβαίωσε το αρχικό καθεστώς που απέδωσε στην έννοια αυτή. Αυτό τον έκανε να πει ότι η δομή περιλαμβάνει τρύπες, ιδιαίτερα αυτήν που σκάβεται από την αδύνατη σεξουαλική σχέση.
   Η τελευταία διδασκαλία του Λακάν διαχωρίζει με ριζικό τρόπο το αληθινό από το πραγματικό, ευνοώντας το τελευταίο. Το πραγματικό ασυνείδητο, καμωμένο από μιαν απόλαυση εκτός νοήματος, διαδέχεται το δομημένο σαν μια γλώσσα ασυνείδητο. Η απόλαυση του σώματος καθεαυτό και η απόλαυση της γλώσσας διαπλέκονται....

Aπόσπασμα από το βιβλίο του Γάλλου ψυχαναλυτή Claude Duprat, Ψυχαναλυτικές διαδρομές, Για ένα λακανικό προσανατολισμό της ψυχανάλυσης, εκδ. ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2013.


Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

ΠΡΩΤΟΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, Wolfgang Welsch

Η Τέχνη, λέμε, αποτελεί ένα προϊόν του πολιτισμού. Και όντως: από τότε που η ανθρωπότητα πέρασε στην πολιτισμική εξέλιξη (πριν από περίπου 40.000 χρόνια) υπάρχουν αντικείμενα που μπορούν να χαρακτηριστούν ως έργα τέχνης: πρώιμες μορφές ανθρώπων και ζώων, μουσικά όργανα, σπηλαιογραφίες κ.λπ.
   Το απλό ερώτημα που θέτω εγώ είναι, αν η τέχνη αποτελεί εξ ολοκλήρου προϊόν του πολιτισμού. Καθώς η ερώτηση τίθεται με αυτόν τον τρόπο προφανώς συνεπάγεται μια αρνητική απάντηση. Ακολούθως θέλω να δείξω ότι στην τέχνη δεν ανήκει μόνο μια πολιτισμική διάσταση, αλλά επίσης και μια προπολιτισμική και μια διαπολιτισμική.1 
   Με την πρώτη ματιά είναι προφανές ότι τα έργα τέχνης είναι ειδικά πολιτισμικά δημιουργήματα. Ας δούμε παραδείγματα που είναι γνωστά σε όλους μας, όπως τη Μόνα Λίζα ή το Τατζ Μαχάλ ή την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν. Πρόκειται προφανώς για υψηλού βαθμού ειδικά-πολιτισμικά προϊόντα. Η Μόνα Λίζα μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο στο πλαίσιο της ιταλικής Αναγέννησης, ενώ στην Ιαπωνία θα ήταν αδιανόητη. Το Τατζ Μαχάλ μπορούσε να χτιστεί μόνο στην Ινδία και όχι για παράδειγμα στη Βαυαρία. Και η Ενάτη του Μπετόβεν ανήκει απόλυτα στην Κλασική εποχή της Βιέννης.
   Ενόψει αυτού του ειδικού-πολιτισμικού χαρακτήρα γίνεται ακόμη πιο αξιοπερίεργο το γεγονός ότι αυτά τα έργα εκτιμούνται σε όλους τους πολιτισμούς2. Συναρπάζουν ανθρώπους κάθε προέλευσης και εκτιμούνται διαπολιτισμικά (δια μέσου όλων των πολιτισμών) ως καθολικά μεγαλειώδη έργα —τελείως ανεξάρτητα από την πολιτισμική προέλευση και τις ιδιαιτερότητες αυτών που τα προσλαμβάνουν3.
   Σκεφτείτε για παράδειγμα ότι κάθε χρόνο περίπου 10.000 ερασιτέχνες τραγουδιστές ανεβάζουν την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν—μια πραγματική πρόκληση για τους συμμετέχοντες, καθώς πρέπει να μπορούν να τραγουδήσουν, με κατανοητό τρόπο στη γερμανική γλώσσα, στίχους όπως «Freude, schöner Götterfunken» (Χαρά, όμορφη σπίθα των Θεών), κάτι που προϋποθέτει σκληρές πρόβες εκ μέρους τους.
   Πώς είναι δυνατόν κάτι τόσο υψηλού βαθμού ειδικό-πολιτισμικό να μπορεί συγχρόνως να είναι τόσο ελκυστικό για τα μέλη ενός άλλου πολιτισμού, ώστε να προσλαμβάνει μια καθολική ελκυστικότητα;

Προφανώς τέτοια έργα απευθύνονται σε ένα επίπεδο μέσα μας που υπερβαίνει τις ειδικές-πολιτισμικές και τις μεμονωμένες πολιτισμικές ιδιαιτερότητές μας. Ο άνθρωπος φαίνεται ότι διαθέτει διάφορα επίπεδα: όχι μόνο τον «όροφο ευγενείας» (piano nobile) που καθορίζεται από τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε πολιτισμού, στον οποίο μεγαλώσαμε και στον οποίο αισθανόμαστε ότι ανήκουμε, αλλά και άλλα επίπεδα που δεν είναι συνδεδεμένα με ένα μεμονωμένο πολιτισμό, αλλά είτε προηγούνται των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων μας και είναι φορείς τους (αυτά ονομάζω «πρωτοπολιτισμικές διαθέσεις») είτε υπερβαίνουν τις πολιτισμικές μας ιδιαιτερότητες (εδώ θα αναφερθώ σε δύο διαπολιτισμικές δυνατότητες/παράγοντες)4. Σε αυτές τις δύο πρόσθετες διαστάσεις —τις πρωτοπολιτισμικές και τις διαπολιτισμικές— θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή σας.
   Δεν αμφισβητώ ότι η τέχνη και άλλα προϊόντα καθορίζονται εν πολλοίς πολιτισμικά. Θεωρώ, ωστόσο, λάθος να θέλουμε να βλέπουμε μόνο αυτό τον πολιτισμικό καθορισμό ή/και —όπως κάνουν οι κουλτουραλιστές— να δηλώνουμε ότι είναι ο μοναδικός. Θα ήθελα να κατανοήσουμε πληρέστερα τα πολιτισμικά φαινόμενα, παρατηρώντας όχι μόνο τις πολιτισμικές διαστάσεις τους, αλλά και τις πρωτοπολιτισμικές και διαπολιτισμικές.

2. Πρωτοπολιτισμικές διαθέσεις

Το γεγονός ότι η αντίληψή μας γενικώς και ο τρόπος που εκτιμούμε κάποιες αισθητικές αξίες ειδικότερα βασίζονται κυρίως σε πρωτοπολιτισμικές διαθέσεις, αποδείχτηκε με πειστικό τρόπο τις τελευταίες δεκαετίες από τους εξελικτικούς βιολόγους.

α. Εκτίμηση συγκεκριμένων σωματικών χαρακτηριστικών

Όλοι οι πολιτισμοί εκτιμούν όσον αφορά στο ανθρώπινο σώμα την έντονη συμμετρική κατασκευή του σώματος και αντίστοιχα την έντονη συμμετρική κατατομή του προσώπου5. Επίσης, το άψογο δέρμα και τα δυνατά, στιλπνά μαλλιά θεωρούνται καθολικά ωραία6.
   Η εξήγηση για αυτές τις προτιμήσεις είναι απλή: τα αναφερθέντα χαρακτηριστικά αποτελούν ενδείξεις για καλά γονίδια, για αυτό το λόγο επιλέχτηκαν εξελικτικά και θεμελιώθηκαν γενετικά7. Αυτό συνέβη στη διάρκεια της πρωτοπολιτισμικής περιόδου που ξεκίνησε πριν από περίπου 2,5 εκατομμύρια χρόνια, διάρκεσε μέχρι πριν από περίπου 40.000 χρόνια, και αποτελεί τη σημαντικότερη περίοδο της ανθρώπινης εξέλιξης. Σε αυτήν την περίοδο δημιουργήθηκε η «ανθρώπινη φύση», την οποία φέρει ο καθένας μας μέσα του και η οποία ελάχιστα έχει αλλάξει από εκείνη την κρίσιμη χρονική περίοδο και μετά, δηλαδή από τη μετάβαση στην πολιτισμική εξέλιξη πριν από 40.000 χρόνια (κάτι που μεταξύ άλλων αναγνωρίζεται και από το γεγονός ότι και σήμερα ακόμη η ανθρωπότητα είναι εντυπωσιακά ενιαία από γενετικής άποψης —πολύ περισσότερο ομοιογενής για παράδειγμα από ό,τι οποιοσδήποτε πληθυσμός χιμπατζήδων στην Αφρική, η διάδοση των οποίων περιορίζεται σε μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα). Συνεπώς, η πολιτισμική εξέλιξη αποσυνδέθηκε από το μηχανισμό της γενετικής παράδοσης, ανέπτυξε νέες μορφές παράδοσης για τα νεόκοπα περιεχόμενά της, γι’ αυτό το λόγο εδώ και 40.000 χρόνια δεν έχει σημειωθεί καμιά περαιτέρω γενετική εξέλιξη.
   Πρόκειται επομένως αρχικά για πρωτοπολιτισμικά σχήματα που καθορίζουν ακόμη και σήμερα τον τρόπο που αξιολογούμε τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά8. Πολιτισμικοί υπερσχηματισμοί μπορούν να βασιστούν σε αυτά τα πρωτοπολιτισμικά σχήματα, δεν μπορούν όμως να τα θέσουν εκτός ισχύος....

Aπόσπασμα από το δοκίμιο που δημοσιεύεται στο τεύχος 29 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Επιλογή και μετάφραση: Ανθή Βηδενμάιερ. O Βόλφγκανγκ Βελς (Wolfgang Welsch) (γεν. 1946) είναι ομότιμος καθηγητής φιλοσοφίας και ζει στο Βερολίνο. Δίδαξε μεταξύ άλλων στο Πανεπιστήμιο της Ιένας (1998-2012), στο Emory University (1998), Stanford University (1994-95), στο Πανεπιστήμιο του Χούμπολντ (1992-93), στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου (1987-1988). Τα ερευνητικά του ενδιαφέρονται έγκεινται στο χώρο της Ανθρωπολογίας και Επιστημολογίας, της Φιλοσοφικής Αισθητικής και Θεωρίας της Τέχνης, της Φιλοσοφίας των Πολιτισμών και της Σύγχρονης Φιλοσοφίας. Τα τελευταία χρόνια ανέπτυξε μια συνεπή εξελικτική αντίληψη σχετικά με τον άνθρωπο και τη σχέση του με τον κόσμο λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη φυσική όσο και την πολιτισμική εξέλιξή του. Το 1992 βραβεύθηκε με το βραβείο έρευνας Max-Planck.


Η μετάφραση ως πολιτική πράξη, Η μετάφραση ως πολιτική πράξη


Χαίρομαι ιδιαίτερα που έχω απόψε την τιμή να μιλήσω για το περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ. Η τελευταία μου συνεργασία με το περιοδικό ήταν στο προηγούμενο τεύχος, όταν μετέφρασα ένα κείμενο ενός από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Γερμανούς φιλοσόφους, του Bernhard Waldenfels. Το κείμενό του με τίτλο Ξενότητα, Φιλοξενία και Εχθρότητα αναλύει, όπως λέει ο ίδιος, τη «σχέση μεταξύ του Ξένου και του εχθρού, ενώ στο φόντο βρίσκεται ο φιλοξενούμενος ως μια μεταβατική μορφή. Η φιλοσοφική παράδοση της Δύσης προτρέπει, όπως και στην περίπτωση του Άγριου, να διαφοροποιήσουμε μεταξύ ενός καλού και ενός κακού Ξένου. […] Ο καλός Ξένος είναι γενικώς ένας δικός μας, ο κακός Ξένος αντιθέτως όχι. Ο κακός Ξένος είναι φυσικά πάντα ο Άλλος. […] για τον καλό Ξένο υπεύθυνος είναι ο διερμηνέας, για τον κακό η αστυνομία, συμπεριλαμβανομένης και μιας ιδεολογικής αστυνομίας που συχνά δρα μυστικά». 
   Το κείμενό του μοιάζει εξαιρετικά επίκαιρο στο διάλογο που γίνεται σήμερα στην Ελλάδα για τους μετανάστες, για την προσπάθεια καθορισμού ποιος είναι ο Έλληνας και ποιος ο ξένος αλλά και πόσο ξένος είναι ένας ξένος. Και είναι η πρώτη φορά που κείμενα του Waldenfels, παρά την έκταση και τη σημασία του έργου του, δημοσιεύονται στα ελληνικά. Ένα περιοδικό, λέει στο τελευταίο τεύχος ο Περικλής Σφυρίδης, διευθυντής έκδοσης του περιοδικού Τραμ και εκδότης του περιοδικού Παραφυάδα, πρέπει να ξεχωρίζει για την ποιότητα των μεταφράσεων που δημοσιεύει. Γιατί «από τα περιοδικά γνωρίζει το αναγνωστικό κοινό τα μοντέρνα αισθητικά κινήματα που εμφανίζονται στον υπόλοιπο κόσμο». 
   Και το ΕΝΕΚΕΝ έχει να επιδείξει μια σειρά από μεταφράσεις: τελείως ενδεικτικά αναφέρω ότι στο ίδιο τεύχος (τεύχος 14) με τον Waldenfels δημοσιεύεται επίσης για πρώτη φορά στα ελληνικά ένα κείμενο του Michael Löwy για τον Οικοσοσιαλισμό και το δημοκρατικό σχεδιασμό. Το καλοκαίρι του 2008 (τεύχος 11) ο Άρης Στυλιανού μεταφράζει το Γάλλο φιλόσοφο Alain Badiou ο οποίος παρουσιάζει ένα Πανόραμα σύγχρονης γαλλικής φιλοσοφίας. Την άνοιξη του 2008 (τεύχος 13) παρουσιάζεται ένα κείμενο του φιλόσοφου Walter Seitter με τίτλο Γραφή Εικόνα και Τέχνη σε μετάφραση της Σοφίας Παντελιάδου.
   Όσον αφορά τη μετάφραση, όμως, εξίσου σημαντικό με το να γνωρίσουμε το ξένο, το άλλο μέσα από τις μεταφράσεις που κάνουμε προς τη γλώσσα μας είναι και να δούμε και τον εαυτό μας έτσι όπως μας βλέπουν οι άλλοι, οι ξένοι, μέσα από τις μεταφράσεις ελληνικών κειμένων σε άλλες γλώσσες. Στο 12ο τεύχος, το χειμώνα του 2008, υπάρχει ένα αφιέρωμα στην ελληνική λογοτεχνία που έχει μεταφραστεί στην Κίνα. Για πρώτη φορά πέντε Κινέζοι μεταφραστές βρίσκονται μαζί και συνομιλούν για την πρόσληψη της ελληνικής λογοτεχνίας στην Κίνα. Μεταφράσεις μιας από τις ασθενείς γλώσσες του πλανήτη, όπως είναι τα ελληνικά, σε μία από τις ισχυρές, όπως είναι τα κινέζικα, όπου οι όροι ασθενής και ισχυρή αφορούν τον αριθμό των ανθρώπων που μιλούν την εκάστοτε γλώσσα.
   Και ενώ ο Μπαμπινιώτης δηλώνει ότι «η μετάφραση είναι το όχημα των ολιγότερο ομιλούμενων γλωσσών» , μια σύγχρονη τάση στη μεταφρασεολογική έρευνα, η οποία ασχολείται με τη μετάφραση και την παγκοσμιοποίηση, διαπιστώνει ότι στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης οι ασθενείς γλώσσες δεν μεταφράζονται. Στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη εποχή ακούμε όλοι τις ίδιες μουσικές, βλέπουμε τις ίδιες ταινίες στις multiplex κινηματογραφικές αίθουσες, μετέχουμε σε μια μαζική κουλτούρα μέσα από την κυρίαρχη εκδοτική βιομηχανία και τους μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Αυτοί έχουν την ευθύνη να μεταφέρουν στον κόσμο των ιδεών και του πολιτισμού το συνεχώς μεταλλασσόμενο mainstream μιας ομογενοποιημένης κουλτούρας. Δεν θα ισχυριστώ ότι κάποιες μεγάλες επιτυχίες του Χόλιγουντ δεν είναι καλές ταινίες, ούτε ότι, για παράδειγμα, η γερμανική λογοτεχνία που μεταφράζεται στην Ελλάδα από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους δεν είναι εξαιρετική. Οι Γερμανοί λογοτέχνες όμως που φτάνουν ως εδώ είναι συνήθως αυτοί που τα πήγαν καλά στην πιθανώς μεγαλύτερη και σημαντικότερη διεθνή έκθεση βιβλίου στον κόσμο, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Φρανκφούρτης. Η «μικρή» Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Λειψίας —που όπως και της Φρανκφούρτης επίσης διοργανώνεται εδώ και 400 χρόνια περίπου— τα τελευταία 20 χρόνια λειτουργεί μάλλον ως η έκθεση μιας πιο εναλλακτικής λογοτεχνίας και οι συγγραφείς που βραβεύονται εκεί, δεν έχουν μεταφραστεί ακόμη στα Ελληνικά —εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις. Διότι κάθε εποχή και κάθε κοινωνία μεταφράζει συγκεκριμένους συγγραφείς, από συγκεκριμένες γλώσσες και με συγκεκριμένο τρόπο. Για αυτό το λόγο η μετάφραση αποτελεί μια πολιτική πράξη.
   Όσον αφορά δε τους συγγραφείς που μεταφράζονται, αρκεί ίσως ως παράδειγμα η σύγκριση που ανέφερα σχετικά με την έκθεση βιβλίου της Φρανκφούρτης και της Λειψίας, σε αντιπαράθεση με τον Waldenfels, τον Badiou και τον Löwy του ΕΝΕΚΕΝ. Ενώ όσον αφορά τις συγκεκριμένες γλώσσες που μεταφράζονται, τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου είναι σαφή: Το 2007 το ποσοστό των μεταφρασμένων τίτλων αντιπροσωπεύει το 42% επί της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής με πρωταθλήτρια φυσικά την αγγλική γλώσσα σε ποσοστό 53%, ενώ από τα γαλλικά το ποσοστό μεταφράσεων είναι μόλις 12% και από τα γερμανικά 5%. Πάντα υπήρχε κάποια lingua franca —ήδη από την Αρχαιότητα τα Αρχαία Ελληνικά και τα Λατινικά— και όταν κάποιος μετέφραζε από μια άλλη γλώσσα, εκτός της εκάστοτε κυρίαρχης, η μετάφρασή του σήμαινε μια στροφή σε μια νέα αισθητική αντίληψη. Για παράδειγμα ο Γερμανός συγγραφέας Gotthold Ephraim Lessing που τον 18ο αιώνα θέλει να απελευθερώσει το γερμανικό θέατρο από τα γαλλικά πρότυπα και να το προσανατολίσει σε αγγλικά και στη Γερμανία μεταφράζεται και ανακαλύπτεται εκ νέου ο Σαίξπηρ.
   Ως προς τον τρόπο που μεταφράζει κάθε εποχή και κάθε κοινωνία αρκεί να δούμε τις μεταφράσεις των θρησκευτικών κειμένων: Ο Λούθηρος που για πρώτη φορά μεταφράζει τη Βίβλο σε μια γλώσσα που θα είναι κατανοητή από το λαό και προκαλεί ένα σχίσμα στη δυτική εκκλησία. Η εποχή της Αναγέννησης που μεταφράζει και οικειοποιείται: ο μεταφραστής, δηλαδή, επεμβαίνει στο πρωτότυπο με σκοπό να το προσαρμόσει στην εποχή του. «Τα ήθη και έθιμα των αρχαίων Ελλήνων προσαρμόζονται στα ήθη του 17ου αιώνα». Στη γαλλική μετάφραση του Λουκιανού (1654) ο Γάλλος μεταφραστής Nicolas Perrot d’ Ablancourt (1606-1664) εξηγεί γιατί δεν μετέφρασε ορισμένα τμήματα του πρωτοτύπου: «Όλες οι συγκρίσεις που είχαν σχέση με τον έρωτα μιλούν για τον έρωτα για αγόρια, μια συνήθεια όχι ξένη μεταξύ των Ελλήνων, μόλο που φαίνεται φοβερή σήμερα σε εμάς».  Οι μεταφράσεις του είναι οι πρώτες που χαρακτηρίζονται «les belles infidèles», οι ωραίες άπιστες, έκφραση που παρομοιάζει τις μεταφράσεις με γυναίκες: αν είναι άσχημες είναι πιστές, αν είναι ωραίες είναι άπιστες! Το 19ο αιώνα, όταν η Αγγλία βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής της, δηλαδή στη Βικτοριανή εποχή, οι μεταφράσεις γίνονται με έναν τρόπο εξαιρετικά ενδιαφέροντα και χαρακτηριστικό για την υπερδύναμη της Βρετανίας. Ο Edward Fitzgerald (1809-1863) γνωστός για τη μετάφραση των Ρουμπαγιάτ του Omar Khayyam (1858) δηλώνει: «Αποτελεί διασκέδαση για μένα να χειρίζομαι με όση ελευθερία επιθυμώ αυτούς τους Πέρσες, οι οποίοι (κατ’ εμέ) δεν είναι αρκετά Ποιητές ώστε να αποτρέψουν κάποιον από τέτοιες παρεκβάσεις, και οι οποίοι χρειάζονται λίγη Τέχνη να τους δώσει μορφή» . Και δεν θα αναφερθώ καθόλου στον τρόπο που γίνονταν οι μεταφράσεις από τις γλώσσες των αποικιών στις γλώσσες των αποικιοκρατών.
Ένα τελευταίο παράδειγμα θα αναφέρω μόνο, γιατί μας δείχνει ότι αυτή η τακτική δεν είναι άγνωστη και σήμερα ακόμη. Πρόκειται για μια μετάφραση-παραχάραξη: την απαλοιφή διαφόρων επίμαχων σημείων στη μετάφραση του βιβλίου του Louis de Bernières Το Μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι (1995), του μπεστ-σέλερ που προβάλλεται ως χολιγουντιανή υπερπαραγωγή σε όλο τον κόσμο. Λέει το ελληνικό κείμενο: «Πριν προλάβουν να χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες, άρχισε ο Εμφύλιος και η χώρα αιματοκυλίστηκε ακόμα χειρότερα» . Όμως το αγγλικό πρωτότυπο άλλα γράφει: «Πριν προλάβουν να χτυπήσουν χαρμόσυνα οι καμπάνες, ξεφύτρωσαν από τη χειμερία νάρκη τους οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που ονομαζόταν τώρα ΕΑΜ, και επιβλήθηκαν με το ζόρι στο λαό με τη βοήθεια των βρετανικών όπλων που τους είχαν δοθεί κατά λάθος από τους Εγγλέζους, οι οποίοι πίστευαν ότι θα τα χρησιμοποιήσουν εναντίον των Ναζί» . Και παρακάτω αναφέρει το πρωτότυπο: «Στην Κεφαλονιά [οι αντάρτες] άρχισαν να εκτοπίζουν [τους αντιπάλους τους] σε στρατόπεδα συγκέντρωσης» και ότι οι κομμουνιστές «παρακολουθούσαν τόσα χρόνια από απόσταση τους Ναζί και είχαν πλέον ειδικευτεί σε όλες τις μορφές βιαιοπραγίας και καταστολής» και ότι «ο Χίτλερ θα ήταν περήφανος για τους τόσο επιμελείς μαθητές του» . Αυτά τα σημεία στο ελληνικό κείμενο έχουν παραληφθεί πλήρως.  Υποθέτω ότι η παραχάραξη αυτή οφείλεται στο ότι η άποψη του συγγραφέα για την εθνική αντίσταση δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή από τη συντριπτική πλειοψηφία των σημερινών Ελλήνων αναγνωστών, ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση. Όποιοι κι αν είναι όμως οι λόγοι που οδήγησαν τη γνωστή και καταξιωμένη μεταφράστρια, τον επιμελητή ή, το πιο πιθανόν, τον εκδότη σε αυτή την πράξη, η ουσία είναι ότι η μετάφραση αποτελεί το πρωτότυπο για τον αναγνώστη της και εύκολα μπορεί να μεταφέρει το μήνυμα που εκείνη θέλει.
   Κι αν αυτό συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, σε μια εποχή που η εξέλιξη της τεχνολογίας μάς έχει δώσει μια πρωτοφανή δυνατότητα πρόσβασης σε κείμενα αλλά και διαλόγου και επικοινωνίας, κι αν συμβαίνει με τη μετάφραση ενός έργου, από την κυρίαρχη ευρωπαϊκή γλώσσα —το οποίο μάλιστα, τουλάχιστον για όσο διάστημα γυριζόταν και προβαλλόταν η ταινία, δεν έπαψε να αναφέρεται στα ΜΜΕ με μια εθνική περηφάνια που μόνο μια Πενέλοπε μπορεί να μας χαρίσει— τότε τι μπορεί να συμβαίνει στις τόσες άλλες καθημερινές ανώνυμες μεταφράσεις που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, θρέφουν τις γνώσεις μας και διαμορφώνουν τη σκέψη μας; Διότι η παγκοσμιοποίηση μπορεί να έχει επιταχύνει το ρυθμό και τον όγκο των μεταφράσεων – όμως το τι μεταφράζεται, από ποια γλώσσα μεταφράζεται και ποιο μήνυμα μεταφέρει, θυμίζει δυστυχώς συχνά αυτό που ο Isaac Joshua λέει στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ: «Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση είναι η παγκοσμιοποίηση του παγκόσμιου προλεταριάτου» . Με την ίδια αναλογία η παγκοσμιοποίηση στο χώρο της μετάφρασης, σημαίνει ότι μεταφράζεται ένα παγκόσμιο προλεταριάτο της γλώσσας και του πολιτισμού, και αυτή είναι μια ομογενοποίηση που εξ ορισμού μας κάνει πιο φτωχούς, ενώ η μετάφραση θα έπρεπε να σημαίνει έναν εμπλουτισμό της γλώσσας και της κουλτούρας υποδοχής χάρη στις επιρροές από άλλες γλώσσες και άλλες κουλτούρες.
   Ίσως τη δυνατότητα να ανατροφοδοτήσουμε την ταυτότητά μας την εποχή της παγκοσμιοποίησης να μας τη δίνουν περιοδικά σαν το ΕΝΕΚΕΝ που από τη φύση τους δεν έχουν στόχο να είναι κερδοφόρα ούτε να συμπλέουν με το κυρίαρχο ρεύμα. Ένας περιφερειακός ρόλος; Ίσως είναι ο ρόλος της περιφέρειας να προωθήσει το διαφορετικό. Η περιφέρεια με τη γεωγραφική της έννοια —κάτι που ταιριάζει στη Θεσσαλονίκη, μια πόλη με μεγάλη παράδοση σε καλά περιοδικά. Αλλά και η περιφέρεια με την πνευματική της έννοια— που καλείται να κάνει αντιπολίτευση στην παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα. Όπως περίπου η Αριστερά αντιπολιτεύεται το κυρίαρχο πολιτικό γίγνεσθαι. Και εκεί ενδεχομένως το περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ διαφοροποιείται από τη σημερινή Αριστερά, δεν ομφαλοσκοπεί και δεν αυτοαναφέρεται, αλλά ανοίγεται στην πολυφωνία, δημοσιεύει μεταφράσεις. Ανοίγει μια είσοδο στο ξένο και μας καλεί να έρθουμε αντιμέτωποι με άλλες όψεις της πραγματικότητας, άλλες απόψεις, διαφορετικές σκέψεις.
Αυτό ακριβώς – δηλαδή την πολιτική δύναμη της μετάφρασης - είχε καταλάβει πολύ καλά ένας άλλος μεγάλος αριστερός φιλόσοφος. Τόσο που όταν του έδωσαν για διόρθωση τη μετάφραση του έργου του στη γαλλική γλώσσα, ο Καρλ Μαρξ επεξεργάστηκε το Κεφάλαιο με τη μανιέρα των belles infidèles, γιατί όπως δήλωσε, είναι πολύ σημαντικό η μετάφραση αυτή να είναι καλή, γιατί «από τη γαλλική μετάφραση θα μεταφραστεί στα αγγλικά και στις άλλες ρομανικές γλώσσες».

H Ανθή Βηδενμάιερ διδάσκει μετάφραση λογοτεχνικών ειδκών κειμένων υποτιτλισμό και διερμηνεία, ως επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Γερμανικης Γλώσσας και Φιλολογίας στο ΑΠΘ. Είναι η συγγραφέας του βιβλίου Το παζλ της μετάφρασης, εκδ. ΕΝΕΚΕΝ.