Aσφαλώς είναι μεγάλος ο πειρασμός να εκλάβουμε τον τίτλο αυτό ως δηλωτικό ενός λογικού δεσμού, ο ψυχικός πόνος μην μπορώντας να μην απορρέει από τη μοναξιά, η μοναξιά μην μπορώντας παρά να είναι το επακόλουθο του ψυχικού πόνου.
Μου φαίνεται παρόλα αυτά ότι, μόνο περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον, θα σταματούσε κανείς εκεί: Γιατί στα αλήθεια να μην δούμε εκεί μια ενεργοποίηση έντασης, την εναντίωση ενός ζεύγους σημαινόντων που υπακούει σε εντελώς διαφορετικές λογικές; Το να ενεργήσουμε έτσι, σημαίνει να μη θέσουμε a priori ότι ο ψυχικός πόνος βρίσκεται σε μια σχέση αιτιότητας με τη μοναξιά και αντίστροφα.
Μιλάω ως ψυχαναλυτής. Επομένως ως ψυχαναλυτής θα αναφερθώ σε μια κλινική εμπειρία όπου μοναξιά και πόνος βρίσκονται στο παιχνίδι, σε σχέσεις λεπτές και παράδοξες, και εν πάση περιπτώσει με την ιδιότητα να αναστατώσουν αυτό που —ως προς αυτό— είναι της καταχώρησης του συμβατικού, και μάλιστα του ταιριαστού. Λέγοντας ότι μιλάω ως ψυχαναλυτής, σημαίνει επίσης το να μη διαχωρίζομαι από την υποκειμενική διάσταση, και είναι στο πλαίσιο αυτό που θα επικαλεστώ επίσης τη δική μου εμπειρία υποκειμένου.
Πολύ περισσότερο από τους ψυχιάτρους, οι ψυχαναλυτές έχουν προσεκτικό αυτί για τις παράδοξες γραμματικές παραλλαγές που, στη στροφή μιας φράσης, αφήνουν να ξεπροβάλλει η αντίθετη πρόταση από αυτή που φαινόταν στη διάρκεια της εκφοράς:
«Μη νομίσετε ότι δεν υποφέρω που δεν είμαι μόνος», μου έλεγε πριν λίγο καιρό κάποιος από τους ασθενείς μου, ψυχαναγκαστικός νευρωτικός, εξηγώντας μου μέχρι ποιου σημείου, για να αποφύγει μια μοναξιά που τη θεωρούσε νοσηρή, είχε χτίσει τη ζωή του με τρόπο ώστε να μη μένει ούτε μια στιγμή «χωρίς κανέναν».
Η απροσδόκητη αυτή φράση που του βγήκε του προκάλεσε έκπληξη, και ξετύλιξε για αυτόν μια μακρά περίοδο νέας ερμηνείας της παιδικής του ηλικίας, μιας ηλικίας «υπερπροστατευμένης» από τη μητέρα του. Ενώ αρχικά, η παιδική αυτή ηλικία αναφερόταν σαν καιρός του Νιρβάνα βρέθηκε λίγο-λίγο να συγκρίνεται με το μαρτύριο των άλλοτε καταδικασμένων σε θάνατο, χωρίς μια στιγμή μοναξιάς που να τον προστατεύει από το διεισδυτικό βλέμμα του Άλλου. Αντίστροφα, πόσο συγκινητικά τα παράπονα παραισθητικών ασθενών, ξεμασκαρεύοντας πίσω από τη διαρκή εισβολή των φωνών τη ριζική τους μοναξιά λόγω της ρήξης του δεσμού επικοινωνίας μέσω της ομιλίας.
Ζώο κοινωνικό, εάν πιστέψουμε τον Ζαν Ζακ Ρουσώ, ο άνθρωπος είναι μόνο από αναγκαιότητα, δραματικά υποταγμένος μέσω της ομιλίας σε έναν κόσμο κατοικημένο από ομοίους, με τους οποίους αυτό που έχει πιο κοινό είναι η παρανόηση, που γεννιέται από αυτήν την ίδια την ομιλία, και την οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει.
Η συνθήκη υποκειμένου συνεπάγεται τη μοναξιά: η ύπαρξη φέρει μαζί και τον πόνο. Οι δύο αυτές προτάσεις δεν είναι η συνέπεια κάποιου ιδιαίτερου κοινωνικού πάθους, από το οποίο θα μπορούσε κανείς λίγο πολύ να ξεφύγει, σύμφωνα με τις εποχές. Είναι θέμα δομής, που εμπλέκεται λογικά μέσω της ίδιας της άρθρωσης του υποκειμένου για ό,τι συνιστά την ανθρώπινή του φύση, την ομιλία. Αυτό ακριβώς θα προσπαθήσω να αποσαφηνίσω. Μια τελευταία προσθήκη στο προοίμιο αυτό θα ήταν να πούμε ότι, ασφαλώς, η ανθρώπινη συνθήκη δεν είναι μόνο ζήτημα δομής και μηχανισμών, αλλά πολύ περισσότερο η συνέπεια των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο κοινωνικό με τις ιδιαιτερότητές του και στο υποκείμενο με τη μοναδικότητά του, εις τρόπον ώστε να λαμβάνει υπόψη αυτό που συνιστά τα υποκείμενα που υποφέρουν, αυτά που αποσύρονται στη μοναξιά, αυτά που πάσχουν επειδή είναι μόνα και αυτά που πάσχουν επειδή δεν είναι μόνα ή επειδή δεν πιστεύουν ότι είναι μόνα.
Εάν υπάρχει κάτι που ισχύει για όλη την Ανθρωπότητα, είναι ότι οι άνθρωποι μιλούν. Μπορούμε ακόμη να πούμε ότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Γεννημένοι μέσα στη γλώσσα, λουσμένοι με γλώσσα, είναι υποταγμένοι σε αυτήν, κι ας δυσαρεστεί αυτούς που νομίζουν ότι μπορεί κανείς να το ελέγξει. Το λουτρό αυτό είναι ο χώρος όπου εντοπίζονται οι θέσεις του καθενός, όπου γίνεται η επεξεργασία της μοίρας του κάθε ατόμου. Είναι επίσης το κεφάλαιο από όπου αντλείται η ομιλία, που θεμελιώνεται μόνο με το να απευθύνεται σε έναν άλλο στον οποίο λείπει το νόημα που αυτή μεταφέρει.
Δεν πρόκειται για κεφάλαιο σημείων, που να αναπαριστούν κάτι το σταθερό για τον τάδε ο οποίος θα τα βρει, αλλά για μια αλυσίδα αποτελούμενη από σημαίνοντα, που αξίζουν μόνο σε αναφορά προς άλλα. Το μεγάλο γίνεται κατανοητό μόνο σε αναφορά προς το μικρό, το πλήρες σε σχέση με το κενό κ.λπ…
Η γλώσσα εγγράφει ένα υποκείμενο σε μια θέση μέσα στο γενεαλογικό του δέντρο, μέσα στην οικογένειά του, σε σχέση με την κοινωνία, από τη στιγμή που λειτουργεί ως συμβολικό, δηλαδή ως σύνολο αναφοράς, του οποίου καθένα από τα συστατικά του παίρνει νόημα μόνο συνδεόμενο με τα άλλα, σύμφωνα με τους νόμους που συνιστούν τη συμβολική τάξη.
Στη δομή του συμβολικού λοιπόν αναφέρομαι, δηλαδή στη λειτουργία που διακατέχει το ανθρώπινο στη σχέση του με το πραγματικό, ως καθολική λειτουργία ως προς την εξουσία της, με ποικιλία στις μορφές της, μεταποιημένη και ανακατεμένη στον ρυθμό των πολιτισμικών διαφοροποιήσεων.
Για τον Δόκτορα Λακάν η ύπαρξη και το σφάλμα είναι το ένα πάνω στο άλλο. Αντίστοιχα: το σφάλμα για το ομιλούν ον, είναι η ίδια η ύπαρξη. Δεν υπάρχει σφάλμα παρά μόνο μέσω της μονοδιάστατης λογικής συνέπειας της ύπαρξης, δηλαδή η δυνατότητα της μη-ύπαρξης. Αυτό τον θεμελιακό πόνο της ύπαρξης τον αποδίδει τέλεια η πασίγνωστη μικρή φράση του Άμλετ. Πρόκειται για το «να ζει κανείς ή να μη ζει».
Όταν για τον άνθρωπο τίθεται το ζήτημα της ύπαρξης ενός πράγματος, ήδη εξαρχής δεν πρόκειται πια για ένα πράγμα σαν πραγματικό που είναι, αλλά για ένα πράγμα σε κάποια θέση μέσα σε έναν χώρο του πραγματικού, που είναι ήδη διευθετημένος από το συμβολικό, δηλαδή όπου η θέση του πράγματος είναι επίσης θέση μιας δυνάμει απουσίας. Υπάρχει για τον Δόκτορα Λακάν ένας διαχωρισμός που επιβάλλεται να γίνεται ανάμεσα στο είναι, από τη μία, που είναι στο ίδιο επίπεδο με το «κάθε πράγμα», και από την άλλη, στην ύπαρξη.
Το είναι, όπως και τα πράγματα, βλέπει τη θέση του οριοθετημένη μόνο από το συμβολικό. Η ύπαρξη έρχεται μόνο δευτερογενώς, ως αποτέλεσμα της κενής θέσης, που εν δυνάμει δημιουργείται από τη συμβολική λειτουργία. Το είναι, ως θέση, καθορίζεται από το συμβολικό, του οποίου η λειτουργία είναι να διαφοροποιεί τις θέσεις. Μόνο δευτερογενώς η λεγόμενη συμβολική τάξη έρχεται να χαρακτηρίσει τις συντεταγμένες της ύπαρξης αυτού του είναι (μοίρα, επιθυμία, απόλαυση). Στον κόσμο των ζώων δεν τίθεται αυτό το ζήτημα της κενής θέσης, της ανυπαρξίας ως αντιτιθέμενης στην ύπαρξη. Αυτό μας δίνει να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει πόνος της ύπαρξης στα κατοικίδια ζώα: το σκυλί που ουρλιάζει στον θάνατο όταν χάνει τον κύριό του είναι ήδη, με έναν ορισμένο τρόπο, υποταγμένο στο συμβολικό.
Σε κάθε περίπτωση, η συμβολική λειτουργία από την ίδια της τη δομή, δημιουργεί το κενό. Υπάρχει στα γαλλικά μία ωραία ομοφωνία ανάμεσα στο maudire (καταριέμαι, βλαστημώ) και το mot dire (λέω λέξη): αρκεί να λέω λέξη για να δημιουργήσω την κενή θέση, λόγω της οποίας το υπάρχον θα είναι χωρίς αιτία και επομένως θα πέσει κάτω από το χτύπημα του σφάλματος να υπάρχει, άρα του καταραμένου.
Έτσι, κατά βάθος, το ερώτημα που τίθεται λογικά, είναι: «τι είναι αυτό που ενεργεί ώστε, γενικά, να μην υποκύπτει κανείς κάθε μέρα στο χτύπημα του πόνου της ύπαρξης;» Αυτό που το δημιουργεί, είναι ότι το υπάρχον βρίσκεται το ίδιο μετασχηματισμένο από το συμβολικό σε διηρημένο υποκείμενο: πρόκειται για μια νέα συμβολική λειτουργία, αυτή που επιφέρει η γλώσσα πάνω στο ζωντανό πλάσμα.
Το καθαρά υπάρχον είναι εξαρτημένο από το συμβολικό στον βαθμό που γεννά μια κενή θέση. Δεν έχει ωστόσο συμβολικές ιδιότητες από μόνο του. Δευτερογενώς οι συμβολικές ιδιότητές του θα έρθουν να το επεξεργαστούν ως επιθυμούν υποκείμενο, διηρημένου από το σημαίνον που έρχεται να διευθετήσει τη σχέση του με το αντικείμενο. Κατά βάθος, η επιθυμία είναι μία προστασία ενάντια στον πόνο της ύπαρξης, στο μέτρο που το ανθρώπινο πλάσμα καταφέρνει να ζει, με το να τείνει να συμπληρωθεί με αυτό που επιθυμεί, χωρίς ποτέ να το φτάνει, αποδιώχνοντας την ιδέα του θανάτου του, της ανυπαρξίας του.
Εκεί ακριβώς, πάνω στο σημείο της επιθυμίας, για το μοναχικό υποκείμενο, για το οποίο μόλις μιλήσαμε, παρεμβαίνει το όμοιο, διότι πραγματικά δεν έχει πρόσβαση σε αυτό που προξενεί την επιθυμία, ούτε με την λειτουργία του Αγίου Πνεύματος ούτε με τη μόνη αρετή του συμβολικού. Πρέπει από τον άλλο, από αυτόν που μέσω της μητέρας έρχεται να πει για πρώτη φορά ότι αυτή η επιδίωξη χωρίς τέλος, που ονομάζουμε επιθυμία, τείνει προς ένα εξωτερικό αντικείμενο. Αυτό που ο άλλος επιθυμεί, δεν είναι ούτε ο ίδιος ούτε εγώ —τουλάχιστο στο σύνολο. Είναι αλλού. Είναι αυτό που ο Λακάν επικαλείται μέσα από τη διφορούμενη διατύπωση της επιθυμίας ως επιθυμίας του Άλλου. Είναι διφορούμενη, γιατί αυτό που ο άλλος επιθυμεί είναι, κατά κάποιον τρόπο στον καθρέφτη αυτό που μπορώ να επιθυμώ, ενώ, για αυτόν, όπως και για μένα, αυτό που επιθυμούμε είναι θεμελιακά Άλλο.
Από εκεί αντλεί όλη τη δύναμή της η διπολικότητα του τίτλου του άρθρου, διότι με το να είναι κάποιος παρών δεν συνεπάγεται ότι επιθυμεί, με το να είναι εκεί δεν σημαίνει ότι είναι φορέας κάποιου επιθυμητού πράγματος και —το ακόμη χειρότερο— με το να είναι εκεί, επιθυμώντας, δεν σημαίνει ότι η επιθυμία του έχει αξία επιθυμίας και για μένα.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Λακάν επανήλθε σε ορισμένες από τις εργασίες του Piaget είναι τώρα αρκετά γνωστός, ώστε να κάνω μόνο μία σύντομη υπενθύμιση:
Θα αρκούσε να ανακαλέσω τις δυσκολίες, στις οποίες βρίσκεται με την πρώτη αντιμέτωπος το μικρό του ανθρώπου όταν μπαίνει στον κόσμο της ετερότητας: «το εγώ είναι ένας άλλος», σχολίαζε ο Λακάν αναφερόμενος στο στάδιο του Καθρέφτη, αυτό με το οποίο εννοούσε ότι η κατασκευή του εγώ γίνεται αρχικά με τον τρόπο του επιθετικού ανταγωνισμού μεταξύ του εγώ και του εγώ.
Από αυτό θα μείνει πάντοτε κάτι, αυτό που αυτός ο ίδιος ο Λακάν κάρφωσε αργότερα (διαλέξεις στα Πανεπιστήμια της Βόρειας Αμερικής) με μια συγκλονιστική διατύπωση, «η προσωπικότητα είναι η παράνοια». Όσο κι αν φανεί δυσάρεστο στους Χριστιανούς, ο όμοιός μου, ο αδελφός μου παρουσιάζεται καταρχήν θεμελιακά σε μένα ως ένας ανταγωνιστής που πρέπει να εκμηδενίσω. Τίποτε δεν μου εγγυάται σταθερά ότι δεν θα συμβεί το ίδιο και για αυτόν... τίποτε… εκτός από την ομιλία που θα διαλεκτικοποιήσει το φαντασιακό της αντιπαράθεσης άμεσα, σαν σε πήλινα σκυλάκια (αυτά τα ζωάκια που δεν μιλούν).
Όταν τίθεται το ζήτημα της επιθυμίας, αυτό δεν τακτοποιείται καθόλου: η περίπτωση της πιο επικίνδυνης υποθετικής φιγούρας, είναι αυτή όπου αυτός ο καταραμένος άλλος θα είχε την ίδια επιθυμία, το ίδιο αντικείμενο με μένα. Αυτό με βάζει, για να ανακουφίσω λίγο τον πόνο της ύπαρξης, στην ακόλουθη εναλλακτική λύση:
•να απαρνηθώ την επιθυμία μου, πράγμα που είναι αφόρητο, έως και θανατηφόρο,
•να εκμηδενίσω αυτόν τον άλλο, για να μείνω μόνος κύριος της επιθυμίας και μόνος διεκδικητής του αντικειμένου.....
Aπόσπασμα από το δοκίμιο των Yves Kaufmant και Anne Marie Kaufmant που δημοσιεύεται στο 31ο τευχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Ο Yves Kaufmant είναι Ψυχαναλυτής. Ψυχίατρος Νοσοκομείου. Εμπειρογνώμονας ιατροδικαστής. Πανεπιστημιακός. Διευθυντής Ψυχιατρικού Τομέα του Πρεμοντρέ (Γαλλία). Μέλος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου, της Ευρωπαϊκής και της Παγκόσμιας Σχολής Ψυχανάλυσης. Iδρυτής και πρόεδρος της GRAPPAF (Ομάδα Έρευνας και Εφαρμογής των Ψυχαναλυτικών εννοιών στην Ψυχιατρική της Γαλλόφωνης Αφρικής). Η Anne-Marie Kaufmant είναι Ψυχαναλύτρια. Ψυχίατρος. Μέλος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου, της Ευρωπαϊκής και της Παγκόσμιας Σχολής Ψυχανάλυσης. Iδρυτής της GRAPPAF. Επιλογή και μετάφραση: Iωάννα Πετρίδου. Επιστημονική επιμέλεια δρ Χρήστος Σιδηρόπουλος.
Μου φαίνεται παρόλα αυτά ότι, μόνο περιορίζοντας σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον, θα σταματούσε κανείς εκεί: Γιατί στα αλήθεια να μην δούμε εκεί μια ενεργοποίηση έντασης, την εναντίωση ενός ζεύγους σημαινόντων που υπακούει σε εντελώς διαφορετικές λογικές; Το να ενεργήσουμε έτσι, σημαίνει να μη θέσουμε a priori ότι ο ψυχικός πόνος βρίσκεται σε μια σχέση αιτιότητας με τη μοναξιά και αντίστροφα.
Μιλάω ως ψυχαναλυτής. Επομένως ως ψυχαναλυτής θα αναφερθώ σε μια κλινική εμπειρία όπου μοναξιά και πόνος βρίσκονται στο παιχνίδι, σε σχέσεις λεπτές και παράδοξες, και εν πάση περιπτώσει με την ιδιότητα να αναστατώσουν αυτό που —ως προς αυτό— είναι της καταχώρησης του συμβατικού, και μάλιστα του ταιριαστού. Λέγοντας ότι μιλάω ως ψυχαναλυτής, σημαίνει επίσης το να μη διαχωρίζομαι από την υποκειμενική διάσταση, και είναι στο πλαίσιο αυτό που θα επικαλεστώ επίσης τη δική μου εμπειρία υποκειμένου.
Πολύ περισσότερο από τους ψυχιάτρους, οι ψυχαναλυτές έχουν προσεκτικό αυτί για τις παράδοξες γραμματικές παραλλαγές που, στη στροφή μιας φράσης, αφήνουν να ξεπροβάλλει η αντίθετη πρόταση από αυτή που φαινόταν στη διάρκεια της εκφοράς:
«Μη νομίσετε ότι δεν υποφέρω που δεν είμαι μόνος», μου έλεγε πριν λίγο καιρό κάποιος από τους ασθενείς μου, ψυχαναγκαστικός νευρωτικός, εξηγώντας μου μέχρι ποιου σημείου, για να αποφύγει μια μοναξιά που τη θεωρούσε νοσηρή, είχε χτίσει τη ζωή του με τρόπο ώστε να μη μένει ούτε μια στιγμή «χωρίς κανέναν».
Η απροσδόκητη αυτή φράση που του βγήκε του προκάλεσε έκπληξη, και ξετύλιξε για αυτόν μια μακρά περίοδο νέας ερμηνείας της παιδικής του ηλικίας, μιας ηλικίας «υπερπροστατευμένης» από τη μητέρα του. Ενώ αρχικά, η παιδική αυτή ηλικία αναφερόταν σαν καιρός του Νιρβάνα βρέθηκε λίγο-λίγο να συγκρίνεται με το μαρτύριο των άλλοτε καταδικασμένων σε θάνατο, χωρίς μια στιγμή μοναξιάς που να τον προστατεύει από το διεισδυτικό βλέμμα του Άλλου. Αντίστροφα, πόσο συγκινητικά τα παράπονα παραισθητικών ασθενών, ξεμασκαρεύοντας πίσω από τη διαρκή εισβολή των φωνών τη ριζική τους μοναξιά λόγω της ρήξης του δεσμού επικοινωνίας μέσω της ομιλίας.
Ζώο κοινωνικό, εάν πιστέψουμε τον Ζαν Ζακ Ρουσώ, ο άνθρωπος είναι μόνο από αναγκαιότητα, δραματικά υποταγμένος μέσω της ομιλίας σε έναν κόσμο κατοικημένο από ομοίους, με τους οποίους αυτό που έχει πιο κοινό είναι η παρανόηση, που γεννιέται από αυτήν την ίδια την ομιλία, και την οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει.
Η συνθήκη υποκειμένου συνεπάγεται τη μοναξιά: η ύπαρξη φέρει μαζί και τον πόνο. Οι δύο αυτές προτάσεις δεν είναι η συνέπεια κάποιου ιδιαίτερου κοινωνικού πάθους, από το οποίο θα μπορούσε κανείς λίγο πολύ να ξεφύγει, σύμφωνα με τις εποχές. Είναι θέμα δομής, που εμπλέκεται λογικά μέσω της ίδιας της άρθρωσης του υποκειμένου για ό,τι συνιστά την ανθρώπινή του φύση, την ομιλία. Αυτό ακριβώς θα προσπαθήσω να αποσαφηνίσω. Μια τελευταία προσθήκη στο προοίμιο αυτό θα ήταν να πούμε ότι, ασφαλώς, η ανθρώπινη συνθήκη δεν είναι μόνο ζήτημα δομής και μηχανισμών, αλλά πολύ περισσότερο η συνέπεια των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στο κοινωνικό με τις ιδιαιτερότητές του και στο υποκείμενο με τη μοναδικότητά του, εις τρόπον ώστε να λαμβάνει υπόψη αυτό που συνιστά τα υποκείμενα που υποφέρουν, αυτά που αποσύρονται στη μοναξιά, αυτά που πάσχουν επειδή είναι μόνα και αυτά που πάσχουν επειδή δεν είναι μόνα ή επειδή δεν πιστεύουν ότι είναι μόνα.
Εάν υπάρχει κάτι που ισχύει για όλη την Ανθρωπότητα, είναι ότι οι άνθρωποι μιλούν. Μπορούμε ακόμη να πούμε ότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Γεννημένοι μέσα στη γλώσσα, λουσμένοι με γλώσσα, είναι υποταγμένοι σε αυτήν, κι ας δυσαρεστεί αυτούς που νομίζουν ότι μπορεί κανείς να το ελέγξει. Το λουτρό αυτό είναι ο χώρος όπου εντοπίζονται οι θέσεις του καθενός, όπου γίνεται η επεξεργασία της μοίρας του κάθε ατόμου. Είναι επίσης το κεφάλαιο από όπου αντλείται η ομιλία, που θεμελιώνεται μόνο με το να απευθύνεται σε έναν άλλο στον οποίο λείπει το νόημα που αυτή μεταφέρει.
Δεν πρόκειται για κεφάλαιο σημείων, που να αναπαριστούν κάτι το σταθερό για τον τάδε ο οποίος θα τα βρει, αλλά για μια αλυσίδα αποτελούμενη από σημαίνοντα, που αξίζουν μόνο σε αναφορά προς άλλα. Το μεγάλο γίνεται κατανοητό μόνο σε αναφορά προς το μικρό, το πλήρες σε σχέση με το κενό κ.λπ…
Η γλώσσα εγγράφει ένα υποκείμενο σε μια θέση μέσα στο γενεαλογικό του δέντρο, μέσα στην οικογένειά του, σε σχέση με την κοινωνία, από τη στιγμή που λειτουργεί ως συμβολικό, δηλαδή ως σύνολο αναφοράς, του οποίου καθένα από τα συστατικά του παίρνει νόημα μόνο συνδεόμενο με τα άλλα, σύμφωνα με τους νόμους που συνιστούν τη συμβολική τάξη.
Στη δομή του συμβολικού λοιπόν αναφέρομαι, δηλαδή στη λειτουργία που διακατέχει το ανθρώπινο στη σχέση του με το πραγματικό, ως καθολική λειτουργία ως προς την εξουσία της, με ποικιλία στις μορφές της, μεταποιημένη και ανακατεμένη στον ρυθμό των πολιτισμικών διαφοροποιήσεων.
Για τον Δόκτορα Λακάν η ύπαρξη και το σφάλμα είναι το ένα πάνω στο άλλο. Αντίστοιχα: το σφάλμα για το ομιλούν ον, είναι η ίδια η ύπαρξη. Δεν υπάρχει σφάλμα παρά μόνο μέσω της μονοδιάστατης λογικής συνέπειας της ύπαρξης, δηλαδή η δυνατότητα της μη-ύπαρξης. Αυτό τον θεμελιακό πόνο της ύπαρξης τον αποδίδει τέλεια η πασίγνωστη μικρή φράση του Άμλετ. Πρόκειται για το «να ζει κανείς ή να μη ζει».
Όταν για τον άνθρωπο τίθεται το ζήτημα της ύπαρξης ενός πράγματος, ήδη εξαρχής δεν πρόκειται πια για ένα πράγμα σαν πραγματικό που είναι, αλλά για ένα πράγμα σε κάποια θέση μέσα σε έναν χώρο του πραγματικού, που είναι ήδη διευθετημένος από το συμβολικό, δηλαδή όπου η θέση του πράγματος είναι επίσης θέση μιας δυνάμει απουσίας. Υπάρχει για τον Δόκτορα Λακάν ένας διαχωρισμός που επιβάλλεται να γίνεται ανάμεσα στο είναι, από τη μία, που είναι στο ίδιο επίπεδο με το «κάθε πράγμα», και από την άλλη, στην ύπαρξη.
Το είναι, όπως και τα πράγματα, βλέπει τη θέση του οριοθετημένη μόνο από το συμβολικό. Η ύπαρξη έρχεται μόνο δευτερογενώς, ως αποτέλεσμα της κενής θέσης, που εν δυνάμει δημιουργείται από τη συμβολική λειτουργία. Το είναι, ως θέση, καθορίζεται από το συμβολικό, του οποίου η λειτουργία είναι να διαφοροποιεί τις θέσεις. Μόνο δευτερογενώς η λεγόμενη συμβολική τάξη έρχεται να χαρακτηρίσει τις συντεταγμένες της ύπαρξης αυτού του είναι (μοίρα, επιθυμία, απόλαυση). Στον κόσμο των ζώων δεν τίθεται αυτό το ζήτημα της κενής θέσης, της ανυπαρξίας ως αντιτιθέμενης στην ύπαρξη. Αυτό μας δίνει να καταλάβουμε ότι δεν υπάρχει πόνος της ύπαρξης στα κατοικίδια ζώα: το σκυλί που ουρλιάζει στον θάνατο όταν χάνει τον κύριό του είναι ήδη, με έναν ορισμένο τρόπο, υποταγμένο στο συμβολικό.
Σε κάθε περίπτωση, η συμβολική λειτουργία από την ίδια της τη δομή, δημιουργεί το κενό. Υπάρχει στα γαλλικά μία ωραία ομοφωνία ανάμεσα στο maudire (καταριέμαι, βλαστημώ) και το mot dire (λέω λέξη): αρκεί να λέω λέξη για να δημιουργήσω την κενή θέση, λόγω της οποίας το υπάρχον θα είναι χωρίς αιτία και επομένως θα πέσει κάτω από το χτύπημα του σφάλματος να υπάρχει, άρα του καταραμένου.
Έτσι, κατά βάθος, το ερώτημα που τίθεται λογικά, είναι: «τι είναι αυτό που ενεργεί ώστε, γενικά, να μην υποκύπτει κανείς κάθε μέρα στο χτύπημα του πόνου της ύπαρξης;» Αυτό που το δημιουργεί, είναι ότι το υπάρχον βρίσκεται το ίδιο μετασχηματισμένο από το συμβολικό σε διηρημένο υποκείμενο: πρόκειται για μια νέα συμβολική λειτουργία, αυτή που επιφέρει η γλώσσα πάνω στο ζωντανό πλάσμα.
Το καθαρά υπάρχον είναι εξαρτημένο από το συμβολικό στον βαθμό που γεννά μια κενή θέση. Δεν έχει ωστόσο συμβολικές ιδιότητες από μόνο του. Δευτερογενώς οι συμβολικές ιδιότητές του θα έρθουν να το επεξεργαστούν ως επιθυμούν υποκείμενο, διηρημένου από το σημαίνον που έρχεται να διευθετήσει τη σχέση του με το αντικείμενο. Κατά βάθος, η επιθυμία είναι μία προστασία ενάντια στον πόνο της ύπαρξης, στο μέτρο που το ανθρώπινο πλάσμα καταφέρνει να ζει, με το να τείνει να συμπληρωθεί με αυτό που επιθυμεί, χωρίς ποτέ να το φτάνει, αποδιώχνοντας την ιδέα του θανάτου του, της ανυπαρξίας του.
Εκεί ακριβώς, πάνω στο σημείο της επιθυμίας, για το μοναχικό υποκείμενο, για το οποίο μόλις μιλήσαμε, παρεμβαίνει το όμοιο, διότι πραγματικά δεν έχει πρόσβαση σε αυτό που προξενεί την επιθυμία, ούτε με την λειτουργία του Αγίου Πνεύματος ούτε με τη μόνη αρετή του συμβολικού. Πρέπει από τον άλλο, από αυτόν που μέσω της μητέρας έρχεται να πει για πρώτη φορά ότι αυτή η επιδίωξη χωρίς τέλος, που ονομάζουμε επιθυμία, τείνει προς ένα εξωτερικό αντικείμενο. Αυτό που ο άλλος επιθυμεί, δεν είναι ούτε ο ίδιος ούτε εγώ —τουλάχιστο στο σύνολο. Είναι αλλού. Είναι αυτό που ο Λακάν επικαλείται μέσα από τη διφορούμενη διατύπωση της επιθυμίας ως επιθυμίας του Άλλου. Είναι διφορούμενη, γιατί αυτό που ο άλλος επιθυμεί είναι, κατά κάποιον τρόπο στον καθρέφτη αυτό που μπορώ να επιθυμώ, ενώ, για αυτόν, όπως και για μένα, αυτό που επιθυμούμε είναι θεμελιακά Άλλο.
Από εκεί αντλεί όλη τη δύναμή της η διπολικότητα του τίτλου του άρθρου, διότι με το να είναι κάποιος παρών δεν συνεπάγεται ότι επιθυμεί, με το να είναι εκεί δεν σημαίνει ότι είναι φορέας κάποιου επιθυμητού πράγματος και —το ακόμη χειρότερο— με το να είναι εκεί, επιθυμώντας, δεν σημαίνει ότι η επιθυμία του έχει αξία επιθυμίας και για μένα.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Λακάν επανήλθε σε ορισμένες από τις εργασίες του Piaget είναι τώρα αρκετά γνωστός, ώστε να κάνω μόνο μία σύντομη υπενθύμιση:
Θα αρκούσε να ανακαλέσω τις δυσκολίες, στις οποίες βρίσκεται με την πρώτη αντιμέτωπος το μικρό του ανθρώπου όταν μπαίνει στον κόσμο της ετερότητας: «το εγώ είναι ένας άλλος», σχολίαζε ο Λακάν αναφερόμενος στο στάδιο του Καθρέφτη, αυτό με το οποίο εννοούσε ότι η κατασκευή του εγώ γίνεται αρχικά με τον τρόπο του επιθετικού ανταγωνισμού μεταξύ του εγώ και του εγώ.
Από αυτό θα μείνει πάντοτε κάτι, αυτό που αυτός ο ίδιος ο Λακάν κάρφωσε αργότερα (διαλέξεις στα Πανεπιστήμια της Βόρειας Αμερικής) με μια συγκλονιστική διατύπωση, «η προσωπικότητα είναι η παράνοια». Όσο κι αν φανεί δυσάρεστο στους Χριστιανούς, ο όμοιός μου, ο αδελφός μου παρουσιάζεται καταρχήν θεμελιακά σε μένα ως ένας ανταγωνιστής που πρέπει να εκμηδενίσω. Τίποτε δεν μου εγγυάται σταθερά ότι δεν θα συμβεί το ίδιο και για αυτόν... τίποτε… εκτός από την ομιλία που θα διαλεκτικοποιήσει το φαντασιακό της αντιπαράθεσης άμεσα, σαν σε πήλινα σκυλάκια (αυτά τα ζωάκια που δεν μιλούν).
Όταν τίθεται το ζήτημα της επιθυμίας, αυτό δεν τακτοποιείται καθόλου: η περίπτωση της πιο επικίνδυνης υποθετικής φιγούρας, είναι αυτή όπου αυτός ο καταραμένος άλλος θα είχε την ίδια επιθυμία, το ίδιο αντικείμενο με μένα. Αυτό με βάζει, για να ανακουφίσω λίγο τον πόνο της ύπαρξης, στην ακόλουθη εναλλακτική λύση:
•να απαρνηθώ την επιθυμία μου, πράγμα που είναι αφόρητο, έως και θανατηφόρο,
•να εκμηδενίσω αυτόν τον άλλο, για να μείνω μόνος κύριος της επιθυμίας και μόνος διεκδικητής του αντικειμένου.....
Aπόσπασμα από το δοκίμιο των Yves Kaufmant και Anne Marie Kaufmant που δημοσιεύεται στο 31ο τευχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Ο Yves Kaufmant είναι Ψυχαναλυτής. Ψυχίατρος Νοσοκομείου. Εμπειρογνώμονας ιατροδικαστής. Πανεπιστημιακός. Διευθυντής Ψυχιατρικού Τομέα του Πρεμοντρέ (Γαλλία). Μέλος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου, της Ευρωπαϊκής και της Παγκόσμιας Σχολής Ψυχανάλυσης. Iδρυτής και πρόεδρος της GRAPPAF (Ομάδα Έρευνας και Εφαρμογής των Ψυχαναλυτικών εννοιών στην Ψυχιατρική της Γαλλόφωνης Αφρικής). Η Anne-Marie Kaufmant είναι Ψυχαναλύτρια. Ψυχίατρος. Μέλος της Σχολής του Φροϋδικού Αιτίου, της Ευρωπαϊκής και της Παγκόσμιας Σχολής Ψυχανάλυσης. Iδρυτής της GRAPPAF. Επιλογή και μετάφραση: Iωάννα Πετρίδου. Επιστημονική επιμέλεια δρ Χρήστος Σιδηρόπουλος.