Όταν ρωτούν τον Γούντυ Άλεν στην ταινία Ο Υπναράς (Sleeper, 1973) έχοντας διαγράψει πολιτική, θρησκεία και επιστήμη, διακηρύσσει: «Πιστεύω στο σεξ και στο θάνατο, δύο εμπειρίες που έχουμε μια φορά στη ζωή μας».1 Ο Άλεν μας υποδεικνύει, όπως άλλωστε παλιότερα και ο Φρόυντ, πως η σεξουαλικότητα είναι θέμα εξαιρετικά σοβαρό, κάτι που επιβεβαιώνει και ο ήρωας του μυθιστορήματος του Philip Roth Το ανθρώπινο στίγμα, ο εβδομηνταπεντάρης κοσμήτορας Σιλκ, όταν λέει: «Παίρνω βιάγκρα, Νέιθαν. Όλη αυτή την ταραχή, όλη αυτή την ευτυχία την οφείλω στο βιάγκρα (...). Χωρίς το βιάγκρα θα είχα την αξιοπρέπεια ενός ηλικιωμένου κύριου, απαλλαγμένου από την επιθυμία, ο οποίος θα συμπεριφερόταν ευπρεπώς. (...) Χάρη στο βιάγκρα, αρχίζω να καταλαβαίνω τις ερωτικές μεταμορφώσεις του Δία. Έτσι θα έπρεπε να το ονομάσουν, Δία, κι όχι Βιάγκρα».2
Υπάρχουν όρια στη σεξουαλική απόλαυση; Ο Φρόυντ στο περίφημο έργο του, Τρεις Μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας,3 που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1905, προσπάθησε να αποδείξει πως τα σεξουαλικά γνωρίσματα που συνδέονται με τις διαστροφές, είναι ιδιότητες κοινές στη σεξουαλικότητα του καθένα και ότι, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται σε μικρές κατηγορίες διεστραμμένων ατόμων. Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Φρόυντ, είναι «αθέμιτο να χρησιμοποιούμε την καθ’ έξιν διαστροφή ως μομφή» και «θα θυμίσουμε πόσο κοντά βρίσκεται η διευρυμένη σεξουαλικότητα με τον “έρωτα” του θεσπέσιου Πλάτωνα».4
Αλήθεια, ποιος θυμάται σήμερα τον Reich; Ο Willhem Reich θεωρούσε τη σεξουαλικότητα ως βασική πηγή ευτυχίας, καθώς κάποιος που έχει «μια αίσθηση ότι ζει τη ζωή», έχει και μια αυτονομία, που προέρχεται από την καλλιέργεια των δυνατοτήτων του εαυτού του. Η ανθρώπινη δυστυχία «προέρχεται από τη θωράκιση του χαρακτήρα» καθώς, για τον Reich, ο χαρακτήρας είναι ένα προστατευτικό μόρφωμα, μια πανοπλία. Η θωράκιση του Eγώ προσλαμβάνει το περιεχόμενό της μέσω της ταύτισης με μια πραγματικότητα της ματαίωσης. Η επιθετικότητα, η οποία προκαλείται από τις ματαιώσεις, παράγει άγχος που στρέφεται κατά του εαυτού, μπλοκάροντας την κινητήρια έκφραση των ενεργειών ενός ατόμου, οι οποίες γίνονται αναστολές. Έτσι, σε πολλούς ανθρώπους, η ικανότητα για αυθόρμητη ευχαρίστηση —η οποία έχει τις ρίζες της στη σεξουαλική ηδονή— έχει διαστρεβλωθεί από το σαδισμό, την απληστία και τον εγωκεντρισμό. Ο χαρακτήρας —πανοπλία—, αποτελεί ένα δείκτη ανειλικρίνειας, ο οποίος όμως μπορεί να αλλάξει κατά τρόπο που θα παράγει ευτυχία. Η νευρωσική ισορροπία μπορεί να διασπαστεί με την απελευθέρωση της λίμπιντο από προγενετήσιες καθηλώσεις. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ενεργοποιείται εκ νέου το βρεφικό γενετήσιο άγχος αλλά ως μέσο αναθεμελίωσης της «ικανότητας για οργασμό», που χάθηκε, ως αποτέλεσμα της διαστρεβλωμένης ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.5
Για τη σημασία της σεξουαλικότητας
Η ανισότητα άνδρα και γυναίκας αποτελούσε εγγενές χαρακτηριστικό της παραδοσιακής οικογένειας. Για χιλιάδες χρόνια η έννοια της θηλυκότητας, ως χαρακτηριστικό της γυναικείας ταυτότητας, προερχόταν και προσδιοριζόταν από τους άνδρες. Θηλυκό θεωρείτο ό, τι ήταν ντροπαλό, δεκτικό, υποταγμένο. Φυσικά, η ανισότητα ανδρών γυναικών επεκτεινόταν και στη σεξουαλική ζωή. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιστορίας, οι άνδρες χρησιμοποιούσαν ευρέως ερωμένες, εταίρες και πόρνες. Οι άνδρες ωστόσο ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι οι γυναίκες τους θα ήταν οι μητέρες των παιδιών τους. Γι’ αυτό, τα αξιοσέβαστα κορίτσια, επαινούνταν για την παρθενία τους και οι γυναίκες για την πίστη και τη σταθερότητά τους.
Η «φυσική» και αυτονόητη αντίληψη της ανισότητας, που χαρακτήριζε την παραδοσιακή κοινωνία, έφθανε και στον ίδιο τον πυρήνα των σχέσεων: την σεξουαλικότητα ή, ας το πούμε έτσι, το δικαίωμα στην απόλαυση, την ηδονή. Στη θεμελιώδη ανισότητα της παραδοσιακής κοινωνίας δεν ήταν νοητή η απόλαυση αυτού που έχει κατώτερη κοινωνική θέση, δηλαδή της γυναίκας ή του δούλου. Η θεμελιακή ανισότητα στη σχέση των δύο φύλων επισημαίνεται και από το μεγάλο μελετητή της σεξουαλικότητας, τον Μισέλ Φουκό με αφορμή τον αμφιλεγόμενο ομοφυλόφιλο Έρωτα στην αρχαιότητα: «Η ελληνική ηθική της ηδονής», λέει ο Φουκό,« ήταν συνδεδεμένη με μια ανδρική κοινωνία, με τη δισυμμετρία, με τον αποκλεισμό του άλλου, με μια ιδεοληψία με την εισχώρηση»6, γιατί, σύμφωνα με τον Φουκό: «Στις σεξουαλικές σχέσεις, μπορείτε να εισχωρήσετε στους άλλους ή αυτοί να εισχωρήσουν σε σας»7 και «η (αρχαία) ελληνική ηθική ήταν συνδεδεμένη με μια καθαρά ανδρική κοινωνία με δούλους, όπου οι γυναίκες ήταν καταδυναστευόμενοι άνθρωποι, των οποίων η ηδονή δεν είχε σημασία (...). Μια γυναίκα, ένας δούλος μπορούσαν να είναι παθητικοί: αυτή ήταν η φύση τους, η (κοινωνική) θέση τους».8
Η ανάπτυξη των οικογενειών στο ρόλο των «τριχοειδών» επεκτάσεων του κοινωνικού συστήματος έλεγχου, στη νεωτερικότητα, που περιέγραψε λεπτομερώς ο Μισέλ Φουκό, απαιτούσε μια εμπεριστατωμένη νομοθετική προσπάθεια, συντονισμένη κοινωνική δράση και έντονη προπαγάνδα νέων προτύπων. Ένας από τους πολλούς παράγοντες της γενικής αναδιοργάνωσης ήταν ο επαναπροσδιορισμός τής θέσης του παιδιού. Ένας άλλος συνυφασμένος με τον πρώτο ήταν ο επαναπροσδιορισμός του σεξ και των σεξουαλικών πρακτικών.
Έτσι σε αντίθεση με την παραδοσιακή οικογένεια, τη νεωτερική οικογένεια την χαρακτηρίζει το κλείσιμο στην οικογενειακή εστία, η περίφραξη της κατοικίας, το πλέξιμο ενός πυκνού δικτύου έντονων και συναισθηματικά διαποτισμένων και αμοιβαίων προσκολλήσεων στους γονείς και στα αδέλφια και η ανύψωσή της στη θέση έλεγχου της εκπαίδευσης του παιδιού.
Κύρια λειτουργία της νεωτερικής οικογένειας έγινε η κοινωνικοποίηση των παιδιών και, παράλληλα, όπως έλεγε ο Τάλκοτ Πάρσονς, η «σταθεροποίηση της προσωπικότητας των ενηλίκων».9 Μέσα στην οικογένεια, οι γονείς έπρεπε να βρουν καταφύγιο από τις αντιξοότητες και πιέσεις της «έξω ζωής». Ο καταμερισμός εργασίας που επικράτησε μέσα στους κόλπους της οικογένειας ανάμεσα στα δύο φύλα, αναπαρήγαγε πιστά την κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στην προσωπική ζωή και στον κόσμο της εργασίας και διευκόλυνε και εξυπηρέτησε τη λειτουργία της οικογενειακής μονάδας, ως καταφύγιου από τη σκληρότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Οι γυναίκες ταυτίσθηκαν με τη συναισθηματική ζωή και την ψυχική ισορροπία της οικογένειας, οι άντρες με τον αγώνα για την οικονομική της επιβίωση και ευημερία. Τα καθήκοντα της συζύγου μητέρας, εκτός από την πρακτική φροντίδα του νοικοκυριού και των παιδιών, επεκτάθηκαν και στη διαφύλαξη συναισθημάτων οικειότητας: αγάπη, συμπαράσταση, συντροφικότητα. Αντίθετα, ο άντρας επωμίσθηκε το ρόλο του βιοπαλαιστή και ταυτόχρονα του προστάτη της γυναίκας από τον «έξω κόσμο».
Ο νεωτερικός ρόλος της γυναίκας «φυσικοποιήθηκε». Η «φυσική γυναίκα» είναι μια επινόηση του 18ου και 19ου αιώνα. Στη νεωτερική κοινωνία, στην οποία διατυπώθηκαν τα ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους, οι γυναίκες κατέχουν τη θέση του ξένου, του εξωτικού. Το θηλυκό εμφανίζεται ως το αντίθετο του πολιτισμού. Την ίδια στιγμή που το αρσενικό υποκείμενο συγκροτείται ως κυρίαρχο, αυτόνομο άτομο, το οποίο οριοθετεί τον εαυτό του απέναντι στη φύση και τις αισθήσεις, οι γυναίκες ξαναρίχνονται στη φύση. Για αυτήν τη φυσικοποίηση του ρόλου της γυναίκας, κινητοποιήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα των επιστημών του ανθρώπου, οι οποίες βρίσκονταν τότε στο ξεκίνημα τους. Έτσι, ο Γάλλος Διαφωτιστής Ντιντερό έγραφε: «Οι γυναίκες βρίσκονται σε μια επιδημική κατάσταση αγριότητας (...). Εξωτερικά είναι πολιτισμένες όπως κι εμείς, αλλά εσωτερικά έχουν παραμείνει αληθινά άγριες (...) έχουν διατηρήσει σ Χόλη τους τη φυσική δύναμη, την ιδιοτελή αγάπη και τον εγωισμό».10
Όπως μας δείχνει το έργο του Φίλιπ Αριές Αιώνες παιδικής ηλικίας11, έως τον 16ο αιώνα περίπου τα παιδιά αντιμετωπίζονταν στην Ευρώπη ως «ενήλικες μικρότερου μεγέθους»: δηλαδή θεωρούνταν ότι διέφεραν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, απλώς και μόνον επειδή είχαν αδύναμους μυς και πνεύμα. Δεν υπήρχαν ξεχωριστού είδους κάμαρες η ξεχωριστά υπνοδωμάτια των γονέων, η ζωή των ενηλίκων δεν είχε μυστικά για τα παιδιά, δεν υπήρχαν πολιτισμικά αναγνωρισμένες ενδυματολογικές διαφορές που να οριοθετούν μια ειδική κατάσταση της παιδικής ηλικίας, τα παιδιά φορούσαν ρούχα που δεν έκαναν πια στα μεγαλύτερα αδέλφια τους ή που δεν φορούσαν πια άλλοι συγγενείς τους.12 Όλα αυτά αλλάζουν στην αυγή του 17ου αιώνα αρχικά στα ανώτερα στρώματα και βαθμιαία στα χαμηλότερα. Μια ξεχωριστή διαγωγή και ειδικές δραστηριότητες επινοήθηκαν για τα παιδιά, και τμήματα των οικογενειακών χώρων διατηρήθηκαν αποκλειστικά για τις δραστηριότητες των ενηλίκων και χαρακτηρίσθηκαν απαγορευμένοι χώροι για τα παιδιά κάτω από μια ορισμένη ηλικία. Για να σημανθεί και συμβολικά η αλλαγή αυτή, τα ενδύματα των παιδιών σχεδιάζονταν πια έτσι ώστε να τονίζεται η κατώτερη, «ατελής» κατάστασή τους —μέσω μιας μίμησης: αρχικά των ενδυμάτων που φορούσαν οι κατώτερες τάξεις ή, στην περίπτωση των αγοριών, των γυναικείων φορεμάτων.13
Σύμφωνα με τον Φίλιπ Αριές, η αλλαγή στην αντιμετώπιση και τη μεταχείριση των παιδιών συνέπεσε με την ανακάλυψη του παιδιού ως ενός πλάσματος με ξεχωριστά δικά του χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες ιδιότητες. Το παιδί πια αντιμετωπιζόταν ως εύθραυστο πλάσμα που απαιτούσε μεν διαρκή και στενή επίβλεψη και παρέμβαση: ένα αθώο πλάσμα, αλλά ακριβώς λόγω της αθωότητάς του, απειλούμενο συνεχώς ότι θα «χαλάσει», ανήμπορο να αποσοβήσει και να πολεμήσει από μόνο του τους κινδύνους. Το παιδί χρειαζόταν την καθοδήγηση και τον έλεγχο του ενήλικα: μια μελετημένη, προσεκτικά σχεδιασμένη επιτήρηση, υπολογισμένη ώστε να αναπτύξει τη λογική του παιδιού, ως ένα είδος φρουράς, που ο κόσμος των ενήλικων άφηνε στο εσωτερικό της προσωπικότητας του παιδιού.14
Η νεωτερική σημασία της έννοιας της «επιτήρησης» του παιδιού χρωματίσθηκε και διαδραματίσθηκε έντεχνα, από τον πανικό που προκλήθηκε σχετικά με τη ροπή των παιδιών προς τον αυνανισμό, που ειδώθηκε ως ένας κίνδυνος ανεπανόρθωτα ολέθριας δυναμικής. Ήταν καθήκον των γονέων αλλά και των δασκάλων να υπερασπιστούν τα παιδιά ενάντια στον κίνδυνο αυτό, να εντοπίσουν την παρουσία του σε κάθε αλλαγή της διαγωγής, κάθε χειρονομία και κάθε γκριμάτσα, να υποταχθεί συνολικά η τάξη της ζωής των παιδιών στην ανάγκη να καταστεί ανέφικτη αυτή η νοσηρή πράξη. Γονείς και δάσκαλοι ήταν σε εγρήγορση και είχαν την υποψία ότι όλα τα παιδιά ήταν ένοχα. Η προσέγγιση στην σεξουαλικότητα αναπτυσσόταν μέσω της εξέτασης και της επίμονης παρατήρησης. Έτσι —και μέσω της ανάγκης επιτήρησης του παιδιού— οι νεωτερικές κοινωνίες οδηγούνται σε έναν επαναπροσδιορισμό της σεξουαλικότητας...
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη, Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Υπάρχουν όρια στη σεξουαλική απόλαυση; Ο Φρόυντ στο περίφημο έργο του, Τρεις Μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας,3 που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1905, προσπάθησε να αποδείξει πως τα σεξουαλικά γνωρίσματα που συνδέονται με τις διαστροφές, είναι ιδιότητες κοινές στη σεξουαλικότητα του καθένα και ότι, σε καμία περίπτωση δεν περιορίζονται σε μικρές κατηγορίες διεστραμμένων ατόμων. Κατά συνέπεια, καταλήγει ο Φρόυντ, είναι «αθέμιτο να χρησιμοποιούμε την καθ’ έξιν διαστροφή ως μομφή» και «θα θυμίσουμε πόσο κοντά βρίσκεται η διευρυμένη σεξουαλικότητα με τον “έρωτα” του θεσπέσιου Πλάτωνα».4
Αλήθεια, ποιος θυμάται σήμερα τον Reich; Ο Willhem Reich θεωρούσε τη σεξουαλικότητα ως βασική πηγή ευτυχίας, καθώς κάποιος που έχει «μια αίσθηση ότι ζει τη ζωή», έχει και μια αυτονομία, που προέρχεται από την καλλιέργεια των δυνατοτήτων του εαυτού του. Η ανθρώπινη δυστυχία «προέρχεται από τη θωράκιση του χαρακτήρα» καθώς, για τον Reich, ο χαρακτήρας είναι ένα προστατευτικό μόρφωμα, μια πανοπλία. Η θωράκιση του Eγώ προσλαμβάνει το περιεχόμενό της μέσω της ταύτισης με μια πραγματικότητα της ματαίωσης. Η επιθετικότητα, η οποία προκαλείται από τις ματαιώσεις, παράγει άγχος που στρέφεται κατά του εαυτού, μπλοκάροντας την κινητήρια έκφραση των ενεργειών ενός ατόμου, οι οποίες γίνονται αναστολές. Έτσι, σε πολλούς ανθρώπους, η ικανότητα για αυθόρμητη ευχαρίστηση —η οποία έχει τις ρίζες της στη σεξουαλική ηδονή— έχει διαστρεβλωθεί από το σαδισμό, την απληστία και τον εγωκεντρισμό. Ο χαρακτήρας —πανοπλία—, αποτελεί ένα δείκτη ανειλικρίνειας, ο οποίος όμως μπορεί να αλλάξει κατά τρόπο που θα παράγει ευτυχία. Η νευρωσική ισορροπία μπορεί να διασπαστεί με την απελευθέρωση της λίμπιντο από προγενετήσιες καθηλώσεις. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας ενεργοποιείται εκ νέου το βρεφικό γενετήσιο άγχος αλλά ως μέσο αναθεμελίωσης της «ικανότητας για οργασμό», που χάθηκε, ως αποτέλεσμα της διαστρεβλωμένης ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης.5
Για τη σημασία της σεξουαλικότητας
Η ανισότητα άνδρα και γυναίκας αποτελούσε εγγενές χαρακτηριστικό της παραδοσιακής οικογένειας. Για χιλιάδες χρόνια η έννοια της θηλυκότητας, ως χαρακτηριστικό της γυναικείας ταυτότητας, προερχόταν και προσδιοριζόταν από τους άνδρες. Θηλυκό θεωρείτο ό, τι ήταν ντροπαλό, δεκτικό, υποταγμένο. Φυσικά, η ανισότητα ανδρών γυναικών επεκτεινόταν και στη σεξουαλική ζωή. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ιστορίας, οι άνδρες χρησιμοποιούσαν ευρέως ερωμένες, εταίρες και πόρνες. Οι άνδρες ωστόσο ήθελαν να εξασφαλίσουν ότι οι γυναίκες τους θα ήταν οι μητέρες των παιδιών τους. Γι’ αυτό, τα αξιοσέβαστα κορίτσια, επαινούνταν για την παρθενία τους και οι γυναίκες για την πίστη και τη σταθερότητά τους.
Η «φυσική» και αυτονόητη αντίληψη της ανισότητας, που χαρακτήριζε την παραδοσιακή κοινωνία, έφθανε και στον ίδιο τον πυρήνα των σχέσεων: την σεξουαλικότητα ή, ας το πούμε έτσι, το δικαίωμα στην απόλαυση, την ηδονή. Στη θεμελιώδη ανισότητα της παραδοσιακής κοινωνίας δεν ήταν νοητή η απόλαυση αυτού που έχει κατώτερη κοινωνική θέση, δηλαδή της γυναίκας ή του δούλου. Η θεμελιακή ανισότητα στη σχέση των δύο φύλων επισημαίνεται και από το μεγάλο μελετητή της σεξουαλικότητας, τον Μισέλ Φουκό με αφορμή τον αμφιλεγόμενο ομοφυλόφιλο Έρωτα στην αρχαιότητα: «Η ελληνική ηθική της ηδονής», λέει ο Φουκό,« ήταν συνδεδεμένη με μια ανδρική κοινωνία, με τη δισυμμετρία, με τον αποκλεισμό του άλλου, με μια ιδεοληψία με την εισχώρηση»6, γιατί, σύμφωνα με τον Φουκό: «Στις σεξουαλικές σχέσεις, μπορείτε να εισχωρήσετε στους άλλους ή αυτοί να εισχωρήσουν σε σας»7 και «η (αρχαία) ελληνική ηθική ήταν συνδεδεμένη με μια καθαρά ανδρική κοινωνία με δούλους, όπου οι γυναίκες ήταν καταδυναστευόμενοι άνθρωποι, των οποίων η ηδονή δεν είχε σημασία (...). Μια γυναίκα, ένας δούλος μπορούσαν να είναι παθητικοί: αυτή ήταν η φύση τους, η (κοινωνική) θέση τους».8
Η ανάπτυξη των οικογενειών στο ρόλο των «τριχοειδών» επεκτάσεων του κοινωνικού συστήματος έλεγχου, στη νεωτερικότητα, που περιέγραψε λεπτομερώς ο Μισέλ Φουκό, απαιτούσε μια εμπεριστατωμένη νομοθετική προσπάθεια, συντονισμένη κοινωνική δράση και έντονη προπαγάνδα νέων προτύπων. Ένας από τους πολλούς παράγοντες της γενικής αναδιοργάνωσης ήταν ο επαναπροσδιορισμός τής θέσης του παιδιού. Ένας άλλος συνυφασμένος με τον πρώτο ήταν ο επαναπροσδιορισμός του σεξ και των σεξουαλικών πρακτικών.
Έτσι σε αντίθεση με την παραδοσιακή οικογένεια, τη νεωτερική οικογένεια την χαρακτηρίζει το κλείσιμο στην οικογενειακή εστία, η περίφραξη της κατοικίας, το πλέξιμο ενός πυκνού δικτύου έντονων και συναισθηματικά διαποτισμένων και αμοιβαίων προσκολλήσεων στους γονείς και στα αδέλφια και η ανύψωσή της στη θέση έλεγχου της εκπαίδευσης του παιδιού.
Κύρια λειτουργία της νεωτερικής οικογένειας έγινε η κοινωνικοποίηση των παιδιών και, παράλληλα, όπως έλεγε ο Τάλκοτ Πάρσονς, η «σταθεροποίηση της προσωπικότητας των ενηλίκων».9 Μέσα στην οικογένεια, οι γονείς έπρεπε να βρουν καταφύγιο από τις αντιξοότητες και πιέσεις της «έξω ζωής». Ο καταμερισμός εργασίας που επικράτησε μέσα στους κόλπους της οικογένειας ανάμεσα στα δύο φύλα, αναπαρήγαγε πιστά την κοινωνική αντίθεση ανάμεσα στην προσωπική ζωή και στον κόσμο της εργασίας και διευκόλυνε και εξυπηρέτησε τη λειτουργία της οικογενειακής μονάδας, ως καταφύγιου από τη σκληρότητα του βιομηχανικού καπιταλισμού. Οι γυναίκες ταυτίσθηκαν με τη συναισθηματική ζωή και την ψυχική ισορροπία της οικογένειας, οι άντρες με τον αγώνα για την οικονομική της επιβίωση και ευημερία. Τα καθήκοντα της συζύγου μητέρας, εκτός από την πρακτική φροντίδα του νοικοκυριού και των παιδιών, επεκτάθηκαν και στη διαφύλαξη συναισθημάτων οικειότητας: αγάπη, συμπαράσταση, συντροφικότητα. Αντίθετα, ο άντρας επωμίσθηκε το ρόλο του βιοπαλαιστή και ταυτόχρονα του προστάτη της γυναίκας από τον «έξω κόσμο».
Ο νεωτερικός ρόλος της γυναίκας «φυσικοποιήθηκε». Η «φυσική γυναίκα» είναι μια επινόηση του 18ου και 19ου αιώνα. Στη νεωτερική κοινωνία, στην οποία διατυπώθηκαν τα ίσα δικαιώματα για όλους τους ανθρώπους, οι γυναίκες κατέχουν τη θέση του ξένου, του εξωτικού. Το θηλυκό εμφανίζεται ως το αντίθετο του πολιτισμού. Την ίδια στιγμή που το αρσενικό υποκείμενο συγκροτείται ως κυρίαρχο, αυτόνομο άτομο, το οποίο οριοθετεί τον εαυτό του απέναντι στη φύση και τις αισθήσεις, οι γυναίκες ξαναρίχνονται στη φύση. Για αυτήν τη φυσικοποίηση του ρόλου της γυναίκας, κινητοποιήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα των επιστημών του ανθρώπου, οι οποίες βρίσκονταν τότε στο ξεκίνημα τους. Έτσι, ο Γάλλος Διαφωτιστής Ντιντερό έγραφε: «Οι γυναίκες βρίσκονται σε μια επιδημική κατάσταση αγριότητας (...). Εξωτερικά είναι πολιτισμένες όπως κι εμείς, αλλά εσωτερικά έχουν παραμείνει αληθινά άγριες (...) έχουν διατηρήσει σ Χόλη τους τη φυσική δύναμη, την ιδιοτελή αγάπη και τον εγωισμό».10
Όπως μας δείχνει το έργο του Φίλιπ Αριές Αιώνες παιδικής ηλικίας11, έως τον 16ο αιώνα περίπου τα παιδιά αντιμετωπίζονταν στην Ευρώπη ως «ενήλικες μικρότερου μεγέθους»: δηλαδή θεωρούνταν ότι διέφεραν από τους υπόλοιπους ανθρώπους, απλώς και μόνον επειδή είχαν αδύναμους μυς και πνεύμα. Δεν υπήρχαν ξεχωριστού είδους κάμαρες η ξεχωριστά υπνοδωμάτια των γονέων, η ζωή των ενηλίκων δεν είχε μυστικά για τα παιδιά, δεν υπήρχαν πολιτισμικά αναγνωρισμένες ενδυματολογικές διαφορές που να οριοθετούν μια ειδική κατάσταση της παιδικής ηλικίας, τα παιδιά φορούσαν ρούχα που δεν έκαναν πια στα μεγαλύτερα αδέλφια τους ή που δεν φορούσαν πια άλλοι συγγενείς τους.12 Όλα αυτά αλλάζουν στην αυγή του 17ου αιώνα αρχικά στα ανώτερα στρώματα και βαθμιαία στα χαμηλότερα. Μια ξεχωριστή διαγωγή και ειδικές δραστηριότητες επινοήθηκαν για τα παιδιά, και τμήματα των οικογενειακών χώρων διατηρήθηκαν αποκλειστικά για τις δραστηριότητες των ενηλίκων και χαρακτηρίσθηκαν απαγορευμένοι χώροι για τα παιδιά κάτω από μια ορισμένη ηλικία. Για να σημανθεί και συμβολικά η αλλαγή αυτή, τα ενδύματα των παιδιών σχεδιάζονταν πια έτσι ώστε να τονίζεται η κατώτερη, «ατελής» κατάστασή τους —μέσω μιας μίμησης: αρχικά των ενδυμάτων που φορούσαν οι κατώτερες τάξεις ή, στην περίπτωση των αγοριών, των γυναικείων φορεμάτων.13
Σύμφωνα με τον Φίλιπ Αριές, η αλλαγή στην αντιμετώπιση και τη μεταχείριση των παιδιών συνέπεσε με την ανακάλυψη του παιδιού ως ενός πλάσματος με ξεχωριστά δικά του χαρακτηριστικά και ιδιαίτερες ιδιότητες. Το παιδί πια αντιμετωπιζόταν ως εύθραυστο πλάσμα που απαιτούσε μεν διαρκή και στενή επίβλεψη και παρέμβαση: ένα αθώο πλάσμα, αλλά ακριβώς λόγω της αθωότητάς του, απειλούμενο συνεχώς ότι θα «χαλάσει», ανήμπορο να αποσοβήσει και να πολεμήσει από μόνο του τους κινδύνους. Το παιδί χρειαζόταν την καθοδήγηση και τον έλεγχο του ενήλικα: μια μελετημένη, προσεκτικά σχεδιασμένη επιτήρηση, υπολογισμένη ώστε να αναπτύξει τη λογική του παιδιού, ως ένα είδος φρουράς, που ο κόσμος των ενήλικων άφηνε στο εσωτερικό της προσωπικότητας του παιδιού.14
Η νεωτερική σημασία της έννοιας της «επιτήρησης» του παιδιού χρωματίσθηκε και διαδραματίσθηκε έντεχνα, από τον πανικό που προκλήθηκε σχετικά με τη ροπή των παιδιών προς τον αυνανισμό, που ειδώθηκε ως ένας κίνδυνος ανεπανόρθωτα ολέθριας δυναμικής. Ήταν καθήκον των γονέων αλλά και των δασκάλων να υπερασπιστούν τα παιδιά ενάντια στον κίνδυνο αυτό, να εντοπίσουν την παρουσία του σε κάθε αλλαγή της διαγωγής, κάθε χειρονομία και κάθε γκριμάτσα, να υποταχθεί συνολικά η τάξη της ζωής των παιδιών στην ανάγκη να καταστεί ανέφικτη αυτή η νοσηρή πράξη. Γονείς και δάσκαλοι ήταν σε εγρήγορση και είχαν την υποψία ότι όλα τα παιδιά ήταν ένοχα. Η προσέγγιση στην σεξουαλικότητα αναπτυσσόταν μέσω της εξέτασης και της επίμονης παρατήρησης. Έτσι —και μέσω της ανάγκης επιτήρησης του παιδιού— οι νεωτερικές κοινωνίες οδηγούνται σε έναν επαναπροσδιορισμό της σεξουαλικότητας...
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Θεοδωρίδη, Η απατηλή υπόσχεση της αγάπης, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ