Ο καπιταλισμός δημιουργεί τις συνθήκες που δίνουν τη δυνατότητα για την ανάπτυξη εκείνων των κινημάτων που θα καταστούν ικανά να τον αντικρούσουν και ίσως να τον αντικαταστήσουν. Αυτή η περίπλοκη διαλεκτική σχέση μεταξύ ενός πανίσχυρου και διαβρωτικού εκμεταλλευτικού συστήματος και των δυνάμεων που στοχεύουν στο να κάνουν τον κόσμο ένα χώρο όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός αποτελεί την προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων, θέτει συγκεκριμένα προβλήματα για εκείνους που δουλεύουν για την κοινωνική και ατομική χειραφέτηση. Από τη μια πλευρά, οι μαρξιστές παρακινούνταν πάντα τόσο από οργή για τις αδικίες που οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις επιβάλλουν στα άτομα όσο και από αναλύσεις του παραλογισμού αυτής της πολιτικής οικονομίας· μ’ αυτήν την έννοια, το σοσιαλιστικό-φεμινιστικό σλόγκαν ότι το «προσωπικό είναι [και] πολιτικό» ανακτούσε τη συλλογική μνήμη εκείνου του είδους αγώνα που αφορούσε πάντα το καλύτερο κομμάτι της μαρξιστικής πολιτικής. Από την άλλη, οι ψυχαναλυτές επιμένουν συχνά ότι η προσωπική αυτογνωσία δεν είναι αρκετή για να μας οδηγήσει στις ρίζες της ανθρώπινης δυστυχίας· η ενδοσκοπική ερμηνεία του πως έχουμε φτάσει να είμαστε όποιοι είμαστε μέσα στον κόσμο, πρέπει να συνδέεται με συλλογική δράση για να τον αλλάξουμε. 2
Η ψυχανάλυση αυτή καθεαυτή δεν είναι απαραίτητα αντικαπιταλιστική και πολλοί αναλυτές έχουν ακολουθήσει τη σαρδόνια αποτίμηση των ιδεαλιστικών υποσχέσεων για σοσιαλισμό κι ευτυχέστερους καιρούς του ίδιου του Φρόιντ,3 προσυπογράφοντας κατά τη διαδικασία μία θεώρηση του σκοπούμενου της προσωπικής ανάλυσης, ωσάν να συνεπάγεται για τον αναλυόμενο σκεπτικισμό, αν όχι κυνισμό, σχετικά με την πολιτική δράση. Ένα από τα παράδοξα που λειτουργούν για τον περαιτέρω διαχωρισμό και την αναδιάρθρωση της καταπονημένης σχέσης μεταξύ του ατομικού και του κοινωνικού υπό τις συνθήκες του καπιταλισμού, είναι ότι ήταν οι αφηρημένες ακαδημαϊκές μορφές της ψυχαναλυτικής θεωρίας που εμβάθυναν την κατανόησή μας της σύγχρονης «υποκειμενικότητας» και που έχουν δυστυχώς επιτύχει να παρέχουν τα κύρια σημεία αναφοράς για το πως θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε την ψυχανάλυση με το μαρξισμό. Ότι αυτά δεν μπορούν να συνδυαστούν, ότι είναι «ευθέως αντίθετα», αναγνωρίστηκε εδώ και πολύ καιρό από ψυχαναλυτές, όμως το πιο ενδιαφέρον και γόνιμο ερώτημα που περιμένει ακόμα να εξεταστεί διεξοδικά είναι: «πρόκειται για διαλεκτικά αντίθετα;»4 Για την απάντηση αυτού του ερωτήματος, χρειάζεται επίσης να είμαστε σαφέστεροι ως προς το ποια θα ήταν τα κατάλληλα σημεία αναφοράς. Δεν είναι αρκετό να λέμε απλά ότι τώρα μπορούμε να εγκύψουμε στη μελέτη του ερωτήματος συγκρίνοντας και αντιπαραθέτοντας τα γραπτά του Μαρξ και του Λακάν.
Ο σαφής προσδιορισμός των συγκεκριμένων θεωρητικών παραδόσεων —μαρξιστικών και λακανικών— μπορεί να μας είναι βοηθητικός ως ένα σημείο εκκίνησης, εφόσον υπάρχουν δύο παραδοχές που αυτές οι παραδόσεις ακολουθούν από κοινού και που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη για να θεμελιώσουμε την αντιπαράθεση. Πρώτον, υπάρχει μια έμφαση στη διάσταση της πράξης, μια επιμονή ότι δεν είναι αρκετό να ερμηνεύουμε τον κοινωνικό κόσμο και τον εσωτερικό κόσμο· στην πρώιμη ψυχαναλυτική παράδοση αυτή η έμφαση είναι έκδηλη στην προσοχή που δίνεται σε αυτό που χαρακτηρίζει μια «μεταλλακτική» ερμηνεία5, ενώ για τους ασκούντες πρακτική λακανικούς είναι εμφανής στην επικέντρωσή τους στην κλινική εκπαίδευση. Τα πεδία πράξης είναι πολύ διαφορετικά, αλλά είναι μόνο διαμέσου της δουλειάς μέσα σε καθένα απ’ αυτά τα πεδία που μπορεί να φτάσουμε σε απαντήσεις οι οποίες θα είναι και αυθεντικά λακανικές και μαρξιστικές. Δεύτερον, υπάρχει μια αναγνώριση ότι ο εντοπισμός της δουλειάς συνιστά μια συσσωρευτική παράδοση· ένα κίνημα ακτιβιστών ή ασκούντων πρακτική που διαβάζουν και ξαναδιαβάζουν θεμελιακά κείμενα, αλλά το οποίο μελετά συλλογικά και επισταμένως την τροχιά της συγγραφικής δραστηριότητας και των ερμηνευτικών σχολίων, ώστε να εκτιμήσει τι μπορεί να γίνει κατανοητό από τα σφάλματα όταν η θεωρία υποβάλλεται σε δοκιμασία. Στην καθεμία περίπτωση, φυσικά, το έργο της διάσωσης και διατήρησης της παράδοσης μορφοποιείται απαραίτητα σε σχέση με μια κατανόηση των συγκεκριμένων καταστροφικών σφαλμάτων, μέσω των οποίων εκείνοι που μιλούν για λογαριασμό της παράδοσης —της ψυχανάλυσης ή του μαρξισμού— την έχουν προδώσει.6
Υπάρχει, επιπρόσθετα, μια στενή αντιστοιχία μεταξύ των μορφών σφαλμάτων όσον αφορά την πράξη που καθένα από τα κινήματα έχει τεκμηριώσει και στη συνέχεια επιχείρησε να αποφύγει. Το αν αυτή η αντιστοιχία σηματοδοτεί κάτι περισσότερο από μια αναλογία μεταξύ της λακανικής και της μαρξιστικής παράδοσης και το αν στη συνέχεια δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι οι απαντήσεις που έχουν παράσχει αυτές οι παραδόσεις είναι ομόλογες σε χαρακτήρα, είναι ένα άλλο ζήτημα, ένα ζήτημα που θα διερευνήσουμε σε εύθετο χρόνο. Η ομοιότητα μεταξύ των εχθροτήτων που έχει δημιουργήσει το καθένα από τα κινήματα κατά τη διαδικασία της ιστορικής του ανάπτυξης έχει ελκύσει από μόνη της αρκετούς σχολιαστές, που την παρατηρούν από την πλευρά του ενός κινήματος προς εκείνη του άλλου και αναζητούν μια αλληλοσυμπληρωματική σχέση για να καταστήσουν άξιο λόγου τον εντοπισμό κάποιων από τα σφάλματα και τους εχθρούς που υπάρχουν και λειτουργούν στο εσωτερικό των παραδόσεων και πολλαπλασιάζονται από αυτές. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται: Πρώτον, η επίδραση ορισμένων μορφών κουλτούρας οι οποίες διαστρεβλώνουν συστηματικά τις κριτικές και τους στόχους του κινήματος (η κουλτούρα της κατανάλωσης γενικά για τους μαρξιστές και η αμερικανική κοινωνία των Η.Π.A. για τον Λακάν και, δεύτερον, η αποκρυστάλλωση μιας γραφειοκρατικής κάστας που ρυθμίζει τη θεωρία και την πρακτική σύμφωνα με τα δικά της συμφέροντα —ο κυρίαρχος κυβερνητικός μηχανισμός στη Σοβιετική Ένωση για τους μαρξιστές και η στραγγαλιστική λαβή της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας (IPA) για τους λακανικούς. Οι ποικίλες προσπάθειες για να διατυπωθούν επαρκώς ενδελεχείς θεωρίες του πολιτισμού και να δομηθούν εναλλακτικές μορφές οργάνωσης ως απόκριση στα πραγματικά προβλήματα που έχουν καταπονήσει αυτά τα κινήματα χρησιμεύουν όλο και περισσότερο στο να εντείνουν τη δουλειά των υποστηρικτών τους, είτε ως λακανικών ψυχαναλυτών είτε ως επαναστατών μαρξιστών.
Ian Parker, Περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ, τεύχος 17ο.
1. Μαντέλ, 1971.
2. Bλ. Kovel, 1988.
3. «Μια πραγματική αλλαγή στις σχέσεις των ανθρώπινων όντων με τις κτήσεις θα βοηθούσε περισσότερο προς αυτήν την κατεύθυνση, παρά οι οποιεσδήποτε ηθικές επιταγές· αλλά η αναγνώριση αυτού του δεδομένου μεταξύ των σοσιαλιστών έχει επισκιαστεί και αχρηστευτεί για πρακτικούς σκοπούς από μια νέα ιδεαλιστική παρανόηση της ανθρώπινης φύσης», Freud 2001α, σ. 143.
4. Strachey, 1937, σ. 7.
5. Strachey, 1934.
6. Mandel, 1979, Roudinesco 1990.
Το απόσπασμα εισαγωγή από το κείμενο του Ian Parker που δημοσιεύεται στο 17ο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Η φωτογραφία είναι του μεγάλου γάλλου φωτογράφου Izis, αναδρομική έκθεση με έργα του οποίου διοργανώνει το κεντρικό Δημαρχείο του Παρισιού. Η έκθεση διαρκεί έως τις 29 Μαΐου 2010.