O μαρξισμός αποτελεί το κεντρικό σημείο αναφοράς για την οργάνωση της συζήτησης αυτής, και η ψυχανάλυση θα αρθρωθεί ως μια πρακτική σε σχέση με αυτόν. Ορισμένες φορές στις ακαδημαϊκές συζητήσεις η ψυχανάλυση συσχετίζεται με μαρξικές αντιλήψεις, η ψυχαναλυτική πρακτική όμως δεν διαθέτει την ίδια άμεση σχέση με το κράτος. Έστω και αν πάντοτε πρέπει να λειτουργεί εντός των περιορισμών των συγκεκριμένων κρατικών πρακτικών, οι ψυχαναλυτές έχουν συχνά καταστεί ικανοί να υποκριθούν πως ενδιαφέρονται απλώς και μόνο για την προσωπική αλλαγή πως αυτή μπορεί να προχωρήσει ανεξάρτητα από την πολιτική δραστηριότητα...
Ο καπιταλισμός μπορεί να χαρακτηριστεί, από τη μεριά του Μαρξισμού, από την ευρύτερη, πιο ανοιχτή άποψη της επαναστατικής μαρξικής παράδοσης, ως ακολούθως: Ο καπιταλισμός, κατ’ αρχάς, είναι ένα πολιτικοοικονομικό σύστημα στο οποίο υπάρχει εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Αυτή η εκμετάλλευση απαιτεί τον έλεγχο των μέσων παραγωγής, εάν όχι πάντοτε την άμεση κατοχή, που οργανώνεται γύρω από το κέρδος που αποκτάται από την υπεραξία που παράγουν οι εργάτες.
Κατά δεύτερον απαιτεί η σχέση μεταξύ καπιταλιστή και εργαζόμενου να θεωρείται ως κάτι μόνιμο και αμετάβλητο. Η σχέση συνεπώς ουσιοκρατικοποιείται και μέσω αυτής της ουσιοκρατίας μπορεί να δικαιωθεί ιδεολογικά είτε ως το είδος της σχέσης που είναι αναγκαία για να εκπολιτιστεί η κοινωνία είτε ως έκφραση των φυσικών τάσεων των ανθρώπινων όντων που ανταγωνίζονται για τις πηγές και πωλούν την εργασία τους σε άλλα όντα.
Τρίτον, ο καπιταλισμός στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη έννοια των ατομικών δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα αυτών που κατέχουν τα μέσα παραγωγής έτσι ώστε να παρέχουν εργασία σε άλλους για το κέρδος και, ασφαλώς, το δικαίωμα των εργαζομένων να πουλάνε την εργατική τους δύναμη και να αντιλαμβάνονται τη συναλλαγή αυτή σαν να δημιούργησε ένα συμβόλαιο που ήταν συνειδητό και ελεύθερο και στο οποίο συμβάλλονται και τα δύο μέρη.
Τέταρτον, υπάρχει μια περίφραξη των φυσικών πηγών έτσι ώστε αυτές μπορούν να αγοραστούν και να πωληθούν, κι έτσι ώστε να είναι αναγκαίο για αυτούς που εμπλέκονται στην καλλιέργεια της γης προς επιβίωση ως μέρος της αγροτικής οικονομίας να επιλέξουν σε αναπλήρωση να γίνουν μέρος της βιομηχανικής δύναμης εργασίας. Αυτή η εμπορευματοποίηση των φυσικών πηγών διαθέτει μια λογική κατά την οποία πρέπει να υπάρχει μια διακυβέρνηση της εδαφικότητας καθώς επεκτείνεται η οικονομία της αγοράς και στη συνέχεια μια μεταλλαγή της χρήσης του εδάφους όπου δεσπόζει το οικονομικό κεφάλαιο και ποικίλες ανταγωνιστικές μορφές του ιμπεριαλιστικού ελέγχου της ξένης χώρας, της εργασίας και των αγορών.
Τέταρτον, υπάρχει μια περίφραξη των φυσικών πηγών έτσι ώστε αυτές μπορούν να αγοραστούν και να πωληθούν, κι έτσι ώστε να είναι αναγκαίο για αυτούς που εμπλέκονται στην καλλιέργεια της γης προς επιβίωση ως μέρος της αγροτικής οικονομίας να επιλέξουν σε αναπλήρωση να γίνουν μέρος της βιομηχανικής δύναμης εργασίας. Αυτή η εμπορευματοποίηση των φυσικών πηγών διαθέτει μια λογική κατά την οποία πρέπει να υπάρχει μια διακυβέρνηση της εδαφικότητας καθώς επεκτείνεται η οικονομία της αγοράς και στη συνέχεια μια μεταλλαγή της χρήσης του εδάφους όπου δεσπόζει το οικονομικό κεφάλαιο και ποικίλες ανταγωνιστικές μορφές του ιμπεριαλιστικού ελέγχου της ξένης χώρας, της εργασίας και των αγορών.
Ένα πέμπτο σημείο, το οποίο τρέχει παράλληλα με την ουσιοκρατικοποίηση των σχέσεων, είναι ότι υπό τον καπιταλισμό οι οικονομικές σχέσεις επικυρώνονται εκ νέου στο πρόσωπο ανόμοιων ιδεολογικών και ηθικών διεκδικήσεων. Αυτή η επικύρωση επεξεργάζεται τον ιδεολογικό ορίζοντα εντός του οποίου αμφισβητείται ο καπιταλισμός, κι αυτό με τρόπο τέτοιο ώστε να συμβαίνει μια ιζηματοποίηση των θεωρούμενων ως δεδομένων βασικών κανόνων παραγωγής και σχέσεων, βασικοί κανόνες που είναι άμεσα ανοικτοί σε επικρίσεις.
Έκτον, η ανάπτυξη της παραγωγής γίνεται αντιληπτή ως μια γραμμικά εκτυλισσόμενη διαδικασία, ως ένας δοθέντας νόμος της οικονομικής προόδου. Αυτή η φαινομενική γραμμικότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της φυσικής ανάπτυξης του καπιταλισμού έξω από τους πρώτερους τρόπους παραγωγής, αναπαράγεται εννοιολογικά σε ανεπίσημες περιγραφές της φυσικής και κοινωνικής εξέλιξης και στη χρονική ταξινόμηση της μέρας εργασίας και της εξατομικευμένης διάρκειας ζωής.
Έβδομον, η αξίωση πως υπάρχει ένας βαθμός ομαλοποίησης των οικονομικών σχέσεων από το κράτος, ομαλοποίηση που σήμερα επενεργεί υπό τις συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού παραλλήλως με την απελευθέρωση και την ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών πρόνοιας. Ο καπιταλισμός δομεί και εγγυάται τον εαυτό του ιδεολογικά γύρω από το μοτίβο της «ελεύθερης αγοράς», όμως το κράτος υπήρξε πάντα ένας αναγκαίος ομαλοποιητικός μηχανισμός ώστε να εξασφαλιστεί ότι υπάρχει ένας «ανταγωνισμός» που να εξασφαλίζει επιπλέον πως η αντίσταση στον καπιταλισμό θα συντριβεί.
Όγδοο, οι αποφάσεις που παίρνονται από τους εκμεταλλευόμενους να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη όπως επίσης και η απόφαση των εκμεταλλευόμενων να επενδύσουν, θεωρούνται ατομικές αποφάσεις και αυτή η ατομικότητα γίνεται αντικείμενο επίκλησης από τους υποστηρικτές ως μια προσδιοριστική αρχή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Υπάρχει μια αντίστοιχη και αναγκαία ατομικοποίηση της κυριότητας της υποκειμενικής εμπειρίας έτσι ώστε ακόμη και προσπάθειες ώστε να λειτουργεί ομαλά ο καπιταλισμός αντιμετωπίζονται ως «κρατικές παρεμβάσεις».
Όγδοο, οι αποφάσεις που παίρνονται από τους εκμεταλλευόμενους να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη όπως επίσης και η απόφαση των εκμεταλλευόμενων να επενδύσουν, θεωρούνται ατομικές αποφάσεις και αυτή η ατομικότητα γίνεται αντικείμενο επίκλησης από τους υποστηρικτές ως μια προσδιοριστική αρχή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Υπάρχει μια αντίστοιχη και αναγκαία ατομικοποίηση της κυριότητας της υποκειμενικής εμπειρίας έτσι ώστε ακόμη και προσπάθειες ώστε να λειτουργεί ομαλά ο καπιταλισμός αντιμετωπίζονται ως «κρατικές παρεμβάσεις».
Ένατο, η ορθολογικότητα του συστήματος υποστηρίζεται από μια συγκεκριμένη επιστημονική άποψη κοινωνικής και προσωπικής διαφώτισης. Αυτός ο ιδεολογικός οπλισμός της επιστήμης υπό τον καπιταλισμό τίθεται λοιπόν ενάντια σε εναλλακτικά συστήματα τα οποία υποτιμώνται ως προ-επιστημονικά, απολίτιστα και «παράλογα», ή ενδεχομένως ρομαντικοποιούνται ως ανορθολογικά και ενστικτώδη, συχνά όμως με έναν τέτοιο τρόπο σαν να τίθεται σε προτεραιότητα η ορθολογικότητα που αναλαμβάνει κάθε άτομο επιδιώκοντας μια περαιτέρω διαφώτιση επ’ αυτών. Εντέλει, το δέκατο σημείο, υπάρχει μια φαινομενική διαφάνεια των κοινωνικών σχέσεων αλλά αυτό το ιδεολογικό μεταφορικό σχήμα λόγου της διαφάνειας λειτουργεί από μόνο του ώστε να εντείνει την αλλοτρίωση που υφίσταται στον καπιταλισμό. Η αλλοτρίωση αυτή και οι εξατομικευμένες περιγραφές και επεξηγήσεις της χρησιμεύουν ώστε να συσκοτίσουν τις συνθήκες της ζωής κατά τις οποίες κάθε άτομο διακρίνεται από τη δημιουργική του δουλειά...
Η ψυχανάλυση, με διαφορετικούς τρόπους εντός διαφορετικών θεωρητικών παραδόσεων, περιστρέφεται γύρω από την προβληματική της ακεραιότητας του υποκειμένου. Αυτή η προβληματική δεν επιλύεται συστηματικά σε καμία ψυχαναλυτική παράδοση αλλά επανεμφανίζεται μέσω των συζητήσεων για τη φύση του Εγώ ως ένα «σωματικό εγώ», για τη φύση του «δέρματος» ως επιφάνεια της οροθεσίας, για το «Εγώ» που φθάνει να είναι όπου «αυτό» ήταν, για την «υποκειμενοποίηση» του υποκειμένου και για την αξία που αποδίδεται στην «υπευθυνότητα» ακόμα κι αν εννοιολογικοποιείται ως ικανή να δίνει απαντήσεις, να εξηγεί. Η περιοχή, συνεπώς, του ατόμου συμπληρώνει την περιοχή του κράτους ως ένας χώρος από τον οποίο ίσως λαμβάνει χώρα η συναλλαγή με τους άλλους.
Υπάρχει λοιπόν η υπόθεση πως η τροχιά κάθε υποκειμένου αποτελεί το παράγωγο ενός συγκεκριμένου καθορισμού και ορισμένες φορές, λέγεται, ενός επικαθορισμού εκ μέρους των οικογενειακών σχέσεων ή αλυσίδων ή σημαινόντων. Αυτοί οι βασικοί κανόνες τίθενται ασφαλώς υπό διερώτηση στην ανάλυση, αλλά είναι ιδιαιτέρως σπάνια η υπόσχεση πως ο αναλυόμενος θα αποφύγει αυτούς τους καθορισμούς, παρά μόνο η ευχέρεια να τους μειώσει ως ανόητους κατά την ανάλυση και να σφυρηλατήσει μια διαφορετική σχέση μαζί τους στην πραγματική ζωή. Συνεπώς η ψυχανάλυση επικυρώνει με ύπουλο τρόπο τις κοινωνικές δυνάμεις που ερευνά και η αναλυτική εξέλιξη μπορεί συχνά να καταλήξει σε ένα μείγμα στωικισμού και κυνισμού στην επιφάνεια ενός εξωτερικού κόσμου που πρέπει να παραμείνει ο ίδιος. Υπάρχει συχνά μια ανεπίσημη αναπτυξιακή ακολουθία που αναγνωρίζεται, μια χρονικότητα που έχει στηριχθεί από ψυχαναλυτικές εκκλήσεις της αναπτυξιακής ψυχολογίας. Αυτή η χρονική σχέση ορισμένες φορές αναθεωρείται εννοιολογικά κατά τις αναλύσεις της παραγωγής του αιτίου μέσω της αναβαλλόμενης δράσης από την οποία συγκεκριμένα μόνο συμβάντα γίνονται τραυματικά μετά το συμβάν. Αυτό απλώς χρησιμεύει ώστε να εγκλείσει την ιστορία του ατομικού υποκειμένου εντός μιας αφήγησης που είναι πιο αποτελεσματικά «ραμμένη» στον χώρο από συλλογισμούς που κινούνται κυκλικά στον χώρο και καθορίζουν το παρόν ως κάτι που υπήρξε πάντα ως συνθήκη. Ακόμα και οι πιο ενδοσκοπικές ιστορίες του καπιταλισμού χρησιμοποιούν το ίδιο είδος μηχανισμού, για να ανακαλύψουν στις πρωταρχές του εκείνο που λειτουργεί έτσι ώστε η οικονομική ιστορία να παγιδεύεται σε έναν κύκλο. Οι περισσότερες εκδοχές της ψυχανάλυσης καθιστούν ικανό το άτομο να λειτουργεί σε συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, ακόμα και αν ο ψυχαναλυτής δεν προσπαθεί πραγματικά να επιτευχθεί αυτή η προσαρμογή. Η προσαρμογή στις συνθήκες της ζωής ορισμένες φορές προχωρά μέσω του μονοπατιού της ανατροπής της ταύτισης και των ιδανικών, αυτό όμως στη συνέχεια οδηγεί στην εγκατάλειψη των πολιτικών ιδανικών, της ιδέας πως ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός, οδηγεί στο να ζει κανείς μαζί με το σύμπτωμα και ενδεχομένως να το απολαμβάνει, σε μια αποδοχή της «έλλειψης». Όπως και το οικονομικό σύστημα που τη στεγάζει, η ψυχανάλυση αναγνωρίζει πως οι πιο προσαρμοστικές διαδικασίες είναι εκείνες που είναι ικανές να συνεργαστούν παρά να συγκρουστούν με τις καινοτομίες.
Η μοναδικότητα κάθε υποκειμένου ανάγεται συχνά στη λειτουργία των ατομικών χαρακτηριστικών. Υπεράνω και πέραν του ισχυρισμού πως μια «κλινική περίπτωση» δεν μπορεί και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως κιγκλίδωμα για άλλες περιπτώσεις, η ατομικότητα ενός μονοπατιού μέσω του οποίου η ανάλυση αναπαράγεται σύμφωνα με την επιμονή πως η θεραπεία, ακόμα και μια πολιτική απόφανση στο εσωτερικό της σχολής, λαμβάνει χώρα «μία προς μία». Οι συλλογικές διαδικασίες αντιμετωπίζονται ως παθολογικές, και ιδεολογικές προειδο- ποιήσεις σχετικά με τα πλήθη και αναπαράγονται στις κρυφά εξατομικευμένες παραλλαγές των ομάδων ανάλυσης οι οποίες υπολογίζονται είτε ως «μια εξάσκηση του εγώ στη δράση» είτε ως η θεραπεία της ομάδας ως ένα πολυκέφαλο άτομο. Συχνά η ψυχανάλυση, παρά τις προειδοποιήσεις του ίδιου του Φρόιντ, προσκολλώνται σε μια διαχωριστική κοσμοθεωρία η οποία αξιώνεται ως πραγματική και η οποία ορισμένες φορές ενθαρρύνεται από εφαρμογές στην επιστήμη, σε μια επιστημονική μέθοδο ή σε ισχυρισμούς που απευθύνονται στο υποκείμενο της επιστήμης....
Εκτενή ασπάσματα από το κείμενο του Ian Parker που ολόκληρο υπάρχει στο 20ό τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Ο Ιan Parker είναι καθηγητής Ψυχολογίας στο Manchester Metropolitan University, συνδιευθυντής του Discourse Unit (http://www.discourseunit.com>), αρχισυντάκτης της Ετήσιας Επιθεώρησης Κριτικής Ψυχολογίας (Annual Review of Critical Psychology) και γραμματέας του Ψυχαναλυτικού Μητρώου του Manchester (Manchester Psychoanalytic Matrix). Ασκεί πρακτική ως αναλυτής και είναι μέλος του Κέντρου Φροϋδικής Ανάλυσης και Έρευνας (Centre for Freudian Analysis and Research), της Εταιρείας της Νέας Λακανικής Σχολής του Λονδίνου (London Society of the New Lacanian School) και του Συλλόγου Ψυχαναλυτών του Η. Β (College of Psychoanalysts–UK). Στα βιβλία του περιλαμβάνεται το Lacanian Psychoanalysis: Revolutions in Subjectivity, εκδ. Routledge, 2010. Το πορτρέτο του Ian Parker φιλοτέχνησε ο κονγκολέζος ζωγράφος και συνεργάτης του περιοδικού Leon Tsimbemba. Μετάφραση από την αγγλική Δάνης Κουμασίδης.