Oι διαδικτυακές εξάρσεις του εθνικιστικού και μισαλλόδοξου λόγου αυγατίζουν με γεωμετρική πρόοδο στην τρέχουσα έκρυθμη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση μέσα στην οποία υποθάλπεται ούτως ή άλλως ο ακραίος εθνικισμός. Blogs και facebook εμφανίζονται ως η διαδικτυακή ηχώ ακροδεξιών ομάδων μέσω των οποίων διαχέονται στον κυβερνοχώρο από πατριωτικές «κορώνες» και μαχητικές εθνικές διεκδικήσεις μέχρι εξαγγελίες βίας και εκφοβιστικές απειλές εναντίον στοχευμένων ατόμων.
Με το κείμενο αυτό επιχειρείται μια πρώτη προσέγγιση της ανάδυσης και της ανάπτυξης του εθνικιστικού και μισαλλόδοξου λόγου, όπως αυτός δομείται και εξελίσσεται στις διαδικτυακές πλατφόρμες Web 2.0 μέσα από τον σχηματισμό συσπειρώσεων των χρηστών του διαδικτύου.
Θεωρίες περί έθνους, εθνικών ταυτοτήτων και εθνικισμού
Η βιβλιογραφία αποτυπώνει δύο βασικές προσεγγίσεις για το έθνος και τον εθνικισμό: η πρώτη υποστηρίζει τον προϊστορικό, μόνιμο και συνεχιζόμενο χαρακτήρα των εθνών, αποδίδοντας την ύπαρξή τους σε βιολογικά, πολιτιστικά και κοινωνικά κοινές ομοιότητες και δεσμούς (όπως οι παραδόσεις, τα έθιμα, η γλώσσα και η θρησκεία) μέσα σε μια εθνική ομαδοποίηση1. Η δεύτερη προσέγγιση αντιμετωπίζει τα έθνη ως κατασκευές, ως συγκεκριμένες δομές και μορφές οργάνωσης που δημιουργούνται εξαιτίας της αστικοποίησης, της εκβιομηχάνισης, της γραφειοκρατίας, του καπιταλισμού και των ΜΜΕ στη νεωτερική εποχή2.
Ο εθνικισμός συναντάται σε ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία μορφών και σχηματισμών, δημιουργώντας διαρκώς εναλλασσόμενα φαινόμενα εντός της κοινωνίας. Σύμφωνα με τον Gellner3, ο εθνικισμός αποτελεί μια πολιτική αρχή, η οποία υποστηρίζει ότι η πολιτική και η εθνική μονάδα πρέπει να είναι σύμφωνες, εγκολπώνοντας τη δημιουργία του έθνους. Εστιάζοντας στον εθνικισμό ως ένα «ιδεολογικό κίνημα για την επίτευξη και τη διατήρηση της αυτονομίας, της ενότητας και της ταυτότητας εκ μέρους ενός πληθυσμού που θεωρείται από κάποια από τα μέλη του ότι αποτελεί ένα υπαρκτό ή πιθανό έθνος», ο Smith4 προσεγγίζει επίσης τον εθνικισμό ως εκείνη τη «δύναμη» που προκαλεί τη δημιουργία των εθνών. Ακολουθώντας ομοίως τη νεωτερική επιχειρηματολογία, οι Hobsbawn & Ranger5 υπογραμμίζουν τον εφευρεμένο χαρακτήρα του έθνους, το οποίο χρησιμοποιεί τις εφευρεμένες παραδόσεις (invented traditions) ως τον συνεκτικό δεσμό για την εσωτερική του συνοχή. Με άλλα λόγια, ως μια σειρά πρακτικών που συνήθως κυριαρχούνται από φανερά ή σιωπηρά αποδεκτούς κανόνες, τελετουργικής ή συμβολικής φύσης. Οι κανόνες αυτοί επιζητούν να εδραιώσουν συγκεκριμένες αξίες και κανόνες συμπεριφοράς μέσα από την επανάληψη, η οποία αυτόματα υπονοεί τη συνέχεια με το παρελθόν. Ο φαντασιακός χαρακτήρας του έθνους και του εθνικισμού συγκροτεί ένα κεντρικό σημείο στο έργο του Anderson,6 ο οποίος υποστηρίζει ότι το «έθνος είναι μια φαντασιακή πολιτική κοινότητα, η οποία φαντασιώνεται ταυτόχρονα και ως αναπόσπαστα περιορισμένη και κυρίαρχη».
Ακολουθώντας τη σκέψη των Gellner, Hobsbawm, Benedict, Anderson, μεταξύ άλλων, ο Δεμερτζής7 τονίζει την αφηγηματική λειτουργία του εθνικισμού8, κατά την οποία το άτομο συνδέεται με ευρύτερες χρονικές και χωρικές διαστάσεις, όπως τα ιστορικά γεγονότα, τις αναμνήσεις, τους ήρωες, τις παραδόσεις, τους θρύλους, τους μύθους κλπ. Εφαρμόζοντας την ορολογία της σημειωτικής, η ιδεολογία του εθνικισμού κατασκευάζεται ως σημαινόμενο, δίνοντας νόημα στο «κενό» έθνος ως σημαίνον. Μέσα από την επισκόπηση του Λιάκου9 για τις έννοιες του έθνους και του εθνικισμού στη σκέψη μεγάλων στοχαστών, διαβάζουμε και επανεξετάζουμε και τις δύο μέσα από την έννοια και τη διάσταση του χρόνου. Ο Λιάκος10 δεν εστιάζει στον ίδιο τον ορισμό του έθνους, αλλά προτάσσει ως πιο σημαντική την αναζήτηση του τρόπου χρήσης της έννοιας του έθνους, στη διαδικασία της δόμησης της εξουσίας αλλά και της αμφισβήτησής της, στο πλαίσιο της συγκρότησης του πολιτικού λόγου. Το στοιχείο του χρόνου και της μνήμης αναδεικνύεται στο έργο του Λέκκα: «Τα έθνη βασίζονται με τον δικό τους τρόπο11 στη μνήμη: την συντηρούν, την ανασκαλεύουν και, ενίοτε, την εφευρίσκουν. Πρόκειται ωστόσο για μνήμη αναγκαστικά επιλεκτική, μερική, δικανική, ιδεολογική —για μνήμη που δεν παρακινείται από ουδέτερες γνωστικές περιέργειες, αλλά από υποκειμενικές αντιλήψεις περί αναγκών, περί συμφερόντων (υλικών και ιδεατών), περί σκοπιμοτήτων. Τα έθνη “έχουν ανάγκη” ένα παρελθόν εθνικοποιημένο».12
Η ύπαρξη πραγματικών και/ή συμβολικών Άλλων είναι εγγενής στην έννοια της εθνικής ταυτότητας.13 Η αντίθεση προς και η διαφοροποίηση από τον Άλλον ενυπάρχει στον εθνικισμό ως απολύτως ενσωματωμένο ενδογενές χαρακτηριστικό στοιχείο του, παρόλο που η πραγματική επίπτωση του Άλλου στον ορισμό της εθνικής ταυτότητας έχει διερευνηθεί σποραδικά μόνο. Αυτό το αναπόσπαστο χαρακτηριστικό επηρεάζει τη συζήτηση γύρω από το εθνικιστικό δόγμα, το οποίο περιέχει τρεις θεμελιώδεις προτάσεις. Πρώτα από όλα, ότι ο κόσμος είναι χωρισμένος σε έθνη. Κάθε έθνος έχει τον δικό του πολιτισμό, ιστορία και πεπρωμένο που το κάνουν μοναδικό ανάμεσα στα υπόλοιπα έθνη. Δεύτερον, κάθε άτομο ανήκει σε ένα έθνος. Τα άτομα που δεν ανήκουν σε ένα έθνος δεν μπορούν να θεωρηθούν ολοκληρωμένα και επιπλέον, στον κόσμο των εθνών, συγκροτούν κοινωνικούς και πολιτικούς εξόριστους. Τρίτον, τα έθνη πρέπει να είναι ενωμένα, αυτόνομα και ελεύθερα να πραγματώσουν τους στόχους τους. Αυτή η τρίτη πρόταση στην πραγματικότητα υπονοεί ότι το έθνος είναι η μόνη πηγή νομιμοποίησης για κοινωνική και πολιτική εξουσία.14
Aπόσπασμα από δοκίμιο της Δήμητρας Δημητρακοπούλου, που δημοσιεύεται στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί.