«...Ο αγώνας συνεχιζόταν πιο έντονος και πιο επικίνδυνος. Λείπαμε συχνά σε διάφορες συσκέψεις ή μεταφέροντας εφόδια στα βουνά. Εγώ δούλευα μέρα νύχτα για την οργάνωση. Έγινα υπεύθυνος του οικονομικού τομέα της τοπικής οργάνωσης του Ε.Α.Μ. Μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες δεν ήταν εύκολο να είσαι υπεύθυνος των οικονομικών. Έπρεπε να εκτιμάς τα χρήματα που μαζεύονταν λέβα προς λέβα και τούτο το θεωρούσα τιμή μου. Τα χρήματα που μαζεύονταν αποτελούσαν μεγάλη ευθύνη για μένα μέσα στη φτώχεια που έδερνε τον κόσμο.
Στο σπίτι μας εξακολουθούσε να μένει η Ρετζίνα που, όπως είπα, είχε πάρει κοντά της η μάνα μου. Ήδη είχαν βάλει στο πέτο των Εβραίων το άστρο του Δαυίδ. Ήταν φανερό πως από μέρα σε μέρα θα τους μάζευαν. Παρακαλούσα τον Αλβέρτο να τους πάμε στο βουνό, στους αντάρτες, αλλά ο μπάρμπα Ιακώβ δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει. «Δεν πάω μ’ αυτούς τους τσιπλάκηδες», έλεγε. «Όπου πάμε, θα πάμε όλοι μαζί». Μάθαμε πως πέθανε κατά τη μεταφορά και οι άλλοι στα κρεματόρια του Άουσβιτς. Όσοι είχαν γίνει Βούλγαροι υπήκοοι δεν τους πήραν. Έτσι, γλίτωσε η άλλη αδερφή της Ρετζίνας, η Πέρλα. Ο Ασέρ, ο άντρας της, είχε γραφτεί Βούλγαρος και η κόρη τους παντρεύτηκε Έλληνα και βαφτίστηκε χριστιανή. Η οικογένεια είχε κρύψει αρκετά υφάσματα στα μπαούλα του σπιτιού μας, τα οποία πήρε η χριστιανή κόρη της Πέρλας. Υποψιαζόταν μάλιστα ότι δεν τα είχαμε δώσει όλα. Όμως δεν κρατήσαμε τίποτα. Για μας αποτελούσε καθήκον αγάπης η φύλαξη της περιουσίας τους. Τους κλάψαμε πολύ. Είχαμε μεγαλώσει μαζί, σαν μια οικογένεια.
Τα γεγονότα έτρεχαν, η υποχώρηση των Γερμανών αναπτέρωσε το ηθικό μας. Το κίνημα φούντωσε. Ήρθε ο Σεπτέμβρης του 1944. Στις 9 του μήνα άρχισε η κατάρρευση. Επαναστάτησε το σύνταγμα του χωριού μας. Έτρεχαν οι αγγελιαφόροι καβάλα στ’ άλογα. Εμείς χαρές, τραγούδια. Ό κόσμος στους δρόμους, στις πλατείες, και στα αλώνια χόρευε. Η πρώτη απελευθερωτική σύσκεψη των επικεφαλής της πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης του Ε.Α.Μ. ορίστηκε να γίνει στο σπίτι μας. Μας ειδοποίησαν πως μια μερίδα αξιωματικών δεν παραδινόταν στους επαναστάτες. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο ΕΛΑΣ κατέλαβε τον σταθμό χωροφυλακής. Εμείς φοβηθήκαμε. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο ελασίτες και αν συνέβαινε κάτι κινδυνεύαμε. Δυο μέρες περάσαμε αγωνιώντας. Δεν είχε σταθεροποιηθεί η κατάσταση...»