Powered By Blogger

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010

Ταξική τρομοκρατία: Να τι προτείνει για το μέλλον των παιδιών μας ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών

«Εργασία και το Σάββατο με χορήγηση συμπληρωματικής ανάπαυσης, καθώς και συμψηφισμός των υπερωριών με μείωση του ωραρίου εργασίας σε ορίζοντα τετραμήνου περιλαμβάνονται στις προτάσεις του ΣΕΒ για την άρση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα.
Στα εργασιακά οι προτάσεις του ΣΕΒ προβλέπουν ακόμη να μειωθεί στο μισό (από 8 σε 4%) το ποσοστό των προσλήψεων που καλύπτεται υποχρεωτικά από ειδικές κατηγορίες εργαζομένων (άτομα με ειδικές ανάγκες, πολύτεκνους, κ.α.), να αναθεωρηθεί η λίστα των βαρέων και ανθυγιεινών, και να μειωθούν οι ασφαλιστικές εισφορές.
Ο ΣΕΒ παρέδωσε σήμερα στον υπουργό Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας κ. Μ. Χρυσοχοίδη μελέτη για τα εμπόδια στην επιχειρηματικότητα.
Τα εμπόδια που καταγράφονται ξεπερνούν τα 230 (η υποχρέωση από το μνημόνιο ήταν να καταγραφούν 30) και εκτείνονται σε ολόκληρη τη διάρκεια ζωής της επιχείρησης: από την αδειοδότηση και την καθημερινή λειτουργία μέχρι το κλείσιμο και την εκκαθάριση της εταιρίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το ελληνικό Δημόσιο βάζει εμπόδια ακόμη και στις εξαγωγές προϊόντων, ή στις προσλήψεις προσωπικού.
Για παράδειγμα για τις προσλήψεις, η διαδικασία προβλέπει τήρηση ειδικού βιβλίου, αναγγελία της πρόσληψης στον ΟΑΕΔ, υποβολή πίνακα προσωπικού στην επιθεώρηση εργασίας κ.α. ενώ για τις εξαγωγές το κράτος πέρα από την καθυστέρηση επιστροφής του ΦΠΑ, μεταξύ άλλων δεν αναγνωρίζει τις δαπάνες για εμπορικά ταξίδια και δεν επιτρέπει την προσωρινή εξαγωγή προϊόντων που προορίζονται για εκθέσεις στο εξωτερικό.
Στα "περίεργα" των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία περιλαμβάνονται ακόμη τα όρια στο ύψος των αποθηκών που είναι 11-12 μέτρα, ή το γεγονός πως το υπουργείο Μεταφορών θεωρεί τα άδεια κοντέινερ ως εμπορεύματα, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η μεταφορά τους από τα ΙΧ φορτηγά, ιδιοκτησίας των επιχειρήσεων, αλλά να γίνεται υποχρεωτικά από τα ΔΧ, έναντι κομίστρου.

Ο ΣΕΒ ζητά μεταξύ άλλων να καταργηθούν τα χαρτόσημα, μεγαρόσημα, παράβολα κλπ., να παύσει η υποχρεωτική εγγραφή των επιχειρήσεων στα επιμελητήρια και η υποχρεωτική δημοσίευση των ισολογισμών στις εφημερίδες, καθώς και να καταργηθεί το αγγελιόσημο στις διαφημίσεις και το τέλος υπέρ της ΕΡΤ που εισπράττεται μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ.

Ο ΣΕΒ προτείνει επίσης κατάργηση επιβαρύνσεων υπέρ τρίτων στις οποίες περιλαμβάνονται, το Δικαίωμα εκτελωνιστικών εργασιών (ΔΕΤΕ), οι εισφορές σε φάρμακα, δίδακτρα, εισιτήρια πλοίων, καύσιμα, αλεύρια, εισιτήρια θεάτρων και κινηματογράφων, στο ελαιόλαδο (για την καταπολέμηση του δάκου), στα κεριά (για το ταμείο κληρικών).


Ο Σύνδεσμος εισηγείται επιπλέον απελευθέρωση (κατάργηση των ελάχιστων αμοιβών) για δικηγόρους, συμβολαιογράφους, μηχανικούς, εξορθολογισμό των κομίστρων στις αστικές συγκοινωνίες και τα ταξί.

Στο "μέτωπο" των τιμών οι επιχειρήσεις ζητούν ακόμη απελευθέρωση των περιθωρίων κέρδους στα οπωροκηπευτικά, αλλαγή του τρόπου τιμολόγησης των φαρμάκων, κατάργηση της διατίμησης στα κυλικεία των πλοίων, κατάργηση της έκδοσης τιμολογίων από τους αγρότες, όπως επίσης και της υποχρέωσης των επιχειρήσεων να ενημερώνουν το υπουργείο Ανάπτυξης για τις αυξήσεις τιμών και την Επιτροπή Ανταγωνισμού για τις εξαγορές - συγχωνεύσεις.

Ζητά, επίσης, "ορθολογική τιμολόγηση" της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και του νερού, όπως επίσης και των λιμενικών υπηρεσιών.

Προτείνει εξάλλου κατάργηση των περιορισμών για εγκατάσταση-επέκταση-εκσυγχρονισμό βιομηχανιών και αποθηκών στην Αττική, απελευθέρωση των μεταφορών με ελεύθερες άδειες για ΙΧ φορτηγά, απελευθέρωση της παραγωγής ψωμιού από κατεψυγμένη ζύμη (bake off), κατάργηση του περιορισμού τα φαρμακεία να ανήκουν κατά 51% σε φαρμακοποιούς και των περιθωρίων κέρδους των φαρμακείων, κατάργηση της ενιαίας τιμής βιβλίου, μείωση των τελών κινητής τηλεφωνίας, επιβολή ΦΠΑ στα ΕΛΤΑ.

Συνολικά η μελέτη του ΣΕΒ εντοπίζει τις πηγές των εμποδίων στους εξής παράγοντες:

- Συναρμοδιότητες υπουργείων και φορέων (αλληλοεπικαλύψεις).

- Έλλειψη συνεργασίας συναρμοδίων υπηρεσιών.

- Παρεμβολή Επιμελητηρίων και επαγγελματικών συνδέσμων κυρίως για είσπραξη μη ανταποδοτικών αμοιβών ή υποχρεωτική χρήση των υπηρεσιών τους.

- Άγνοια λειτουργίας της αγοράς. Μη συνεργασία με την επιχειρηματική κοινότητα.

- Έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού.

- Πολυνομία.

- Νοοτροπία κρατικού παρεμβατισμού.

Τονίζει ακόμη ότι τα περισσότερα από τα εμπόδια δεν αφορούν ένα υπουργείο ή φορέα αλλά περισσότερες υπηρεσίες του κράτους. Για παράδειγμα, η βιομηχανία τροφίμων εποπτεύεται ή ελέγχεται από 6 Υπουργεία (Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας, Υγείας, Διατροφής και Άθλησης, Οικονομικών, Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.)».

Το κείμενο αναρτήθηκε στο Nooz.gr.


Σ.ε. Για να μην υπάρχουν παρανοήσεις αυτό είναι το ζοφερό μέλλον που επιθυμούν για την ελληνική κοινωνία οι καπιταλιστές της. Ας τα δουν αυτά οι διάφοροι διανοούμενοι και «καλλιτέχνες» -έχουμε μπόλικους και από τις δύο κατηγορίες- και ας πάρουν θέση. Τώρα που γενικεύεται ο κοινωνικός ορυμαγδός τουλάχιστον να καταγραφεί ποιοι δέχτηκαν την εξαθλίωση και ποιοι υπερασπίζονται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ- Παναγιώτης Δόϊκος

Ο Γάλλος φιλόσοφος François Poulain De La Barre, στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του Για την ισότητα των δύο φύλων1, επισημαίνει, εξηγεί και ―με έναν έμμεσο τρόπο― συνδέει μεταξύ τους στοιχεία που αφενός αφορούν στη φαντασιακή και σωματική παρουσία του άντρα και της γυναίκας στο εσωτερικό της ερωτικής τους συνάντησης και αφετέρου μας προκαλούν να διερωτηθούμε ως προς το κατά πόσο, και ―κυρίως― πώς, η ειδική κάθε φορά εξέλιξη της ερωτικής σχέσης, στην όποια κλιμάκωση των εκφάνσεων της έντασής της, ευνοεί ή όχι την ανάπτυξη μιας δυναμικής βιωμάτων που κυριαρχούνται από τη συναισθηματική λογική της αντίθεσης ανάμεσα στην ισότητα και την ανισότητα. Η συγκεκριμενοποίηση του πλέγματος των στοιχείων, με βάση τα οποία θα επιχειρήσουμε εδώ μια συσχέτιση του προβλήματος της ισότητας με τον έρωτα, ευνοείται από τη συλλογιστική του De La Barre, από τον οποίο τονίζονται: η ικανότητα της φαντασίας να παράγει έναν πληθωρισμό σκέψεων, που, ενώ στην πρωταρχική τους ανάδυση ρέπουν προς την αταξία, μπορούν, με την άσκηση, δηλαδή με μια αποτελεσματική συνεργία της παραστατικότητας με τον αυστηρά νοητικό παράγοντα, να συγκροτηθούν δημιουργικά ενισχύοντας διαρκώς την εμβέλεια και το βάθος του ψυχικού και του σωματικού γίγνεσθαι2⋅η δεκτικότητα της γυναικείας φαντασίας ως προς την πρόσληψη των εντυπώσεων από τα εξωτερικά αντικείμενα, τα σώματα και τα χωρικά περιβάλλοντα, και η αντίστοιχη ικανότητα ενεργητικής παρουσίασης των εικόνων που σχηματίζονται στη νόηση (επισημαίνουμε ότι η εν λόγω ικανότητα χαρακτηρίζει —στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της— και τη φαντασία του άντρα· τον γάλλο στοχαστή όμως ενδιαφέρει κυρίως η περιγραφή του τρόπου λειτουργίας της γυναικείας φαντασίας)3· η διαφοροποίηση του περιεχομένου, της δομής, αλλά και της χροιάς των παραστατικών ιδεών, ανάλογα με το αν φανταζόμαστε τη θετική (το καλό) ή την αρνητική (το κακό) προς εμάς διάθεση των εξωτερικών σωμάτων4⋅η κορυφαία ένταση και συνθετότητα των παθών που προκαλούνται, έχοντάς την ως οντολογικό πυρήνα τους, από την εικόνα της ομορφιάς, στην πολλαπλότητα των ιδιαιτεροποιήσεών της5· τέλος, η θεϊκή προέλευση του έρωτα ως ορμητικής έκφρασης μιας εξάρτησης των ανθρώπων μεταξύ τους, διαμέσου της δημιουργικότητας των δύο διαφορετικών σωμάτων, εκείνων του άντρα και της γυναίκας, με νοηματική κορύφωση την ελκυστική ετερότητα των προσώπων τους6.
   Με ποιον τρόπο η ιδιάζουσα σύμπλεξη της φαντασιακής δράσης με τη σωματικότητα, που προκαλείται από τη συνενεργοποίηση των προαναφερομένων πέντε παραγόντων, λειτουργεί, ώστε να καθιστά όλο και περισσότερο έκδηλη τη μοναδικότητα της ερωτικής σχέσης; Πώς ο εσωτερικός και εξωτερικός δυναμισμός της συνάντησης των δύο φύλων εκφράζεται —με βάση το υπαρξικό παιχνίδι μεταξύ των εικόνων και των κινήσεων, που υποβάλλει η οπτική του De La Barre— ως απελευθέρωση των στοιχείων ένωσης και ανταγωνισμού, μέσα στα οποία κάθε φορά πάλλεται η ιδιαιτερότητα της ερωτικής συνάντησης; Εκκινώντας από τη σχετική προβληματική του γάλλου φιλοσόφου, τονίζουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε προπάντων με την αυξανόμενη ένταση της εναλλαγής —σύμφωνα με ποικίλους ρυθμούς— αλλά και συχνά της συνεκδήλωσης εσωστρεφών με εξωστρεφείς μορφές συμπεριφοράς που, αμεσοποιώντας μια πρωταρχική και αρχικά ασυγκεκριμενοποίητη έλξη, εκφράζουν αντίστοιχες διαθέσεις του σώματος και της φαντασίας. Η αμοιβαία επιθυμία του ενός για το άλλο ωθεί το αρσενικό και το θηλυκό, ολοένα και πιο ορμητικά, να βιώνουν και να εξωτερικεύουν το σύνθετο μαγνητισμό —κυμαινόμενο ανάμεσα στη σεξουαλική διέγερση και την οντολογική εξιδανίκευση— που ασκεί στο καθένα η μορφή του άλλου. Σε όλους μας ο έρωτας έχει φανερωθεί, πριν απ' όλα, ως έλξη για μορφές που αισθανόμαστε ότι μας αφορούν με πολλούς τρόπους. Σε αυτούς αντιστοιχούν τα σχήματα, το ύφος, οι κινήσεις των σωμάτων, η επικοινωνία και η είσπραξη των συναισθημάτων, οι φανερές και οι κρυφές εκφράσεις του πόθου, της επιθετικότητας, της τρυφερότητας, της σκληρότητας, του δυναμισμού, της αγάπης⋅πρόκειται για μορφοποιήσεις των εκφάνσεων του συνολικού ζωικού σκιρτήματος ατόμων του αντίθετου φύλου, άλλοτε παράξενα οικείων μας, άλλοτε ανεξήγητα σαγηνευτικών, άλλοτε ερεθιστικών κυρίως για τις αισθήσεις μας, άλλοτε συνολικά ελκυστικών. Πολλά από αυτά τα γνωρίσματα οι άντρες τα εισπράττουμε από ή τα εκπέμπουμε προς την ίδια γυναίκα⋅ και οι γυναίκες νιώθουν να τα δέχονται από τον ή να τα επικοινωνούν στον ίδιο άντρα. Ούτως ή άλλως, ο κοινός παρονομαστής σε όλες τις περιπτώσεις είναι η ορμητική έλξη από και προς μορφές. Και ο έρωτας, που ζωντανεύει κάθε φορά είτε για να υποχωρήσει μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, είτε για να μεταποιηθεί σε άλλου είδους —ηπιότερα, λιγότερο ριψοκίνδυνα ή όχι τόσο απαιτητικά— συναισθήματα, είτε —ασφαλώς σπάνια— για να εξακολουθήσει να επιβιώνει μη παύοντας να ανανεώνει τις αντιστάσεις του, κερδίζει την —όποιας έκβασης—μοναδικότητά του, μέσα σε μια αμοιβαία, εξωτερική και εσωτερική σχέση μεταξύ μορφών που αλληλοαφορώνται, μεταξύ διαφορετικών σωμάτων που προσελκύονται αμοιβαία, ακόμα και όταν —τις περισσότερες φορές αδήλωτα— συγκρούονται.  Ποια είναι η βαθιά εστία της τροπής αυτής της εμπαθούς, ηδονικής, αλλά και συχνά οδυνηρής περιπέτειας; Έχοντας πάντα κατά νου την —σύμφωνα με τον De La Barre— ετερότητα των προσώπων του άντρα και της γυναίκας, θα επιχειρήσουμε να διερευνήσουμε πώς οι σχέσεις μεταξύ της φαντασίας και των διαφορετικών σωμάτων των δύο φύλων, προσδίδοντας στο ερωτικό γίγνεσθαι τον ανεπανάληπτο κάθε φορά χαρακτήρα του, τη δυαδική του ιδιαιτερότητα, ευνοούν ή υπονομεύουν την εγγενή του ορμή, οδηγώντας το προς την ενδυνάμωση ή τη ρήξη. 
   Η κρίσιμη αρχή παράγεται καθώς, από τη μια και από την άλλη πλευρά, η είσοδος και η περαιτέρω απελευθέρωση των εικόνων της —υποκειμενοποιημένης ως όμορφης (:εύ-μορφης)— παρουσίας του άλλου (για τον άντρα της γυναίκας⋅ για τη γυναίκα, του άντρα) στη φαντασία συνοδεύει και αντανακλά τις διαθέσεις και τις κινήσεις του γοητευμένου σώματος, ενεργοποιώντας το πλέγμα των πιο ισχυρών και ποικίλων συναισθημάτων. Τούτα εδώ προκαλούν την εξωτερική εκδήλωση και την εσωτερική φανέρωση του ιδιάζοντος —διαφορετικού στον καθένα από τους δύο— σύμπαντος, μέσα στο οποίο η ορμή για την ένωση με τον άλλον συναντάται με την προϋπάρχουσα δυναμική της ψυχής. Τα ενδότερα τοπία, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα, αναδιατάσσονται ή και —προσωρινά ή μόνιμα— μεταβάλλονται, καθώς δονούνται από την υποδοχή του κόσμου των ελκυστικών μορφών ενός άλλου όντος, το οποίο, με έναν όχι πάντα αποσαφηνισμένο τρόπο, τα αφορά. Οι οντολογικές μας προδιαθέσεις για αναμέτρηση, αλλά και για ένωση ή διάχυση αναλαμβάνονται από τη δύναμη της φαντασίας που, μορφοποιώντας τη συνθετότητα των ερωτικών συναισθημάτων, αναϋποκειμενοποιεί τη σχέση μας με τον κόσμο, ως επιθυμητική περιοχή μιας πρωτόγνωρης συνεύρεσης που νιώθουμε να μας μαγνητίζει. Έτσι, τα γεγονότα της σχέσης τροφοδοτούν, αλλά και εκπορεύονται από, τη φαντασία, στο μέτρο που μέσα από την τελευταία —στον άντρα, στη γυναίκα— βιώνεται με τον πυκνότερο τρόπο η ιστορία των ορατών και των μυστικών, των πιο ατελών και εφήμερων, αλλά και των πιο ριζικών και των πιο εξιδανικευμένων διαθέσεων των δύο σωμάτων, τα οποία κινούνται, μιλούν, σμίγουν, συλλογίζονται, συνεπαίρνονται, θυμώνουν μεταξύ τους, αγαπιούνται μεταξύ τους, και ονειρεύονται ή ονειροπολούν μέσα τόσο στην αμοιβαία πίστη τους όσο και στη συχνά αναπόφευκτη απιστία τους. Το σημαντικό, για το θέμα που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ότι η εξωτερική ιστορία της σχέσης υποκειμενοποιείται αμοιβαία, μέχρι το σημείο να επαναποδεσμευθεί μέσα στη φαντασία το μορφικό πλέγμα γεγονότων, όπου αλληλοαναγνωρίζονται μόνον οι δύο, ο συγκεκριμένος άντρας και η συγκεκριμένη γυναίκα. Η ρώμη, που λανθάνει καθοριστικά μέσα στη λέξη και το νόημα «έρωτας»7, παράγει και από τις δύο πλευρές του ζευγαριού τον αόρατο, ιδιωτικό χώρο της σχέσης, τον γεμάτο από τα δρώμενα των παθών του προσωπικού πολέμου8 και της ένωσης.  Κρυφά από κάθε άλλον, όχι σπάνια και από το ίδιο το ταίρι τους, αλλά ποτέ από το εσωτερικό του βλέμμα, ο άντρας και η γυναίκα, ζουν τους παλμούς της απρόσιτης τοπογραφίας, απ' όπου πηγάζει, και όπου καθίσταται οριστικά μοναδική, η πρωτοφανής υλικότητα —αλλού γαλήνια, αλλού διεγερμένη— αυτού που τους έκανε να πλησιαστούν μεταξύ τους. Εκεί, κάθε κύτταρο του έρωτά τους, από το ελάχιστο σάλεμα μέχρι τις συναγερμικές δονήσεις, κάθε πράξη-όψη του σοβαρού παιχνιδιού τους, από την αγριότητα ως την εκλέπτυνση, ανήκουν στο ανεπανάληπτο. Είναι μόνο ποιότητες· πολλαπλών εκφάνσεων, αλλά τίποτε άλλο από ποιότητες. Γι' αυτό και η δυαδικότητα και το σύμπαν της, η ηδονή και ο πόνος, το δράμα και η ευφορία της σχέσης, ακόμα και η εξωτερική καθημερινότητά της, αφορούν στα ιδιωτικά γεγονότα μιας ιστορίας μοναδικής, ατόφιας. Σ' εκείνον το χώρο κυριαρχεί αποκλειστικά ο τρόπος του έρωτα, δηλαδή η ορμή του στοιχήματος με τη γοητεία της ύλης και της ψυχής της. Οι όποιες μετρήσεις αυτών που συμβαίνουν και επιθυμούνται προέρχονται έξωθεν του έρωτα. Η ποσότητα είναι ξένη και, κυρίως, αδιάφορη υπόθεση. Από την άποψη αυτή, μεταξύ των δύο μελών του ζευγαριού δεν υφίσταται νοηματική σχέση σύγκρισης, υπεροχής· συνακόλουθα, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ισχύς της αντίθεσης «ίσος-άνισος» καθίσταται ανενεργός. Δεν υπάρχει παρά η πολύπλοκη ιδιαιτερότητα της σχέσης και η —πρακτική, λειτουργική, ενδότερη— δυαδικότητα του φαντασιακού χώρου αυτής της μοναδικότητας, δηλαδή του τόπου όπου η νοηματικά σύνθετη εκτατότητα της ιστορίας μεταξύ του άντρα και της γυναίκας αποκτά μια δυνατότητα ποιοτικής-οντολογικής εμβάθυνσης....

Σημειώσεις.
1. François Poulain DE LA BARRE, Για την ισότητα των δύο φύλων [De l' égalité des deux sexes (πρώτη έκδοση: 1673)], δίγλωσση έκδοση, μετάφραση Κωνσταντίνα Μόσχου, επιμέλεια Ι. Σ. Χριστοδούλου, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 1998.2. Βλ. όπ.π., σ. 180-1.
3.Βλ. όπ.π., σ. 178-81.
4. Βλ. όπ.π., σ. 184-5.
5. Βλ. όπ.π., σ. 196-7.
6. Βλ. όπ.π., σ. 188-9.
7. Βλ. Πλάτων, Φαίδρος, 238 c.
8. Για μια οντολογική προσέγγιση της πολεμικής διάστασης του έρωτα, ικανή να εγείρει ενδιαφέρουσες συζητήσεις, βλ. Γιάννη Τζαβάρα, Έρωτας - Πόλεμος, Δωδώνη, Αθήνα 1993



Ολόκληρο το κείμενο του Παναγιώτη Δόικου δημοσιεύεται στο τεύχος 12 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ, Δεκέμβριος 2008. O Παναγιώτης Δόικος είναι επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Στις φωτογραφίες του Κώστα Ιωαννίδη στιγμιότυπα από την παρέμβαση του Παναγιώτη Δόικου στις εργασίες του ΙΙ Διεθνούς Συνεδρίου Ψυχανάλυσης και Φιλοσοφίας  με θέμα «Το πρωταρχικό» που έγινε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας από  Παρασκευής έως την Κυριακή  22 Οκτωβρίου 2010. Διακρίνονται επίσης οι καθηγητές φιλοσοφίας Σωκράτης Δεληβογιατζής, Γρηγόρης Καραμφίλης και ο  ψυχαναλυτής Χρίστος Σιδηρόπουλος. 

Γκιουλεκιάδα: Πολεμική σε ήπιο τόνο

Πριν κάμποσα χρόνια ο γλωσσολόγος Γεώργιος Μπαμπινιώτης συμπεριέλαβε στην έκδοση ενός λεξικού στο λήμμα «Βούλγαρος» και τη σημασία του οπαδού των ποδοσφαιρικών συλλόγων της Θεσσαλονίκης. Τούτο ήταν η αφορμή να δεχθεί δριμεία επίθεση από ακραίες εθνικιστικές ομάδες. Στη δημόσια αντιπαράθεση πήρε θέση και ο δημοσιογράφος του εθνικιστικού Ελληνικού Βορρά Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, ο οποίος επέκρινε τον επιστήμονα για την υποτιθέμενη αστοχία του. Ο λεξικογράφος, σύμφωνα με τον επίδοξο γνωμηγήτορα του εθνικιστικού φύλλου, δεν έλαβε υπόψη του τους πιθανούς κινδύνους στους οποίους θα ενέπλεκε το ελληνικό Έθνος με την επιπόλαιη ενέργειά του να συμπεριλάβει στο λεξικό και τη σημασία που έχει μια λέξη στην ιδιόλεκτο των αθλητικών σταδίων.
   Στο ίδιο λεξικό διαβάζουμε στο λήμμα «κόγχη» τα εξής: «κόγχη: ΓΕΩΛ. κοίλωμα με αμφιθεατρικό και ημικυκλικό σχήμα, που βρίσκεται στην επιφάνεια τού εδάφους και που σχηματίστηκε από τις διαβρωτικές διεργασίες, παγετώνα».
   Δεν επιλέξαμε τυχαίως τη λέξη «κόγχη». Ο δημοσιογράφος Κ. Γκιουλέκας τη χρησιμοποιεί τακτικά σε σχόλια που αφορούν στην Ελλάδα και την ιστορία της. Η χώρα παρομοιάζεται με «μικρή κόγχη»: «…όσο υπάρχουν Έλληνες σε τούτη τη μικρή κόγχη της Μεσογείου…». Η Ελλάδα είναι κοίλωμα της Μεσογείου; Η μεταφορά ξενίζει, αλλά δεν έχει γίνει από παραδρομή.
   Η λέξη κόγχη χρησιμοποιείται συχνά για να καταδειχθεί η δυσαναλογία ανάμεσα στη στενότητα του ιστορικού γεωγραφικού χώρου και το υποτιθέμενο διαχρονικό μεγαλείο των κατοίκων της: «...δεν σημαίνει ότι έπαψαν να κατοικούν σε τούτη την βραχώδη κόγχη της Βαλκανικής Έλληνες, όπως και εκείνοι οι παλαιοί…». Και είναι το αιώνιο φυλετικό ποιόν των κατοίκων της, το οποίο προσδίδει στη «χώρα-κόγχη» διαστάσεις θρύλου: «...όσο ζει αυτή η φυλή, που κατοικεί στη θρυλική τούτη κόγχη της Μεσογείου…». Η σπουδαιότητά της επιβεβαιώνεται διαρκώς από την εποχή του μύθου έως τη σημερινή των δύο κατόχων του βραβείου Νόμπελ στην ποίηση, οι οποίοι αποτελούν και τη σύγχρονη απόδειξη «ότι σε τούτη την κακοτράχαλη κόγχη της Μεσογείου καίει άσβεστη του Προμηθέα η δάδα και αναπαράγεται, επί 4.000 χρόνια, η ίδια φυλή, το ίδιο Γένος». Έτσι, «...σε τούτη τη μικρή αυτή κόγχη της Μεσογείου...» αναμετριόμαστε με τις «...χιλιετηρίδες της ζωής του ελληνικού Έθνους…». Η «κόγχη» φαίνεται ότι αποτελεί το δοκιμαστικό σωλήνα για τη βιολογική διαιώνιση της σπάνιας φυλής των Ελλήνων. Το Λεξικό του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, ωστόσο, επιμένει, ότι «κόγχη» σημαίνει κοίλωμα. Ένας μικρός χηραμός η Ελλάδα στο χώρο της Μεσογείου;
   Παρότι ο δημοσιογράφος στη διαμάχη για το λήμμα «Βούλγαρος» δε δίστασε να προτρέψει τον γλωσσολόγο να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και να προτάξει το υποτιθέμενο εθνικό συμφέρον έναντι του επιστημονικού ενδιαφέροντος, ο ίδιος διατηρεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να αποφαίνεται και για την κακή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, κατά την κρίση του, η ελληνική γλώσσα και, πέραν τούτου, να προειδοποιεί ακόμη και για τους «κινδύνους» που την περιβάλλουν.
   Έτσι, ενώ ασχολείται με διάφορα «ιδιώματα» της καθημερινότητας, διαπιστώνει και αυτός —όπως και άλλοι «κινδυνολόγοι»— τη «γνωστή πενία λεξιλογίου, που μαστίζει τους νεοέλληνες»! Φαίνεται δε, πως ενοχλείται σφόδρα από το γεγονός, ότι «έχουμε καταντήσει να χρησιμοποιούμε και να συνεννοούμαστε μόνο με 500-600 λέξεις στην καθημερινή ζωή μας» και εξανίσταται γιατί ενώ οι ξένοι μαθαίνουν ελληνικά, εμείς «ξεχνάμε τη γλώσσα μας και το χειρότερο, τη νοθεύουμε με σολικισμούς και δανεισμούς ξένων λέξεων».
   Ο μύστης της ελληνικής γράφει λανθασμένα τη λέξη σολοικισμός. Αλλά και γενικώς, ο συγκεκριμένος τιμητής της εθνικής μας λεξιπενίας, έχει προβλήματα με τον χειρισμό της γλώσσας. Δεν γράφει απλώς πρόχειρα, αλλά κακοποιεί διαρκώς την ελληνική. Η γραφή του είναι ρηχή, χωρίς συνοχή, με σωρεία ασυναρτησιών και ασυνταξιών, ενώ της λείπει το προσωπικό ύφος. Πολλές φορές η κατάσταση γίνεται αφόρητη για τον αναγνώστη, εξαιτίας της αδυναμίας του συντάκτη να διατυπώσει ορθώς μια ολοκληρωμένη πρόταση. Γραφή ανομοιογενής, προφανώς απόρροια ακουσμάτων, αποστηθίσεων και ετερογενών επιδράσεων σε σχεδόν ακατέργαστη μορφή, που συνθέτουν ένα μιξοβάρβαρο ύφος βουτηγμένο στους σολοικισμούς. Τούτο πέραν της γλωσσικής υστέρησης προδίδει και κάποια διανοητική αδυναμία του συντάκτη σε σχέση με τα θέματα που πραγματεύεται. Από εδώ προέρχεται, σε μεγάλο βαθμό, και η σολοικία. Ο Κ. Γκιουλέκας φαίνεται πως ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των δημοσιογράφων που στερούνται ικανοτήτων στον γραπτό λόγο.


Απόσπασμα από άρθρο-δημοσιογραφική έρευνα του Όμηρου Ταχμαζίδη που κυκλοφορεί στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ, τχ. 18ο.