Powered By Blogger

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Eudora Welty Aπό πού έρχεται η φωνή;

Έπεσε νύχτα. Το σκοτάδι ήταν αραιό όπως ένα φόρεμα χιλιοφορεμένο, που πάντα αφήνει το κρύο να πιρουνιάζει τα κόκαλα. Σε λίγο το φεγγάρι σηκώθηκε. Μια φάρμα απλωνόταν αρκετά ορατή, όπως μια άσπρη πέτρα στο νερό, ανάμεσα στα δέντρα και τα άχρωμα ξερά τους φύλλα. Με μια πιο προσεκτική και ερευνητική ματιά μπορούσε κανείς να διακρίνει όλα τα υπάρχοντα των Μόρτον —μέχρι και τις μικροσκοπικές ντοματιές στις τακτοποιημένες σειρές κοντά στο σπίτι, γκρίζες και ελαφριές σαν φτερά, τρομερές, εκτεθειμένες καθώς ήταν στην ευπάθεια. Το φεγγαρόφωτο κάλυπτε τα πάντα και φώτιζε το σκοτεινό διάγραμμα όλων, το αγροτόσπιτο όπου μόλις είχε σβήσει η λάμπα.
   Στο εσωτερικό ο Τζέισον και η Σάρα Μόρτον ήταν κουκουλωμένοι με το πάπλωμα σε ένα ξυλοκρέβατο που είχε φτιαχτεί πρόχειρα κοντά στο τζάκι. Μια φωτιά πετάριζε ακόμα στο τζάκι με έναν νυσταγμένο θόρυβο, ενώ το εξαντλημένο φως ανεβοκατέβαινε στον τοίχο, στα δοκάρια της σκεπής, και πάνω από το ξυλοκρέβατο που ήταν ξαπλωμένοι οι ηλικιωμένοι, σαν ένα πουλί που προσπαθούσε να βρει τρόπο να βγει από το δωμάτιο.   
   Η μακρόσυρτη, κουρασμένη αναπνοή του Τζέισον ήταν ο μόνος ήχος πέρα από το πετάρισμα της φωτιάς. Ήταν ξαπλωμένος κάτω από το πάπλωμα, με τα πόδια τεντωμένα, τυλιγμένος σαν φασόλι, το πρόσωπο στραμμένο στην πόρτα. Τα χείλη του άνοιγαν στο σκοτάδι και ανέπνεε, εξέπνεε και εισέπνεε αργά με κυματισμούς σαν μια συζήτηση ή μια ιστορία —μια απορία και ένας αναστεναγμός.
   Η Σάρα ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα με το στόμα ορθάνοιχτο, σιωπηλή, αλλά δεν κοιμόταν. Είχε στυλωμένο το βλέμμα της στα σκοτεινά και αδιάκριτα σημεία ανάμεσα στα δοκάρια. Τα μάτια της φαίνονταν να είναι υπερβολικά ανοιχτά, τα ματόκλαδα καταπονημένα και μουδιασμένα, σαν ανοίγματα που τα είχαν τεντώσει χωρίς σχήμα και δεν είχαν πια χρησιμότητα. Για μια στιγμή μια φλόγα ορθώθηκε με συριγμό πάνω στο κούτσουρο και το προσωπάκι της, τα χλωμά της μαλλιά, καθώς και ένα χέρι που κρατούσε την άκρη του σκεπάσματος, έλαμψαν προς στιγμή με λαμπερό μπλε χρώμα. Κατόπιν τράβηξε το πάπλωμα και σκεπάστηκε μέχρι το κεφάλι.   
   Κάθε βράδυ ξάπλωναν τρέμοντας από το κρύο, η επικοινωνία μέσα στη μιζέρια τους δεν ήταν παραπάνω από αυτή που έχουν τα  χτυπημένα από καταιγίδα παντζούρια. Πολλές φορές περνούσαν πολλές μέρες, εβδομάδες χωρίς καθόλου λέξεις. Δεν ήταν και μεγάλοι —μόνο πενήντα χρόνων. όμως η ζωή τους είχε πολλή κούραση και μεγάλη έλλειψη της ανάγκης να μιλούν, με τη φτώχεια που φαινόταν να τους έχει περιβάλλει, όπως μια καταστροφή πολλή μεγάλη για να τη συζητάς, αλλά τους χώριζε και τους στερούσε την επιθυμία για συμπάθεια. Πιθανόν, χρόνια πριν, η μακρόχρονη συνήθεια της σιωπής να είχε ξεκινήσει με θυμό ή με πάθος. Ποιος ξέρει;  
   Καθώς αδυνάτιζε η φωτιά, η αναπνοή του Τζέισον γινόταν όλο και πιο βαριά, ούτε καν ονειρευόταν. Εντελώς σκεπασμένο το κορμί της Σάρας, ελαφρύ όσο ένα κλαράκι, δεν διαγραφόταν καθόλου κάτω από το πάπλωμα. Για την ίδια, αυτή η έλλειψη βάρους ήταν η αιτία που δεν μπορούσε να ζεσταθεί.
   Πόσο την είχε κουράσει το κρύο! Πλέον μόνο αυτό μπορούσε να κάνει —να την κουράζει. Χρόνο με τον χρόνο ένιωθε σίγουρη πως θα πέθαινε πριν φύγει το κρύο. Τώρα, σύμφωνα με το ημερολόγιο, ήταν άνοιξη... Αλλά με το πέρασμα των χρόνων δεν υπήρχε αλλαγή. Έβγαζαν τα φυτά από τα κουτάκια τους, θα τα μεταφύτευαν πάντα νωρίς, και είχε τέτοια παγωνιά... Πότε ήταν η τελευταία φορά που είχαν ψηλώσει, είχαν αναπτυχθεί, που το κρύο δεν τα είχε εμποδίσει και υπήρχε σοδειά;
   Σαν άκαρπο όνειρο, η Σάρα άρχισε να σκέφτεται την άνοιξη και το καλοκαίρι. Στην αρχή σκεφτόταν απλώς τα χρώματα, το πράσινο και το κόκκινο, τη μυρωδιά του ήλιου στο έδαφος, το άγγιγμα στα φύλλα και τις ζεστές, γινωμένες ντομάτες. Μετά, έτσι καλυμμένη που ήταν κάτω απ’ το πάπλωμα, σκεφτόταν την πόλη Ντέξτερ την εποχή της φόρτωσης. Στο μυαλό της το μικρό σκονισμένο Ντέξτερ γινόταν θέατρο θρυλικού πανηγυρισμού, τόπος ευχαρίστησης. Σε κάθε του δρόμο χαμογελαστοί αγρότες έφερναν καρότσες με τις καλύτερες ντομάτες τους. Τα υπόστεγα συσκευασίας ήταν όλα στολισμένα —μπα, ήταν απλώς ο μαγιάτικος ήλιος που έλαμπε. Ο κύριος Πέρκινς, η ψιλή, όλο κίνηση μορφή του, ήταν στο επίκεντρο κάθε δραστηριότητας, αγόραζε, έδινε οδηγίες, ανέμιζε κίτρινα χαρτιά που πρέπει να ήταν τηλεγραφήματα, φώναζε με μεγάλη ανυπομονησία. Από την άλλη, αυτός ήταν ο ιδιοκτήτης της φάρμας τους τώρα. Σειρές ολόκληρες με φορτηγά αυτοκίνητα εκτείνονταν σε αναμονή φόρτωσης. Ήταν πιθανό να έχουν γλιτώσει από την απειλή της παγωνιάς τόσες πολλές ντομάτες στον κόσμο; Και βέβαια ήταν. εδώ γινόταν η τέλεια παρέλαση των συσκευαστών από τη Φλόριντα, κατευθείαν από τη Φλόριντα, ηλιοκαμένοι, ξεκάλτσωτοι και μερικοί με τατουάζ. Στο καφέ απέναντι στον δρόμο έπαιζε το μουσικό κουτί, και ο κουτσός που περπατούσε σαν πάπια ήταν εκεί και έπαιρνε πόζες για μια δεκάρα για τους νεαρούς με τα κεφάλια κολλημένα. Με θριαμβευτικές φωνές οι άντρες μεθούσαν, και κάπου-κάπου ακουγόταν και μια πιστολιά. Στη σκιά τα παιδιά γιόρταζαν με ντοματομαχίες. Μια έντονη, μεθυστική, γλυκιά μυρωδιά πλανιόταν παντού. Τέτοιος ενθουσιασμός! Ας ξεκουραστούν οι συσκευαστές, έστω και για λίγο, σκέφτηκε η Σάρα. Να τεντωθούν καταϊδρωμένοι κάτω από τη σκιά των δέντρων και ένας να παίξει κιθάρα. Τα κορίτσια που συσκευάζουν, ακούν ενώ δουλεύουν. Τι μικρά μαύρα χέρια, κόκκινα από τον χυμό! Τα πρόσωπά τους πάντα νυσταγμένα και ξαναμμένα. όταν οι άντρες τις μιλάνε, εκείνες γελάνε... Ο Τζέισον και η Σάρα είναι κι αυτοί εκεί, στέκονται κάτω από τον καυτό ήλιο, στέκονται κοντά στο πρώτο υπόστεγο, δίνουν το δικό τους φορτίο, παρακολουθούν τις δικές τους ντομάτες, που τις σπρώχνουν στη διαδικασία, που καταβροχθίζονται, τις ξεχωρίζουν, τις τυλίγουν, τις φορτώνουν στο αυτοκίνητο �όλα τόσο γρήγορα... Ο κύριος Πέρκινς απλώνει το σκληρό, γρήγορο χέρι του. Κάνε χειραψία γρήγορα! Πόσο γρήγορα τελειώνουν όλα!
   Η Σάρα, αβαρής κάτω από το πάπλωμα, μπορούσε να σκέφτεται τις γιορτές στο Ντέξτερ, και να φαντάζεται ώριμες ντομάτες μόνο αποσπασματικά, όπως η αναζωπύρωση της μικρής φωτιάς. Το υπόλοιπο διάστημα σκεφτόταν μόνο το κρύο, το κρύο που δεν σταματούσε. Δεν μπορούσε να μη νιώθει το σύγκρυο εδώ και τώρα, που δεν χρειαζόταν να το σκέφτεται, αλλά ήταν ένα τρέμουλο στο σκοτάδι.    
   Έβηξε υπομονετικά και γύρισε το κεφάλι της στη μία πλευρά. Ξετρύπωσε από το πάπλωμα και είδε ότι η φωτιά είχε σβήσει. Μόνο ένα ογκώδες ξύλο είχε μείνει, ένα ακίνητο, κόκκινο, λυγισμένο, σαν μια κάλτσα του Τζέισον πεταμένη κάπου. Μόνο με αυτή την παρηγοριά η Σάρα έκλεισε τα μάτια και αποκοιμήθηκε.
   Άντρας και γυναίκα ήταν ξαπλωμένοι εντελώς ακίνητοι στο σκοτεινό δωμάτιο. Τη βραχνή, σιγανή αναπνοή του Τζέισον, που έμοιαζε με τη βαβούρα κάποιας αδέξιας νυσταλέας γερο-αρκούδας που προσπαθούσε να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο, δεν την άκουγε κανείς. 
   Το κρύο δυνάμωνε καθώς περνούσε η ώρα. Το φεγγάρι, έντονο και λευκό σαν το χιόνι που δεν πέφτει εδώ, ανέβαινε ψηλότερα στον ουρανό, μέσα στη μακριά νύχτα και απομακρυνόταν από τη γη. Η φάρμα έδειχνε τόσο μικροσκοπική και ακίνητη όσο ένα κοχύλι, με το μικρό πόμολο του σπιτιού να το περιβάλλουν καμπυλώδη αυλάκια με ντοματιές. Το κρύο, σαν ένα λευκό πιεστικό χέρι, έφτανε κάτω, και ακίνητο, έμενε πάνω από το κοχύλι.
   Υπάρχει μια μεγάλη σφυρίχτρα στο Ντέξτερ, που τη φυσούν όταν υπάρχει απειλή παγωνιάς. Είναι γνωστή σε όλους ως η σφυρίχτρα του κυρίου Πέρκινς. Τώρα ακουγόταν μέσα στην καθάρια νύχτα, το ένα σφύριγμα ακολουθούσε τ’ άλλο. Απ’ άκρη σ’ άκρη στην εξοχή άναβαν φώτα στα παράθυρα στις φάρμες. Άντρες και γυναίκες έβγαιναν τρεχάτοι στα χωράφια τους και σκέπαζαν τα φυτά τους με ό,τι είχαν, ενώ η σφυρίχτρα του κυρίου Πέρκινς συνέχιζε να σφυρίζει.
   Η σφυρίχτρα δεν ξύπνησε τον Τζέισον Μόρτον. Συνέχιζε να κοιμάται, η βαθιά αναπνοή του σαν βρυχηθμοί από την κουφάλα ενός δέντρου. Το δεξί του χέρι ήταν ριγμένο κάτω, θα πρέπει να ήταν σε βαθύ όνειρο, και ήταν τεντωμένο κάτω στο κρύο πάτωμα, στο επίκεντρο ενός κομματιού φεγγαριού που έφεγγε το δωμάτιο. Η Σάρα ένιωθε να ξυπνά. Ήξερε ότι σφύριζε η σφυρίχτρα του κυρίου Πέρκινς και τι σήμαινε. Kαι τώρα έπρεπε να πάρει τον Τζέισον και να βγουν έξω στο χωράφι. Μια απαλή χαλάρωση, μια ψευδαίσθηση ζεστασιάς διέτρεξε πεισματικά το σώμα της, και για λίγο συνέχιζε να είναι ξαπλωμένη.
   Μετά ανασηκωμένη στο κρεβάτι, έπιασε τον άντρα της από τους ώμους και τον κουνούσε πάνω-κάτω χωρίς να λέει κουβέντα. Έβαλε όλη της τη δύναμη για να τον ξυπνήσει. Αυτός έβηξε, ο βρυχηθμός του σταμάτησε, και ανακάθισε στο κρεβάτι. Ούτε αυτός μίλησε, κάθονταν και οι δύο με λυγισμένα τα κεφάλια και άκουγαν τη σφυρίχτρα. Έπαψε για λίγο και μετά ξανάρχισε. Ένα μακρύ, ανοδικό σφύριγμα.
   Γρήγορα η Σάρα και ο Τζέισον σηκώθηκαν από το κρεβάτι. Ήταν κι οι δυο βαριά ντυμένοι λόγω του κρύου και μόνο τα παπούτσια τους φόρεσαν. Ο Τζέισον άναψε το φανάρι και η Σάρα μάζεψε τα στρωσίδια, τα τύλιξε γύρω της και τον ακολούθησε έξω.          
   Όλα ήταν άσπρα και όλα τους φαίνονταν αχανή και εκτενή καθώς περπατούσαν πάνω στο παγωμένο χωράφι. Άσπρος σε μια σκιασμένη λακκούβα, εγκαταλειμμένος από χρόνο σε χρόνο, ο παλιός μύλος σόργου, έστεκε σαν μηχανή ονείρου, με τον μακρύ πόλο του πρηνηδόν, τον στομωμένο του άξονα.
   Σκύβοντας πάνω από τα μικρά φυτά, ο Τζέισον και η Σάρα τα άγγιζαν, και άγγιζαν και το χώμα. Με τη δική της γνώση, με τα δικά τους χέρια, βρήκαν ότι όλα ήταν αληθινά —το κρύο, η σωστή προειδοποίηση, η ανάγκη για δράση. Πάνω από τα παλούκια που ήταν ανάμεσα στα φυτά, άπλωσαν τα παπλώματα ένα-ένα, τα άπλωναν με μεγάλη επινοητικότητα. Ο Τζέισον έβγαλε το παλτό του και το άπλωσε πάνω από τα μικρά και τρυφερά φυτά προς την πλευρά του σπιτιού. Μετά κοίταξε τη Σάρα και εκείνη έσκυψε, έπιασε το φόρεμά της και το έβγαλε από το κεφάλι. Τα μαλλιά της λύθηκαν και άρχισε αμέσως να τρέμει παράφορα. Ευτυχώς που το φόρεμα ήταν μακρύ και φαρδύ και καλύφθηκαν όλα τα φυτά.   
   Μετά η Σάρα και ο Τζέισον στάθηκαν άπρακτοι για λίγο και χάζευαν τον ουρανό και το χωράφι.   
   Δεν φυσούσε. Υπήρχε μόνο το έντονο λευκό φως του φεγγαριού. Γιατί αυτό το ήρεμο κρύο βυθιζόταν μέσα τους σαν τα δόντια μιας παγίδας; Με σκυμμένους τους ώμους γύρισαν στο σπίτι σιωπηλοί.
   Το σπίτι δεν ήταν περισσότερο ζεστό. Είχαν ξεχάσει την πόρτα ανοιχτή στο δυνατό άκουσμα της σφυρίχτρας. Κάθισαν περιμένοντας να έλθει το πρωί.
   Μετά ο Τζέισον έκανε ένα σπάνιο, παράξενο πράγμα. Εκεί, πολύ πριν ξημερώσει, έριξε κηροζίνη πάνω σε ένα κλαράκι προσανάμματος και άναψε φωτιά. Ζαρωμένοι πλησίασαν, σιγά-σιγά πλησιάστηκαν, και κάθισαν έτσι κοντά-κοντά ακίνητοι, μέχρι που κάηκε. Η Σάρα εξακολουθούσε να στέκεται ακίνητη. Μετά ο Τζέισον, φορώντας τα εσώρουχα και τα μακριά μπλε παντελόνια βγήκε έξω και έφερε ακόμη ένα φορτίο και το μεγάλο κούτσουρο από κερασιά που το φύλαγαν για το τέλος του χειμώνα.
   Η υπερβολική ζέστη του δωματίου διέγειρε τη Σάρα, όπως οι αναμνήσεις από το Ντέξτερ την εποχή του φορτώματος. Καθόταν κουκουλωμένη με ένα μακρύ καφέ βαμβακερό μισοφόρι, κρατώντας το από το λάστιχο που συγκρατούσε τη μέση. Τα γκρίζα μαλλιά της, πιο αραιά στους κροτάφους, έπεφταν στους ώμους της, όπως ενός παιδιού ανέτοιμου για πάρτυ. Κρατούσε τα γόνατά της κολλημένα στα μουδιασμένα, κρεμασμένα στήθη της και κοιτούσε τη φωτιά, τα μάτια της ορθάνοιχτα. ...

απόσπασμα από το διήγημα Η σφυρίχτρα που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Eudora Welty Aπό πού έρχεται η φωνή; σε μετάφραση Τούλας Παπαπάντου, από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ.