O Ζίγκμουντ Μπάουμαν γεννήθηκε στην Πολωνία το 1925, πολέμησε ενάντια στους Ναζί στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, σπούδασε Κοινωνιολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας όπου και δίδαξε έως το 1968, οπότε και παραιτήθηκε από μέλος του κυβερνώντος κόμματος. Λίγο αργότερα, έχασε την έδρα που κατείχε στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας και απελάθηκε από τη χώρα, καταλήγοντας στην αρχή στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και τελικά στο Πανεπιστήμιο του Λιντς στην Αγγλία όπου και δίδαξε από το 1971 έως το 1990, όποτε και συνταξιοδοτήθηκε. Αειθαλής, 84 ετών, γεμάτος ζωτικότητα, με λόγο σύνθετο και γοητευτικό, ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν είναι ένας από τους σημαντικότερους κοινωνιολόγους του καιρού μας αλλά και πολυγραφότατος —καθώς εκδίδει κατά μέσον όρο δύο βιβλία το χρόνο1. Στο βιβλιογραφικό αυτό σημείωμα θα περιοριστούμε σε μερικά μόνο από τα βιβλία αυτά.
Στο Και πάλι μόνοι. Η ηθική μετά τη βεβαιότητα, ο Μπάουμαν μας θυμιζει πως μια από τις λίγες ανθηρές βιομηχανίες σήμερα είναι εκείνη που παράγει όλο και πιο περίπλοκες κλειδαριές, αμπάρες και συστήματα ασφαλείας, και αυτό δεν οφείλεται μόνο στις αντικειμενικές ή στις πρακτικές τους χρήσεις αλλά και στη συμβολική τους αξία. Για μας σημασιοδοτούν τα όρια του ερημητηρίου μας, το μέρος όπου δε θέλουμε να μας ενοχλούν, ενώ στους άλλους κοινοποιούν την απόφαση μας: «Δε με νοιάζει αν έξω γίνεται χαμός». Γιατί η αβεβαιότητα, η αστάθεια, η ευθραυστότητα, η παροδικότητα και το ρίσκο, αποκαλύπτουν τη φυσιογνωμία και το πνεύμα των καιρών μας. Μοναχικοί κι ανάλγητοι απέναντι στη διαιώνιση της κάθε είδους φτώχειας, δεν αισθανόμαστε καμιά ουσιαστική ευθύνη, καμιά δέσμευση, καμιά υποχρέωση απέναντι στην αδικία, στην ταπείνωση.
Στο βιβλίο του Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, ο Μπάουμαν σκιαγραφεί ορισμένους από τους παράγοντες που ευθύνονται γι’ αυτό τo αίσθημα αβεβαιότητας, ήδη από το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90. Οι παράγοντες αυτοί ήταν και είναι ακόμη οι ακόλουθοι:
Πρώτον: Η νέα αταξία στον κόσμο. Ύστερα από μισό αιώνα ξεκάθαρων διαχωριστικών γραμμών και στρατηγικών ήρθε ένας κόσμος χωρίς ορατή δομή και χωρίς καμιά —έστω και απειλητική— λογική. Η πολιτική των ισχυρών πολιτικών ομάδων που μέχρι πρόσφατα κυριαρχούσαν στον κόσμο, τρόμαζε με τις απόκοσμες δυνατότητές της. Αυτό που σήμερα την αντικατέστησε τρομάζει με την έλλειψη συνέπειας και κατεύθυνσης κι επομένως με τις απεριόριστες δυνατές εκδοχές που προμηνύει.
Δεύτερον: Η παγκόσμια απορρύθμιση, ο παραλογισμός και η ηθική τύφλωση του αγοραίου ανταγωνισμού, η απεριόριστη ελευθερία που παραχωρήθηκε στο κεφάλαιο, το κομμάτιασμα των δημιουργημένων και μέχρι πρόσφατα συντηρούμενων από την κοινωνία προστατευτικών δικτύων, καθώς και η απάρνηση όλων των λογικών επιχειρημάτων —πέραν των οικονομικών— έδωσαν μια νέα ώθηση στην αμείλικτη διαδικασία πόλωσης, που κάποτε αναχαιτίσθηκε μέσα από το νομικό πλαίσιο του κράτους πρόνοιας, καθώς και από τη διαπραγματευτική ισχύ των εργατικών σωματείων.
Τρίτον: Τα άλλα δίκτυα προστασίας που είχαν δημιουργηθεί και συντηρηθεί από την κοινωνία, αυτές οι δεύτερες γραμμές χαρακωμάτων που προσέφερε η γειτονιά, η οικογένεια, και όπου μπορούσε κανείς να αποτραβηχτεί για να επουλώσει τις πληγές του αν δεν έχουν καταρρεύσει, έχουν τουλάχιστον εξασθενίσει σε μεγάλο βαθμό. Γι’ αυτήν την εξέλιξη ευθύνονται εν μέρει οι πραγματιστικές αλλαγές στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων, που τώρα κυριαρχούνται πέρα για πέρα από το πνεύμα του καταναλωτισμού, ορίζοντας τον άλλον ως εν δυνάμει πηγή ευχάριστων εμπειριών. Οι δεσμοί που παράγονται τώρα εν αφθονία έχουν ενσωματωμένη «τη μέχρι νεωτέρας ειδοποίησης διάταξη, καθώς και τη διάταξη της μονομερούς απόσυρσης κατά βούληση».
Στο βιβλίο του Παγκοσμιοποίηση. Οι συνέπειες για τον άνθρωπο, μας θυμιζει ότι η παγκοσμιοποίηση μετατρέπει και χωρίζει τους κατοίκους του πλανήτη σε δύο παράλληλους κόσμους: ο Μπάουμαν ονομάζει «τουρίστες» τους κατοίκους του πρώτου, του ολοένα περισσότερο κοσμοπολίτικου «υπερεδαφικού» κόσμου της ελίτ, των παγκοσμίων επιχειρηματιών, των σταρ του μάρκετινγκ. Για τους «τουρίστες», τα εθνικά σύνορα ισοπεδώνονται. Ο χώρος δεν έχει σημασία γι’ αυτούς, εφόσον η κάλυψη οποιασδήποτε απόστασης είναι στιγμιαία. Για τους κατοίκους του δεύτερου κόσμου, τους «περιπλανώμενους αλήτες», τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τα τείχη που είναι χτισμένα από τους μεταναστευτικούς έλεγχους γίνονται ψηλότερα. Για τους «τουρίστες» οι βίζες εισόδου καταργούνται. Για τους «περιπλανώμενους αλήτες» ανοίγονται οι τάφροι των ελέγχων. Οι «τουρίστες» φεύγουν από ένα μέρος όταν νέες άγνωστες εμπειρίες τους καλούν σε άλλα μέρη. Οι «περιπλανώμενοι» μετανάστες, όπου κι αν σταματήσουν, είναι απίθανο να γίνουν δεκτοί με χαρά.
Σύμφωνα με τον Μπάουμαν, «η νεωτερικότητα αποτελεί μια διαρκή κατάσταση ανάγκης... μια κατάσταση ψυχαναγκαστικού και εθιστικού σχεδιασμού». Ο σύγχρονος νους γεννήθηκε ταυτόχρονα με την ιδέα ότι ο κόσμος είναι δυνατόν να αλλάξει. Η νεωτερικότητα αντιπροσωπεύει την απόρριψη του υφισταμένου κόσμου και την αποφασιστικότητα για την αλλαγή του. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής έγκειται στην ψυχαναγκαστική, την ιδεοληπτική αλλαγή: στην ανασκευή αυτού που «απλώς υπάρχει» στο όνομα αυτού που θα μπορούσε, και άρα οφείλει να πάρει τη θέση του. Η σύγχρονη ιστορία είναι επομένως μια ιστορία σχεδιασμών και ένα μουσείο-νεκροταφείο σχεδίων που δοκιμάσθηκαν, αναλώθηκαν, απορρίφθηκαν και εγκαταλείφθηκαν στον τρέχοντα πόλεμο κατάκτησης ή και φθοράς κατά της φύσης (Σπαταλημένες ζωές).
Το βιβλίο του Σπαταλημένες Ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας, αφορά στο ζήτημα των απορριμμάτων, που μπορεί να περιγραφεί «ως ένα ιδιαίτερα οδυνηρό πρόβλημα και συγχρόνως ως ένα από τα καλύτερα φυλασσόμενα μυστικά της εποχής μας». Ας σκεφτούμε αυτήν την εικόνα που τη ζούμε καθημερινά στις πόλεις, όπου «δυο είδη φορτηγών φεύγουν καθημερινά από τα εργοστάσια, το ένα προς τις αποθήκες και τα πολυκαταστήματα και το άλλο προς τις χωματερές. Το δεύτερο το σκεφτόμαστε μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η χιονοστιβάδα των σκουπιδιών κατρακυλά από τα βουνά και παρασύρει τους φράκτες που προστατεύουν τις αυλές μας. Απομακρύνουμε τα σκουπίδια με τον πιο ριζοσπαστικό και αποτελεσματικό τρόπο: τα καθιστούμε αόρατα με το να μην τα κοιτάζουμε και αδιανόητα με το να μην τα σκεφτόμαστε, μας προξενούν ανησυχία μόνο όταν οι καθημερινές αυτοματικές μας άμυνες παραβιάζονται και οι προφυλάξεις μας αποτυγχάνουν· όταν η αναπαυτική υπνωτική απομόνωση της ζώνης του βιόκοσμού μας, την οποία υποτίθεται ότι προστατεύουν, βρίσκεται σε κίνδυνο. Μιλάμε —μας λέει ο Μπάουμαν— για απορρίμματα: άχρηστα προϊόντα, βιομηχανικά απόβλητα, αλλά και ανθρώπινα απορρίμματα, για τις σπαταλημένες ζωές». Γιατί η σύγχρονη νεωτερικότητα —ή ο ύστερος καπιταλισμός— δεν είναι παρά «μια ιστορία σχεδιασμών και ένα μουσείο ή νεκροταφείο σχεδίων που δοκιμάσθηκαν, αναλώθηκαν, απορρίφθηκαν και εγκαταλείφθηκαν στον τρέχοντα πόλεμο κατάκτησης ή και φθοράς της φύσης». Ο Μπάουμαν θεωρεί τους σκουπιδιάρηδες ως τους αφανείς ήρωες της νεωτερικότητας, καθώς είναι αυτοί που καθημερινά ανανεώνουν και καθιστούν ξανά διακριτή τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στην κανονικότητα και στην παθολογία, την υγεία και την ασθένεια, το επιθυμητό, το αποδεκτό και το απορριπτέο, το εσωτερικό και το εξωτερικό του ανθρώπινου σύμπαντος. Ο Μπάουμαν επίσης υπενθυμίζει —και αυτή του η παρατήρηση είναι επίκαιρη, εν όψει των σημερινών κινητοποιήσεων της νεολαίας παντού στον κόσμο—πως η σύγχρονη νεολαία, η γενιά Χ, βιώνει σήμερα την αίσθηση του περιττού και του άχρηστου, μαζί με τη συνακόλουθη απώλεια αυτοεκτίμησης και του νοήματος της ζωής. Η σύγχρονη νεολαία νιώθει ανεπιθύμητη, το πολύ ανεκτή, αντιμετωπίζεται στην καλύτερη περίπτωση ως αντικείμενο αγαθοεργίας και ελέους. Δεν αντιμετωπίζεται όμως ως ο αποδέκτης αδελφικής βοήθειας, κατηγορούμενη μάλιστα για νωθρότητα και θεωρούμενη ύποπτη άδικων προθέσεων και εγκληματικών τάσεων. Επομένως, δεν έχει λόγο να βλέπει την «κοινωνία» ως εκείνο τον οικείο χώρο στον οποίο οφείλει κανείς να δείχνει πίστη και ενδιαφέρον.
Στη ρευστή εποχή μας τίποτε δεν μπορεί ή δεν πρέπει να θεω-ρείται συμπαγές. Όλα τείνουν ή οφείλουν να είναι παροδικά, εφήμερα, βραχύβια. Κεντρικός ήρωας ενός άλλου βιβλίου του Μπάουμαν, Ρευστή αγάπη. Για την ευθραυστότητα των ανθρωπίνων δεσμών, είναι η ανθρώπινη σχέση. Η κεντρική μορφή της ρευστής μοντέρνας εποχής μας είναι ο άνθρωπος χωρίς μόνιμους, σταθερούς, διαρκείς, ανθεκτικούς δεσμούς, γεγονός που του προκαλεί βαθύ αίσθημα ανασφάλειας. Ο άνθρωπος της «ρευστής νεωτερικότητας» (Liquid Modernity) —όπως αποκαλεί ο Μπάουμαν τη μετανεωτερικότητα— δημιουργεί δεσμούς εξαρχής χαλαρούς, ώστε να μπορούν να λύνονται εύκολα, γρήγορα και δίχως πόνο, κάθε φορά που αλλάζουν οι περιστάσεις. Ίσως γι’ αυτό, αντί να περιγράφουν την εμπειρία και τις προσδοκίες τους με όρους «σχέσης», οι άνθρωποι κάνουν όλο και συχνότερα λόγο για συνδέσεις και για «δίκτυα». Σ’ ένα δίκτυο η σύνδεση και η αποσύνδεση είναι επιλογές εξίσου νόμιμες, απολαμβάνουν το ίδιο κύρος κι έχουν την ίδια σημασία. Δίκτυο σημαίνει στιγμές «επαφής» που εναλλάσσονται με περιόδους ελεύθερης περιπλάνησης. Σ’ ένα δίκτυο, οι συνδέσεις πραγματοποιούνται όποτε το ζητήσει κανείς και μπορούν να διακοπούν κατά βούληση —και πράγματι διακόπτονται— πολύ πριν αρχίσουν να γίνονται ανυπόφορες. Έτσι, οι συνδέσεις είναι «εικονικές σχέσεις». Αντίθετα από τις «πραγματικές σχέσεις», στις εικονικές η είσοδος και η έξοδος είναι εύκολη υπόθεση.