Ο Αντόνιο Γκράμσι ανήκει σε εκείνη τη σημαντική γενιά επαναστατών των αρχών του 20ού αιώνα, που με τη δράση και τις ιδέες τους σφράγισαν το επαναστατικό κίνημα του καιρού τους. Φέτος συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από το θάνατό του στις 27 Απρίλη 1937 από τους δήμιους του Μουσολίνι. Είναι μια ευκαιρία να ξαναφέρουμε το έργο του στην επικαιρότητα και να το εντάξουμε στους προβληματισμούς του σημερινού κινήματος.
Ο Γκράμσι υπήρξε ένας σοσιαλιστής επαναστάτης που αφιέρωσε τη ζωή του στην υπόθεση της αλλαγής της κοινωνίας. Γεννήθηκε το 1891 στη Σαρδηνία, στον φτωχό ιταλικό νότο. Το 1911 τελειώνει το λύκειο και κερδίζει υποτροφία για να σπουδάσει φιλολογία στο Τορίνο. Το Τορίνο είναι ήδη μια πόλη 500.000 χιλιάδων, όπου το ένα τέταρτο των κατοίκων της είναι βιομηχανικοί εργάτες. Η πόλη θεωρείται ως η <<κόκκινη πρωτεύουσα>> της Ιταλίας. Είναι η έδρα της ΦΙΑΤ και της βαριάς βιομηχανίας του ιταλικού Βορρά και αποτελεί το προπύργιο του εργατικού κινήματος. Υπάρχει ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα ενώ μεγάλη είναι η επιρροή του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Είναι η πόλη όπου το 1911 οι μεταλλεργάτες κηρύσσουν <<ανεπίσημη>> γενική απεργία και δημιουργούν για πρώτη φορά τις περίφημες <<εργοστασιακές επιτροπές>>. Ο Γκράμσι, σχεδόν αμέσως, εντάσσεται στη Σοσιαλιστική Νεολαία και από το 1915 αναπτύσσει έντονη δημοσιογραφική δραστηριότητα στον σοσιαλιστικό τύπο. Καθιερώνεται ως μόνιμος αρθογράφος της εφημερίδας του Σοσιαλιστικού Κόμματος <<Φωνή του Λαού>>.
Η Ιταλία, μετά από έντονες διαμάχες στις διάφορες πτέρυγες της άρχουσας τάξης και τις μυστικές συμφωνίες που υπογράφει η πολιτική Δεξιά με τη Γαλλία και τη Βρετανία, συμμετέχει, έστω και καθυστερημένα, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ωστόσο, είναι το μόνο στην Ευρώπη που κρατάει αντιπολεμική θέση. Μαζί με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες καλεί σε ουδετερότητα. Ταυτόχρονα, συγκροτείται και η αριστερή του πτέρυγα η οποία, με ηγέτη τον Μπορντίγκα, καλεί σε ενεργή αντιπολεμική δράση. Μεγάλο τμήμα της νεολαίας του κόμματος, μαζί και ο Γκράμσι, συστρατεύονται με την άποψη αυτή.
Στο Τορίνο, όπου το 1915 η εργατική τάξη προέτρεψε σε γενική απεργία ενάντια στην είσοδο στον πόλεμο, ξεσπάει ―Αύγουστος 1917― η πρώτη μαζική εξέγερση που διαρκεί 4 μέρες, με αφορμή την έλλειψη ψωμιού. Η κυρίαρχη τάξη απαντάει με μαζική βία, χρησιμοποιώντας το στρατό, ενώ οι εργάτες αμύνονται στήνοντας οδοφράγματα στις λαϊκές συνοικίες.
Ήταν η πρώτη μαζική εργατική εξέγερση που κατέδειξε, ωστόσο, την αδυναμία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της αριστερής του πτέρυγας, να αναλάβει την οργάνωση και να συμβάλει στην εξάπλωσή της στην υπόλοιπη Ιταλία. Το χάσμα αυτό ανάμεσα στη συμβιβαστική και παθητική στάση της ηγεσίας του κόμματος και των συνδικάτων και την εντεινόμενη δράση και αυτοπεποίθηση των εργατών θα εκδηλωθεί εντονότερα τα επόμενα χρόνια.
Καταλύτης στη διαδικασία αυτή ήταν το ξέσπασμα και η επικράτηση της επανάστασης στη Ρωσία. Ο απόηχος των γεγονότων είναι, βέβαια, πανευρωπαϊκός. Οι επιπτώσεις τους όμως στο Τορίνο είναι πιο έντονες ίσως από οπουδήποτε αλλού. Τον Αύγουστο του 1917 η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος προσκαλεί στην πόλη ρωσική αντιπροσωπεία. Θα την υποδεχθεί μια μεγάλη διαδήλωση 80.000 εργατών με το σύνθημα <<Ζήτω ο Λένιν>>.
Η άνοδος του κινήματος προσλαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Στη διετία 1918-1920 η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας φθάνει από 250.000 στα 2.000.000 μέλη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα από 20.000 στα 180.000 μέλη, ενώ στις εκλογές το Νοέμβρη του 1919 παίρνει 2.000.000 ψήφους και εκλέγει 156 βουλευτές (στους 508). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ριζοσπαστικοποιείται και το 1919 ζητάει να ενταχθεί στην 3η Διεθνή. Στα εργοστάσια οι εργάτες ξεπερνούν στην πράξη τη ρητορεία των ηγετών τους. Αναγενννούν τις <<εργοστασιακές επιτροπές>> και τις μετατρέπουν σε εργαλείο μαζικής εξέγερσης και συντονισμού των αγώνων τους ενάντια στην αδράνεια των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Στο Νότο οι αγρότες προχωρούν σε καταλήψεις κτημάτων των φεουδαρχών. Το 1919-1920 η Ιταλία ζει την επαναστατική περίοδο των εργοστασιακών συμβουλίων που θα μείνει γνωστή ως η <<Κόκκινη Διετία>>.
Ο Γκράμσι συμμετέχει ενεργά στο κίνημα. Η συμμετοχή του αυτή θα καθορίσει τη σκέψη και τη δράση του για τα επόμενα χρόνια. Από το 1917 είναι πλέον εκδότης της Φωνής του Λαού και μέλος της επιτροπής πόλης του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Τορίνο. Όμως με την έκδοση της εφημερίδας Ordine Nuovo (Νέα Τάξη), τον Απρίλη του 1919, θα αναδειχτεί σε ένθερμο υποστηριχτή και ηγετική φυσιογνωμία των εργοστασιακών συμβουλίων. Η Ordine Nuovo το 1919 έχει κυκλοφορία 3.000 φύλλα και το 1920 ανεβαίνει στα 5.000, αλλά η επιρροή της είναι πολλαπλάσια. Ο ίδιος ο Γκράμσι θα γράψει τον Αύγουστο του 1920. <<Οι εργάτες αγαπούσαν την ‘Ordine Nuovo’ (αυτό μπορούμε να το βεβαιώσουμε με μεγάλη ικανοποίηση). Αλλά γιατί οι εργάτες αγαπούσαν την ‘Ordine Nuovo’; Επειδή στα άρθρα αυτής της εφημερίδας ξαναβρίσκανε ένα μέρος από τον εαυτό τους, το καλύτερο μέρος από τον εαυτό τους… Επειδή τα άρθρα της ‘Ordine Nuovo’ δεν ήταν ψυχρά διανοητικά κατασκευάσματα, αλλά αναβλύζανε από τις συζητήσεις μας με χιλιάδες εργάτες και επεξεργάζονταν αισθήματα, θελήσεις και πάθη πραγματικά της εργατικής τάξης του Τορίνο, που είχαν δοκιμαστεί και προκληθεί από μας…>>.1
Η ομάδα του Ordine Nuovo ανέδειξε το ρόλο της αυθόρμητης δράσης των μαζών την ίδια στιγμή που προωθούσε την ανάπτυξη των εργοστασιακών συμβουλίων σε θεσμούς που οργανώνουν όχι μόνο την ενότητα, αλλά και τη δημιουργικότητα και αυτοπεποίθηση των απλών εργατών, τόσο ενάντια στο αστικό κράτος και τα αφεντικά όσο και απέναντι στους συντηρητικούς συνδικαλιστές ηγέτες. Η βασική θέση του Γκράμσι είναι ότι τα εργοστασιακά συμβούλια επειδή είναι όργανα μάχης κάτω από τον άμεσο έλεγχο όλων των εργατών ανεξάρτητα από την ειδικότητά τους, αποτελούν και τα έμβρυα των θεσμών μια νέας κοινωνίας, ενός εργατικού σοσιαλιστικού κράτους. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά αλλά και η δύναμή τους σε σχέση με τα συνδικάτα που περιορίζουν τη δράση τους στα πλαίσια της καπιταλιστικής νομιμότητας χωρίς να αμφισβητούν την ταξική εξουσία.
Η εργατική τάξη του Τορίνο υλοποιεί πολύ γρήγορα αυτές τις ιδέες. Στα τέλη Μάρτη του 1920 οι εργοδότες στον κλάδο της μεταλλουργίας αναγγέλλουν το κλείσιμο των εργοστασίων τους σε απάντηση στην απεργία των μεταλλουργών, με αφορμή την πρόωρη εφαρμογή της θερινής ώρας, και θέτουν ως όρο τη διάλυση των <<εργοστασιακών επιτροπών>>. Ήταν η σπίθα για να ξεσπάσει γενική απεργία σε όλη την επαρχία του Τορίνο, η οποία διαρκεί δέκα μέρες. Οργανώνεται κεντρικό εργατικό συμβούλιο-Σοβιέτ της πόλης, το οποίο περιφρουρείται από ένοπλους εργάτες. Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των συνδικάτων αρνείται και πάλι να εξαπλώσει το κίνημα στην υπόλοιπη Ιταλία και να αναλάβει το συντονισμό του. Έτσι η εξέγερση οδηγείται στην ήττα. Πρόκειται για το σημείο καμπής που αναγκάζει την αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος να οργανωθεί σε κομμουνιστική ομάδα με σκοπό τη δημιουργία ενός κόμματος με μαρξιστικές αρχές.
Κεντρική σύλληψη της σκέψης του Γκράμσι είναι ότι η εργατική τάξη δεν αποτελεί απλά μια καταπιεσμένη τάξη. Λόγω της συλλογικότητας, της συνειδητής πειθαρχίας και της κεντρικής θέσης της στην παραγωγή μπορεί να απελευθερώσει όλους τους καταπιεσμένους, οργανώνοντας μια νέα κοινωνία μέσα από τα εργοστάσια. Η εργατική τάξη δεν είναι απλά αντικείμενο εκμετάλλευσης αλλά το συλλογικό υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής. Αυτή η θέση είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τη σκέψη και τη δράση του Α. Γκράμσι με τους επαναστάτες από τον Μαρξ και τον Ένγκελς μέχρι τον Λένιν και τον Τρότσκι την ίδια περίοδο.
Αυτός είναι ο λόγος που, παρόλο που συμμερίζεται απόλυτα την κριτική της αριστερής πτέρυγας στην ηγεσία του Σ.Κ., διαβλέπει την αναγκαιότητα να οικοδομηθεί ένα επαναστατικό κόμμα που θα αποτελέσει το <<εργαλείο μάχης>> των εργατών ενάντια στους εργοδότες, αλλά και τη συμβιβαστική και διαλυτική στάση των ρεφορμιστών. Γράφει χαρακτηριστικά: <<Το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης δικαιώνεται μονάχα στο βαθμό που, συντονίζοντας δυναμικά την προλεταριακή δράση, αντιπαραθέτει μια πραγματική επαναστατική εξουσία στη νόμιμη εξουσία του αστικού κράτους και περιορίζει έτσι την ελευθερία πρωτοβουλίας και χειρισμών της τελευταίας: εάν το κόμμα δεν πραγματοποιεί την ενότητα και το συντονισμό των δυνάμεων και αποδείχνεται ένας οργανισμός καθαρά γραφειοκρατικός χωρίς ψυχή και θέληση, τότε η εργατική τάξη ενστικτωδώς θα τείνει να δημιουργήσει ένα άλλο κόμμα και να πλησιάζει τις αναρχικές τάσεις που σκληρά και ακατάπαυστα κριτικάρουν αυτό το συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία των πολιτικών κομμάτων>>.
Έχοντας μια τέτοια αντίληψη, στρέφει τη δράση του στη δημιουργία κομμουνιστικών πυρήνων μέσα στα εργοστάσια, χωρίς να περιορίζεται απλά στη σκληρή ιδεολογική κριτική της ηγεσίας του Σ.Κ., όπως ο Μπορντίγκα.
Το Σεπτέμβρη του 1920, μετά από νέες απειλές της εργοδοσίας για λοκ άουτ, ξεσπάει το δεύτερο κύμα καταλήψεων που ξεκινάει από το Μιλάνο και εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ιταλία. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες καλούν το Σ.Κ. να αναλάβει την οργάνωση του αγώνα, αλλά η ηγεσία του αποποιείται κάθε ευθύνη και καλεί τις οργανώσεις του Τορίνο να αναλάβουν αυτές. Με τη διαλυτική αυτή τακτική έρχονται σε συμφωνία με τον πρωθυπουργό Τζιολίτο οποίος τους δελεάζει με την πρόταση της εργοστασιακής συνδιαχείρισης. Ο ελιγμός αυτός γίνεται τη στιγμή που το κίνημα θέτει ξεκάθαρα το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, ενώ η πιο σκληρή πτέρυγα των αστών επιμένει στην άμεση και σκληρή καταστολή του. Τελικά η πρόταση θα τεθεί σε δημοψήφισμα στα μέλη των συνδικάτων, που αποτελούν ένα μόνο μέρος των εργατών στις εργοστασιακές καταλήψεις. Θα εγκριθεί με μικρή πλειοψηφία.
Η κομμουνιστική ομάδα με ηγέτη τον Μπορντίγκα εκπροσωπώντας 60.000 μέλη, από τα συνολικά 170.000, απαντά στην προδοσία της ηγεσίας με μαζική αποχώρηση από το Σ.Κ.. Τον Ιανουάριο του 1921, στο Λιβόρνο, ιδρύεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας. Όμως, καθώς το επαναστατικό κύμα υποχωρεί τόσο στην Ιταλία όσο και στις χώρες της Ευρώπης, η πολιτική σύγκρουση μετατοπίζεται στη δράση των επαναστατών στη νέα περίοδο ύφεσης του επαναστατικού κινήματος.
Ο Γκράμσι είναι από τους πρώτους που από το 1921 θα επισημαίνει τον κίνδυνο μιας φασιστικής δικτατορίας. Στο νέο κόμμα δίνει τη μάχη για μια πολιτική ενιαίου μετώπου όλων των εργατών ενάντια στο φασισμό, όπως πρότεινε στο 3ο συνέδριό της η Κομμουνιστική Διεθνής. Είναι αυτός που σηκώνει το βάρος της αντιπαράθεσης με τις υπεραριστερές θέσεις του Μπορντίγκα που απέκλειαν οποιαδήποτε συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα και στην πράξη οδηγούσαν σε παθητική αντιμετώπιση της κατάστασης.
Το 1924 εκλέγεται γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος και στο συνέδριό του το Γενάρη του 1926 στη Λυών πείθει την πλειοψηφία στην άποψη ότι ένα επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί από μόνο του και στο όνομα της μαρξιστικής θεωρίας να αναγορεύεται σε <<ηγέτη>> των μαζών. Αντίθετα, πρέπει να λειτουργεί σαν την πρωτοπορία της τάξης, να επικοινωνεί με όλα τα τμήματά της και να τα παρακινεί, με τις πρωτοβουλίες του, σε κοινή δράση. Μόνον έτσι μπορεί να αποκαλύψει τη συμβιβαστικότητα και τον ψεύτικο ρεαλισμό των μεταρρυθμιστικών ηγεσιών και να κερδίσει την αναγνώριση των μαζών ως το δικό τους κόμμα.
Αργότερα, στα Τετράδια της φυλακής (1929-1933), ο Γκράμσι θα προχωρήσει στη θεωρητική επεξεργασία και ανάλυση αυτής της πολιτικής. Οι αναλύσεις του αυτές αποτελούν και μια απάντηση στην ολέθρια πολιτική γραμμή περί <<επικειμένης κατάρρευσης του καπιταλισμού>> και της <<άμεσης επαναστατικής επίθεσης>> που, από το 1928, θα επιβάλει η σταλινική ηγεσία σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα αδιαφορώντας ουσιαστικά για την πολιτική πραγματικότητα στην οποία βρίσκεται η πλειοψηφία των εργατών ή ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο μιας κοινής δράσης όλων, επαναστατών και ρεφορμιστών, ενάντια στο φασισμό.
Στα <<Τετράδια>> ουσιαστικά επεξεργάζεται την εμπειρία του επαναστατικού κινήματος στην Ιταλία της προηγούμενης δεκαετίας και αναδεικνύεται στον θεωρητικό της εργατικής επανάστασης στην αναπτυγμένη Δύση. Η αντίληψη ότι η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της αλλαγής και όχι ένα παθητικό υλικό προς διαφώτιση, τον οδήγησε στο να μην υποτιμά τις ιδέες και τις απόψεις που διαμορφώνουν οι εργάτες, με την εμπειρία των αγώνων τους, αποκρυσταλλώθηκε σε μια άλλη θεμελιώδη του άποψη· όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι, όλοι διαθέτουν μια κοσμοθεωρία για να εξηγούν την κοινωνία και να επιλέγουν τη στάση και τη δράση τους. Αυτή η κοσμοθεωρία, όμως, αναπτύσσεται σε μια ταξική κοινωνία, όπου η κυρίαρχη τάξη δεν διαθέτει μόνον την οικονομική ισχύ αλλά και την ηγεμονία των ιδεών της.
Το αστικό κράτος δεν αποτελείται μόνο από θεσμούς υλικής βίας και καταστολής, δηλαδή από τον στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια. Διαθέτει σειρά άλλων μηχανισμών που αρχίζουν από τα εργοστάσια και φτάνουν στο εκπαιδευτικό σύστημα, στα κόμματα, στο κοινοβούλιο, στα συνδικάτα, στα μέσα <<ενημέρωσης>>. Όλοι αυτοί οι <<θεσμοί>>, σε συνεργασία με το <<μακρύ χέρι>> της κρατικής καταστολής ―όταν αυτή είναι αναγκαία― επιβάλλουν, για κάποιο διάστημα, τη συναίνεση των καταπιεσμένων στην αστική εξουσία. Διαμορφώνουν, δηλαδή, μια <<κοινή λογική>> στη συνείδηση της πλειοψηφίας. Μια <<λογική>> που συνυπάρχει με μιαν αντίρροπη <<ορθή αντίληψη>>, που δημιουργούν οι συλλογικές εμπειρίες και οι αγώνες των εργατών απέναντι στην εκμετάλλευσή τους.
Πρόκειται για μια αντιφατική συνείδηση που παίζει κρίσιμο ρόλο στη δράση του επαναστατικού κόμματος. Ο Γκράμσι αντιμετώπιζε τα ρεφορμιστικά κόμματα ως την οργανωμένη έκφραση αυτής της αντιφατικής συνείδησης· κόμματα που, ενώ προσφέρουν μιαν στοιχειώδη προστασία και άμυνα στους εργαζόμενους από τις επιθέσεις της κυρίαρχης τάξης, ταυτόχρονα αποτελούν τροχοπέδη στις προοδευτικές ιδέες και στις πρακτικές σύγκρουσης με το καπιταλιστικό σύστημα. Απ’ την άλλη, θεωρούσε το επαναστατικό κόμμα ως τον <<σύγχρονο ηγεμόνα>>, ως θεσμό που μπορεί να καταστεί συλλογικά ο πραγματικός ηγέτης των μαζών. Για να το καταφέρει αυτό το επαναστατικό κόμμα πρέπει να συνεκτιμήσει αυτή την αντιφατική συνείδηση και να μάθει να χρησιμοποιεί τη «μαιευτική μέθοδο» ―όπως έλεγε ο ίδιος― να αναδεικνύει, δηλαδή, και να γενικεύει τις καλύτερες εμπειρίες από την αυθόρμητη δράση των εργατικών μαζών. Να βρίσκεται μέσα στην πραγματική ζωή των εργατών, να ξεκινάει πάντα από τα προβλήματα, τα αιτήματα, τους αγώνες και τις εμπειρίες τους και πάνω σ’ αυτά να εκπαιδεύεται και το ίδιο να διαμορφώνει τις απαντήσεις του και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες δράσης ταυτόχρονα. Σύμφωνα με μια διατύπωση του Λένιν που χρησιμοποιούσε και ο Γκράμσι, <<μπορούμε να διευθύνουμε μόνον όταν εκφράζουμε σωστά αυτό που συνειδητοποιεί ο λαός>>.
Κανένας από τους δύο δεν κήρυττε την υποταγή σε έναν ψεύτικο ρεαλισμό, στις συνθήκες όπως εμφανίζονται στατικά σε μια δεδομένη στιγμή. Ο Γκράμσι υποστήριζε ότι η έγκυρη πραγματικότητα δεν είναι κάτι στατικό, αλλά ένας συσχετισμός δύναμης σε συνεχή κίνηση και αλλαγή, που διαμορφώνεται εξίσου από τη συνειδητή δράση των ανθρώπων. Για το επαναστατικό κόμμα η ανάλυση των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών έχει σημασία προκειμένουν να αναλαμβάνει δράση, να δίνει μάχες όχι μόνο ιδεολογικές αλλά για να βοηθάει την ενωτική και νικηφόρα δράση των εργατών μέσα από συγκεκριμένους στόχους που ενισχύουν τη θέληση και την αυτοπεποίθησή τους για κοινωνική αλλαγή.
Στη μάχη αυτή ο Γκράμσι επιμένει ότι δεν μπορούμε να ξεχνάμε ποτέ την ισχύ του αστικού κράτους το οποίο απέναντι στο ανερχόμενο επαναστατικό κίνημα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την ωμή βία των μηχανισμών καταστολής. Η τραγική εμπειρία της ανόδου του φασισμού ήταν άλλωστε πολύ σκληρή για να μπορεί κανείς να την ξεχνάει. Αποτελεί, λοιπόν, μονομερή και στρεβλωτική ερμηνεία των ιδεών του, η αντίληψη που θέλει τον Γκράμσι να απορρίπτει την προοπτική της επανάστασης στη Δύση και να προτείνει στη θέση της την κατάκτηση της <<ιδεολογικής ηγεμονίας>> μια μακρά, δηλαδή, περίοδο ιδεολογικής διαφώτισης των μαζών ή ακόμη και τη συμμετοχή της πολιτικής αριστεράς σε κυβερνήσεις για τη σταδιακή αλλαγή του καπιταλισμού. Για τον Γκράμσι, η κατάκτηση της <<ιδεολογικής ηγεμονίας>> δεν λύνει το πρόβλημα της κρατικής εξουσίας, δηλαδή ποια τάξη ασκεί την οικονομική και πολιτική εξουσία.
Οι αναλύσεις του για τον τρόπο με τον οποίο η εργατική τάξη μπορεί να διαμορφώσει τη συνείδηση και την ικανότητα να ηγηθεί των καταπιεσμένων, να κερδίσει δηλαδή την ιδεολογική ηγεμονία, προσφέρουν συγκεκριμένες απαντήσεις για το πώς μπορεί να επιτευχθεί η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού στη Δύση. Οι θέσεις του αποτελούν την επεξεργασία της άποψης που υποστήριξε ο Λένιν, ήδη από το Μάρτιο του 1918, στο 7ο συνέδριο του Κ.Κ.Ρωσίας: <<Να αρχίσει όμως κανείς χωρίς προετοιμασία την επανάσταση σε μια χώρα όπου έχει αναπτυχθεί ο καπιταλισμός κι έχει δώσει το δημοκρατικό πολιτισμό και τη δημοκρατική οργάνωση και στον τελευταίο άνθρωπο, θα ήταν λαθεμένο και ανόητο>>.
Για τον Γκράμσι, οι επαναστάτες πρέπει να στηρίζονται και να στηρίζουν πάντα τα αυθόρμητα κινήματα. Διεξάγουν έναν <<πόλεμο θέσεων>> όχι μόνον σε ιδεολογικό επίπεδο αλλά και για να τα οργανώσουν ώστε να υπάρξουν νίκες, που ανεβάζουν το πνεύμα της συλλογικότητας και την αυτοπεποίθηση των εργαζόμενων. Προετοιμάζονται έτσι για τον <<πόλεμο ελιγμών>>, για την περίοδο και τη στιγμή που θα χρειαστεί να παλέψουν άμεσα για τον τελικό στόχο, την ανατροπή του αστικού κράτους και όλων των θεσμών του.
Στην πραγματικότητα το επαναστατικό κόμμα εκπαιδεύει τον εαυτό του για να μπορεί να διεξάγει και τους δύο πολέμους· τον <<πόλεμο>> του κινήματος σήμερα και τον πόλεμο της επανάστασης, τη στιγμή που οι συνθήκες του καπιταλισμού, η δράση του κινήματος και η παρέμβαση των επαναστατών φέρουν σε ημερήσια διάταξη το ζήτημα της ανατροπής και της εργατικής εξουσίας. Έτσι, αποκτάει και την ικανότητα να προσαρμόζεται γρήγορα στη συγκυρία και να περνάει από τον <<πόλεμο θέσεων>> σε μια επιθετική τακτική όταν μεγάλες μάζες μπαίνουν στο προσκήνιο του αγώνα και επιδιώκουν αποφασιστικές νίκες ενάντια στις κυβερνήσεις και το κράτος.
Λειτουργώντας έτσι το επαναστατικό κόμμα γίνεται το πεδίο διαμόρφωσης αυτών που ο Γκράμσι ονόμαζε <<οργανικοί διανοούμενοι>>. Όχι, δηλαδή, των ακαδημαϊκών που ασχολούνται σχολαστικά με τη θεωρία, αλλά των επαναστατών διανοούμενων, που παρεμβαίνουν συλλογικά και αναπτύσσουν δράση μαζί με όλο το κίνημα. Για τον Γκράμσι, ο «οργανικός διανοούμενος» είναι ένας ειδικός-επιστήμονας του κινήματος, που ασχολείται με όλες τις πτυχές και τα ζητήματα της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής αλλά που ποτέ δεν αντιμετωπίζει το κίνημα αφ’ υψηλού, αλλά ως κομμάτι και οργανωτής του διδάσκεται απ’ αυτό. Ο μαρξισμός στην αντίληψή του δεν μπορεί παρά να είναι η φιλοσοφία της πράξης, της συλλογικής και ατομικής δράσης για την αλλαγή της κοινωνίας και της ζωής μας.
Οι εμπειρίες του κινήματος αποτελούν κριτήριο για την εγκυρότητα των αναλύσεων του Γκράμσι και σήμερα. Οι αγώνες φοιτητών και εργαζόμενων, τη χρονιά που πέρασε, έφεραν στο προσκήνιο το συσσωρευμένο ριζοσπαστισμό που εκφράστηκε με κοινό πλαίσιο δράσης, <<ανοιχτές>> συντονιστικές επιτροπές, ενωτικά συλλαλητήρια και προτροπή στο σύνολο της εργατικής τάξης για ενιαία κοινωνική δράση. Από τα κοινοτικά συμβούλια στη Βενεζουέλα μέχρι τις γενικές συνελεύσεις και τα συντονιστικά των φοιτητών, οι ιδέες του Γκράμσι αποκτούν πάλι σάρκα και οστά. Η γενιά του Σιατλ και της Γένοβας, του αντιπολεμικού κινήματος και <<του άρθρου 16>> έχει να διδαχθεί πολλά από το έργο του για να συνεχίσει τους αγώνες της κοινωνικής αλλαγής
Ο Γκράμσι υπήρξε ένας σοσιαλιστής επαναστάτης που αφιέρωσε τη ζωή του στην υπόθεση της αλλαγής της κοινωνίας. Γεννήθηκε το 1891 στη Σαρδηνία, στον φτωχό ιταλικό νότο. Το 1911 τελειώνει το λύκειο και κερδίζει υποτροφία για να σπουδάσει φιλολογία στο Τορίνο. Το Τορίνο είναι ήδη μια πόλη 500.000 χιλιάδων, όπου το ένα τέταρτο των κατοίκων της είναι βιομηχανικοί εργάτες. Η πόλη θεωρείται ως η <<κόκκινη πρωτεύουσα>> της Ιταλίας. Είναι η έδρα της ΦΙΑΤ και της βαριάς βιομηχανίας του ιταλικού Βορρά και αποτελεί το προπύργιο του εργατικού κινήματος. Υπάρχει ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα ενώ μεγάλη είναι η επιρροή του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Είναι η πόλη όπου το 1911 οι μεταλλεργάτες κηρύσσουν <<ανεπίσημη>> γενική απεργία και δημιουργούν για πρώτη φορά τις περίφημες <<εργοστασιακές επιτροπές>>. Ο Γκράμσι, σχεδόν αμέσως, εντάσσεται στη Σοσιαλιστική Νεολαία και από το 1915 αναπτύσσει έντονη δημοσιογραφική δραστηριότητα στον σοσιαλιστικό τύπο. Καθιερώνεται ως μόνιμος αρθογράφος της εφημερίδας του Σοσιαλιστικού Κόμματος <<Φωνή του Λαού>>.
Η Ιταλία, μετά από έντονες διαμάχες στις διάφορες πτέρυγες της άρχουσας τάξης και τις μυστικές συμφωνίες που υπογράφει η πολιτική Δεξιά με τη Γαλλία και τη Βρετανία, συμμετέχει, έστω και καθυστερημένα, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ωστόσο, είναι το μόνο στην Ευρώπη που κρατάει αντιπολεμική θέση. Μαζί με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες καλεί σε ουδετερότητα. Ταυτόχρονα, συγκροτείται και η αριστερή του πτέρυγα η οποία, με ηγέτη τον Μπορντίγκα, καλεί σε ενεργή αντιπολεμική δράση. Μεγάλο τμήμα της νεολαίας του κόμματος, μαζί και ο Γκράμσι, συστρατεύονται με την άποψη αυτή.
Στο Τορίνο, όπου το 1915 η εργατική τάξη προέτρεψε σε γενική απεργία ενάντια στην είσοδο στον πόλεμο, ξεσπάει ―Αύγουστος 1917― η πρώτη μαζική εξέγερση που διαρκεί 4 μέρες, με αφορμή την έλλειψη ψωμιού. Η κυρίαρχη τάξη απαντάει με μαζική βία, χρησιμοποιώντας το στρατό, ενώ οι εργάτες αμύνονται στήνοντας οδοφράγματα στις λαϊκές συνοικίες.
Ήταν η πρώτη μαζική εργατική εξέγερση που κατέδειξε, ωστόσο, την αδυναμία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και της αριστερής του πτέρυγας, να αναλάβει την οργάνωση και να συμβάλει στην εξάπλωσή της στην υπόλοιπη Ιταλία. Το χάσμα αυτό ανάμεσα στη συμβιβαστική και παθητική στάση της ηγεσίας του κόμματος και των συνδικάτων και την εντεινόμενη δράση και αυτοπεποίθηση των εργατών θα εκδηλωθεί εντονότερα τα επόμενα χρόνια.
Καταλύτης στη διαδικασία αυτή ήταν το ξέσπασμα και η επικράτηση της επανάστασης στη Ρωσία. Ο απόηχος των γεγονότων είναι, βέβαια, πανευρωπαϊκός. Οι επιπτώσεις τους όμως στο Τορίνο είναι πιο έντονες ίσως από οπουδήποτε αλλού. Τον Αύγουστο του 1917 η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος προσκαλεί στην πόλη ρωσική αντιπροσωπεία. Θα την υποδεχθεί μια μεγάλη διαδήλωση 80.000 εργατών με το σύνθημα <<Ζήτω ο Λένιν>>.
Η άνοδος του κινήματος προσλαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις. Στη διετία 1918-1920 η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας φθάνει από 250.000 στα 2.000.000 μέλη, το Σοσιαλιστικό Κόμμα από 20.000 στα 180.000 μέλη, ενώ στις εκλογές το Νοέμβρη του 1919 παίρνει 2.000.000 ψήφους και εκλέγει 156 βουλευτές (στους 508). Το Σοσιαλιστικό Κόμμα ριζοσπαστικοποιείται και το 1919 ζητάει να ενταχθεί στην 3η Διεθνή. Στα εργοστάσια οι εργάτες ξεπερνούν στην πράξη τη ρητορεία των ηγετών τους. Αναγενννούν τις <<εργοστασιακές επιτροπές>> και τις μετατρέπουν σε εργαλείο μαζικής εξέγερσης και συντονισμού των αγώνων τους ενάντια στην αδράνεια των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Στο Νότο οι αγρότες προχωρούν σε καταλήψεις κτημάτων των φεουδαρχών. Το 1919-1920 η Ιταλία ζει την επαναστατική περίοδο των εργοστασιακών συμβουλίων που θα μείνει γνωστή ως η <<Κόκκινη Διετία>>.
Ο Γκράμσι συμμετέχει ενεργά στο κίνημα. Η συμμετοχή του αυτή θα καθορίσει τη σκέψη και τη δράση του για τα επόμενα χρόνια. Από το 1917 είναι πλέον εκδότης της Φωνής του Λαού και μέλος της επιτροπής πόλης του Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Τορίνο. Όμως με την έκδοση της εφημερίδας Ordine Nuovo (Νέα Τάξη), τον Απρίλη του 1919, θα αναδειχτεί σε ένθερμο υποστηριχτή και ηγετική φυσιογνωμία των εργοστασιακών συμβουλίων. Η Ordine Nuovo το 1919 έχει κυκλοφορία 3.000 φύλλα και το 1920 ανεβαίνει στα 5.000, αλλά η επιρροή της είναι πολλαπλάσια. Ο ίδιος ο Γκράμσι θα γράψει τον Αύγουστο του 1920. <<Οι εργάτες αγαπούσαν την ‘Ordine Nuovo’ (αυτό μπορούμε να το βεβαιώσουμε με μεγάλη ικανοποίηση). Αλλά γιατί οι εργάτες αγαπούσαν την ‘Ordine Nuovo’; Επειδή στα άρθρα αυτής της εφημερίδας ξαναβρίσκανε ένα μέρος από τον εαυτό τους, το καλύτερο μέρος από τον εαυτό τους… Επειδή τα άρθρα της ‘Ordine Nuovo’ δεν ήταν ψυχρά διανοητικά κατασκευάσματα, αλλά αναβλύζανε από τις συζητήσεις μας με χιλιάδες εργάτες και επεξεργάζονταν αισθήματα, θελήσεις και πάθη πραγματικά της εργατικής τάξης του Τορίνο, που είχαν δοκιμαστεί και προκληθεί από μας…>>.1
Η ομάδα του Ordine Nuovo ανέδειξε το ρόλο της αυθόρμητης δράσης των μαζών την ίδια στιγμή που προωθούσε την ανάπτυξη των εργοστασιακών συμβουλίων σε θεσμούς που οργανώνουν όχι μόνο την ενότητα, αλλά και τη δημιουργικότητα και αυτοπεποίθηση των απλών εργατών, τόσο ενάντια στο αστικό κράτος και τα αφεντικά όσο και απέναντι στους συντηρητικούς συνδικαλιστές ηγέτες. Η βασική θέση του Γκράμσι είναι ότι τα εργοστασιακά συμβούλια επειδή είναι όργανα μάχης κάτω από τον άμεσο έλεγχο όλων των εργατών ανεξάρτητα από την ειδικότητά τους, αποτελούν και τα έμβρυα των θεσμών μια νέας κοινωνίας, ενός εργατικού σοσιαλιστικού κράτους. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά αλλά και η δύναμή τους σε σχέση με τα συνδικάτα που περιορίζουν τη δράση τους στα πλαίσια της καπιταλιστικής νομιμότητας χωρίς να αμφισβητούν την ταξική εξουσία.
Η εργατική τάξη του Τορίνο υλοποιεί πολύ γρήγορα αυτές τις ιδέες. Στα τέλη Μάρτη του 1920 οι εργοδότες στον κλάδο της μεταλλουργίας αναγγέλλουν το κλείσιμο των εργοστασίων τους σε απάντηση στην απεργία των μεταλλουργών, με αφορμή την πρόωρη εφαρμογή της θερινής ώρας, και θέτουν ως όρο τη διάλυση των <<εργοστασιακών επιτροπών>>. Ήταν η σπίθα για να ξεσπάσει γενική απεργία σε όλη την επαρχία του Τορίνο, η οποία διαρκεί δέκα μέρες. Οργανώνεται κεντρικό εργατικό συμβούλιο-Σοβιέτ της πόλης, το οποίο περιφρουρείται από ένοπλους εργάτες. Η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των συνδικάτων αρνείται και πάλι να εξαπλώσει το κίνημα στην υπόλοιπη Ιταλία και να αναλάβει το συντονισμό του. Έτσι η εξέγερση οδηγείται στην ήττα. Πρόκειται για το σημείο καμπής που αναγκάζει την αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος να οργανωθεί σε κομμουνιστική ομάδα με σκοπό τη δημιουργία ενός κόμματος με μαρξιστικές αρχές.
Κεντρική σύλληψη της σκέψης του Γκράμσι είναι ότι η εργατική τάξη δεν αποτελεί απλά μια καταπιεσμένη τάξη. Λόγω της συλλογικότητας, της συνειδητής πειθαρχίας και της κεντρικής θέσης της στην παραγωγή μπορεί να απελευθερώσει όλους τους καταπιεσμένους, οργανώνοντας μια νέα κοινωνία μέσα από τα εργοστάσια. Η εργατική τάξη δεν είναι απλά αντικείμενο εκμετάλλευσης αλλά το συλλογικό υποκείμενο της κοινωνικής αλλαγής. Αυτή η θέση είναι το κόκκινο νήμα που συνδέει τη σκέψη και τη δράση του Α. Γκράμσι με τους επαναστάτες από τον Μαρξ και τον Ένγκελς μέχρι τον Λένιν και τον Τρότσκι την ίδια περίοδο.
Αυτός είναι ο λόγος που, παρόλο που συμμερίζεται απόλυτα την κριτική της αριστερής πτέρυγας στην ηγεσία του Σ.Κ., διαβλέπει την αναγκαιότητα να οικοδομηθεί ένα επαναστατικό κόμμα που θα αποτελέσει το <<εργαλείο μάχης>> των εργατών ενάντια στους εργοδότες, αλλά και τη συμβιβαστική και διαλυτική στάση των ρεφορμιστών. Γράφει χαρακτηριστικά: <<Το πολιτικό κόμμα της εργατικής τάξης δικαιώνεται μονάχα στο βαθμό που, συντονίζοντας δυναμικά την προλεταριακή δράση, αντιπαραθέτει μια πραγματική επαναστατική εξουσία στη νόμιμη εξουσία του αστικού κράτους και περιορίζει έτσι την ελευθερία πρωτοβουλίας και χειρισμών της τελευταίας: εάν το κόμμα δεν πραγματοποιεί την ενότητα και το συντονισμό των δυνάμεων και αποδείχνεται ένας οργανισμός καθαρά γραφειοκρατικός χωρίς ψυχή και θέληση, τότε η εργατική τάξη ενστικτωδώς θα τείνει να δημιουργήσει ένα άλλο κόμμα και να πλησιάζει τις αναρχικές τάσεις που σκληρά και ακατάπαυστα κριτικάρουν αυτό το συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία των πολιτικών κομμάτων>>.
Έχοντας μια τέτοια αντίληψη, στρέφει τη δράση του στη δημιουργία κομμουνιστικών πυρήνων μέσα στα εργοστάσια, χωρίς να περιορίζεται απλά στη σκληρή ιδεολογική κριτική της ηγεσίας του Σ.Κ., όπως ο Μπορντίγκα.
Το Σεπτέμβρη του 1920, μετά από νέες απειλές της εργοδοσίας για λοκ άουτ, ξεσπάει το δεύτερο κύμα καταλήψεων που ξεκινάει από το Μιλάνο και εξαπλώνεται σε ολόκληρη την Ιταλία. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες καλούν το Σ.Κ. να αναλάβει την οργάνωση του αγώνα, αλλά η ηγεσία του αποποιείται κάθε ευθύνη και καλεί τις οργανώσεις του Τορίνο να αναλάβουν αυτές. Με τη διαλυτική αυτή τακτική έρχονται σε συμφωνία με τον πρωθυπουργό Τζιολίτο οποίος τους δελεάζει με την πρόταση της εργοστασιακής συνδιαχείρισης. Ο ελιγμός αυτός γίνεται τη στιγμή που το κίνημα θέτει ξεκάθαρα το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, ενώ η πιο σκληρή πτέρυγα των αστών επιμένει στην άμεση και σκληρή καταστολή του. Τελικά η πρόταση θα τεθεί σε δημοψήφισμα στα μέλη των συνδικάτων, που αποτελούν ένα μόνο μέρος των εργατών στις εργοστασιακές καταλήψεις. Θα εγκριθεί με μικρή πλειοψηφία.
Η κομμουνιστική ομάδα με ηγέτη τον Μπορντίγκα εκπροσωπώντας 60.000 μέλη, από τα συνολικά 170.000, απαντά στην προδοσία της ηγεσίας με μαζική αποχώρηση από το Σ.Κ.. Τον Ιανουάριο του 1921, στο Λιβόρνο, ιδρύεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας. Όμως, καθώς το επαναστατικό κύμα υποχωρεί τόσο στην Ιταλία όσο και στις χώρες της Ευρώπης, η πολιτική σύγκρουση μετατοπίζεται στη δράση των επαναστατών στη νέα περίοδο ύφεσης του επαναστατικού κινήματος.
Ο Γκράμσι είναι από τους πρώτους που από το 1921 θα επισημαίνει τον κίνδυνο μιας φασιστικής δικτατορίας. Στο νέο κόμμα δίνει τη μάχη για μια πολιτική ενιαίου μετώπου όλων των εργατών ενάντια στο φασισμό, όπως πρότεινε στο 3ο συνέδριό της η Κομμουνιστική Διεθνής. Είναι αυτός που σηκώνει το βάρος της αντιπαράθεσης με τις υπεραριστερές θέσεις του Μπορντίγκα που απέκλειαν οποιαδήποτε συμμαχία με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τα συνδικάτα και στην πράξη οδηγούσαν σε παθητική αντιμετώπιση της κατάστασης.
Το 1924 εκλέγεται γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος και στο συνέδριό του το Γενάρη του 1926 στη Λυών πείθει την πλειοψηφία στην άποψη ότι ένα επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί από μόνο του και στο όνομα της μαρξιστικής θεωρίας να αναγορεύεται σε <<ηγέτη>> των μαζών. Αντίθετα, πρέπει να λειτουργεί σαν την πρωτοπορία της τάξης, να επικοινωνεί με όλα τα τμήματά της και να τα παρακινεί, με τις πρωτοβουλίες του, σε κοινή δράση. Μόνον έτσι μπορεί να αποκαλύψει τη συμβιβαστικότητα και τον ψεύτικο ρεαλισμό των μεταρρυθμιστικών ηγεσιών και να κερδίσει την αναγνώριση των μαζών ως το δικό τους κόμμα.
Αργότερα, στα Τετράδια της φυλακής (1929-1933), ο Γκράμσι θα προχωρήσει στη θεωρητική επεξεργασία και ανάλυση αυτής της πολιτικής. Οι αναλύσεις του αυτές αποτελούν και μια απάντηση στην ολέθρια πολιτική γραμμή περί <<επικειμένης κατάρρευσης του καπιταλισμού>> και της <<άμεσης επαναστατικής επίθεσης>> που, από το 1928, θα επιβάλει η σταλινική ηγεσία σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα αδιαφορώντας ουσιαστικά για την πολιτική πραγματικότητα στην οποία βρίσκεται η πλειοψηφία των εργατών ή ακόμη περισσότερο το ενδεχόμενο μιας κοινής δράσης όλων, επαναστατών και ρεφορμιστών, ενάντια στο φασισμό.
Στα <<Τετράδια>> ουσιαστικά επεξεργάζεται την εμπειρία του επαναστατικού κινήματος στην Ιταλία της προηγούμενης δεκαετίας και αναδεικνύεται στον θεωρητικό της εργατικής επανάστασης στην αναπτυγμένη Δύση. Η αντίληψη ότι η εργατική τάξη είναι το υποκείμενο της αλλαγής και όχι ένα παθητικό υλικό προς διαφώτιση, τον οδήγησε στο να μην υποτιμά τις ιδέες και τις απόψεις που διαμορφώνουν οι εργάτες, με την εμπειρία των αγώνων τους, αποκρυσταλλώθηκε σε μια άλλη θεμελιώδη του άποψη· όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι, όλοι διαθέτουν μια κοσμοθεωρία για να εξηγούν την κοινωνία και να επιλέγουν τη στάση και τη δράση τους. Αυτή η κοσμοθεωρία, όμως, αναπτύσσεται σε μια ταξική κοινωνία, όπου η κυρίαρχη τάξη δεν διαθέτει μόνον την οικονομική ισχύ αλλά και την ηγεμονία των ιδεών της.
Το αστικό κράτος δεν αποτελείται μόνο από θεσμούς υλικής βίας και καταστολής, δηλαδή από τον στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια. Διαθέτει σειρά άλλων μηχανισμών που αρχίζουν από τα εργοστάσια και φτάνουν στο εκπαιδευτικό σύστημα, στα κόμματα, στο κοινοβούλιο, στα συνδικάτα, στα μέσα <<ενημέρωσης>>. Όλοι αυτοί οι <<θεσμοί>>, σε συνεργασία με το <<μακρύ χέρι>> της κρατικής καταστολής ―όταν αυτή είναι αναγκαία― επιβάλλουν, για κάποιο διάστημα, τη συναίνεση των καταπιεσμένων στην αστική εξουσία. Διαμορφώνουν, δηλαδή, μια <<κοινή λογική>> στη συνείδηση της πλειοψηφίας. Μια <<λογική>> που συνυπάρχει με μιαν αντίρροπη <<ορθή αντίληψη>>, που δημιουργούν οι συλλογικές εμπειρίες και οι αγώνες των εργατών απέναντι στην εκμετάλλευσή τους.
Πρόκειται για μια αντιφατική συνείδηση που παίζει κρίσιμο ρόλο στη δράση του επαναστατικού κόμματος. Ο Γκράμσι αντιμετώπιζε τα ρεφορμιστικά κόμματα ως την οργανωμένη έκφραση αυτής της αντιφατικής συνείδησης· κόμματα που, ενώ προσφέρουν μιαν στοιχειώδη προστασία και άμυνα στους εργαζόμενους από τις επιθέσεις της κυρίαρχης τάξης, ταυτόχρονα αποτελούν τροχοπέδη στις προοδευτικές ιδέες και στις πρακτικές σύγκρουσης με το καπιταλιστικό σύστημα. Απ’ την άλλη, θεωρούσε το επαναστατικό κόμμα ως τον <<σύγχρονο ηγεμόνα>>, ως θεσμό που μπορεί να καταστεί συλλογικά ο πραγματικός ηγέτης των μαζών. Για να το καταφέρει αυτό το επαναστατικό κόμμα πρέπει να συνεκτιμήσει αυτή την αντιφατική συνείδηση και να μάθει να χρησιμοποιεί τη «μαιευτική μέθοδο» ―όπως έλεγε ο ίδιος― να αναδεικνύει, δηλαδή, και να γενικεύει τις καλύτερες εμπειρίες από την αυθόρμητη δράση των εργατικών μαζών. Να βρίσκεται μέσα στην πραγματική ζωή των εργατών, να ξεκινάει πάντα από τα προβλήματα, τα αιτήματα, τους αγώνες και τις εμπειρίες τους και πάνω σ’ αυτά να εκπαιδεύεται και το ίδιο να διαμορφώνει τις απαντήσεις του και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες δράσης ταυτόχρονα. Σύμφωνα με μια διατύπωση του Λένιν που χρησιμοποιούσε και ο Γκράμσι, <<μπορούμε να διευθύνουμε μόνον όταν εκφράζουμε σωστά αυτό που συνειδητοποιεί ο λαός>>.
Κανένας από τους δύο δεν κήρυττε την υποταγή σε έναν ψεύτικο ρεαλισμό, στις συνθήκες όπως εμφανίζονται στατικά σε μια δεδομένη στιγμή. Ο Γκράμσι υποστήριζε ότι η έγκυρη πραγματικότητα δεν είναι κάτι στατικό, αλλά ένας συσχετισμός δύναμης σε συνεχή κίνηση και αλλαγή, που διαμορφώνεται εξίσου από τη συνειδητή δράση των ανθρώπων. Για το επαναστατικό κόμμα η ανάλυση των οικονομικών και πολιτικών συνθηκών έχει σημασία προκειμένουν να αναλαμβάνει δράση, να δίνει μάχες όχι μόνο ιδεολογικές αλλά για να βοηθάει την ενωτική και νικηφόρα δράση των εργατών μέσα από συγκεκριμένους στόχους που ενισχύουν τη θέληση και την αυτοπεποίθησή τους για κοινωνική αλλαγή.
Στη μάχη αυτή ο Γκράμσι επιμένει ότι δεν μπορούμε να ξεχνάμε ποτέ την ισχύ του αστικού κράτους το οποίο απέναντι στο ανερχόμενο επαναστατικό κίνημα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την ωμή βία των μηχανισμών καταστολής. Η τραγική εμπειρία της ανόδου του φασισμού ήταν άλλωστε πολύ σκληρή για να μπορεί κανείς να την ξεχνάει. Αποτελεί, λοιπόν, μονομερή και στρεβλωτική ερμηνεία των ιδεών του, η αντίληψη που θέλει τον Γκράμσι να απορρίπτει την προοπτική της επανάστασης στη Δύση και να προτείνει στη θέση της την κατάκτηση της <<ιδεολογικής ηγεμονίας>> μια μακρά, δηλαδή, περίοδο ιδεολογικής διαφώτισης των μαζών ή ακόμη και τη συμμετοχή της πολιτικής αριστεράς σε κυβερνήσεις για τη σταδιακή αλλαγή του καπιταλισμού. Για τον Γκράμσι, η κατάκτηση της <<ιδεολογικής ηγεμονίας>> δεν λύνει το πρόβλημα της κρατικής εξουσίας, δηλαδή ποια τάξη ασκεί την οικονομική και πολιτική εξουσία.
Οι αναλύσεις του για τον τρόπο με τον οποίο η εργατική τάξη μπορεί να διαμορφώσει τη συνείδηση και την ικανότητα να ηγηθεί των καταπιεσμένων, να κερδίσει δηλαδή την ιδεολογική ηγεμονία, προσφέρουν συγκεκριμένες απαντήσεις για το πώς μπορεί να επιτευχθεί η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού στη Δύση. Οι θέσεις του αποτελούν την επεξεργασία της άποψης που υποστήριξε ο Λένιν, ήδη από το Μάρτιο του 1918, στο 7ο συνέδριο του Κ.Κ.Ρωσίας: <<Να αρχίσει όμως κανείς χωρίς προετοιμασία την επανάσταση σε μια χώρα όπου έχει αναπτυχθεί ο καπιταλισμός κι έχει δώσει το δημοκρατικό πολιτισμό και τη δημοκρατική οργάνωση και στον τελευταίο άνθρωπο, θα ήταν λαθεμένο και ανόητο>>.
Για τον Γκράμσι, οι επαναστάτες πρέπει να στηρίζονται και να στηρίζουν πάντα τα αυθόρμητα κινήματα. Διεξάγουν έναν <<πόλεμο θέσεων>> όχι μόνον σε ιδεολογικό επίπεδο αλλά και για να τα οργανώσουν ώστε να υπάρξουν νίκες, που ανεβάζουν το πνεύμα της συλλογικότητας και την αυτοπεποίθηση των εργαζόμενων. Προετοιμάζονται έτσι για τον <<πόλεμο ελιγμών>>, για την περίοδο και τη στιγμή που θα χρειαστεί να παλέψουν άμεσα για τον τελικό στόχο, την ανατροπή του αστικού κράτους και όλων των θεσμών του.
Στην πραγματικότητα το επαναστατικό κόμμα εκπαιδεύει τον εαυτό του για να μπορεί να διεξάγει και τους δύο πολέμους· τον <<πόλεμο>> του κινήματος σήμερα και τον πόλεμο της επανάστασης, τη στιγμή που οι συνθήκες του καπιταλισμού, η δράση του κινήματος και η παρέμβαση των επαναστατών φέρουν σε ημερήσια διάταξη το ζήτημα της ανατροπής και της εργατικής εξουσίας. Έτσι, αποκτάει και την ικανότητα να προσαρμόζεται γρήγορα στη συγκυρία και να περνάει από τον <<πόλεμο θέσεων>> σε μια επιθετική τακτική όταν μεγάλες μάζες μπαίνουν στο προσκήνιο του αγώνα και επιδιώκουν αποφασιστικές νίκες ενάντια στις κυβερνήσεις και το κράτος.
Λειτουργώντας έτσι το επαναστατικό κόμμα γίνεται το πεδίο διαμόρφωσης αυτών που ο Γκράμσι ονόμαζε <<οργανικοί διανοούμενοι>>. Όχι, δηλαδή, των ακαδημαϊκών που ασχολούνται σχολαστικά με τη θεωρία, αλλά των επαναστατών διανοούμενων, που παρεμβαίνουν συλλογικά και αναπτύσσουν δράση μαζί με όλο το κίνημα. Για τον Γκράμσι, ο «οργανικός διανοούμενος» είναι ένας ειδικός-επιστήμονας του κινήματος, που ασχολείται με όλες τις πτυχές και τα ζητήματα της οικονομικής, πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής αλλά που ποτέ δεν αντιμετωπίζει το κίνημα αφ’ υψηλού, αλλά ως κομμάτι και οργανωτής του διδάσκεται απ’ αυτό. Ο μαρξισμός στην αντίληψή του δεν μπορεί παρά να είναι η φιλοσοφία της πράξης, της συλλογικής και ατομικής δράσης για την αλλαγή της κοινωνίας και της ζωής μας.
Οι εμπειρίες του κινήματος αποτελούν κριτήριο για την εγκυρότητα των αναλύσεων του Γκράμσι και σήμερα. Οι αγώνες φοιτητών και εργαζόμενων, τη χρονιά που πέρασε, έφεραν στο προσκήνιο το συσσωρευμένο ριζοσπαστισμό που εκφράστηκε με κοινό πλαίσιο δράσης, <<ανοιχτές>> συντονιστικές επιτροπές, ενωτικά συλλαλητήρια και προτροπή στο σύνολο της εργατικής τάξης για ενιαία κοινωνική δράση. Από τα κοινοτικά συμβούλια στη Βενεζουέλα μέχρι τις γενικές συνελεύσεις και τα συντονιστικά των φοιτητών, οι ιδέες του Γκράμσι αποκτούν πάλι σάρκα και οστά. Η γενιά του Σιατλ και της Γένοβας, του αντιπολεμικού κινήματος και <<του άρθρου 16>> έχει να διδαχθεί πολλά από το έργο του για να συνεχίσει τους αγώνες της κοινωνικής αλλαγής
❏
Ο Κώστας Τορπουζίδης είναι δικηγόρος. Το δοκίμιό του για τον Αντόνιο Γκράμσι δημοσιεύτηκε στο 8-9ο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ.