Eίναι γνωστό ότι η αριστερά οφείλει το όνομά της στις θέσεις που καταλάμβανε η ριζοσπαστική πτέρυγα στα έδρανα της Συντακτικής συνέλευσης κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Βέβαια, η έννοια της αριστεράς σχηματοποιήθηκε πολύ περισσότερο μετά την επικράτηση του καπιταλισμού, όταν συνδέθηκε με το εργατικό κίνημα και έκτοτε είναι συνυφασμένη με την πολιτική έκφραση του κινήματος που παλεύει για να δοθεί στη δημοκρατία κοινωνικό περιεχόμενο1. Από την «άνοιξη των λαών» του 1848 μέχρι το κύμα των επαναστάσεων του 1917-1923, τα κινήματα της Αντίστασης στον φασισμό και την παγκόσμια ριζοσπαστικοποίηση των δεκαετιών του ’60 και του ’70, η αριστερά έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο2. Στη διαδρομή αυτή, ωστόσο, η αριστερά δεν ήταν ενιαία. Για να γίνει κατανοητό το γιατί, είναι αναγκαίο να εντοπίσουμε τα κρίσιμα ιστορικά σταυροδρόμια και τις διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές που επέλεξαν τα διαφορετικά της κομμάτια: αυτό θα είναι και το αντικείμενο αυτής της —αναγκαστικά σύντομης—εξιστόρησης. Άλλωστε, η Ιστορία είναι ένα διακύβευμα που κρίνεται διαρκώς στο παρόν. Την αντίληψη της σύγχρονης κυρίαρχης τάξης για την Ιστορία απέδωσε ο Μαρξ με την περίφημη φράση του ότι «για την αστική τάξη υπήρχε ιστορία, αλλά δεν υπάρχει πια». Σ’ αυτήν την προσπάθεια εντάσσεται τόσο η φιλολογία που ακολούθησε την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ σχετικά με το «τέλος της Ιστορίας»3, όσο και τα διαρκή κροκοδείλια δάκρυα για την ανυπαρξία νοήματος στη διάκριση ανάμεσα στη δεξιά και την αριστερά4.
Η άνοδος και η πτώση της επαναστατικής Αριστεράς
Όσον αφορά την επαναστατική αριστερά, οι πιο χρυσές σελίδες της ιστορίας της γράφτηκαν τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Πρόκειται για τα χρόνια στα οποία συνδυάστηκε οργανικά η μαρξιστική θεωρία με την επαναστατική πολιτική πρακτική. Ο Λένιν έγραφε κείμενα όπως την Ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία ή το Κράτος και Επανάσταση, την ίδια περίοδο κατά την οποία διεύθυνε τις εφημερίδες Ίσκρα και Πράβντα και ηγούταν του μπολσεβίκικου κόμματος που έμελλε να είναι το πρώτο που οδήγησε την εργατική τάξη σε μία επιτυχημένη «έφοδο στον ουρανό». Ο Λέων Τρότσκι διατύπωσε τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης με το Αποτελέσματα και προοπτικές, αλλά αναδείχθηκε και ως ο πρόεδρος του πρώτου Σοβιέτ στην ιστορία το 1905 και αργότερα αρχηγός του Κόκκινου στρατού. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραψε το Μεταρρύθμιση ή επανάσταση και τη Συσσώρευση του κεφαλαίου, αλλά υπήρξε και ιδρυτικό στέλεχος του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) και ηγετική φυσιογνωμία της γερμανικής επανάστασης του 1918. Ακόμα και ο Γκράμσι, πολύ πριν τη λογοκριμένη μαγεία των Tετραδίων της Φυλακής, είχε γράψει τα Εργοστασιακά συμβούλια και τις Θέσεις της Λυών, ενώ διεύθυνε και την «Όρντινε Νουόβο» μέσα στη φλόγα της ιταλικής «κόκκινης διετίας» του 1919-1920. Οι θεωρητικοί του μαρξισμού θεωρούνταν όχι απλώς φυσιολογικό, αλλά και αναγκαίο να είναι και πολιτικοί ηγέτες της αριστεράς.
Αυτή η επαναστατική γενιά πρωτοστάτησε και στο σχίσμα με τη σοσιαλδημοκρατία. Το 1914, η Δεύτερη Διεθνής ξέχασε τις φλογερές αντιπολεμικές διακηρύξεις της και οι ηγεσίες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ανά την Ευρώπη συστρατεύτηκαν με την αστική τάξη της χώρας τους και συμμετείχαν ενεργητικά στο σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πολιτικός και αργότερα οργανωτικός διαχωρισμός της επαναστατικής αριστεράς, ο οποίος ολοκληρώθηκε με την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919, δεν ήταν καρπός ενός εγκεφαλικού σχεδιασμού των ηγεσιών της. Αντίθετα, αποτελούσε προϊόν της σύγκρουσης της επαναστατικής πτέρυγας της αριστεράς εκείνη την περίοδο με τον «σοσιαλπατριωτισμό» της Δεύτερης Διεθνούς από τη σκοπιά μίας στρατηγικής ενεργά και επίμονα διεθνιστικής και επαναστατικής. Αυτή η στρατηγική, η οποία επέμενε στην επικαιρότητα της επανάστασης και όχι στην παραπομπή της στις καλένδες του μέλλοντος, δικαιώθηκε από το κύμα των επαναστάσεων του 1917-1923: Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, ανατροπή του Κάιζερ και των Αψβούργων στη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, «κόκκινη διετία» στην Ιταλία και ούτω καθεξής.5
Το κρίσιμο στοίχημα της περιόδου παίχτηκε στη Γερμανία. Εκεί οι σοσιαλδημοκράτες του SPD κατάφεραν, επωφελούμενοι από τα λάθη απειρίας του νεοσύστατου KPD, να διατηρήσουν την ηγεμονία στο εργατικό κίνημα και να εμποδίσουν την αντικαπιταλιστική δυναμική του6. Η ήττα της γερμανικής επανάστασης του 1918-1923 διαδραμάτισε με τη σειρά της καθοριστικό ρόλο στην απομόνωση της ρωσικής επανάστασης και έθρεψε, μ’ αυτόν τον τρόπο την επικράτηση του σταλινισμού και τη θεωρητικοποίηση της οικοδόμησης του «σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα». Ο σταλινισμός υπήρξε η ανατροπή του λενινισμού, τόσο ως προς την αντίληψη της σχέσης ανάμεσα στο κόμμα και την εργατική τάξη, όσο και ως προς το καθεστώς που εγκαθίδρυσε στην ίδια τη Ρωσία7. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, κατέστη εφικτό μέσα από την καταστροφή των δεσμών του ΚΚ Ρωσίας με την εργατική τάξη της χώρας μετά τον εμφύλιο πόλεμο, αλλά και με τη συνειδητή επίθεση του Στάλιν στην εργατική τάξη μέσα από τις «σταχανοβίτικες» εκστρατείες για εργασιακή πειθαρχία και βέβαια μέσα από την ωμή καταστολή πρώτα της αριστερής και έπειτα κάθε αντιπολίτευσης στο εσωτερικό του κόμματος. Αναφορικά με το κράτος, η γραφειοκρατία αναδείχθηκε σε κυρίαρχη τάξη θέτοντας ως στόχο την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» ώστε να «φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τη Δύση σε πέντε-δέκα χρόνια», ενώ η εργατική τάξη αποστερήθηκε από κάθε έλεγχο στα μέσα παραγωγής.
Η Αριστερά στη σκιά του σταλινισμού
Η επικράτηση αυτού του γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού δεν άφησε ανεπηρέαστη την κομμουνιστική αριστερά των υπόλοιπων χωρών. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα, αφού εκκαθάρισαν τις γραμμές τους από τις αντιπολιτευόμενες φωνές, προσανατολίστηκαν στην υπεράσπιση της «σοσιαλιστικής πατρίδας» και, αμέσως μετά την καταστροφική γραμμή της «Τρίτης Περιόδου», στη συγκρότηση «Λαϊκών μετώπων» αναζητώντας συμμάχους ενάντια στον φασισμό σε μερίδες της αστικής τάξης. Αυτά τα μέτωπα οδήγησαν σε ήττες τόσο την ισπανική επανάσταση του 1936, όσο και τις καταλήψεις των εργοστασίων στη Γαλλία και την εξέγερση του Μάη στην Ελλάδα την ίδια χρονιά.
Το σκηνικό επαναλήφθηκε και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν τεράστια κινήματα αντιφασιστικής αντίστασης ακολούθησαν την ίδια συμβιβαστική πολιτική με αποτέλεσμα είτε τη συντριβή, στην περίπτωση της Ελλάδας, είτε τον συμβιβασμό, στην περίπτωση της Ιταλίας, της Γαλλίας και του Βελγίου. Στην πρώτη περίπτωση, η ηγεσία ενός τεράστιου κινήματος αντίστασης, που είχε καταφέρει να ακυρώσει με γενική απεργία την επιστράτευση που διέταξαν οι Ναζί τον Μάρτιο του 1943, παρέδωσε ουσιαστικά την εξουσία στην αστική τάξη. Αντίστοιχα, στις δεύτερες περιπτώσεις, τα Κομμουνιστικά κόμματα εκδιώχθηκαν τον Μάρτιο του 1947 από τις κυβερνήσεις «Εθνικής Ενότητας» στις οποίες συμμετείχαν και απομονώθηκαν πολιτικά ως υποστηρικτές του «παραπετάσματος». Οι πόθοι των ευρωπαϊκών λαών που έδωσαν με σθένος και τεράστιες θυσίες τη μάχη ενάντια στο φασισμό και τον ναζισμό δεν δικαιώθηκαν. Οι ελπίδες για ισότητα και εμβάθυνση της δημοκρατίας σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο και, γενικότερα για μια «δικαιότερη κοινωνική τάξη πραγμάτων»8 θυσιάστηκαν στο βωμό του μεταρρυθμιστικού ρεαλισμού. Γενικότερα, η ακύρωση της επαναστατικής δυναμικής των αντιστασιακών κινημάτων ήταν μοιραία συνέπεια της συνειδητής ενσωμάτωσης της αριστεράς στη μεταπολεμική νομιμότητα.
Από μια άλλη πλευρά, ο συνδυασμός της επικράτησης του φασισμού και του σταλινισμού τη δεκαετία του ’30 είχε ως αποτέλεσμα την αποσύνδεση των δυνητικών φορέων της επαναστατικής μαρξιστικής παράδοσης από τη μαζική πολιτική πρακτική της εργατικής τάξης στη Δύση. Η απομόνωση και ο θάνατος του Γκράμσι και του Τρότσκι στην Ιταλία και το Μεξικό, καθώς και η απομόνωση και η εξορία του Λούκατς και του Κορς στην ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ σηματοδότησαν το τραγικό τέλος μιας περιόδου κατά την οποία ο μαρξισμός ήταν οργανικά συνδεδεμένος με το κίνημα των μαζών. Στο εξής, ο «δυτικός μαρξισμός» θα συσπειρώνει επαγγελματίες φιλοσόφους και όχι πια «επαγγελματίες επαναστάτες» και τα κείμενά του θα γράφονται σε μία ιδιαίτερη ιδιόλεκτο που θα επιτείνει την απόστασή του από την εργατική τάξη της οποίας το μέλλον υποτίθεται ότι υπηρετούσε και οργάνωνε. Αυτή η βαθιά αλλαγή αποτυπώνεται τόσο στα έργα των στοχαστών της σχολής της Φρανκφούρτης, όσο και σε αυτά του Αλτουσέρ, του Κολέττι και του Ντέλα Βόλπε. Έτσι, για τέσσερις περίπου δεκαετίες, η μαρξιστική σκέψη προχώρησε διαμέσου μιας μακράς παρακαμπτήριας οδού, μακριά από κάθε επαναστατική πολιτική πρακτική.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί η σύγχυση που προκλήθηκε, τόσο σε υποστηρικτές, όσο και σε πολέμιους της αριστεράς με βάση την εμπειρία της σταλινικής περιόδου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απόδοση στο σύνολο της αριστεράς της άποψης ότι η αποστολή του εργατικού κράτους έγκειται στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Παραγνωρίζεται, έτσι, το γεγονός ότι η διαμόρφωση της σταλινικής Ρωσίας ως κράτους που επωμίζεται την ιστορική αποστολή της αστικής τάξης, δηλαδή την ταχεία ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, καθώς και η καλλιέργεια των χαρακτηριστικών που ήταν αναγκαία ώστε να επιτευχθούν αυξημένοι ρυθμοί συσσώρευσης, ήταν καρπός της απομόνωσης της ρωσικής επανάστασης. Ταυτόχρονα, κατά την περίοδο της μεταπολεμικής οικονομικής ανάπτυξης, άνθησε στην αριστερά η αντίληψη που έκανε λόγο για την ενσωμάτωση της εργατικής τάξης, η οποία έχει χάσει τη δυνατότητα να παίξει οποιονδήποτε επαναστατικό ρόλο, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο καπιταλισμό. Με ιδιαίτερο τρόπο, διαφορετικά μεταξύ τους ρεύματα συνέκλιναν στην κοινή αντίληψη ότι η εργατική τάξη αδυνατούσε να αποφύγει τον κλοιό της «κίνησης του κεφαλαίου», της «βιομηχανίας της κουλτούρας», ή ακόμα και των «ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους».....
Απόσπασμα από άρθρο του Χαράλαμπου Κουρουνδή που δημοσιεύεται στο τεύχος 22 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ, που κυκλοφορεί.
Ο Χαράλαμπος Κουρουνδής είναι δικηγόρος και υποψήφιος διδάκτορας Νομικής στο ΑΠΘ.