Ζούσε έτσι πολύ καιρό. Πολλά χρόνια πρόσφερε ευχαρίστηση σε ηλικιωμένες κυρίες που τον μίσθωναν για μια νύχτα, γεμάτες λαγνεία και πάθη που ούτε σαν ήταν νέες δεν είχανε.
Είχε σιχαθεί. Είχε βαρεθεί τη ζωή του, έπληττε με μία θανάσιμη πλήξη κι ήταν μόλις 34. Δεν είχε ζωή. Δεν είχε τίποτα. Είχε μονάχα έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου. Κινητός ήταν και ο ίδιος. Και το τηλέφωνο χτυπούσε, χτυπούσε συνέχεια, οι καταραμένες γκιόσες ήταν ατέλειωτες, αχόρταγες και ματσωμένες, γαμώτο, πολύ ματσωμένες.
Είχε όλη την γκάμα των ηλικιών: από 45-49 (εκεί τα πράγματα ήταν κάπως καλά, αν και μια χοντρή ή παχύσαρκη γυναίκα τέτοιας ηλικίας που δεν της το κάνει ο άνδρας της ποτέ, μπορούσε να του βγάλει το λάδι για ώρες), 50 ως 60 και βάλε (κι εδώ κάτι γινόταν, ειδικά αν τις έπειθε να σβήσουνε το γαμημένο φως), αλλά από ᾽δω και πάνω τα πράγματα ζόριζαν πολύ. Κι είχε και κάτι εβδομηντάρες που δεν είχανε ούτε ντροπή ούτε όσιο και μία μάλιστα στα 72 της, τόσο έλεγε πως ήταν, τον έπαιρνε κάθε μα κάθε βδομάδα. Ακούραστη ήταν; Κι ήταν και γεμάτη βίτσια η κωλόγρια... Ήθελε και να τη χτυπάνε, φόραγε και ζαρτιέρες στο ζαρωμένο της κορμί, τρομάρα της.
Κι αυτός τη βαρούσε δυνατά, όπως γουστάριζε η γριά. Τι άλλο να έκανε δηλαδή; Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο... Πάντα. Και δώστου ξύλο στη γριά, της είχε μελανιάσει τον πισινό κι εκείνη δε χόρταινε. Μα πού στα κομμάτια υπάρχει αυτό το εργοστάσιο που παράγει γιαγιάδες τρελαμένες;
Έπρεπε να ζήσει. Και ζούσε έτσι πολύ καιρό. Και για να τα καταφέρει, πήγαινε στις πληρωμένες. Γιατί σ’ αυτές; Γιατί είχε καταστραφεί τελείως από τις γριές, του ήταν αδύνατο πια να πλησιάσει μια κανονική κοπέλα. Τα νορμάλ κορίτσια δεν ήταν πια γι’ αυτόν. έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί ζωντανός για να ανταποκριθεί στις πελάτισσες κι έτσι να ζήσει, γαμώτο, να ζήσει κι ο φαύλος κύκλος της παράνοιάς του συνεχιζόταν απτόητος: τα ’παιρνε από τις χοντρές, τις παρατημένες, τις ετοιμοθάνατες και τα ’χωνε στις πουτάνες.
Σκέτη τρέλα. Αν έβλεπε στο δρόμο καμιά ομορφούλα τον έπιανε αποστροφή, τάση προς έμετο. Μα αν έβλεπε την ίδια γυναίκα έτοιμη στο κρεβάτι επί πληρωμή και τα πόδια ανοιχτά, φτιαχνόταν για μια βδομάδα... Και δεν του τύχαινε και καμιά νέα, κανένα bachelor party, κάτι που να σφύζει από ζωή και όχι από φορμόλη.
Ένιωθε αργά σα να είχε μόνιμα καθισμένο ένα κόμπο στο λαιμό μια σιχασιά, μια φρίκη. Άλλο ένα πεσμένο στήθος μισότρελης πενηντάρας λίγο πριν την εμμηνόπαυση και θα πάθαινε κι αυτός τη δική του κρίση. Μια δυνατή κρίση απελπισίας για όλη του τη ζωή.
Πώς είχε βρεθεί σ’ αυτό το επάγγελμα; Τα χρήματα φυσικά. Ήταν πολλά, γρήγορα κι εύκολα στην αρχή κι εκεί ήταν που την πάτησε. Για τα καλά. Για το χρήμα είχε φτάσει τώρα στο σημείο να μη μπορεί να χύσει με μια νέα ούτε μετά από μια ώρα, ενώ με τη γρια πολλές φορές κι ολοένα πιο συχνά τώρα τελευταία είχε πρόβλημα στύσης.
Θυμόταν την περίπτωση εκείνης της κοντέσας που τον είχε φωνάξει στο εξοχικό της μια έπαυλη πολυτελείας με πισίνα, θέα στο πέλαγος και ημίγυμνους μαύρους υπηρέτες παντού και ντε και καλά ήθελε να της το κάνει και να βλέπουνε οι μαύροι. Τον είχε υποδεχτεί με μια σάρπα μόνο —από κάτω τίποτα— και στο κεφάλι είχε κοτσάρει βελό με φτερά από πάνω. Έλεος, ένα όργιο ήτανε η κυρία στα εξηνταφεύγα της κι αυτός δε γούσταρε. Τι δηλαδή, να βλέπουνε οι μαύροι τον κώλο του; Δεν είμαστε με τα καλά μας... Σιγά μην άφηνε να του τον πιάσουνε κιόλας! Κι αφού είχε μαζεμένους εδώ μέσα τόσους άντρακλες με τόσα…χαρίσματα, αυτόνα τι τον κουβάλησε... Πού να βγάλει τώρα τα εσώρουχά του... Κι εκείνη η παλαβιάρα πήγε μέσα και γύρισε ντυμένη θηριοδαμάστρια —σιγά μην της έκανε και το λιοντάρι της γριέντζως— το μαστίγιο της έλειπε για να γίνουνε τσίρκο κανονικό εκεί μέσα.
Κι άντε τώρα να σου κάνει «νιάου» και «νιαρ» η…αγριόγατα με τις (πουδραρισμένες) ζάρες στο μέτωπο και τις πλαστικές σύννεφο παντού. Πώς να του σηκωθεί εκεί μέσα με το σκηνικό των τεράτων; Κι όλο να του γρατζουνάει την πλάτη με τα νύχια της, μιλάμε του είχε κοκκινίσει την πέτσα κι οι νέγροι να του χουφτώνουνε τ’ απαυτά και να γελάνε και τ’ άσπρα δόντια τους να τον τρομοκρατούνε. Και ώπα... Νάτο και το μαστίγιο... Κι έλεγε από μέσα του, «Πού θα πάει, δε θα το βγάλει κι αυτό; Θα το βγάλει». Και νάσου σούζα οι υπηρέτες στη σειρά και να τους μαστιγώνει ελαφρά στο κωλαράκι. Του ερχόταν να πεθάνει από τα γέλια, αλλά από το άλλο τίποτα. Φως στα βρακιά του κανένα. Πώς να εξηγούσε της τύπισσας πως άμα έχει γύρω τους τόσους άνδρες δεν μπορεί, ενώ εκείνη στο μεταξύ είχε κρεμαστεί από τον πολυέλαιο και του φώναζε:
—You Tarzan, me Jane!!!
Και τα φράγκα που έσταζε η πουρόγρια ήταν πολλά, πάρα πολλά. Προσπάθησε να εστιάσει το νου του στην Ηρίννα, το απόλυτο αιδοίο από το Καζακστάν, αλλά πού... Δεν τον άφηνε η γριέντζω σε χλωρό κλαρί κι είχε αρχίσει να γίνεται κι ανυπόμονη, χώρια που μάλλον κι οι μαύροι είχαν αρχίσει να την σκυλοβαριούνται τη φάση. Τους θύμιζε και λίγο σκλαβοπάζαρο η ιστορία με το μαστίγιο. Ποιος ξέρει τι είχαν στο μυαλό τους... Ότι μπορεί να είχαν μείνει πίσω στο ξεσκόνισμα ή στην μπουγάδα. Άμα τους έπιανε τώρα και το ρατσιστικό τους, ζήσε Μάη μου να φας χασίσι…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά δε γινόταν τίποτα με τόσο κόσμο να μπαινοβγαίνει και να κοιτάζει τσατίστηκε η γριά κι έβαλε και τον πετάξανε έξω με τις κλωτσιές.
Και μετά από κάτι τέτοιες ιστορίες κατάλαβε ότι είχε πρόβλημα ως «ενοικιαζόμενος άνδρας». Πρόβλημα λειτουργικό. Ούτε μπορούσε πια να επιλέγει τις πελάτισσες, όπως παλιά. Τώρα είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τώρα ήταν βαθιά εθισμένος στο δικό του ταξίδι. Τώρα γούσταρε τρελά εκείνη την πουτάνα από το Καζακστάν.
Απελπισμένα την ήθελε. Μέσα του δούλευε ο μπερδεμένος συναισθηματικός του κόσμος σαν ένα πλυντήριο που στίβει καλά και ξεπλένει την οργή, το χρήμα, το σεξ, την προσφορά, τη ζήτηση, την αμοιβή «παροχής υπηρεσιών», την ίδια του τη μοίρα.
Δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Το ήξερε καλά. Επειδή κάποτε πίστευε πως ήταν. Νέος ήταν βασιλιάς. Ανάμεσα σε γέρικα, ξεθωριασμένα, ντροπιασμένα κορμιά. Βασίλευε με το κορμί του, σφριγηλός σαν την αθανασία. Αλλά γι’ αυτόν ο χρόνος κύλησε διαφορετικά από τους άλλους άνδρες. Πιο γρήγορα. Κι αποκαθηλώθηκε σύντομα. Ξέπεσε και κουράστηκε. Και μετά εγκλωβίστηκε στην ανάγκη να πληρώνει με τη σειρά του (ολοένα και πιο συχνά) την Ηρίννα. Τη γυναίκα από το Καζακστάν....
Aπόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Γιάννη Τσιτσίμη, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ.
Είχε σιχαθεί. Είχε βαρεθεί τη ζωή του, έπληττε με μία θανάσιμη πλήξη κι ήταν μόλις 34. Δεν είχε ζωή. Δεν είχε τίποτα. Είχε μονάχα έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου. Κινητός ήταν και ο ίδιος. Και το τηλέφωνο χτυπούσε, χτυπούσε συνέχεια, οι καταραμένες γκιόσες ήταν ατέλειωτες, αχόρταγες και ματσωμένες, γαμώτο, πολύ ματσωμένες.
Είχε όλη την γκάμα των ηλικιών: από 45-49 (εκεί τα πράγματα ήταν κάπως καλά, αν και μια χοντρή ή παχύσαρκη γυναίκα τέτοιας ηλικίας που δεν της το κάνει ο άνδρας της ποτέ, μπορούσε να του βγάλει το λάδι για ώρες), 50 ως 60 και βάλε (κι εδώ κάτι γινόταν, ειδικά αν τις έπειθε να σβήσουνε το γαμημένο φως), αλλά από ᾽δω και πάνω τα πράγματα ζόριζαν πολύ. Κι είχε και κάτι εβδομηντάρες που δεν είχανε ούτε ντροπή ούτε όσιο και μία μάλιστα στα 72 της, τόσο έλεγε πως ήταν, τον έπαιρνε κάθε μα κάθε βδομάδα. Ακούραστη ήταν; Κι ήταν και γεμάτη βίτσια η κωλόγρια... Ήθελε και να τη χτυπάνε, φόραγε και ζαρτιέρες στο ζαρωμένο της κορμί, τρομάρα της.
Κι αυτός τη βαρούσε δυνατά, όπως γουστάριζε η γριά. Τι άλλο να έκανε δηλαδή; Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο... Πάντα. Και δώστου ξύλο στη γριά, της είχε μελανιάσει τον πισινό κι εκείνη δε χόρταινε. Μα πού στα κομμάτια υπάρχει αυτό το εργοστάσιο που παράγει γιαγιάδες τρελαμένες;
Έπρεπε να ζήσει. Και ζούσε έτσι πολύ καιρό. Και για να τα καταφέρει, πήγαινε στις πληρωμένες. Γιατί σ’ αυτές; Γιατί είχε καταστραφεί τελείως από τις γριές, του ήταν αδύνατο πια να πλησιάσει μια κανονική κοπέλα. Τα νορμάλ κορίτσια δεν ήταν πια γι’ αυτόν. έπρεπε πάση θυσία να κρατηθεί ζωντανός για να ανταποκριθεί στις πελάτισσες κι έτσι να ζήσει, γαμώτο, να ζήσει κι ο φαύλος κύκλος της παράνοιάς του συνεχιζόταν απτόητος: τα ’παιρνε από τις χοντρές, τις παρατημένες, τις ετοιμοθάνατες και τα ’χωνε στις πουτάνες.
Σκέτη τρέλα. Αν έβλεπε στο δρόμο καμιά ομορφούλα τον έπιανε αποστροφή, τάση προς έμετο. Μα αν έβλεπε την ίδια γυναίκα έτοιμη στο κρεβάτι επί πληρωμή και τα πόδια ανοιχτά, φτιαχνόταν για μια βδομάδα... Και δεν του τύχαινε και καμιά νέα, κανένα bachelor party, κάτι που να σφύζει από ζωή και όχι από φορμόλη.
Ένιωθε αργά σα να είχε μόνιμα καθισμένο ένα κόμπο στο λαιμό μια σιχασιά, μια φρίκη. Άλλο ένα πεσμένο στήθος μισότρελης πενηντάρας λίγο πριν την εμμηνόπαυση και θα πάθαινε κι αυτός τη δική του κρίση. Μια δυνατή κρίση απελπισίας για όλη του τη ζωή.
Πώς είχε βρεθεί σ’ αυτό το επάγγελμα; Τα χρήματα φυσικά. Ήταν πολλά, γρήγορα κι εύκολα στην αρχή κι εκεί ήταν που την πάτησε. Για τα καλά. Για το χρήμα είχε φτάσει τώρα στο σημείο να μη μπορεί να χύσει με μια νέα ούτε μετά από μια ώρα, ενώ με τη γρια πολλές φορές κι ολοένα πιο συχνά τώρα τελευταία είχε πρόβλημα στύσης.
Θυμόταν την περίπτωση εκείνης της κοντέσας που τον είχε φωνάξει στο εξοχικό της μια έπαυλη πολυτελείας με πισίνα, θέα στο πέλαγος και ημίγυμνους μαύρους υπηρέτες παντού και ντε και καλά ήθελε να της το κάνει και να βλέπουνε οι μαύροι. Τον είχε υποδεχτεί με μια σάρπα μόνο —από κάτω τίποτα— και στο κεφάλι είχε κοτσάρει βελό με φτερά από πάνω. Έλεος, ένα όργιο ήτανε η κυρία στα εξηνταφεύγα της κι αυτός δε γούσταρε. Τι δηλαδή, να βλέπουνε οι μαύροι τον κώλο του; Δεν είμαστε με τα καλά μας... Σιγά μην άφηνε να του τον πιάσουνε κιόλας! Κι αφού είχε μαζεμένους εδώ μέσα τόσους άντρακλες με τόσα…χαρίσματα, αυτόνα τι τον κουβάλησε... Πού να βγάλει τώρα τα εσώρουχά του... Κι εκείνη η παλαβιάρα πήγε μέσα και γύρισε ντυμένη θηριοδαμάστρια —σιγά μην της έκανε και το λιοντάρι της γριέντζως— το μαστίγιο της έλειπε για να γίνουνε τσίρκο κανονικό εκεί μέσα.
Κι άντε τώρα να σου κάνει «νιάου» και «νιαρ» η…αγριόγατα με τις (πουδραρισμένες) ζάρες στο μέτωπο και τις πλαστικές σύννεφο παντού. Πώς να του σηκωθεί εκεί μέσα με το σκηνικό των τεράτων; Κι όλο να του γρατζουνάει την πλάτη με τα νύχια της, μιλάμε του είχε κοκκινίσει την πέτσα κι οι νέγροι να του χουφτώνουνε τ’ απαυτά και να γελάνε και τ’ άσπρα δόντια τους να τον τρομοκρατούνε. Και ώπα... Νάτο και το μαστίγιο... Κι έλεγε από μέσα του, «Πού θα πάει, δε θα το βγάλει κι αυτό; Θα το βγάλει». Και νάσου σούζα οι υπηρέτες στη σειρά και να τους μαστιγώνει ελαφρά στο κωλαράκι. Του ερχόταν να πεθάνει από τα γέλια, αλλά από το άλλο τίποτα. Φως στα βρακιά του κανένα. Πώς να εξηγούσε της τύπισσας πως άμα έχει γύρω τους τόσους άνδρες δεν μπορεί, ενώ εκείνη στο μεταξύ είχε κρεμαστεί από τον πολυέλαιο και του φώναζε:
—You Tarzan, me Jane!!!
Και τα φράγκα που έσταζε η πουρόγρια ήταν πολλά, πάρα πολλά. Προσπάθησε να εστιάσει το νου του στην Ηρίννα, το απόλυτο αιδοίο από το Καζακστάν, αλλά πού... Δεν τον άφηνε η γριέντζω σε χλωρό κλαρί κι είχε αρχίσει να γίνεται κι ανυπόμονη, χώρια που μάλλον κι οι μαύροι είχαν αρχίσει να την σκυλοβαριούνται τη φάση. Τους θύμιζε και λίγο σκλαβοπάζαρο η ιστορία με το μαστίγιο. Ποιος ξέρει τι είχαν στο μυαλό τους... Ότι μπορεί να είχαν μείνει πίσω στο ξεσκόνισμα ή στην μπουγάδα. Άμα τους έπιανε τώρα και το ρατσιστικό τους, ζήσε Μάη μου να φας χασίσι…
Μ’ αυτά και μ’ αυτά δε γινόταν τίποτα με τόσο κόσμο να μπαινοβγαίνει και να κοιτάζει τσατίστηκε η γριά κι έβαλε και τον πετάξανε έξω με τις κλωτσιές.
Και μετά από κάτι τέτοιες ιστορίες κατάλαβε ότι είχε πρόβλημα ως «ενοικιαζόμενος άνδρας». Πρόβλημα λειτουργικό. Ούτε μπορούσε πια να επιλέγει τις πελάτισσες, όπως παλιά. Τώρα είχε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τώρα ήταν βαθιά εθισμένος στο δικό του ταξίδι. Τώρα γούσταρε τρελά εκείνη την πουτάνα από το Καζακστάν.
Απελπισμένα την ήθελε. Μέσα του δούλευε ο μπερδεμένος συναισθηματικός του κόσμος σαν ένα πλυντήριο που στίβει καλά και ξεπλένει την οργή, το χρήμα, το σεξ, την προσφορά, τη ζήτηση, την αμοιβή «παροχής υπηρεσιών», την ίδια του τη μοίρα.
Δεν υπάρχουν βασιλιάδες. Το ήξερε καλά. Επειδή κάποτε πίστευε πως ήταν. Νέος ήταν βασιλιάς. Ανάμεσα σε γέρικα, ξεθωριασμένα, ντροπιασμένα κορμιά. Βασίλευε με το κορμί του, σφριγηλός σαν την αθανασία. Αλλά γι’ αυτόν ο χρόνος κύλησε διαφορετικά από τους άλλους άνδρες. Πιο γρήγορα. Κι αποκαθηλώθηκε σύντομα. Ξέπεσε και κουράστηκε. Και μετά εγκλωβίστηκε στην ανάγκη να πληρώνει με τη σειρά του (ολοένα και πιο συχνά) την Ηρίννα. Τη γυναίκα από το Καζακστάν....
Aπόσπασμα από το βιβλίο του συγγραφέα Γιάννη Τσιτσίμη, εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου