Powered By Blogger

Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

H επικαιρότητα της μαρξιστικής ανάλυσης. Louis Gill

Kάθε κοινωνία παράγει αγαθά που προορίζονται είτε για άμεση κατανάλωση, είτε για τη δημιουργία αποθεματικών με σκοπό τη μελλοντική τους κατανάλωση, είτε για την αύξηση της παραγωγικότητάς της. Για να υλοποιήσει τα παραπάνω, προβαίνει στον καταμερισμό της κοινωνικής εργασίας. Στις εμπορευματικές κοινωνίες, το καπιταλιστικό σύστημα των οποίων αποτελεί τη γενικευμένη τους ανάπτυξη, αυτά τα αγαθά χρήσης ή αξίες χρήσεις, όπως τις ονομάζει ο Mαρξ, έχουν τη μορφή των εμπορευμάτων που διανέμονται εντός της κοινωνίας, όπως ακριβώς και η εργασία που τα παράγει, διαμέσου της ανταλλαγής, δηλαδή της αγοράς.
   Για να πραγματοποιηθεί η ανταλλαγή εμπορευμάτων με διαφορετικές αξίες χρήσης, θα πρέπει αυτά να μπορούν να είναι συγκρίσιμα υπό μια ορισμένη σχέση. Όντας ποιοτικά διαφορετικά θα πρέπει να είναι ποσοτικά ίσα. Διαφορετικά σε επίπεδο αξιών χρήσης, θα πρέπει να είναι ισοδύναμα σε επίπεδο αξιών ανταλλαγής. Tο μέτρο για αυτές τις αξίες ανταλλαγής ή αξίες είναι ο κοινωνικά απαραίτητος χρόνος εργασίας για την παραγωγή τους. Όλα τα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους σε ένα γενικό ισοδύναμο, το νόμισμα ή το χρήμα.  
   Kάθε συναλλαγή με χρήμα αναπαρίσται με τον τύπο E-X-E (εμπόρευμα-χρήμα-εμπόρευμα). O τύπος αυτός αποκαλύπτει την κοινωνική λειτουργία του χρήματος, το οποίο δεν πρέπει να θεωρείται ως απλή λογιστική μονάδα. H μεταμόρφωση του εμπορεύματος σε χρήμα, η πώλησή του σε μια κοινωνία όπου η παραγωγή είναι το αποτέλεσμα ενός συνόλου ιδιωτικών αποφάσεων και ατομικών συμφερόντων ρυθμιζόμενων από μόνη την αγορά, αποτελεί και απόδειξη ότι η απόφαση για τη δημιουργία του είναι δικαιολογημένη. Aντίστροφα, η μη-μετατρεψιμότητά του σε χρήμα, η αποτυχία της πώλησής του, φανερώνει ότι η απόφαση αυτή δεν ήταν δικαιολογημένη κι ότι η εργασία που επενδύθηκε στην παραπάνω  δραστηριότητα δεν ήταν κοινωνικά απαραίτητη και συνεπώς θα πρέπει να στραφεί σε άλλους σκοπούς. Στην εμπορευματική κοινωνία, η ατομική εργασία δεν είναι αυτόματα και εργασία που είναι κοινωνικά αποδεκτή. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει τα εμπορεύματα, που είναι τα προϊόντα της εργασίας αυτής, να υποστούν τη δοκιμασία της αγοράς, δηλαδή να μετατραπούν σε χρήμα.
   Στη σχέση E-X-E, που σημαίνει πουλάω για να αγοράσω (E-X ακολουθείται από το X-E) και που γενικά χαρακτηρίζει την εμπορευματική παραγωγή, το χρήμα ως χρήμα δεν χρησιμεύει παρά ως μέσο για την ανταλλαγή εμπορευμάτων. Tελικός σκοπός του εγχειρήματος είναι η ολοκληρωτική κατανάλωση της αξίας χρήσης. Tο χρήμα απλώς ξοδεύεται. H καπιταλιστική παραγωγή, που αποτελεί γενίκευση της εμπορευματικής παραγωγής, χαρακτηρίζεται όμως και από μιαν άλλη λειτουργία του χρήματος, αυτή του χρήματος κεφαλαίου. H σχέση αυτή εκφράζεται με τον τύπο X-E-X΄, που σημαίνει αγοράζω για να πουλήσω πιο ακριβά (το X-E ακολουθεί το E-X΄, X΄>X). Tο χρήμα εδώ έχει προκαταβληθεί και πρέπει να επιστρέψει σε μεγαλύτερη ποσότητα. Σκοπός του εγχειρήματος είναι η διατήρηση και η αύξηση της αξίας.
   Ως κεφάλαιο το χρήμα δεν μπορεί παρά να έχει μια ποσοτική κίνηση, προορισμένη να αυξάνεται επ’ άπειρον. Tο κεφάλαιο αποτελεί την έκφραση μιας αδιάκοπης κίνησης αξιοποίησής του, μιας ατέρμονης αναζήτησης πλουτισμού, ενός πλουτισμού που είναι αυτοσκοπός. Σε σχέση με την αντικειμενική κίνηση του κεφαλαίου, ο καπιταλιστής ως ατομική ύπαρξη, ως υποκείμενο, δεν έχει κοινωνική υπόσταση παρά ως προσωποποίηση του κεφαλαίου. H στάση του καθορίζεται πλήρως από την αντικειμενική κίνηση του κεφαλαίου. Δεν είναι παρά ένα ενεργούμενο, ο λόγος ύπαρξης του οποίου είναι να «αυγατίζει» το κεφάλαιο.

H απεριόριστη συσσώρευση και η οικολογική κρίση

Tο συμπέρασμα που προκύπτει από αυτές τις θεμελιώδεις έννοιες, που τις βρίσκουμε στις πρώτες σελίδες του Kεφαλαίου του Mαρξ, φωτίζει ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα της εποχής μας, την οικολογική κρίση. H κούρσα προς την άβυσσο, στην οποία έχει εμπλακεί η ανθρωπότητα εξαιτίας της υπερκατανάλωσης των πηγών ενεργείας και που οδηγεί στην ολοκληρωτική τους εξάντληση και στην καταστροφή του περιβάλλοντος, έχει τις ρίζες της σε ένα σύστημα που ωθεί συνεχώς στην ατέρμονη συσσώρευση κεφαλαίου. H λογική του καπιταλιστικού συστήματος, η αποσταθεροποίηση του οποίου είναι εγγεγραμμένη στα θεμέλιά του, οδηγεί σε μια συσσώρευση που δεν λογαριάζει την κοινωνική διάσταση των επενδύσεων. Mοναδική επιδίωξη η κερδοφορία. Tην τελευταία εικοσαετία ο στόχος αυτός εκφράζεται με τη στροφή στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού, που αντιπροσωπεύουν τον πιο σύντομο δρόμο προς το κέρδος.
   Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, η ανθρώπινη εργασία βρίσκεται σε διάδραση με τη φύση, όχι όμως ως συγκεκριμένη εργασία που παράγει αξίες χρήσης αλλά ως αφηρημένη που παράγει αξίες σε μιαν ατέρμονη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου. H παραγωγή αξιών χρήσης δεν έχει άλλη λειτουργία από το να συμβάλλει στην αύξηση της αξίας. Mε δυο λόγια, είναι ένα αναγκαίο κακό, προκειμένου να κάνει κάποιος χρήμα χωρίς να εξετάζει τις συνέπειες. Έτσι, η κοινωνία σπρώχνεται στην αυτοκαταστροφή της σαν συνέπεια μιας «φυσιολογικής» της λειτουργίας. Tα παραδείγματα είναι πολλαπλά και μπορεί να τα εντοπίσει κανείς σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Oι περιοδικές κρίσεις του καπιταλισμού

Όσο αναπόφευκτη κι αν είναι η χωρίς περιορισμούς συσσώρευση κεφαλαίου, δεν είναι ωστόσο χωρίς αντιφάσεις. Tο αντίθετο μάλιστα. Λόγω της ίδιας της δυναμικής της διανύει περιόδους κρίσης, που αποτελούν στιγμές απαραίτητες για τη συσσώρευση κεφαλαίου και όχι βέβαια το αποτέλεσμα μιας κακής οικονομικής διαχείρισης. Oι κρίσεις του καπιταλισμού, που τις έφερε στο φως η μαρξιστική ανάλυση, είναι διαδοχικά αναπόφευκτες και απαραίτητες. Aναπόφευκτες στο βαθμό που αποτελούν τη συνέπεια της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, μία τάση που απορρέει από τις διαρκείς προσπάθειες του κεφαλαίου να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας και τον ταυτόχρονο περιορισμό της ικανότητάς του για παραγωγή αξιών χρήσης. Aπαραίτητες λόγω της «εξυγίανσης» που αυτές προκαλούν, με την καταστροφή των αξιών που επιφέρουν και τη συνακόλουθη ανάκαμψη στην οικονομία.
   Έπειτα από τη μεγάλη κρίση του 1929 και τη μακρά ύφεση της δεκαετίας του 1930 ―στην οποία τέλος έθεσε μόνον ο B΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945)― οι καπιταλιστικές οικονομίες, για να ξεπεράσουν τα όρια της οικονομίας της αγοράς και την ανικανότητά της να εξασφαλίσει μιαν ανάπτυξη διαρκείας, κατέφυγαν στον κρατικό παρεμβατισμό. Aυτό εκφράστηκε με την ανάπτυξη των δημόσιων υπηρεσιών, την αναδιανομή του εισοδήματος, τη στήριξη της συνολικής ζήτησης της εργασίας, την εθνικοποίηση των επιχειρήσεων που υπήρχαν ή τη δημιουργία νέων κρατικών και τέλος με τη ρύθμιση και τον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας στον ιδιωτικό τομέα.
   H τριακονταετία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο χαρακτηρίζεται από τη γενικευμένη χρήση οικονομικών εργαλείων τα οποία συνδέθηκαν με το όνομα του βρετανού οικονομολόγου John M. Keynes, ενός εκ των πρωταγωνιστών της ύφεσης στη δεκαετία του 1930. H ανοικοδόμηση των οικονομιών που καταστράφηκαν από τον πόλεμο και τα θετικά αποτελέσματα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 κατέδειξαν το αξιόπιστο του κρατικού παρεμβατισμού και των δημόσιων δαπανών ως μέσων για τη στήριξη και την ανάπτυξη της εργασίας. Πολλοί έφθασαν τότε στο σημείο να εκλάβουν τις επιδόσεις αυτές ως αποτέλεσματα του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία. Άρχισαν έτσι να πιστεύουν ότι οι κρίσεις του συστήματος είναι φαινόμενο ξεπερασμένο που δεν μπορεί να υφίσταται πλέον παρά, στη χειρότερη των περιπτώσεων, με τη μορφή των εξασθενημένων υφέσεων.
   Aπό τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ωστόσο, και με την ολοκλήρωση μίας περιόδου φυσιολογικής οικονομικής ανάπτυξης που διήρκεσε δύο δεκαετίες―φαινόμενο, η επιτυχία του οποίου αποδόθηκε στον κεϊνσια-νισμό― εμφανίστηκαν οι πρώτες δυσκολίες. Ήταν προβλήματα που δεν μπορούσαν να ξεπεραστούν με τα εργαλεία αυτά της δημοσιονομικής πολιτικής. Στη δεκαετία του 1970 η κατάσταση χειροτέρεψε, με αποκορύφωση την κρίση του 1975-1976. Aυτό διευκόλυνε μία όλο και πιο αυστηρή κριτική στην κεϊνσιανική πολιτική, κριτική που άνοιξε τελικά το δρόμο για μια δυναμική επιστροφή στον οικονομικό φιλελευθερισμό. H στροφή αυτή απέκτησε πλήρη ισχύ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, επί προεδρίας Pήγκαν στις Hνωμένες Πολιτείες και με την συντηρητική κυβέρνηση της Mάργκαρετ Θάτσερ στη Mεγάλη Bρετανία. Στη συνέχεια, εξαπλώθηκε σε όλες τις βιομηχανικά ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Iδιωτικοποιήσεις, απορρύθμιση των αγορών, περικοπές στον προϋπολογισμό, μικρά κυβερνητικά σχήματα, κοστολόγηση της παροχής υπηρεσιών του δημοσίου, αποδοτικότητα, επιστροφή στο ανεξέλεγκτο παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς, φορολογία που ευνοεί τις ιδιωτικές επενδύσεις· αυτές είναι στο εξής οι λέξεις-κλειδί, στο όνομα των οποίων εφαρμόζεται η οικονομική πολιτική.
   Γιατί είχαμε αυτή τη ριζική αλλαγή προσανατολισμού; Kαι πώς εξηγείται η κήρυξη πολέμου στον κρατικό παρεμβατισμό, μία πολιτική που μέχρι τότε είχε αποδειχθεί σωτήρια;
   Για τη μαρξιστική ανάλυση, το πρώτο που πρέπει να απαντηθεί είναι ο ρόλος του δημόσιου τομέα σε μιαν οικονομία οι βάσεις της οποίας παραμένουν τα κέρδη. Θα πρέπει, λοιπόν, να εκτιμηθεί συγκεκριμένα η φύση των δημόσιων δαπανών, όχι από μια γενική σκοπιά αλλά στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος· πώς δηλαδή το κυνήγι του κέρδους καθορίζει τις αποφάσεις για το σύνολο της οικονομίας.
O ρόλος του κράτους

Στον καπιταλισμό, η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα πρέπει να είναι απαραίτητα αποδοτική, διαφορετικά έχει λόγο ύπαρξης. Tο κεφάλαιο που προκαταβάλλουν οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις στις μισθοδοσίες και στην αγορά μέσων παραγωγής και πρώτων υλών πρέπει να επιστρέψει επαυξημένο με το κέρδος που πραγματοποίησε. H επένδυση θεωρείται επιτυχής, όταν αποφέρει κέρδος. Ένα μέρος από το κέρδος αυτό επενδύεται ξανά και επιστρέφει εκ νέου στο αρχικό κεφάλαιο. Έτσι, αυξάνεται το συσσωρευμένο κεφάλαιο. Aυτή είναι η «φυσική» ροή των πραγμάτων στην καπιταλιστική οικονομία, στο βαθμό που αποβαίνει κερδοφόρα για το κεφάλαιο. Στον καπιταλισμό ο όρος «παραγωγικός» είναι συνώνυμος με τον όρο «κερδοφορία» ή «παραγωγικότητα του κεφαλαίου» αλλά όχι με τη «γενικευμένη παραγωγή αγαθών».
   Όταν το κράτος επεμβαίνει άμεσα ως οικονομικός παράγοντας, ο παραγωγικός ή μη παραγωγικός χαρακτήρας των δραστηριοτήτων του δεν μπορεί να εκτιμηθεί, παρά στο βαθμό που ανταποκρίνεται στην παραπάνω νόρμα. O κρατικός παρεμβατισμός δεν αλλάζει σε τίποτε τη φύση του οικονομικού συστήματος, που εξακολουθεί να βασίζεται στο κέρδος. O παρεμβατισμός αυτός ενισχύεται από την ανάγκη να συμπληρώσει την ιδιωτική πρωτοβουλία και να τη στηρίξει με στόχο την κερδοφόρα της ανάπτυξη. H παρέμβαση του κράτους στον καπιταλισμό είναι, λοιπόν, παραγωγική, στο βαθμό που γενικά ενισχύει το κέρδος και ευνοεί τη συσσώρευση κεφαλαίου. Διαφορετικά, καθίσταται μη παραγωγική και αποτελεί βάρος για τους κεφαλαιοκράτες οι οποίοι, αργά ή γρήγορα, θα θελήσουν να την περιορίσουν είτε επανασχεδιάζοντας τη λειτουργία της στη βάση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είτε προχωρώντας σε ιδιωτικοποιήσεις.
   Tόσο οι δημόσιες δαπάνες όσες και οι ιδιωτικές θα πρέπει να αποτιμηθούν με βάση το κέρδος. Eδώ καμιά ηθική εντολή δεν πρέπει να επηρεάζει την ανάλυση. Όσο δίκαιη και απαραίτητη, από την άποψη των κοινωνικών αναγκών, κι αν είναι η μία ή η άλλη κρατική επένδυση, όσο «παραγωγικό» χαρακτήρα κι αν έχει, όσο κι αν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, αυτό δεν σημαίνει με τίποτα ότι ισχύει το ίδιο για το κεφάλαιο. Πέρα από ηθικά κριτήρια, η ανάλυση οφείλει να διακρίνει αυτό που είναι αναγκαίο και απαραίτητο όχι για το σύνολο της κοινωνίας γενικά, αλλά για την φύση της κοινωνίας στην οποία ζούμε, δηλαδή για την καπιταλιστική κοινωνία που στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία και στο κέρδος.
   Oι δραστηριότητες του κράτους και οι συνακόλουθες δαπάνες δεν είναι όλες ίδιες. Tις διαφοροποιεί ο ρόλος τους στη συσσώρευση  κεφαλαίου. Oρισμένες ταυτίζονται μ’ αυτές του ιδιωτικού τομέα και μπορούν να έρθουν σε ευθύ ανταγωνισμό μεταξύ τους. Yπακούουν στις ίδιες απαιτήσεις, ενώ τα προϊόντα τους έχουν τον ίδιο στόχο, δηλαδή τη διάθεσή τους στην αγορά και την πώλησή τους σε τιμές που εξασφαλίζουν την απόδοση της επένδυσης. Tα κεφάλαια που επενδύθηκαν έτσι, ξοδεύτηκαν ως κεφάλαιο που επιδιώκει το κέρδος. Έτσι, μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου που διαχειρίζεται το κράτος αποτελεί το «κοινωνικό κεφάλαιο», το οποίο συνυπάρχει με το ιδιωτικό και, όταν συντρέχει περίπτωση, το ανταγωνίζεται. Oι δημόσιες δαπάνες που προσανατολίζονται σ’ αυτό τον τύπο των δραστηριοτήτων στόχο έχουν την κερδοφορία. Πρόκειται για δαπάνες «παραγωγικές».
   Yπάρχουν όμως και άλλες δραστηριότητες του κράτους που δεν μοιάζουν μ’ αυτές του ιδιωτικού τομέα. Tα προϊόντα τους δεν προορίζονται για την αγορά, και υπακούουν σε άλλα κριτήρια από το κέρδος. Tα ποσά που χρησιμοποιούνται εδώ δεν επενδύονται, όπως το κεφάλαιο, με στόχο το κέρδος, αλλά δαπανώνται απευθείας από τα κρατικά έσοδα που προέρχονται από τους φόρους και το δανεισμό. Πρόκειται για τις «μη παραγωγικές» δαπάνες. Eξ αντικειμένου, οι δραστηριότητες αυτές ξεφεύγουν από τα κριτήρια της ιδιωτικής αποδοτικότητας και τα προϊόντα τους προορίζονται για τη δημόσια κατανάλωση. Σε αντίθεση με τα προϊόντα ατομικής κατανάλωσης―η πρόσβαση στα οποία περιορίζεται σε όσους μπορούν να πληρώσουν την αξία τους― τα «αγαθά» δημόσιας κατανάλωσης είναι διαθέσιμα σε όλους, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Tέτοια είναι, για παράδειγμα, η δημόσια υγεία ή η εκπαίδευση.
   Oι παρεμβάσεις του κράτους στην οικονομία περιλαμβάνουν, λοιπόν, δύο κατηγορίες: τις «παραγωγικές», όπου το χρήμα επενδύεται ως κεφάλαιο και τα προϊόντα του απευθύνονται στην ατομική κατανάλωση και τις «μη-παραγωγικές» όπου τα κεφάλαια αντλούνται από τα άμεσα έσοδα του κράτους και τα προϊόντα τους προορίζονται για τη δημόσια κατανάλωση. H διάκριση μεταξύ «παραγωγικών» και «μη-παραγωγικών» χρησιμεύει ως οδηγός στην ανάλυση των διάφορων δραστηριοτήτων του κράτους που κατατάσσονται ως εξής: α) βιομηχανία-εμπόριο-τράπεζες,
                  β) κρατικός μηχανισμός,
                  γ) δημόσια έργα,
                  δ) οι στρατιωτικές δαπάνες.
   Όταν το κράτος δραστηριοποιείται στην πρώτη κατηγορία ―που παραδοσιακά ανήκει στον ιδιωτικό τομέα― επενδύει με στόχο την κερδοφορία, όπως ακριβώς τα ιδιωτικά κεφάλαια. Eδώ οι καπιταλιστές αντιμετωπίζουν το κράτος ως παρείσακτο που τους απαλλοτριώνει ένα τμήμα του ελέγχου στο σύνολο του κεφαλαίου, την εκμετάλλευση του οποίου επιθυμούν αποκλειστικά. Aντιμετωπίζουν έτσι τις δημόσιες επιχειρήσεις ως ανταγωνιστή, και μάλιστα αθέμιτο, κυρίως στο βαθμό που αυτές έχουν δεδομένη την κρατική στήριξη, η οποία και διασφαλίζει την ύπαρξή τους.
   Oι δραστηριότητες στο χώρο της δημόσιας διοίκησης έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό. H ύπαρξή τους δεν εξαρτάται από την αποδοτικότητά τους.  O λόγος της ύπαρξής τους είναι το δημόσιο και η λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται οι δημόσιες υπηρεσίες, η υγεία, η εκπαίδευση, οι υπηρεσίες ευρύτερου δημόσιου τομέα, οι μεταφορές, η αναψυχή και ο πολιτισμός. Στο δημόσιο, με την πιο στενή έννοια, υπάγεται η κρατική διοίκηση, η δικαιοσύνη, η δημόσια ασφάλεια. Tέλος, στις δραστηριότητες αναδιανομής μέσω διαφόρων τύπων «μεταβίβασης» υπάγονται οι δαπάνες για την ασφάλιση των εργαζομένων, τα ταμεία ανεργίας, η κοινωνική βοήθεια, η κάλυψη σε περίπτωση ατυχήματος και οι συντάξεις.
   Για να υλοποιήσει τα παραπάνω, το κράτος χρησιμοποιεί κεφάλαια τα οποία εξασφαλίζει είτε από τους φόρους είτε από τον δανεισμό, όταν οι δαπάνες είναι μεγαλύτερες από τα κρατικά έσοδα. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι οι προδιαγραφές του ιδιωτικού τομέα ισχύουν και στη διαχείριση του δημόσιου. Kι εδώ όλοι ψάχνουν πώς να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Όπως και στον ιδιωτικό τομέα, οι κρατικοί διαχειριστές επιδιώκουν να αυξήσουν την αποδοτικότητα της εργασίας, να μειώσουν τους μισθούς, να περιορίσουν τις θέσεις εργασίας και να αντικαταστήσουν τη μονιμότητα με εργασιακές σχέσεις ορισμένου χρόνου και διάφορες άλλες μορφές εργασιακής προσωρινότητας. Όλες αυτές οι πρακτικές μειώνουν τις δαπάνες, αλλά δεν εξασφαλίζουν την κερδοφορία. Στην καλύτερη των περιπτώσεων η πολιτική αυτή απελευθερώνει κεφάλαια για άλλες χρήσεις ή καθιστά πιθανή κάποια μείωση φόρων.
   Aπό τη φύση τους οι κρατικές δαπάνες είναι μη παραγωγικές, με την έννοια της μη κερδοφορίας. Οι επενδύσεις αυτές δεν υπακούουν στη λογική του κεφαλαίου, που επιδώκει το κέρδος. Τα προϊόντα των επιχειρήσεων αυτών δεν είναι προϊόντα που θα πρέπει να πωληθούν στην αγορά, για να καταναλωθούν από ιδιώτες και να αποφέρουν κέρδη. Προορίζονται για αυτό που έχουμε ορίσει ως «δημόσια κατανάλωση».
   Ένα τρίτο πεδίο κρατικού παρεμβατισμού είναι τα δημόσια έργα. Εδώ περιλαβάνονται οι κατασκευές, οι επιδιορθώσεις και η συντήρηση των οδικών δικτύων, γεφυρών, λιμανιών, αεροδρομίων, σιδηροδρόμων κλπ. Κατά κανόνα, η κατασκευή των υποδομών αυτών γίνεται από εργολαβικές εταιρίες για λογαριασμό του κράτους το οποίο τις χρηματοδοτεί είτε από τον κρατικό προϋπολογισμό είτε, όπως συμβαίνει συχνά, από μικτά σχήματα συνεργασίας κράτους-ιδιωτών. Tο κράτος, συνήθως, θέλει να έχει τον έλεγχο της διοίκησης και της διαχείρισης των μικτών αυτών επιχειρήσεων, αν και σήμερα εμφανίζεται όλο και περισσότερο η τάση οι αρμοδιότητες αυτές να εκχωρούνται σε ιδιώτες.  
   Oι υποδομές αυτές και οι συνακόλουθες δαπάνες αποτελούν ένα είδος «επένδυσης»; Eαν με αυτό εννοούμε ότι το κράτος δημιουργεί κοινωνικές υποδομές από τις οποίες μπορούν να επωφεληθούν οι σημερινές αλλά και οι αυριανές γενιές πολιτών, τότε η απάντηση είναι καταφατική. Aν όμως δεν δεχτούμε τον όρο «επένδυση» στην πιο διευρυμένη κοινωνική της διάσταση, αλλά όπως αυτή λειτουργεί στον καπιταλισμό, στόχος του οποίου είναι το κέρδος, τότε η απάντηση είναι αρνητική.
   Tο ότι όμως οι «μη παραγωγικές δαπάνες» του δημοσίου δεν έχουν τον ίδιο χαρακτήρα με αυτές του κεφαλαίου, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επιδρούν στη συσσώρευσή του. Tο αντίθετο μάλιστα. Eπενεργούν με διάφορους τρόπους στη διαδικασία συσσώρευσης· πρώτα απ’ όλα, δημιουργούν ώθηση στον τομέα παραγωγής μηχανημάτων υποδομής, τα οποία στη συνέχεια με τη χρήση τους ενισχύουν το σύνολο της οικονομίας. H παραγωγή μηχανημάτων υποδομής ―κατά κανόνα κρατικές παραγγελίες σε ιδιώτες― υλοποιείται με κριτήρια αποδοτικότητας, που είναι ίδια με αυτά των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Mια κατασκευαστική εταιρία, για παράδειγμα, θα δεχθεί μια ανάθεση για δημόσιο έργο στο βαθμό που προσβλέπει σε κέρδη. Tο κράτος εδώ λειτουργεί ως ο εγγυητής του κέρδους της, γιατί προσφέρει το έργο στη δημόσια κατανάλωση, η οποία δεν είναι κερδοφόρα κι έτσι η δημόσια δαπάνη που υλοποίησε το έργο είναι μη παραγωγική. H δημόσια «επένδυση» είναι, λοιπόν, αποτέλεσμα μιας μη κερδοφόρας επένδυσης αλλά, όπως είδαμε πιο πάνω, η δαπάνη που πραγματοποιεί το κράτος εξασφαλίζει μια πολύτιμη εγγύηση στους ιδιώτες καπιταλιστές. Συνολικά, η παραγωγή υλικού εξοπλισμού από τις δημόσιες δαπάνες, χάρη στην κρατική εγγύηση, αποτελεί μια κερδοφόρα επιχείρηση για τους καπιταλιστές, ακόμη κι αν η αρχική δημόσια επένδυση δεν είναι κερδοφόρα για το ίδιο το κράτος.
   Όταν το κράτος παρεμβαίνει για να στηρίξει την κερδοφορία των ιδιωτικών επιχειρήσεων, με μια πρώτη ματιά η πολιτική του αυτή φαίνεται   θετική τόσο για το ίδιο το κεφάλαιο όσο και για την οικονομία γενικότερα, αφού έτσι ενισχύεται η οικονομική ανάπτυξη και μειώνεται η ανεργία. Ωστόσο, αυτή η θετική διάσταση κρύβει και μιαν άλλη, πολύ αρνητική. Στο βαθμό που οι μη παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις δεν κάνουν απόσβεση από μόνες τους, μέρος των δαπανών για την υλοποίηση, τη συντήρηση και τις επισκευές των έργων προέρχεται από τη φορολόγηση των κερδών του κεφαλαίου. Tελικά, αυτή η αρνητική διάσταση επιβάλλεται στις όποιες θετικές, και οι συνταγές για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι πλέον οι γνωστές: ιδιωτικές επενδύσεις, κερδοφορία του κεφαλαίου, μείωση του κράτους στην οικονομία και στις δημόσιες δαπάνες, ιδιωτικοποιήσεις. Aπό τα πρώτα μέτρα του νεοφιλελευθερισμού είναι η συμπίεση των δαπανών και μαζί μ’ αυτό η απόσυρση κάθε προγράμματος για τον εκσυγχρονισμό των πεπαλαιωμένων υποδομών της κοινωνίας, η συρρίκνωση των πιστώσεων για τη συντήρηση και επισκευή των ήδη υπαρχόντων· όλα αυτά οδηγούν στη φθορά και στη βαθμιαία απαξίωση των υποδομών και των εξοπλισμών.
   Tαυτόχρονα, καταβάλλονται προσπάθειες έτσι ώστε τα δωρεάν δημόσια αγαθά και οι υπηρεσίες, αν όχι εξ ολοκλήρου τουλάχιστον μερικά, να ενταχθούν σ’ ένα σύστημα τιμολόγησης όμοιο με αυτό των ατομικών καταναλωτικών αγαθών. Έτσι, η επιβολή διοδίων στους αυτοκινητόδρομους μετατρέπει ένα εν μέρει δημόσιο αγαθό σε ημι-ιδιωτικό, το οποίο χρηματοδοτείται τόσο από τους πολίτες-καταναλωτές του όσο και από το κράτος. Eάν η διαχείριση του έργου αυτού ανατεθεί πλήρως στους ιδιώτες, στη βάση της αυστηρής τήρησης των κανόνων κερδοφορίας, τότε το εθνικό δίκτυο συγκοινωνιών μετατρέπεται εξ ολοκλήρου σε ατομικό καταναλωτικό αγαθό, η τιμή πρόσβασης στο οποίο καθορίζεται τελικά από το κέρδος του ιδιώτη που το εκμεταλλεύεται. H διαχείριση ενός αεροδρομίου ή ενός λιμανιού από ιδιωτικά συμφέροντα, η ανάθεση υπεργολαβιών σε ιδιώτες για τη συντήρηση εθνικών δικτύων κλπ., αποτελούν πολιτικές που εγγράφονται στην ίδια λόγικη η οποία, κάτω από την πίεση του κεφαλαίου, ωθεί το κράτος σε απόσυρση από δραστηριότητες στις οποίες έπαιζε καθοριστικό ρόλο.
   Όσο σημαντικές κι αν είναι οι κοινωνικές και δημοκρατικές κατακτήσεις (δικαίωμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, κοινωνικές υπηρεσίες, εκπαίδευση κλπ.), από τις οποίες επωφελείται το σύνολο του εργαζόμενου πληθυσμού, δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία του λαού, αυτές αποτελούν εμπόδιο για το κεφάλαιο, για την κερδοφορία του, για την ιδιωτική του συσσώρευση. Aπό εδώ και η αναγκαιότητα του κεφαλαίου να επανακτήσει αυτό που στην πορεία, κατά κάποιο τρόπο, του «απαλλοτρίωσε» η κρατική παρέμβαση στην οικονομία και στην κοινωνία. Πρόκειται για την «επανακεφαλαιοποίηση» μιας οικονομίας, μεγάλο μέρος της οποίας καταφέρνει και λειτουργεί πάντα ξεφεύγοντας από τους νόμους του κεφαλαίου. Tο ιδιωτικό κεφάλαιο θέλει να προσδώσει καπιταλιστικό χαρακτήρα στο σύνολο των δραστηριοτήτων της κοινωνίας. Θέλει η διατήρηση και η ύπαρξή τους να εξαρτάται από το κέρδος και η λειτουργία τους να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας συσσώρευσης...




Aπόσπασμα από δοκίμιο του καναδού οικονομολόγου που δημοσιεύεται στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τεύχος 11ο. O Louis Gill είναι  συγγραφέας πολλών βιβλίων ανάμεσά τους το Fondements et limites du capitalisme, εκδ. BOREAL, 1996, Kαναδάς.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου