Ο Άρης Αλεξάνδρου είναι μια ξεχωριστή φυσιογνωμία στον ελληνικό χώρο, φυσιογνωμία που σμιλεύτηκε από την πολυσήμαντη προσφορά του στα γράμματα, αλλά και από τη στάση που κράτησε στην πολυκύμαντη από γεγονότα και δυσκολίες ζωή του. Η εξοικείωσή του με τη ρωσική γλώσσα, που αποτελούσε τη μητρική του —από την πλευρά της Ρωσίδας με εσθονική καταγωγή μητέρας του— τον οδήγησε ήδη από τα γυμνασιακά του χρόνια (1933) να μεταφράζει για δική του ευχαρίστηση Πούσκιν από τα ρωσικά, στα οποία είχε άνεση και πλούσιο λεξιλόγιο.
Στα χρόνια της Κατοχής οργανώνεται μαζί με φίλους στη νέα οργάνωση της κομμουνιστικής νεολαίας. Η σχέση του με την οργάνωση διακόπτεται σύντομα, όμως δεν παραιτείται από την αντιστασιακή δράση, συμμετέχοντας αυτόβουλα σε όλες τις κινητοποιήσεις της σπουδάζουσας νεολαίας.
Η γυναίκα του, Καίτη Δρόσου, στο αφιέρωμα της εκπομπής «Παρασκήνιο» της ΕΡΤ στις 12/2/1986, (όπου σκιαγραφεί την πορεία του ανθρώπου, του αγωνιστή, του διανοούμενου Άρη Αλεξάνδρου, ιδιαίτερα τη στάση του απέναντι στην εξουσία, στα ιερατεία και στους δογματισμούς), λέει πως, παρά την αυτοδιαγραφή του από την οργάνωση, πήγαινε στις διαδηλώσεις. Στις 3/12/1944, στη ματωμένη Κυριακή, συμμετείχε μαζί με τη Δρόσου στη διαδήλωση της Αθήνας. Εκεί, της είπε: «Εγώ έρχομαι εδώ γιατί το πιστεύω, ενώ εσείς θα πηγαίνατε οπουδήποτε, χωρίς να κρίνετε το γεγονός». Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του: «Σε κάθε περίπτωση αγώνα είμαι μαζί σας». Η Δρόσου αναφέρει πως μπροστά στην εξουσία που τον πολεμούσε ήταν κομμουνιστής, αλλά η «οργάνωση» γι’ αυτόν ήταν μια κλειστή οργάνωση, ένα ιερατείο.
Ο Αλεξάνδρου βρίσκεται σε συνεχή ανταρσία, χωρίς να είναι αντάρτης με φισεκλίκια. Αντιστέκεται συνεχώς, για να μπορεί να αρθρώσει τη σκέψη του, για να μπορεί να μιλήσει, και έτσι να κάνει διάλογο με τον άλλον. Οι ταλαιπωρίες του, σύμφωνα με τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, «κράτησαν περισσότερο καιρό και από αυτές του Μανόλη Αναγνωστάκη και υπήρξαν ίσως πιο διαβρωτικές. Εξορία από το 1948 ως το 1951, φυλακή για ανυποταξία από το 1953 ώς το 1958. Ο άνθρωπος αυτός από τα είκοσι έξι έως τα τριανταπέντε του χρόνια βάλλεται από τα βλήματα της αντικομμουνιστικής υστερίας».
Η πολιτική διαφοροποίηση του Αλεξάνδρου δεν τον θέτει έξω από την αριστερή διανόηση. Παρά την αιρετική του στάση, δεν παύει να αποτελεί μια πτυχή στο φάσμα της αριστερής διανόησης της μεταπολεμικής εποχής. Κι όταν ακόμη τα δοκίμια και η ποίησή του αρνούνται τη λεγόμενη «στράτευση», δεν παύει να είναι ιδιότυπα «στρατευμένος».
Εξαιτίας του αιρετικού του πνεύματος, ζούσε απομονωμένος ακόμη και μέσα στην εξορία από τους συνεξόριστούς του. Το τίμημα ήταν πράγματι βαρύ αλλά το υπέστη αγόγγυστα, επειδή δεν ήταν δυνατόν να παραβιάσει τις αρχές του. Στο δοκίμιό του «Ένταξη και συζήτηση» αναφέρει: «Ουδέποτε αισθάνθηκα τον μεταφυσικό εκείνο φόβο που αισθάνονται οι πιστοί, οι ορθόδοξοι, οι οπαδοί ενός -ισμού, όταν ακούνε την τρομερή (γι’ αυτούς) κατηγορία: είσαι άπιστος, είσαι αιρετικός, είσαι αντι-ιστής. Δεν με βασάνισε ποτέ κανένας μεταφυσικός φόβος αυτού του είδους, ακόμα κι όταν είχα την αυταπάτη να πιστεύω πως θα μπορούσα να είμαι ενταγμένος σε μια ομάδα. Φυσικά η απομόνωση, η μοναξιά, δημιουργεί γύρω σου ένα κενό και το κενό έχει πάντα μια γεύση πικρή. Από τη στιγμή που διαπίστωσα πως μες στην ομάδα ήμουν ύποπτος πάντα σαν την αλήθεια, διάλεξα την απομόνωση».
Η Δεξιά τον εξορίζει και η Αριστερά τον απομονώνει. Σύμφωνα με την Καίτη Δρόσου, οι συνεξόριστοί του ποτέ δεν τον είπαν χαφιέ, αλλά του προσήπταν μόνο ασαφείς κατηγορίες. Οι στίχοι του από το ποίημα Πρώτη Πέτρα είναι χαρακτηριστικοί: «Είμαι προδότης για τη Σπάρτη, για τους είλωτες Σπαρτιάτης».
Σε συνέντευξή του στον Δημήτρη Ραυτόπουλο στο περιοδικό Ηριδανός, ο Άρης Αλεξάνδρου, ομολογούσε: «Ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών. Σαν ανύπαρκτο που είναι, δεν χορηγεί ούτε κομματικές ταυτότητες ούτε λογοτεχνικές». Δέχεται τη φυλακή μόνο και μόνο για να μη διαχωρίσει τη θέση του από τους συντρόφους του απέναντι στον εχθρό, ενώ την είχε διαχωρίσει απέναντι στους ίδιους, με τίμημα την απομόνωση. Διαλέγει το επάγγελμα του μεταφραστή για βιοπορισμό, όχι μόνο ως δημιουργική δυνατότητα, αλλά και για να μην υποταχθεί στις νόρμες της μισθωτής εργασίας ή στους συμβιβασμούς της καριέρας. Δουλεύοντας δωδεκάωρο συνήθως, μετέφρασε από τα ρωσικά, τα αγγλικά και τα γαλλικά ογδόντα έργα (ενενήντα πέντε τόμους, χωρίς τα δοκίμια, άρθρα κ.λπ.).
Άρχισε να μεταφράζει για βιοπορισμό στην κατοχή —κατά προτροπή του Γιάννη Ρίτσου— και το όνειρό του ήταν να μεταφράζει πάντα ερασιτεχνικά, για το «κέφι» του. Τέτοια ήταν άλλωστε η γνώμη του για την καλή μετάφραση: έπρεπε να την κάνουν λογοτέχνες, χωρίς παραγγελία, και όχι για να ζήσουν, όπως ο ίδιος.
Αρνείται κάθε δόγμα και κάθε αυταρχισμό, απεχθάνεται τον φασισμό απ’ όπου κι αν προέρχεται. Αρνείται να συμπορευθεί με τον ιδεολογημένο ακαδημαϊσμό, στον οποίο υποχρεώνεται να επιστρέψει η λογοτεχνία, υπό το νέο του όνομα: «σοσιαλιστικός ρεαλισμός». Το δόγμα αυτό διατυπώθηκε το 1934 στο Α΄ συνέδριο των σοβιετικών συγγραφέων, όπου συμμετείχαν και οι Δ. Γληνός και Κ. Βάρναλης, και δεν άργησε να εισαχθεί στην Ελλάδα. Η περιβόητη έκθεση του Ζντάνοφ είχε εισαχθεί για «συζήτηση» στο στρατόπεδο εξορίστων του Άη Στράτη. Όλοι οι λογοτέχνες —πλην του Αλεξάνδρου— είχαν υποταχθεί.
Η εισήγηση του Ζντάνοφ για τα περιοδικά Ζβεζντά (Αστέρι) και Λένινγκραντ την 14η Αυγούστου του 1946 καταδικάζει τον δημοφιλή σατιρικό συγγραφέα Μιχαήλ Σοτσένκο για «αισχρή προπαγάνδα κατά της ιδεολογίας, υπέρ της χυδαιότητας και της πολιτικής αποχής». Αμέσως μετά, έρχεται η σειρά της Άννας Αχμάτοβα: «Η Αχμάτοβα είναι η τυπική εκπρόσωπος μιας ποίησης ξένης προς τη φύση του λαού μας, κενής, χωρίς ιδέες. Τα ποιήματά της, εμποτισμένα από το πνεύμα της απαισιοδοξίας και της κατάθλιψης, είναι έκφραση της παλαιάς ποίησης του σαλονιού». Σύμφωνα με την εισήγηση του Ζντάνοφ: «Η Άννα Αχμάτοβα είναι μία από τους εκπροσώπους αυτού του αποϊδεολογικοποιημένου αντιδραστικού λογοτεχνικού βάλτου. Ανήκει στην επονομαζόμενη λογοτεχνική ομάδα των ακμεϊστών, οι οποίοι προέρχονται από τις γραμμές των συμβολιστών και είναι μία από τις σημαιοφόρους της κενής, δίχως ιδεολογία, αριστοκρατικής σαλονάτης ποίησης, απολύτως ξένης προς τη σοβιετική λογοτεχνία».
Η Άννα Αχμάτοβα, δημοφιλής ήδη ποιήτρια την εποχή της καταδίκης της από το σοβιετικό καθεστώς, έχει υποστεί στο περιβάλλον της, τώρα και στην ίδια της τη ζωή, τον παραλογισμό του σταλινισμού και των εκπροσώπων του. Από το 1922 και για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια το καθεστώς τής απαγόρευσε να ξαναδημοσιεύσει ποιήματα, καταδικάζοντάς την στη σιωπή και στην απομόνωση, ενώ το 1946, κατόπιν εισήγησης του Ζντάνοφ (μέλους του Πολιτικού Γραφείου, επιφορτισμένου με τη διεύθυνση των γραμμάτων και των τεχνών), τη διέγραψαν από τον σύνδεσμο των συγγραφέων, με αποτέλεσμα να ζει μέσα στην ένδεια. Ο άντρας της, Νικολάι Γκουμιλιόφ, το 1922 εκτελέστηκε ως «εχθρός του λαού» και ο γιος τους, Λεβ Γκουμιλιόφ, με μόνο αμάρτημα ότι ήταν παιδί του Νικολάι Γκουμιλιόφ, καταδιώχθηκε και φυλακίστηκε για πολλά χρόνια.
Λίγες μέρες πριν από τη σύλληψη του γιου της, συλλαμβάνουν μπροστά της τον φίλο της Όσιπ Μάντελσταμ. Στις 11 Μαρτίου 1938 η Αχμάτοβα μαθαίνει ότι ο γιος της Λεβ συλλαμβάνεται και πάλι. Ήδη στις 29 Ιουλίου 1939, η Αχμάτοβα έχει διαβάσει στη φίλη της Λύντια Τσουκόφσκαγια ένα ποίημα από το Ρέκβιεμ, όπου αναφέρεται όχι μόνο στον δικό της Γολγοθά, αλλά και σε αυτόν των Ρωσίδων γυναικών, ποίημα που αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές του έργου της.
Ο Άρης Αλεξάνδρου στην τρίτη και πιο ολοκληρωμένη συλλογή του, Ευθύτης Οδών, ξεκινάει με ένα αντιμανιφέστο (à la manière de Jdanov), ενδεικτικό της νέας θεματολογίας που απασχολεί τον ποιητή, αλλά και της από μέρους του καταδίκης κάθε δόγματος. Ο Αλεξάνδρου ειρωνεύεται τον Ζντάνοφ και συγκρούεται λεκτικά με τους συντρόφους του, που υποτάσσονται στο δόγμα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού....
Απόσπασμα από το κείμενο που δημοσιεύεται στο τεύχος 29 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου