Πώς ένα μυθιστόρημα μεταμορφώνεται σε μια ανοιχτή συζήτηση για τα πλέον αμφιλεγόμενα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του σήμερα; Πώς εναρμονίζεται η πολιτική ανάλυση με τη λογοτεχνική αφήγηση; Πώς συμπλέκονται οι προσωπικές αναζητήσεις με τα εσωτερικά πάθη της Αριστεράς, το «μακεδονικό» με τον φεμινισμό;
Η Δέσποινα Ντήμα, μια παιδίατρος κοντά στα πενήντα, με καταγωγή από τα Γιαννιτσά και προσωρινό τόπο διαμονής την Ικαρία, «ενοχοποιείται» στα μάτια της αστυνομίας για εμπλοκή με την τρομοκρατία μέσα από μια σειρά -λιγότερο ή περισσότερο- τυχαίων γεγονότων. Με αφορμή την ανάκριση της «υπόπτου» με το αριστερό παρελθόν και την τωρινή ακτιβιστική δράση, ξεδιπλώνεται μια βεντάλια καίριων προβληματισμών σε μια σειρά «δύσκολων» κοινωνικοπολιτικών θεμάτων: Η Αριστερά και η σχέση της με τη βία, οι μειονότητες, ο διεθνισμός και ο εθνικισμός, το «σκοπιανό», η οικονομική κρίση, η κοινωνική έκρηξη και η αστυνομική αυθαιρεσία, τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008 και οι «αγανακτισμένοι», είναι μόνο μερικά από τα ζητήματα, με τα οποία φέρνει αντιμέτωπο τον αναγνώστη η «Κατάθεση» της Κατερίνας Μόντη. Σε τούτη την «κατάθεση», όλα τα «δύσκολα» ζητήματα δεν αγγίζονται απλώς υπαινικτικά, αλλά θίγονται με τόλμη, κι ενώ η συγγραφέας επιχειρεί να τα προσεγγίσει από τις πολλαπλές οπτικές που τους ταιριάζουν, τελικά δεν βολεύεται πίσω από γενικευτικές αναφορές και στρογγυλεμένες εκφράσεις, αλλά παίρνει θέση, που την υπερασπίζεται με νηφαλιότητα αλλά και με πάθος.
Οργανώτρια αρχή του κάθε προβληματισμού η αναλυτική σκέψη, που μπολιάζεται από τα ιδεολογικά κεκτημένα της ριζοσπαστικής αριστεράς (ο διεθνισμός απέναντι στις εθνοκεντρικές αναλύσεις, η ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων αντί της βιαστικής καταδίκης, ο σεβασμός εκείνης της δημοκρατικής αρχής, που δεν στραγγαλίζει τη μειοψηφική θέση), χωρίς να καταργεί την ιδιαιτερότητα της υποκειμενικής πρόσληψης. Κι αυτό ακριβώς είναι το νήμα που διέπει όλες τις επί μέρους «καταθέσεις» που αποτυπώνονται στο βιβλίο, «καταθέσεις» που ισορροπούν αρμονικά μεταξύ ορθολογικής ανάλυσης, βιωματικών περιγραφών και συναισθηματικών παρορμήσεων. Είναι τούτη η αδέσμευτη και ανατρεπτική σκέψη, που επιτρέπει να αναδειχτούν χωρίς φόβο οι πολλαπλές όψεις κρίσιμων κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων, τα οποία ο αριστερός πολίτης βιώνει με ένταση τουλάχιστον όμοια με αυτή των προβλημάτων της ιδιωτικότητας του.
Η εμπειρία σε γενικές γραμμές κοινή για μια μεγάλη μερίδα των αριστερών της πρώτης μεταδικτατορικής γενιάς. Η εφηβική ένταξη στην ΚΝΕ∙ Η κομματική αφοσίωση και η πολιτική δράση για την υπηρέτηση του μεγάλου ιδανικού αντί των προσωπικών ιδιοτελών στοχεύσεων, η συντροφικότητα αντί του ατομικισμού, αλλά και η ανελευθερία γνώμης, στάσης, σκέψης και τελικά η κατάργηση του εαυτού. Η δοκιμασία επίσης σκληρή: Η διαπίστωση των αντιφάσεων και των αδιεξόδων του κόμματος μπροστά στην αποτυχία του πειράματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» να συνυπάρχει με το ανεπίτρεπτο της παραδοχής αυτών και η πίστη να έρχεται συχνά αντιμέτωπη με τη λογική. «Πώς όμως να διαχειριστεί κανείς την απογοήτευση χωρίς να προδώσει τις ιδέες του; Τη στράτευσή του;».
Κι όταν πια δεν μπορεί το άλλοτε τυφλά στρατευμένο κομματικό μέλος να μαγειρέψει άλλες δικαιολογίες στο μυαλό του κι όταν η «αντικομματική… ερμηνεία της απογοήτευσής» του δεν συγχωρείται, έρχεται αναπόφευκτα η διαγραφή -ή η αποχώρηση- και η αναζήτηση νέας οικογένειας (χωρίς ποτέ να κόβονται οι ανθρώπινοι δεσμοί με τα μέλη της παλιάς), που θα στεγάσει τον άσβεστο πόθο για πολιτική συμμετοχή και δράση. Στην περίπτωση της Δέσποινας ήταν η ένταξη στις Αριστερές Συσπειρώσεις, μια ένταξη που την κάνει να αναπνέει πιο ελεύθερα μέσα σε νέες αξίες, αλλά και που τη φέρνει αντιμέτωπη με «νέα πάθη»: πλουραλισμός, πολυφωνία, αλλά και ατέρμονη θεωρητικολογία κι άλλες φορές ένας ιδιότυπος δογματισμός και σεχταρισμός, ένας χώρος ελευθερίας πνεύματος και νέας θεωρητικής παραγωγής, αλλά και βασίλειο των προσωπικοτήτων και των ηγετών. Ποιος δεν αναγνωρίζει έστω και μια μικρή αλήθεια στη σκληρή κριτική της ηρωίδας για τους συντρόφους του παρελθόντος: «Συσπειρωμένοι οι περισσότεροι γύρω από τέτοιους μικρούς φυλάρχους και αρχηγίσκους ο καθένας με το μοναδικής πατέντας ιδεολογικό βιολί του, περιπετειωδώς συμβιώνοντες, άλλες φορές τα έβρισκαν κα άλλες φορές συγκρούονταν με σφοδρότητα και έχθρα που ξεπερνούσε ακόμη και αυτήν που επεφύλασσαν για τον ίδιο τον… ταξικό αντίπαλο». Κι όμως, τούτη η ικανότητα να διαβάζει πια στο πολιτικό της παρελθόν όλες του τις στρεβλώσεις, καθόλου δεν κάνει τη Δέσποινα να παραγνωρίσει τη γεμάτη ζωή, που η ένταξη στην Αριστερά της χάρισε: διαβάσματα, συζητήσεις, δράσεις, ερεθίσματα, γνωριμίες, νέα πεδία προς εξερεύνηση, που οι εγκλωβισμένοι στο μηχανισμό του ΚΚΕ θεωρούσαν δευτερεύοντα και τα υποτιμούσαν, όπως τα δικαιώματα των μειονοτήτων και της γυναίκας, το περιβάλλον και η τέχνη.
Μια τέτοια τολμηρή κατάθεση δε θα μπορούσε φυσικά να μην αντιμετωπίσει και το ερώτημα που ταλανίζει και διχάζει γενιές αριστερών: Πώς αλλάζει ο κόσμος; Με μεταρρυθμίσεις, με κοινοβουλευτική αλλαγή, με ρήξη, με επανάσταση; Ποια είναι η σχέση της Αριστεράς με τη βία και γιατί ο πολιτικός χώρος της ριζοσπαστικής Αριστεράς χρεώνεται διαρκώς συγγένεια μαζί της; Δικαιολογείται και σε ποιο βαθμό η χρήση αντι-βίας απέναντι στην καθημερινή ανομιμοποίητη βία τους κράτους; Αλλά και γενικότερα, υπάρχουν ακραία όρια ανοχής των μέσων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πραγμάτωση κάποιου ανώτερου κοινωνικού στόχου και αν ναι ποια είναι αυτά; Κι αν πάλι όχι, τότε ποιος είναι αυτός ο στόχος, που αναγορεύεται σε υπέρτατο σκοπό και δικαιολογεί το κάθε μέσο; Πώς προσδιορίζεται σήμερα ο ανώτερος σκοπός και ποιος έχει τη νομιμοποίηση να τον καταστήσει ανώτερο; Ή, με άλλα λόγια, με τα λιτά, εκλαϊκευμένα και περιεκτικά λόγια της Δέσποινας Ντήμα και της Κατερίνας Μόντη: «Αγιάζει ο σκοπός τα μέσα; Κι αν, ίσως ενίοτε, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, ποιος αγιάζει τον σκοπό;»
Από την άλλη, παρόντα σε κάθε στιγμή της «κατάθεσης» τα απωθημένα της μακεδονικής ιστορίας. Οι περιγραφές-βιώματα των τακτικών του ελληνικού κράτους για την εξαφάνιση της σλαβόφωνης ετερότητας (γλωσσικής, πολιτιστικής) μπροστά στο σκοπό της διαμόρφωσης ενός «καθαρού» έθνους. Η εξαναγκαστική αλλαγή ονομάτων χωριών και ανθρώπων, η δήμευση περιουσιών, η καταπίεση και ο εκφοβισμός του «ντόπιου στοιχείου», ο εξευτελισμός με το ρετσινόλαδο, αλλά και το «παιχνίδι» με το δαχτυλίδι του δασκάλου, που είχε αφοσιωθεί στο να εξαλειφθεί το «βαρβαρικό γλωσσικό μίασμα» στα χωριά της Αλμωπίας αποτελούν μικρές αποκαλύψεις που κλονίζουν ισχυρά τις βεβαιότητες του ανυποψίαστου αναγνώστη, που αρκέστηκε στα σχολικά βιβλία για τη διαμόρφωση της ιστορικής του γνώσης.
Προετοιμασμένοι, λοιπόν, έτσι, αντιμετωπίζουμε ως αναπόφευκτη κορύφωση της πλοκής και συγχρόνως ως κομβικό σημείο του βιβλίου την αναμέτρηση με το «σκοπιανό». Το «ζήτημα-ταμπού» έρχεται στο προσκήνιο της αφήγησης, έχοντας πια διανύσει ένα μεγάλο τμήμα της, όπου έχουν αποτυπωθεί οι βασικές ιδεολογικές κατευθύνσεις της σκέψης της ηρωίδας, και τελικά της συγγραφέα, με τρόπο που να μη χωρά αμφισβήτηση. Η ευθεία σύγκρουση με εθνικιστικές ιδεοληψίες, η πίστη στον ουμανισμό και τον διεθνισμό, ο σεβασμός απέναντι στους μετανάστες και η ανιδιοτελής υποστήριξή τους, έχουν ήδη ξεκάθαρα αναγνωσθεί ως προϋποτιθέμενες αρχές, όταν η συγγραφέας μας φέρνει αντιμέτωπους με τη θεμελιώδη αξία της αυτοδιάθεσης των λαών. Ωστόσο εδώ θα πρέπει να σημειωθεί και η επιφύλαξη, που έχει βέβαια εκτενώς συζητηθεί, ότι η υπεράσπιση της θεμελιώδους αξίας της αυτοδιάθεσης οφείλει να σηματοδοτεί έναν αγώνα εξάλειψης του εθνικισμού συνολικά, απ’ όπου κι αν προέρχεται.
Κι ανάμεσα σε όλες αυτές τις σκέψεις, εκείνα τα μικρά διαλείμματα αναστοχασμού της ηρωίδας-συγγραφέα, εκείνες οι βαθύτερες στιγμές συνομιλίας με τον εαυτό, εκείνα τα αποσπάσματα «από τα σημειωματάρια», που ανακινούν φαντασιώσεις, μνήμες και αγωνίες, μέχρι τώρα ανομολόγητες από φόβο μήπως καταδείκνυαν μια ελάχιστη σχισμή αδυναμίας ή αμφιβολίας στις καθημερινές μάχες του αριστερού υποκειμένου. «Άραγε πότε “η ζωή θριαμβεύει”; Όταν -αναλογιζόμενοι το τέλος- φιλούμε το χέρι της την κάθε στιγμή; Ή όταν την παραμελούμε, μακάριοι αθάνατοι επιλήσμονες;»
Μια άλλη, εναλλακτική οπτική στην κρίση της πολιτικής και κοινωνικής μας ταυτότητας χαρακτηρίζει τούτη την «κατάθεση», που απορρίπτει τους εύκολους μύθους και τις αφοριστικές προσεγγίσεις και αποδομεί τον κυρίαρχο Λόγο με συνοπτικές -αλλά καθόλου επιπόλαιες- διαδικασίες. Μια αριστερή ανάλυση, που είναι απαλλαγμένη από την ανάγκη υπηρέτησης της «καθαρής» αλήθειας, που δεν αλλοτριώνεται από την παρουσία ενός καταδυναστευτικού αγιασμένου σκοπού, ο οποίος πρέπει πάση θυσία να υπηρετηθεί. Και τούτη η ορθολογική ανάλυση συνυπάρχει και συμπληρώνεται με την αποτύπωση εσωτερικευμένων κρίσεων, υφαίνοντας μια «κατάθεση», που τη διαπνέει αντί του κυνισμού της «ωριμότητας», η συναισθηματικά πυροδοτούμενη ανάγκη για κοινωνική αλλαγή. Μια ειλικρινής και τολμηρή κατάθεση σκέψεων, βιωμάτων και προτάσεων, των οποίων καταλύτης είναι η ακλόνητη πίστη στο ιδανικό του δημοκρατικού και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Μια «κατάθεση», πίσω από την οποία ζει μια σκέψη βαθιά ελεύθερη.
Το βιβλίο της Κατερίνας Μόντη "Η κατάθεση" κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Το κείμενο αναρτήθηκε στο http://www.alterthess.gr/content/bibliokritiki-katerina-monti-i-katathesi
Φωτο: Νοσοκομείο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στα Λουτρά, Πόζαρ, του Καϊμακτσαλάν) Aρχείο ΕΝΕΚΕΝ, από το βιβλίο του Νίκου Μότσιου, Οι ήρωες γεννιούνται στη θύελλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου