Εκτός από την ολόθερμη συνηγορία μου να διαβαστεί από πολλούς αυτό το βιβλίο, να εξαπλωθεί ως δυσκαταμάχητη ίωση στον κόσμο μας, κόσμο ιδεών και φυτών, λόγων και πρεμούρας, δε σκοπεύω να «χαρίσω πλοκή» στον αναγνώστη αυτής της κρίσης. Απλώς, μια Δέσποινα Ντήμα, ιατρός, ανακρίνεται προσφάτως, λόγω μιας έμμεσης μνείας της στο στοιχείο μιας γιάφκας. Σχεδόν ντόπια η ίδια (βόσκουν κάτι καραμανλήδες μεσοπολέμου) με κύριο ανακριτή της τον Παπακόιτση, με προφανώς εντόπικο όνομα.
Η ανάκριση διατρέχει ένα δαιμονικά υφασμένο λογοτεχνικό υλικό, διατρέχει προχουντικές νύξεις, την επταετία, κυρίως τα νιάτα της δεκαετίας του '80, τη μετρημένη κι έπειτα ξέχειλη συναισθημάτων πεποικιλμένη σχέση με το ΚΚΕ και τας παραφυάδας αυτού, όπως δίδασκαν αρχαίοι ΕΑΜίτες, στα χρόνια μας άρτια περιποιημένοι αντικομμουνισταί. Η πλοκή είναι κυρίαρχο γεγονός στο βιβλίο, η ανάκριση περνάει από αλλεπάλληλα κόσκινα, ένα σπίτι (στο νησί όπου η Δέσποινα υπηρετεί) γίνεται φύλλο φτερό προσφάτως, σε λίγο θα έχουμε ΔΝΤ, κάποτε αντάρτες, μετά πειραχτήρια, μήτε καν βομβιστές, αργότερα, ακόμη και η διατήρηση ανάμνησης παραμένει προθάλαμος για υποψίες εγκλήματος. Από την «Κατάθεση» φαίνεται ότι μόνη ζείδωρος αύρα στη μεταπολεμική Ελλάδα είναι η διατήρηση, σε υπηρεσιακή ετοιμότητα, μιας παχυλής και απόλυτης βλακείας, ίδιας στα χρόνια του Πιουριφόι, αλλά και του λάπτοπ. Είναι ο μόνος συνδετικός, ζωντανός ιστός. Ο εχθρός γλιστρά από το «συμμορίτη» στον «πακιστανό». Εχει ήδη γλιστρήσει. Ενδιαμέσως, οι Νεοέλληνες, εμείς, η συγγραφέας, οι αναγνώστες και τα πάθη τους, άτομα που σέρνουν ματαίως αναμνήσεις με την ελπίδα να ξετυλιχτούν κάποτε.
Το έργο, συμφωνώ με την κυρία Μόντη, δεν είναι αυτοβιογραφικό. Ως διδάσκαλος του δρομαίου ύφους, προσθέτω: αυτό μας έλειπε! Στην περίπτωση των σελίδων που μόλις εξεμέτρησα, ο σθλαβισμός και τα παρακλάδια του, οι πιπεράτες και βασανιστικές ιστορίες των σλαβομακεδόνων με άφθονο άρτυμα από ραγισμένες ιδεολογίες είναι απλώς ένα χρήσιμο σεναριακό υφάδι- μην ξεκινήσει κάποιος την ανάγνωση πιστεύοντας πως είναι η καλύβα του μπαρμπα - Θωμά των εντοπίων. Θα τα χάσει και θα χαθεί. Στο βιβλίο υπάρχει θυμός, ημιτελείς αλλά σπαρακτικές σκέψεις, ευθύ και κορυφαίο γράψιμο, πλην από αυτά που διαθέτουν τη βάση ενός συμβατικού, επισφαλούς υποβάθρου. Δε σας κρύβω πως ενίοτε, διαβάζοντας, φώναζα προς τους αιθέρες: «Κόψ' το αυτό λιγάκι, κυρία Κατερίνα!» ή «Σημείωσε να αλλάξεις διακόσιες λέξεις εδώ και όταν τις ξαναγράψεις, κλάψε γοερά ενδιαμέσως, επειδή συχνά το κείμενό σου καλύπτεται από ένα ψυχαναγκαστικό σπλην. Οχι, δεν είσαι Τσερόκι, δεν είσαι Βάσκα και Τσετσένα. Είσαι ακόμη στο μεγάλο, σκοτεινό βυθό. Τον ανεγνώριστο. Χωρίς αφρό».
Το βιβλίο στην παρούσα του μορφή, γίνεται, συντομευμένο, ταινιάρα με τον Μάικλ Λι, ενώ γυρισμένο σε στρωτή διήγηση ένα σίριαλ που θα μπορούσε να γυριστεί από Ελληνες συντελεστές με επιτυχία. Είναι πολύ δυνατές οι εικόνες του, τα λόγια είναι ορθώς αδύναμα, οι θεωρίες ορθότατα ακυρωμένες πριν την έκφρασή τους. Η κυρία Μόντη, συλλέκτρια γραπτού πάθους, μπορεί να επιχειρήσει να γράψει επιτυχώς οτιδήποτε. Στους τυχερούς που θα το διαβάσουν εύχομαι καλό βόλι.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αγγελιοφόρος την Κυριακή 11 Μαρτίου 2012
http://www.agelioforos.gr/default.asp?pid=7&ct=7&artid=130970
petefris@otenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου