Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Αρσενικότητες σε θέσεις υποταγής. Άσπα Χαλκίδου


Φύλο, σεξουαλικότητα και οι στρατηγικές της επιθυμίας

Στα μέσα της δεκαετίας του '80 η ανθρωπολόγος Gayle Rubin (1984) προέτασσε την ανάγκη να αναπτυχθεί μια αυτόνομη θεωρία και πολιτική για τη σεξουαλικότητα και «να διαχωριστεί αναλυτικά η μελέτη του φύλου από τη μελέτη της σεξουαλικότητας ώστε να αντανακλάται ακριβέστερα η διακριτή κοινωνική τους ύπαρξη» (2006 [1984]:465). Με αυτήν τη θέση τότε η Rubin συνετέλεσε στη δημιουργία των θεωρητικών και πολιτικών εκείνων προϋποθέσεων στα πλαίσια των οποίων πραγματοποιήθηκαν εθνογραφικά και θεωρητικά πονήματα που έθεσαν υπό αμφισβήτηση τόσο την αντίληψη ότι η σεξουαλικότητα συνδέεται αιτιακά και αναγώγιμα με το κοινωνικό φύλο όσο και ανέδειξαν την επίπλαστη φυσικοποιημένη πρόσδεση βιολογικού-κοινωνικού φύλου και ετερόφυλης επιθυμίας.
   Η μεταδομιστική και queer θεωρία για την επιτελεστικότητα του φύλου και της σεξουαλικότητας συνεχίζει δημιουργικά το διάλογο που είχε ξεκινήσει στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 στο πεδίο των γκέι και λεσβιακών σπουδών στην Αμερική σχετικά με τη διάκριση της μελέτης του φύλου από τη σεξουαλικότητα. Η Butler (2009) θέτει σε κριτική αμφισβήτηση την ιδέα του σώματος ως προλογοθετικής επιφάνειας που αναμένει να εγγραφεί πάνω της το σημάδι του πολιτισμού προκειμένου να αποκτήσει νόημα. Το τι αναγνωρίζεται ως «βιολογικό φύλο» αποτελεί ένα ήδη κοινωνικά προσδιορισμένο και εκπεφρασμένο συμβάν και με αυτήν την έννοια είναι παραπλανητική η διάκριση μεταξύ «βιολογικού» και «κοινωνικού φύλου» και η συνεπακόλουθη νοηματοδότηση του δεύτερου ως έκφραση κάποιας «βαθύτερης» εσωτερικής ουσίας η οποία υποτίθεται πως εδράζει στο πρώτο.
   Η ίδια επαναφέρει στο προσκήνιο τον προβληματισμό για τη διάκριση στη μελέτη του φύλου από τη σεξουαλικότητα μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον από την ανάγκη για διακριτότητα των δύο αυτών αναλυτικών εργαλείων προς τη σημασία για την εκ νέου μελέτη της περίπλοκης διαπλοκής, αν και όχι ταύτισή τους, επισημαίνοντας την ανάγκη «να κρατήσουμε μια θεωρητική σκευή η οποία θα εξηγεί πώς ρυθμίζεται η σεξουαλικότητα με την αστυνόμευση και την ταπείνωση που αφορούν το φύλο» (2008:432). Υποστηρίζει πως ούτε το φύλο ούτε η σεξουαλική πρακτική έχουν κάποιο εγγενές χαρακτηριστικό που να καθιστά προνομιακό το ένα από τα δύο σε σύγκριση με το άλλο (2008:433) και παρόλο που αυτές οι δύο επικράτειες δεν πρέπει να ταυτίζονται, ωστόσο, συνδέονται στενά μιας και η φυσικοποιημένη μυθοπλασία της αναπαραγωγικής ετεροσεξουαλικότητας στηρίζεται δομικά στην αντίληψη περί έμφυλου δυϊσμού (2008:434). Στο σύστημα της κανονιστικής ετεροσεξουαλικότητας το να «ταξινομείται» κανείς ως σώμα ορισμένου φύλου σημαίνει και μια κατασκευασμένη ταύτιση με μια έμφυλη ταυτότητα αλλά και επιθυμία. Έτσι, «κάποια μέρη του σώματος γίνονται εύλογες εστίες ηδονής ακριβώς επειδή αντιστοιχούν σε ένα κανονιστικό ιδεώδες ενός σώματος ορισμένου φύλου (...) το ποιες ηδονές θα ζήσουν και ποιες θα πεθάνουν συχνά έχει να κάνει με το ποιες υπηρετούν τις νομιμοποιητικές πρακτικές του σχηματισμού ταυτότητας που λαμβάνουν χώρα εντός της μήτρας των έμφυλων κανόνων.» (2009:102).
   Επιπρόσθετα, η Butler (2008, 2009) δεν υποστηρίζει πως οι σεξουαλικές πρακτικές που παραβιάζουν τις έμφυλες ή/και σεξουαλικές δομές της κανονιστικής ετεροσεξουαλικότητας φέρουν προγραμματικά κάποιο δεδομένο ανατρεπτικό νόημα το οποίο κατ’ ανάγκην αποσταθεροποιεί τις φυσικοποιημένες κατηγορίες της έμφυλης ταυτότητας και επιθυμίας. Αντίθετα, το αν οι χειρονομίες αυτές αφομοιωθούν από την εκάστοτε ηγεμονική κανονικότητα ή αν θα συντελέσουν στην υπονόμευση και ανατροπή της επίπλαστης «φυσικής» θεμελίωσης της αποτελεί ένα ανοιχτό, γι' αυτό και κρίσιμης σημασίας, ερώτημα το οποίο για να απαντηθεί θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν το ποια έμφυλα σώματα και επιθυμίες επιτελούνται, απέναντι σε ποιους και σε σχέση πάντα με το ιστορικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό πλαισίου εντός του οποίου συμβαίνουν.
   Εστιάζοντας σε συνεντεύξεις με συνομιλητές που επιτελούν ερωτικές πρακτικές θηλυκοποίησης στο πλαίσιο συναινετικών πρακτικών ανταλλαγής εξουσίας θα επιχειρήσω να κινηθώ προς αυτήν την κατεύθυνση προκειμένου να αναδείξω το ανοιχτό ζήτημα της διαπλοκής μορφών σεξουαλικότητας, σεξουαλικών πρακτικών και έμφυλων υποκειμενικοτήτων.
Πρακτικές υποτακτικής θηλυκοποίησης
και οι ηγεμονικοί «από τα μέσα» λόγοι (discourses)

Ο όρος feminization αποτελεί έννοια «ιθαγενή» και χρησιμοποιείται εκτενώς από τους/τις εμπλεκόμενους/ες σε αντίθεση με την ελληνική αντίστοιχή του που είναι η λέξη «θηλυκοποίηση». Είναι ένας όρος που μπορεί να αποκτά διάφορα και όχι απαραιτήτως ταυτόσημα νοήματα ανάλογα με το συγκείμενο στο οποίο εντάσσεται, σε σχέση τόσο με τις πρακτικές που το συγκροτούν και το εξελίσσουν σαν διαδικασία όσο και με την πρόσληψη, διαπραγμάτευση και εννοιολόγηση των πρακτικών από τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες. Σε μια προσπάθεια να ιχνογραφήσω αδρά το πως μπορεί να γίνεται αντιληπτό το feminization θα έλεγα ότι συνίσταται στις πρακτικές της «μετάβασης», «μεταμόρφωσης», «μετάπλασης» ή ακόμα και «αντιστροφής» ενός εκλαμβανόμενου ως αρσενικού ατόμου σε θηλυκό. Οι πρακτικές αυτές είναι δυνατό να γίνονται αντιληπτές σαν διαδικασία κατά την εξέλιξη της οποίας το αρσενικό μέλος γίνεται ή τείνει να γίνει «γυναίκα», ταυτίζεται με ή τείνει να πλησιάσει αυτό που ευρύτερα γίνεται αντιληπτό ως «γυναικείο», ως εκείνο που αρμόζει στις «γυναίκες». Το πλησίασμα αυτό θεωρείται ότι εμπλέκει την όψη του υποτασσόμενου μέλους, ή/και τον ψυχισμό του, ή/και τη συμπεριφορά του, ή/και τις σεξουαλικές πρακτικές στις οποίες θα συμμετάσχει και οι οποίες θα πρέπει να ταιριάζουν, να είναι συμβατές με τη «γυναικεία του θέση», με τη «θηλυκότητά» του ή με τη «θηλυκοποιημένη» του κατάσταση.
   Στο σημείο αυτό κρίνεται χρήσιμο να ειπωθούν συνοπτικά δυο-τρεις κουβέντες αναφορικά με τον ηγεμονικό «από τα μέσα» λόγο για τις διαφοροποιημένες επιτελέσεις του feminization και τον εν-τοπισμό που είναι δυνατό αυτές να συνεπάγονται στον ευρύτερο ορίζοντα των συναινετικών ερωτικών πρακτικών ανταλλαγών εξουσίας. Οι εκδοχές αυτές μπορούν να χωρίζονται σε δύο ευρύτερες κατηγορίες, σε εκείνη του οικειοθελούς feminization και σε εκείνη του εξαναγκαστικού feminization (forced feminization). Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι σε κάθε περίπτωση αναφέρομαι σε πρακτικές συναινετικές από τις οποίες όλοι/ες οι συμμετέχοντες και συμμετέχουσες αντλούν αμοιβαία απόλαυση και ικανοποίηση. Οι δυναμικές όμως που διαφοροποιούν το οικειοθελές από το εξαναγκαστικό feminization έχουν να κάνουν με τις διαφορετικές διαδρομές που μπορεί να διαγράψουν οι τροχιές της απόλαυσης και της επιθυμίας με οχήματα άλλοτε τα στοιχεία της υποταγής και της φετιχιστικής λατρείας και άλλοτε του εξευτελισμού και της ταπείνωσης. Έτσι, στην οικειοθελή θηλυκοποίηση το υποτακτικό μέλος «θηλυκοποιεί» τον/την εαυτό του/της δηλώνοντας έτσι μια λατρεία, ένα θαυμασμό ή μια ταύτιση προς το «γυναικείο». Στην εξαναγκαστική θηλυκοποίηση το υποτακτικό μέλος «θηλυκοποιείται» από την Κυριαρχική γυναίκα, υφίσταται αυτήν την πρακτική σαν μέρος μιας ερωτικής διαδικασίας ταπείνωσης και εξευτελισμού, συχνά σαν τιμωρητική έκπτωση ή και μηδενισμό του ανδρισμού του, ενώ άλλες φορές μπορεί με τον τρόπο αυτό το υποτακτικό μέλος να εκφράζει την υποτακτικότητά του, την ολοκληρωτική του παράδοση στην Κυριαρχική γυναίκα. 
Οι πρακτικές θηλυκοποίησης (οικειοθελούς ή εξαναγκαστικής) μπορούν να εμπλέκουν αλλαγές στα στοιχεία εμφάνισης του υποτακτικού (όπως γυναικείο ρουχισμό, υποδήματα και make-up), ή/και χρήση γυναικείου ονόματος, ή/και ρόλους που έχουν να κάνουν με οικοκυρικές εργασίες όπως καθαριότητα του σπιτιού, μαγείρεμα, ή τη στάση του σώματός του, ή και λεκτική απεύθυνση με χρήση του θηλυκού προσώπου και με χαρακτηρισμούς σεξιστικά επιφορτισμένους (όπως τσούλα, πουτανάκι κ.ά.). Επίσης κατά το feminization είναι αρκετά διαδεδομένες πρακτικές που γίνονται αντιληπτές ρητά ως σεξουαλικές όπως η πρωκτική διείσδυση στο υποτακτικό μέλος με δονητές και στραπόν (strapon) από την κυρίαρχη γυναίκα, ή/και με την από μέρους του πεολειχία των αντικειμένων αυτών. Η πρωκτική διείσδυση με στραπόν, δηλαδή με ζώνη που έχει τοποθετημένο πάνω της ένα προσδεδεμένο φαλλικό ομοίωμα, είναι συχνά καθοριστικής σημασίας για την απόδοση μη «ανδρικών» ιδιοτήτων στο μέλος που την υφίσταται. Ένα από τα ανοιχτά ερωτήματα που προκύπτουν αφορά το κατά πόσο και μέσα από ποιες διαδρομές οι θεωρούμενες ως μη ανδρικές αυτές ιδιότητες επιφορτίζονται είτε με την ιδιότητα του γυναικείου είτε με την ιδιότητα του ομοφυλόφιλου. Ο πρωκτός εξακολουθεί να σημασιοδοτείται ως το σκληρό εκείνο όριο στον ανδρισμό ενός άνδρα η παραβίαση του οποίου ενεργοποιεί συναγερμούς (αν όχι πανικούς) για οριακό πλησίασμα ή και ταύτιση ενός ετεροφυλόφιλου με τον επικινδυνότερο «άλλο» του που θεωρείται πως είναι ο ομοφυλόφιλος, ο πούστης ή αλλιώς η αδερφή. Η ιδιαίτερη βαρύτητα της πρωκτικής διείσδυσης από γυναίκες σε άνδρες σε καμία περίπτωση δεν συνεπάγεται πως άλλες πρακτικές δεν είναι δυνατό να ερωτικοποιούνται, όπως για παράδειγμα εκείνες που αφορούν την εξωτερική εμφάνιση και τους ρόλους του υποτακτικού, και, στο σημείο αυτό, αξίζει κάποιος/κάποια να κάνει μια στάση στο πως στο πλαίσιο των συναινετικών ερωτικών πρακτικών ανταλλαγής εξουσίας ο εξευτελισμός και η υποτίμηση, και εν προκειμένω η υποτίμηση «της αρρενωπότητας», μπορεί να απογειώνει την ερωτική διάθεση των εμπλεκόμενων.
   Στο υλικό που συνοπτικά θα παρουσιάσω επέλεξα να διαπραγματευτώ τρεις προσεγγίσεις της θηλυκοποίησης, όπως αυτή βιώνεται και νοηματοδοτείται σε συναινετικά ερωτικά παιχνίδια ρόλων κυριαρχίας και υποταγής. Οι συνομιλητές(/τριες) μου ηλικίας από 32 έως 38 ετών διαμένουν στην Αθήνα και επιτελούν πρακτικές υποτακτικής θηλυκοποίησης αποκλειστικά με γυναίκες ερωτικές συντρόφους και ένας από αυτούς με επαγγελματία Κυριαρχική γυναίκα έναντι αμοιβής (Pro-Domme). Επιπλέον, όλοι τους διατηρούν επαφές με την εγχώρια σκηνή του BDSM. Όπως φάνηκε από τις συνεντεύξεις η θηλυκοποίηση μπορεί να είναι η διαδικασία εκείνη κατά την οποία το ένα ερωτικό μέλος εμφυλοποιείται προς τη θηλυκότητα ή επιφορτίζεται με εκλαμβανόμενα ως «θηλυκά» πρόσημα ή ακόμα αναδεικνύει τα θηλυκά στοιχεία τα οποία αναγνωρίζει και αντιλαμβάνεται ως αναπόσπαστα κομμάτια του/της εαυτού του/της. 

.....................................................


Απόσπασμα από το δοκίμιο της Άσπας Χαλκίδου στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί. Η Άσπα Χαλκίδου είναι υποψήφια διδάκτορας κοινωνικής ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου