Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012
Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012
«Αιώνιοι» εχθροί και άσπονδοι φίλοι, του Όμηρου Ταχμαζίδη
Η έπαρση: Σε παλαιότερο σημείωμά μας
αναφερθήκαμε στη λυκοφιλία των Ελλήνων και Γερμανών συντηρητικών – συνήθως
παρόμοιες σχέσεις αποβαίνουν υπέρ του ισχυρού. Κατά την περίοδο του Ψυχρού
Πολέμου η Ελλάδα και η (δυτική) Γερμανία βρέθηκαν στο ίδιο “στρατόπεδο”. Η Γερμανία διαιρεμένη σε δύο
διαφορετικά κράτη, η Ελλάδα διαιρεμένη «εσωτερικά». Η μεταπολεμική Γερμανία του
«οικονομικού
θαύματος» δεν έδειξε εμπράκτως στοιχεία μεταμέλειας για την περίοδο της Κατοχής,
αλλά η συντηρητική της ηγεσία αντιμετώπισε με περισσή αλαζονεία την ελληνική
πλευρά. Το μαρτυρούν τα αρχεία του γερμανικού κράτους, αλλά και δημοσιεύματα
στον ελληνικό τύπο.
Δεν είχαν συμπληρωθεί καν
είκοσι χρόνια από την αποχώρηση των χιτλερικών στρατευμάτων από την Ελλάδα και
η νέα οικονομικά ισχυρή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (BRD) καλυμμένη πίσω από τη νέα «ευρωατλαντική
φιλία» προσπαθούσε με φθηνά τεχνάσματα να ξορκίσει την εγκληματική
παρουσία της νατσιστικής Κατοχής στη χώρα μας. Ένα από αυτά ήταν η τιμή της
μνήμης, γενικώς και αορίστως, των Γερμανών στρατιωτών που «έπεσαν» στην Ελλάδα.
Διαβάζουμε στον τύπο της
Θεσσαλονίκης (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, Τρίτη 20 Νοεμβρίου 1962, σ. 5) την
ακόλουθη σύντομη είδηση υπό τον τίτλο «Στέφανος εις μνήμην των πεσόντων Γερμανών
κατά των Β΄ Πόλεμον»: «Ο εν
Θεσσαλονίκη Γερμανός πρόξενος κ. Ερλεβάιν κατέθεσεν χθες την πρωίαν στέφανον,
εις το ηρώον του Γ΄ Σώματος Στρατού,
εις μνήμην των πεσόντων Γερμανών αξιωματικών και οπλιτών, εις Ελλάδα. Εις την τελετήν παρέστησαν και εκπρόσωποι των
αρχών της Θεσσαλονίκης».
Αντικομμουνιστική τουρκοφιλία: Το 1952, λίγο
μετά την εκλογική νίκη του «υπερδεξιού» «Συναγερμού» υπό τον στρατάρχη Αλέξανδρο
Παπάγο, επισκέφθηκε τη χώρα μας ο τότε πρόεδρος της Τουρκικής
Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ. Η επίσκεψη τούτη και ο τρόπος με τον οποίο
προβλήθηκε από τον τύπο της εποχής, καταδεικνύει με πολύ εύγλωττο τρόπο, ότι
οι προαιώνιοι «φίλοι» ή «εχθροί» είναι μια πολύ ρευστή υπόθεση.
HOS GELDINIZ: Το «καλώς ήλθατε» στην
τουρκική του εκδοχή και με κεφαλαία γράμματα αποτελούσε τον πρωτοσέλιδο τίτλο
της «συντηρητικής» εφημερίδας της Θεσσαλονίκης «Ελληνικός Βορράς». Η
προσφώνηση HOS GELDINIZ απευθυνόταν προς τον πρόεδρο
της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο οποίος από την Αθήνα, όπου ευρισκόταν για
επίσημη επίσκεψη, κατευθύνονταν προς την Θεσσαλονίκη (επισκέφθηκε εδώ το προξενείο-οικία του Κεμάλ
Ατατούρκ) και μετά διερχόμενος από την Δυτική Θράκη (και εκεί
του είχε προετοιμασθεί θερμή υποδοχή) θα μετέβαινε σιδηροδρομικώς στην Κωνσταντινούπολη.
Το κύριο άρθρο: Παραθέτουμε αυτούσια
αποσπάσματα από το πρωτοσέλιδο κεντρικό άρθρο του «Ελληνικού Βορρά» [Κυριακή
30 Νοεμβρίου 1952]: «Η μυριόστομος ιαχή, η οποία από της παρελθούσης
Πέμπτης συγκλονίζει τους αιθέρας της πρωτευούσης, θ΄ αντηχήσει αύριον
και εις τον ουρανόν της βορειοελλαδικής μητροπόλεως επί τη αφίξει του Αρχηγού
του Τουρκικού Έθνους. Αν ολόκληρον τον Ελληνικόν λαόν συγκινεί βαθέως η φιλία των δύο γειτόνων
εθνών, οι κάτοικοι της Βορείου Ελλάδος αισθάνονται ακόμη βαθυτέραν
την συγκίνησιν δια το μέγα αυτό κοσμοϊστορικόν γεγονός. Διότι τούτο
συνδέεται ιδιαιτέρως με τον τόπον αυτόν. Εδώ επάνω είδε το φως της ημέρας ο
μέγας αναμορφωτής της αδελφής χώρας και πρώτος Πρόεδρος της Τουρκικής
Δημοκρατίας Κεμάλ Ατατούρκ. Εδώ ηνδρώθη και έκαμε τα πρώτα βήματα του
στρατιωτικού σταδίου του, εδώ δε παρουσίασε τα πρώτα δείγματα της
μελλούσης μεγαλουργού σταδιοδρομίας του. Και δεν είναι ίσως απλή
σύμπτωσις, αλλ΄ επίδρασις της ιστορικής μοίρας το ότι πρώτος αυτός κατενόησεν
εν Τουρκία ότι η σωτηρία των δύο εθνών, μόνον δια της φιλίας και της συμμαχίας
αυτών ήτο δυνατή και έδωκε την χείραν εις τον μέγαν Έλληνα πολιτικόν
του Ελευθέριον
Βενιζέλον, ταυτοχρόνως κατανοήσαντα και εγκολπωθέντα την ιστορική αυτήν
επιταγήν, και ανέλαβαν ομού την πρωτοβουλίαν, από κοινού δε οι δύο συνετέλεσαν
εις το εκπληκτικόν γεγονός, ότι από μιαν μακράν και αιματηράν εχθρότητα των δύο
εθνών, ανεπήδησεν η θερμοτέρα και ειλικρινεστέρα φιλία.
Και αν είναι αληθές ότι οι
άνθρωποι ζουν εις τους ουρανούς και μετά την σωματικήν των τελευτήν,
αναμφιβόλως η ψυχή του Κεμάλ Ατατούρκ, βλέπουσα αύριον από εκεί επάνω τον αντάξιόν
του διάδοχον εις την ανωτάτην ηγεσίαν της γείτονος χώρας Τζελάλ Μπαγιάρ,
επισκεπτόμενον το σπίτι, όπου εγεννήθη, και ακούουσα την μυριόστομον κραυγήν, η
οποία θα υψούται από τα στήθη των Ελλήνων, θα μακαρίζει εαυτόν, διότι
εθεμελίωσεν την φιλίαν μ΄ έναν
λαόν, ο οποίος τόσον αγαπά και τόσον εκτιμά το Τουρκικόν Έθνος!
Αν δε ο Αρχηγός της Τουρκικής
Δημοκρατίας επείσθη κατά την διαμονή του εν Αθήναις πόσον βαθέως και ειλικρινώς αγαπά
ο Ελληνικός λαός το αδελφόν έθνος, εδώ επάνω εις την Βόρειον Ελλάδα θα
συγκινηθεί ακόμη περισσότερον, βλέπων εκδηλούμενα τα αισθήματα ταύτα, όχι μόνον
δια ζητωκραυγών και δια χειροκροτημάτων, αλλά και δια πράξεων. Διότι εις την
εκείθεν του Νέστου χώραν, εις την Δυτικήν Θράκην ζει μια πολυάριθμος αναλογικώς
τουρκική
μειονότης. Και η μειονότης αύτη, απολαύουσα όλων των δικαιωμάτων, αλλά
και υποκειμένη εις όλας τα υποχρεώσεις των Ελλήνων πολιτών, περιβάλλεται από
την αγάπην των συνοίκων Χριστιανών και την στοργήν των επισήμων αρχών. Και το
ιδρυόμενον εν Κομοτινή Λύκειον, το οποίον θα εγκαινιάσει ο υψηλός μας ξένος, ο
οποίος το τιμά με το όνομά του, αποτελεί μίαν ακόμη εκδήλωσιν των αισθημάτων
τούτων προς την μουσουλμανικήν μειονότητα της Θράκης.
Η αυριανή και η μεθαυριανή ημέραι,
κατά τας οποίας θα ευρίσκεται ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας εις την
Βόρειον Ελλάδα, θα γραφούν εις την καρδίαν του λαού αυτής ως ημέραι ιστορικαί και ως
λαμπραί σελίδες εις το βιβλίον της φιλίας και της αγάπης των δύο εθνών.
Οι Βορειοελλαδίται, που
αποτελούν τον ακριτικόν πληθυσμόν της χώρας μας και βλέπουν συγκεκριμένην και
ολοζώντανην την απειλήν, που υψούται από τα σύνορα κατά της χώρας, κατανοούν
περισσότερον παντός άλλου, ότι τίποτε δεν πρέπει να χωρίσει πλέον τους δύο
λαούς και ότι η ένωσίς των αποτελεί την μόνην εγγύησιν δια την ασφάλειαν, την
ελευθερίαν, την πρόοδον και την ευημερίαν αυτών.
Είναι δε ευτύχημα μέγα ότι ο
Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας εύρεν εις την Ελλάδα μίαν Κυβέρνησιν,
στηριζόμενην επί της μεγάλης πλειονοψηφίας του Ελληνικού λαού, επί κεφαλής της
οποίας ευρίσκεται ο Στρατάρχης
Παπάγος, γεγονός το οποίον συνετέλεσε να καταστήσει στενωτέρας ακόμη
τους δεσμούς μεταξύ των δύο εθνών.
Η θέλησις του λαού μας δια
την τοιαύτην σύσφιξιν των δεσμών εκδηλωθείσα κατά τον συγκινητικότερον τρόπον
εις την πρωτεύουσαν της χώρας θα διατρανωθεί ακόμη επιβλητικωτέρα εδώ επάνω
κατά την αυριανήν άφιξιν του Αρχηγού του Τουρκικού Έθνους, τον οποίον θα
υποδεχθεί ο λαός της Βορείου Ελλάδος με μυριόστομον και παλλόμενην από συγκίνησιν
την κραυγήν: - Καλώς ήλθατε!»
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις είναι
δικές μου και προσανατολίζουν προς συγκεκριμένη ανάγνωση του άρθρου, η οποία
όμως δεν είναι η μοναδική. Το κείμενο επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις.
Η ανάλυση της ρητορικής και της επιχειρηματολογίας του δύναται να
συμβάλλει στην επιστημονική
εξάσκηση φοιτητών σε ζητήματα της ιστορίας και άλλων συναφών επιστημών.
Όμηρος Ταχμαζίδης είναι δημοσιογράφος - ΜΑ Φιλοσοφίας – Ιστορίας
Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012
ΜΑΡΤΥΡΙΑ, ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΤΖΙΚΗΣ, από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
«...Ο αγώνας συνεχιζόταν πιο έντονος και πιο επικίνδυνος. Λείπαμε συχνά σε διάφορες συσκέψεις ή μεταφέροντας εφόδια στα βουνά. Εγώ δούλευα μέρα νύχτα για την οργάνωση. Έγινα υπεύθυνος του οικονομικού τομέα της τοπικής οργάνωσης του Ε.Α.Μ. Μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες δεν ήταν εύκολο να είσαι υπεύθυνος των οικονομικών. Έπρεπε να εκτιμάς τα χρήματα που μαζεύονταν λέβα προς λέβα και τούτο το θεωρούσα τιμή μου. Τα χρήματα που μαζεύονταν αποτελούσαν μεγάλη ευθύνη για μένα μέσα στη φτώχεια που έδερνε τον κόσμο.
Στο σπίτι μας εξακολουθούσε να μένει η Ρετζίνα που, όπως είπα, είχε πάρει κοντά της η μάνα μου. Ήδη είχαν βάλει στο πέτο των Εβραίων το άστρο του Δαυίδ. Ήταν φανερό πως από μέρα σε μέρα θα τους μάζευαν. Παρακαλούσα τον Αλβέρτο να τους πάμε στο βουνό, στους αντάρτες, αλλά ο μπάρμπα Ιακώβ δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει. «Δεν πάω μ’ αυτούς τους τσιπλάκηδες», έλεγε. «Όπου πάμε, θα πάμε όλοι μαζί». Μάθαμε πως πέθανε κατά τη μεταφορά και οι άλλοι στα κρεματόρια του Άουσβιτς. Όσοι είχαν γίνει Βούλγαροι υπήκοοι δεν τους πήραν. Έτσι, γλίτωσε η άλλη αδερφή της Ρετζίνας, η Πέρλα. Ο Ασέρ, ο άντρας της, είχε γραφτεί Βούλγαρος και η κόρη τους παντρεύτηκε Έλληνα και βαφτίστηκε χριστιανή. Η οικογένεια είχε κρύψει αρκετά υφάσματα στα μπαούλα του σπιτιού μας, τα οποία πήρε η χριστιανή κόρη της Πέρλας. Υποψιαζόταν μάλιστα ότι δεν τα είχαμε δώσει όλα. Όμως δεν κρατήσαμε τίποτα. Για μας αποτελούσε καθήκον αγάπης η φύλαξη της περιουσίας τους. Τους κλάψαμε πολύ. Είχαμε μεγαλώσει μαζί, σαν μια οικογένεια.
Τα γεγονότα έτρεχαν, η υποχώρηση των Γερμανών αναπτέρωσε το ηθικό μας. Το κίνημα φούντωσε. Ήρθε ο Σεπτέμβρης του 1944. Στις 9 του μήνα άρχισε η κατάρρευση. Επαναστάτησε το σύνταγμα του χωριού μας. Έτρεχαν οι αγγελιαφόροι καβάλα στ’ άλογα. Εμείς χαρές, τραγούδια. Ό κόσμος στους δρόμους, στις πλατείες, και στα αλώνια χόρευε. Η πρώτη απελευθερωτική σύσκεψη των επικεφαλής της πολιτικής και στρατιωτικής οργάνωσης του Ε.Α.Μ. ορίστηκε να γίνει στο σπίτι μας. Μας ειδοποίησαν πως μια μερίδα αξιωματικών δεν παραδινόταν στους επαναστάτες. Κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο ΕΛΑΣ κατέλαβε τον σταθμό χωροφυλακής. Εμείς φοβηθήκαμε. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο ελασίτες και αν συνέβαινε κάτι κινδυνεύαμε. Δυο μέρες περάσαμε αγωνιώντας. Δεν είχε σταθεροποιηθεί η κατάσταση...»
Eνοικιάζομαι του Γιάννη Τσιτσίμη, από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ
Ενοικιάζομαι. Ως συνείδηση, ως κορμί, ως ψέματα, ως χώρα. Ενοικιάζομαι εγώ, εσύ, όλοι. Ενοικιάζεται η σιωπή, τα λάθη, η υποκρισία, η «καριέρα», η λήθη, το μέλλον. Αλλά πουθενά μέσα στα ενοικιοστάσια δεν βρίσκεις να μισθώσεις λίγη ανθρωπιά. Λίγη έστω κατανόηση. Δεν περισσεύει. Και μετά, ξεπέφτεις. Βυθίζεσαι. Ακροβατείς ανάμεσα σε άγνωστους κόσμους. Κι αυτό είναι ένα βιβλίο για το πιο δυνατό στοιχείο που ορίζει την ανθρώπινη ύπαρξη στην καταβύθισή της: το σεξ.
Το σεξ ως πηγή γέννησης, σαρκικής απόλαυσης, ανασφάλειας, παρεκτροπής και στοιχείο ακραίων καταστάσεων, βασιλεύει σε αυτήν τη συλλογή διηγημάτων. Ως βασική αιτία εξερεύνησης της ανθρώπινης οδύνης τη στιγμή της κορύφωσης του ερωτικού σπασμού. Ξεπεσμένοι χαρακτήρες, πόρνες, ζευγάρια που μισιούνται κι εκδικούνται ερωτικά, παρανοϊκοί και μοναχικοί τύποι, γυναίκες σε αδιέξοδες σχέσεις, ο έρωτας να νικιέται από το ωμό σεξ και μια φιλοσοφική, στοχαστική προέκταση του θέματος συνθέτουν τη γραφή σε τούτα τα διηγήματα, όπου εγείρεται μια μάταιη κραυγή για το τέλος των ανθρώπινων σχέσεων.
Κι αυτό που απομένει είναι η απόγνωση του θανάτου που κρύβει μέσα της η σεξουαλική πράξη. Και οι ήρωες που τόλμησαν να βαφτιστούν σε αυτήν την παράφορα και που στην ουσία κατοικούν στη διπλανή πόρτα. Ανοίξτε τους, σας κοιτάζουν...
«Κάτω στην πλατεία η νύχτα αγκάλιαζε τα πάντα. Ακούγονταν φωνές, κάποιοι μάλωναν σε μια γλώσσα απόμακρη. Σειρήνες αστυνομίας. Θόρυβοι. Μαλώματα. Απορριμματοφόρα. Νεκροφόρες. Ασθενοφόρα. Ανάπηροι ζητιάνοι στις γωνίες. Ανάπηροι στα παράθυρα του τρίτου ορόφου. Ανάπηροι παντού. Ελεήστε τους ανάπηρους. Είναι τόσο ωραία η ζωή. Ειδικά όταν δεν μπορείς να την αγκαλιάσεις στην ολότητά της, να κοιμηθείς μαζί της και να τη ρημάξεις στον έρωτα ολονυκτίς. Τότε καταλαβαίνεις τη διαφορά. Και πονάς. Πονάς πολύ, βγάζεις κραυγή, κόβεις τη γλώσσα σου μετά, συνεχίζεται ο πόνος όμως γιατί είναι από μέσα όχι από έξω και τρελαίνεσαι, βρίζεις θεούς άδικα, καταπίνεις μαχαίρια, συλλέγεις οίκτους, επισκέπτεσαι γραφεία κηδειών και αποτεφρωτήρες, γερνάς γρήγορα και κλαις ξεδιάντροπα σε κάθε ευκαιρία, τρομάζεις από τη μοναξιά και σβήνεις ανάμεσα στο κοπάδι της σιωπής. Τότε αντιλαμβάνεσαι ότι το δικό σου μαύρο είναι καλύτερο από το κατάδικό τους λευκό…»
(από το διήγημα «Mαύρο το χρώμα της ελπίδας»)
Γιάννης Τσιτσίμης
Ο Γιάννης Τσιτσίμης μοιράζει τις ημέρες του ανάμεσα στο Κιλκίς (γενέθλια πόλη, 1966) και στη Θεσσαλονίκη (αιώνια αγαπημένη). Έχει εκδώσει 4 μυθιστορήματα και έχει σκηνοθετήσει 1 ντοκιμαντέρ, 7 μικρού μήκους ταινίες και 1 μεγάλου. Άρθρα, κείμενα και κριτικές του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες, έντυπα και περιοδικά της Β. Ελλάδας.
«Το
κίνημα του βρώμικου ρεαλισμού που βρήκε απήχηση στις Η.Π.Α. τις
δεκαετίες του ’70 και του ’80 (παρότι ο όρος δεν «ανακαλύφτηκε» παρά
μόνον το 1983) δεν βρέθηκε ποτέ στο ελληνικό εκδοτικό προσκήνιο: οι
βασικότεροι εκπρόσωποι του κινήματος, όπως είναι ο Ρέιμοντ Κάρβερ και ο
Κόρμακ ΜακΚάρθυ, άργησαν να μεταφραστούν· το ίδιο και ο Τζον Φάντε· μόνο
ο «νονός» του μινιμαλιστικού αυτού κινήματος, Τσαρλς Μπουκόφσκι, έγινε
γνωστός στην Ελλάδα, χάρη στις πρώιμες μεταφράσεις ποιημάτων και
διηγημάτων του από σπουδαίες —όσο και σπάνιες — προσωπικότητες των
ελληνικών γραμμάτων: ο Τέο Ρόμβος και ο Αλέξης Τραϊανός συγκαταλέγονται
σε αυτούς που μετέδωσαν το κλίμα του περιθωρίου της Πόλης των Αγγέλων.
Ο Γιάννης Τσιτσίμης (Κιλκίς 1966) στο βιβλίο του Ενοικιάζομαι και άλλα διηγήματα επηρεάζεται από τον Μπουκόφσκι και τον Κουβανό Πέδρο Χουάν Γκουτιέρεζ· η αισθητική των διηγημάτων του μοιάζει πολύ με αυτή των τριών πεζογραφικών έργων του εκλιπόντος σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη. Αυτά είναι τα υλικά που χρησιμοποιεί ο Τσιτσίμης για να πλάσει τα δέκα διηγήματά του.
Στο ομώνυμο διήγημα που ανοίγει και τη συλλογή, πρωταγωνιστής είναι ένας ζιγκολό που βλέπει σιγά-σιγά την πελατεία του να μειώνεται· βαθιά μέσα στο μυαλό του κρατάει την εικόνα της Ηρίννας, μιας πόρνης από την πρώην Σοβιετική Ένωση, που έχει στοιχειώσει τη ζωή και το κορμί του: ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις φρενήρεις ψευδαισθήσεις της ηρωίνης, τη βλέπει ολόθερμη μπροστά του, έτοιμη να τον ζεστάνει από το κρύο...»
Κώστας Δρουγαλάς, περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τεύχος 26ο, υπό έκδοση
Ο Γιάννης Τσιτσίμης (Κιλκίς 1966) στο βιβλίο του Ενοικιάζομαι και άλλα διηγήματα επηρεάζεται από τον Μπουκόφσκι και τον Κουβανό Πέδρο Χουάν Γκουτιέρεζ· η αισθητική των διηγημάτων του μοιάζει πολύ με αυτή των τριών πεζογραφικών έργων του εκλιπόντος σκηνοθέτη Νίκου Νικολαΐδη. Αυτά είναι τα υλικά που χρησιμοποιεί ο Τσιτσίμης για να πλάσει τα δέκα διηγήματά του.
Στο ομώνυμο διήγημα που ανοίγει και τη συλλογή, πρωταγωνιστής είναι ένας ζιγκολό που βλέπει σιγά-σιγά την πελατεία του να μειώνεται· βαθιά μέσα στο μυαλό του κρατάει την εικόνα της Ηρίννας, μιας πόρνης από την πρώην Σοβιετική Ένωση, που έχει στοιχειώσει τη ζωή και το κορμί του: ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις φρενήρεις ψευδαισθήσεις της ηρωίνης, τη βλέπει ολόθερμη μπροστά του, έτοιμη να τον ζεστάνει από το κρύο...»
Κώστας Δρουγαλάς, περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τεύχος 26ο, υπό έκδοση
Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012
Οι λυκοφιλίες των συντηρητικών, Όμηρος Ταχμαζίδης
Η λογοτεχνία: Η θεσσαλονικιά συγγραφέας Ελένα
Αρτζανίδου απευθύνθηκε σε διάφορους εκδοτικούς οίκους των Αθηνών, για
να αναλάβουν την εκτύπωση και κυκλοφορία του βιβλίου της «Γκασταρμπάιτερ». Η άρνηση
των περισσοτέρων βασιζόταν σε ένα εμπορικό κριτήριο του τύπου: «Ποιον
ενδιαφέρον οι «γκασταρμπάιτερ»».
«Γκασταρμπάιτερ»: Η κυριολεκτική σημασία της
λέξης είναι «φιλοξενούμενος εργάτης»: ένας ευφημισμός, ο οποίος
καταδεικνύει το σκεπτικό και τις
αντιλήψεις των Γερμανών πολιτικών ιθυνόντων, όταν αποφάσιζαν να εισάγουν ξένα
εργατικά χέρια: οι φιλοξενούμενοι εργάτες θα παρέμεναν στην Γερμανία, όσο θα
τους χρειαζόταν η γερμανική οικονομία. Πολύ σύντομα η (Δυτική) Γερμανία μετατράπηκε
de facto σε χώρα μετανάστευσης: το κοινωνικό
και πολιτιστικό πρόσωπο της άλλαξε ριζικά.
Η Θεσσαλονίκη: Οι υπεύθυνοι των αθηναϊκών
εκδοτικών οίκων με την απορριπτική τους στάση εξέφρασαν κάτι βαθύτερο: ότι
αγνοούν το πρόβλημα της μετανάστευσης στο βάθος του. Και αυτό διότι η
μεταναστευτική ροή προς την Μεσευρώπη και την Σκανδιναβία, προήλθε κυρίως από
την Βόρεια Ελλάδα.
Η Θεσσαλονίκη, από την πλευρά
της, συνδέεται με το ζήτημα με πολύ συγκεκριμένο τρόπο: είναι η πόλη στην οποία
«επένδυσαν» - κυρίως στην αγορά των ακινήτων- οι μετανάστες τις οικονομίες τους.
Η σιωπή: Η ιστορία της μετανάστευσης
παραμένει αποσιωπημένη, σκοτεινή και αφώτιστη. Οι λόγοι είναι πολλοί. Ανάμεσά
τους και οι επιλογές του αθηναϊκού κατεστημένου: τούτο προωθεί στη δημοσιότητα
ότι εμπίπτει στο άμεσο ενδιαφέρον/συμφέρον του. Όσο και αν ακούγεται παράδοξο,
πρόκειται για ένα παιχνίδι εξουσίας: διότι το ιστορικό και κοινωνιολογικό
ενδιαφέρον για μια περιοχή σημαίνει, συν τοις άλλοις, και αύξηση του συμβολικού
της κεφαλαίου. Πρόκειται για μια ιδιότυπη γεωγραφία συμβολικής ισχύος.
Το κατεστημένο του Λεκανοπεδίου, υπό τη μορφή του εκδοτικού
υποσυστήματος του, επιβάλει τη σιωπή ως modus vivendi των πρώην μεταναστών και των παιδιών τους: αυτοί δεν έχουν να
αφηγηθούν καμία ενδιαφέρουσα
ιστορία άξια ανάγνωσης. Αλλά η μετανάστευση πληρώθηκε πολύ ακριβά: δεν
αναφέρομαι στο οικονομικό της σκέλος, αλλά στο ανθρώπινο. Το ζήτημα παραμένει
«ταμπού» για την ελληνική κοινωνία, ενώ τα «θύματά» της ντρέπονται ή αδυνατούν
να ομιλήσουν για τα παθήματά τους. Ωστόσο, τα τραύματα υπάρχουν και οι πληγές
παραμένουν ανοικτές: κυρίως το ζήτημα των ανηλίκων παιδιών. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου της Έλενας
Αρτζανίδου (κυκλοφόρησε τελικώς από κυπριακό [sic!] εκδοτικό οίκο) είναι ότι
αναμοχλεύει τούτη την πλευρά της νεότερης ελληνικής ιστορίας μέσα από την
προσωπική εμβίωσή της.
Περί φιλίας: Ο σημερινός πρωθυπουργός της
χώρας χαρακτήρισε την Γερμανία ως
«φίλη χώρα». Είναι προφανές ότι συζητούμε για το αυτονόητο: δεν υπάρχει εχέφρων
Έλληνας, ο οποίος πιστεύει ότι η Γερμανία, γενικώς και αορίστως, διάκειται
εχθρικώς προς τη χώρα μας. Μία
παρόμοια γενίκευση θα αδικούσε και τους Γερμανούς και τους Έλληνες. Προς τι,
λοιπόν, η έμφαση του πρωθυπουργού στη φιλική διάθεση της γερμανικής πλευράς.
Προς τι τούτη η όψιμη
«γερμανοφιλία», όχι μόνο του σημερινού πρωθυπουργού, αλλά και άλλων
πρωτοκλασσάτων συνεργατών του, οι οποίοι αρέσκονται οψίμως να επιδίδονται σε
δημόσιες εκδηλώσεις «γερμανοφιλίας»;
Είναι προφανές, ότι πρόκειται
για αμηχανία της πολιτικής τάξης της χώρας, η οποία εκδηλώνεται με μια
πολιτικώς ακατανόητη «προθυμία» προς κάθε τι γερμανικό. Και δεν είναι μόνο η
πολιτική τάξη, αλλά και ένα μέρος της ανάπηρης ελληνικής διανόησης προβαίνει
τακτικώς σε ασκήσεις «γερμανοφιλίας» και προτείνει «γερμανότροπες» μεθόδους
επίλυσης των προβλημάτων της Ελλάδας, με τη λογική ότι η χώρα και ο λαός μας «θέλουν
το… Γερμανό τους»! Αλλά η όψιμη και άκριτη «γερμανοφιλία» είναι μορφή
«αντιγερμανισμού»:
μορφή
εθνικιστικής λυκοφιλίας των συντηρητικών και στις δύο χώρες.
Φιλία: Τι πάει να ειπεί η έκφραση «φίλη
χώρα;» Είναι η πολιτική της σημερινής γερμανικής κυβέρνησης φιλική προς
την Ελλάδα; Και πως εκφράζεται η «φιλία» της; Ή πρόκειται απλώς για καλές προθέσεις,
οι οποίες βαλτώνουν στην πράξη;
Η Γερμανία είναι «φίλη
χώρα», αλλά η πολιτική της σημερινής συντηρητικής «δεξιάς» κυβέρνησης της
δεν είναι καθόλου φιλική προς την Ελλάδα.
Ο πρωθυπουργός, ο οποίος
επιθυμεί διακαώς να γίνει αρεστός στο Βερολίνο, γιατί γνωρίζει πολύ καλά
ότι είναι γραμμένος στα μαύρα κατάστιχα της γερμανικής διπλωματίας για τις
ανακολουθίες και τις εξαλλοσύνες του την περίοδο της θητείας του στο υπουργείο
Εξωτερικών, έχει κάθε λόγο να θεωρεί την έλευση της καγκελλαρίου ως επιτυχία
της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησής του.
Στην πραγματικότητα η καγκελάριος με την επίσκεψή της
επιχειρεί να αποτρέψει την επανεμφάνιση σε πολλές χώρες του στερεοτύπου του uggly German- την οποία προκάλεσε η πολιτική της.
Και φυσικά έρχεται να δώσει χείρα βοηθείας στην κυβέρνηση των «προθύμων» στην
πολιτική του κοινωνικού και πολιτικού εξανδραποδισμού του ελληνικού λαού.
Το εθνικιστικό συντηρητικό
μπλοκ εξουσίας στην Γερμανία – σε όλες του τις εκδοχές – γνωρίζει τι ακριβώς
θέλει και σε τι αποσκοπεί, αλλά δε θα υποστηρίζαμε το ίδιο για το αντίστοιχο
μπλοκ εξουσίας στη χώρα μας.
Ο υπερσυντηρητικός
πρωθυπουργός της Ελλάδας και η εθνικιστική κομματική ακολουθία του – καθώς και
οι κυβερνητικοί συνεργάτες τους – θα πρέπει να αντιληφθούν ότι τούτη η Γερμανία,
της συντήρησης και του εθνικισμού, δεν είναι δυνατόν εκ των πραγμάτων να
διάκειται φιλικά προς την Ελλάδα:
δεν το επιτρέπει ο πολιτικός της προσανατολισμός. Ο νέος γερμανικός Sonderweg («ιδιαίτερος δρόμος»)
υποσκάπτει το ευρωπαϊκό κεκτημένο και προετοιμάζει δυσάρεστα για όλους τους
λαούς της Ευρώπης με πρώτο από όλους τον γερμανικό.
Προσβλέπουμε με συμπάθεια και
ελπίδα στην άλλη Γερμανία, της δημοκρατικής παράδοσης, της πολιτικής σύνεσης
και της κοινωνικής ευαισθησίας, η οποία από την αρχή της κρίσης δήλωσε παρούσα
στο πλευρό του ελληνικού λαού και της χώρας μας.
Η αλλαζονεία της ισχύος: Η συγκεκριμένη Γερμανία δεν
είναι «φίλη χώρα» προς την Ελλάδα.
Αντιθέτως τη «φίλη χώρα» συναντά
κανείς στο βιβλίο της Έλενας Αρτζανίδου, αλλά και στις
αφηγήσεις των μεταναστών και μεταναστριών: είναι όλοι εκείνοι οι Γερμανοί και
Γερμανίδες, οι οποίοι με τη στάση τους αποδεικνύουν ότι μια χώρα και ένας λαός
δεν κρίνονται από την περιστασιακή του ηγεσία.
Είναι η δημοκρατική της
διανόηση, τα εργατικά της συνδικάτα… Όλοι αυτοί οι οποίοι στάθηκαν στο πλευρό
της χώρας μας και του λαού μας σε δύσκολες και κρίσιμες στιγμές…
Η Γερμανία είναι «φίλη χώρα»,
αλλά η πολιτική της σημερινής Δεξιάς συντηρητικής κυβέρνησης απέναντι στην
Ελλάδα είναι εθνικιστική,άστοχη, αναποτελεσματική και απάνθρωπη.
Όμηρος
Ταχμαζίδης: δημοσιογράφος – Μagister Αrtium Φιλοσοφίας- Ιστορίας
Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012
Η παγίδα, η ταπείνωση και το μίσος
Η κατάσταση των πραγμάτων Ι: Ζούμε σε συνθήκες ηθικού και
εθνικού διασυρμού. Η χώρα καταβαραθρώνεται: οικονομικώς, κοινωνικώς, πολιτικώς,
ηθικώς. Καθημερινώς ολισθαίνουμε: από την μεγαλαυχία στο ψεύδος, από το ψεύδος
στην φρεναπάτη, από την φρεναπάτη στο έγκλημα. Ο εθνικισμός δείχνει το αιμοβόρο
πρόσωπό του. Το Κακό απέκτησε σάρκα και οστά – και φωνή. Προ παντός φωνή. Όσοι
ερωτοτροπούν με τη φωνή του Κακού θα πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν απαλλάσσονται
των ευθυνών τους επικαλούμενοι τη διαφθορά του πολιτικού κατεστημένου.
Κοντολογίς:
όποιος νομιμοποιεί με οποιονδήποτε τρόπο τη φωνή του Κακού ανοίγει το δρόμο προς
την απανθρωπία και την κτηνωδία και η μόνη λέξη που τον χαρακτηρίζει είναι
«κάθαρμα».
Ο
Άγγλος φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ στο βιβλίο του Education and Social Order, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά
το 1932 (η ελληνική μετάφρασή του κυκλοφόρησε το 1976 από τις εκδόσεις Σ.Ι.
Ζαχαρόπουλος με τον τίτλο Εκπαίδευση και κοινωνική τάξη)
αναφέρει: «… ο εθνικισμός είναι
αναμφίβολα το πιο επικίνδυνο ελάττωμα της εποχής μας – πολύ περισσότερο
επικίνδυνο από τη μέθη, ή τα ναρκωτικά, ή την εμπορική ανεντιμότητα ή κάποιο
άλλο από τα ελαττώματα εναντίον των οποίων στρέφεται η συμβατική ηθική
εκπαίδευση. Όσοι είναι σε θέση να επισκοπούν τον σύγχρονο κόσμο είναι ενήμεροι
ότι λόγω του εθνικισμού, βρίσκεται σε κίνδυνο η συνέχιση ενός πολιτισμένου
τρόπου ζωής» (σ. 105 κ.ε)
Η
πρόβλεψη του Άγγλου στοχαστή επιβεβαιώθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα: το
Άουσβιτς στοιχειώνει έκτοτε τον παγκόσμιο πολιτισμό. Ο εθνικισμός αποδείχτηκε
όντως πιο επικίνδυνος από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, τη διαφθορά και την
ανεντιμότητα.
Το
περίφημο «Λαϊκό Κράτος» του
παρανοϊκού Γερμανού δικτάτορα δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα κράτος-συμμορία: γι΄
αυτό βύθισε χωρίς κανέναν ενδοιασμό ολόκληρους λαούς στο πένθος – μεταξύ αυτών
και τον ελληνικό – και το γερμανικό λαό στην ντροπή και τον εθνικό εξευτελισμό.
Ο βίος και η πολιτεία του Αδόλφου Χίτλερ αποδεικνύουν ότι τα
καθάρματα δεν έχουν πατρίδα. Ο εθνικισμός είναι ο ιδιότυπος διεθνισμός του
μίσους.
«Και με το μίσος περνάει ο καιρός» (Μάνος Ελευθερίου, Η γυναίκα που πέθανε δύο φορές)
– με το μίσος περνάει ο καιρός των καθαρμάτων.
Η κατάσταση των πραγμάτων ΙΙ: Ο ελληνικός λαός
εγκλωβίστηκε στην «παγίδα του χρέους». Και ντροπιάζεται καθημερινώς. Κάθε
παγίδευση δημιουργεί συναισθήματα ντροπής και ενοχής. Ο παγιδευμένος αισθάνεται
ανήμπορος, ταπεινωμένος.
Ο παγιδευμένος
«Άνθρωπος
στο πηγάδι» (Μάνος Ελευθερίου,
Αθήνα 2008) είναι αξιολύπητος – το εμβιώνει και ο ίδιος με οδυνηρό τρόπο: «Αισθάνεται ντροπή και εξευτελισμό για τη
δύσκολη θέση του. Αν σωθεί, δεν πρέπει να μάθει κανείς την ταπείνωση». [σ.
165]
Ο
εξευτελισμός είναι προφανής: ο
παγιδευμένος χάνει ακόμη και τον έλεγχο του σώματός του – ακράτεια ούρων
κλπ. Η παγίδευση μέσα στο πηγάδι/παγίδα – σε κάθε παγίδα – είναι μια
εξευτελιστική, ταπεινωτική στιγμή. Ο αυτοσεβασμός του αδύναμου να αντιδράσει
ατόμου κινδυνεύει να καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή.
Η αντίδραση: Το θυμικό του παγιδευμένου
ευρίσκεται σε διαρκή έξαρση. Αλλά κάθε θυμική αντίδραση επιδεινώνει τις
συνθήκες παγίδευσης, μειώνει τις πιθανότητες διαφυγής και σωτηρίας – επισπεύδει
την πιθανή κατάρρευση, το τέλος.
Ο
θάνατος στην παγίδα – ο θάνατος του εγκλωβισμένου – είναι ατιμωτικός,
εξευτελιστικός. Ο κοινωνικός θάνατος, τον οποίο προκαλεί η «παγίδα
του χρέους» είναι και αυτός ατιμωτικός. Εξ ου ο θυμός και η οργή
εναντίον της αποτυχημένης πολιτικής τάξης. Είναι η φυσική σχεδόν αντίδραση
απέναντι στο ενδεχόμενο ενός κοινωνικού θανάτου, ο οποίος εξευτελίζει,
ταπεινώνει. Από εδώ προέρχεται, κατά μεγάλο μέρος, και η αύξηση των
αυτοκτονιών.
Η εκδίκηση: Ο ταπεινωμένος επιζητεί την
εκδίκηση. Επιθυμεί να τιμωρήσει εκείνον, ο οποίος θεωρεί ότι ευθύνεται για την
παγίδευσή του. Όσο πιο σκληρή αισθάνεται την ταπείνωση, τόσο πιο θυμωμένα
αντιδρά απέναντι στους πραγματικούς ή φανταστικούς υπαίτιους της παγίδευσης =
ταπείνωσής του. Αλλά η επιθυμία εκδίκησης εγκλωβίζει το θύμα ακόμη περισσότερο
στην παγίδα.
Η μεταπολίτευση: Ένα τμήμα της παγιδευμένης
και ανήμπορης Ελλάδας είχε πρόχειρη την εξήγηση για τον εγκλωβισμό της:
ευθύνεται η «μεταπολίτευση». Το
φάντασμα της τελευταίας στοιχειώνει το φαντασιακό πολλών εγκλωβισμένων. Η «μεταπολίτευση», της οποίας το τέλος
ανακοινώθηκε πλειστάκις , μετατράπηκε σε κύριο υπεύθυνο της «παγίδευσης» της
χώρας: στιγματίστηκε με την υπαιτιότητα της σημερινής οικονομικής τραγωδίας.
Δικαίως; Αδίκως;
Η «μεταπολίτευση» δεν υφίσταται΄ τουλάχιστον,
όπως την φαντάζονται, όσοι την… κατακεραυνώνουν. Πρόκειται απλώς για το «όνομα»
- αδόκιμο μάλιστα- για μια μακρά σχετικώς ιστορική περίοδο. Η επένδυση του συγκεκριμένου
συμβατικού ονόματος – το οποίο ως πιθανή «έννοια» δεν έχει καμία επιστημονική
αναλυτική αξία- με αρνητικές συνδηλώσεις στοχεύει στην ενοχοποίηση μιας
δημιουργικής και ελπιδοφόρου περιόδου της σύγχρονης μας ιστορίας με απώτερο
σκοπό την απομάκρυνση των νεότερων γενιών από τα ιδανικά και τις αξίες με τις
οποίες μπολιάστηκε κάποια στιγμή η ελληνική κοινωνία.
Η «μεταπολίτευση» συνδέεται με το ευρύτερο
πλαίσιο πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού, επιστημονικής και πνευματικής
εξύψωσης, οραμάτων και φιλοδοξιών κοινωνικής χειραφέτησης για μια δημιουργική
παρουσία της Ελλάδας στο γίγνεσθαι του σύγχρονου κόσμου. Τα υπόλοιπα είναι και
παραμένουν επιφαινόμενα.
Το έλλειμμα: Η απόδοση ευθυνών για τη σημερινή
αδιέξοδη κατάσταση στη «μεταπολίτευση»
είναι η μισή πραγματικότητα. Η άλλη μισή πλευρά της μας υπενθυμίζει ότι στο
σημερινό αδιέξοδο καταλήξαμε, όχι λόγω της «μεταπολίτευσης»,
αλλά λόγω της απουσίας «αρκετής
αντιπολίτευσης». Η «μεταπολίτευση»
απέτυχε σε μεγάλο βαθμό, όχι διότι
«επιβλήθηκε», αλλά διότι «αποβλήθηκε» τάχιστα από την ελληνική
δημόσια συζήτηση και συνεπώς και από την πολιτική. Από το φιλόδοξο συνολικό
πρόταγμά της απέμεινε μια πανσπερμία ιδεών, αντιλήψεων και απόψεων, οι οποίες
απέχουν πολύ από εκείνα που ακολούθησαν.
Η
επαναφορά, πολλών από αυτές, στη σημερινή δημόσια συζήτηση θα άνοιγε εκ νέου
τους δρόμους για την πιθανή ανασυγκρότηση της χώρας.
Όμηρος Ταχμαζίδης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)