Powered By Blogger

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Tό θέρος τῶν βροτῶν





Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
ἀνεβαίνεις ψηλά
ἀφήνεις πίσω σου
λεπίδες γαλάζιου
τό παγωμένο αἷμα τῶν βροτῶν

ἔπειτα ἀντικρίζεις
τίς γυμνές κορφές
κόλπους κωνοφόρων
φρέσκια κόπρο
στή ζεστή μουσική τῆς μύγας

Φτάνεις στα ὁροπέδια τοῦ θανάτου
μικρά πήλινα ἀλογάκια
ἕνας σπασμένος καρπός
πού κρατᾶ εὐγενικά,
σχεδόν ἀνεπαίσθητα,
μιά λέξη

κομψά δάκρυα τερακόττας
κι ἕνας ψηφιδωτός ἀετός
στά νύχια του ἡ ὑπομονετική λεία
ἐπιτύμβια
δάπεδα κι ὁροφές
ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
ἀνελέητα πετρώματα
ἐργάτες πού σκάβουν σέ στοές
κι ἔπειτα πυρωλύουν τή γῆ

ὁ μηχανικός μ᾽ ἕναν κάβουρα
σβησμένο στά χείλη
ἀφουγκράζεται τίς νύχτες
τήν ἀνάσα τῆς μηχανῆς

Στούς κύκλους τῶν ἀτέρμονων ἡμερῶν
καράβια μεταφέρουν τά σπλάχνα τῆς πέτρας

Ἕνα λευκό ἀστείρευτο φῶς
ἕνας ἄνδρας νεκρός
ναυτικός ἀπό χρόνια
ἡ κυρά του ἐνθυμεῖται
τά ταξίδια τους στήν κορυφή τοῦ κόσμου

Φῶς ἀνελέητο φῶς
ἡ κάθοδος τοῦ νεαροῦ Ἀνάχαρση
Ἀνασκολοπισμένες σελίδες

Ἕνα στόμιο πηγῆς
δύο δρόμοι θανάτου
Mιά γυναίκα λουσμένη στό φῶς
σάρκα λευκή
γραμμές τέλειες
σ᾽ ἕνα σοκάκι
Oἱ ἄνθρωποι ἀντέχουν
σμιλεύουν τό θάνατο
ἄλλοτε πάλι
τόν ξεπροβοδίζουν
μέ μαντήλια
καί κανονάκια
ἐδώλια ἀναμνήσεων
κτερίσματα ἡδονῆς
γήινες λάρνακες
γιά τόν σπλαχνικό χορό
τῶν νεκρῶν

Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
στέρφα κυπαρίσσια
καί ρωγμές πολύτιμων χυμῶν
ἡ λεοντή μιᾶς ἀλεποῦς στήν ἄσφαλτο
μ᾽ ἄθικτο βλέμμα
δίφορες ὁπῶρες
Ἀμυγδαλιές στό χαντάκι
λιτές ἀχλαδιές
σάν κορμί ἀγρότισσας
οἱ καστανιέτες τῆς φιστικιᾶς
κι᾽ ἕνα σκασμένο σῦκο
σάν τήν ὁδύνη
γυναίκας
βιασμένης

Διάφανο δάκρυ
στό ἰκρίωμα σκιᾶς
δυό στόμια γαλαρίες
κι ἕνας σωρός θολός
κιτρινόμαυρης σιωπῆς
ἡ ἀγωνία τοῦ ἐγκλωβισμένου
ἡ δίψα πού γίνεται πνιγμός

Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
ἕνας βόμβος
ὅπως ἀχνίζουν οἱ πέτρες
οἱ πόλεις
τά φαντάσματα
οἱ ἄνθρωποι
στόν ἥλιο

Ἔπειτα σιωπή

Στήν ἀρχή νομίζεις
ὅτι ἡ τοιχογραφία
εἶναι φωτογραφία
αὐτές οἱ διάφανες κυψελίδες
μέ τά τσακισμένα κρανία
προτάσεις λόγου τραγικοῦ

Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
ἡ σιωπή τῆς σφαγῆς

Ἕνα παιδί πυρπολεῖ τό ναό
καίγεται το χρυσάφι τοῦ Παντοκράτορα
καίγεται ἡ φυλακή τοῦ βλέμματος
καίγονται τά μάρμαρα τοῦ συγκρητισμοῦ
καίγονται οἱ Ἀνακριτές
καίγονται φάκελοι, μητρῶα
καί λίστες μελλοθανάτων
καίγονται ἐπιδόσεις, ἐπιτάξεις
καί λύσεις ὁριστικές
καίγονται προικοσύμφωνα καί διαθῆκες
καίγονται τά ἀπομνημονεύματα
τῶν στρατοπέδων τῆς ὁδύνης

Tή νύχτα κόβονται οἱ ἀνάσες
ὁ γαλαξίας κυρτώνει σέ ράχες δελφινιῶν
ρεύματα ὑπόγεια
ὑποδηλώνουν
τόν ἔρωτα
τή φωτιά στά σπλάχνα

Kάτω από τόν ἔναστρο οὐρανό
λάμψεις μεταλλικές
μεταφέρουν ψυχές
συσκευασμένη κατάρα
γιά τά θυσιαστήρια
τῆς σάρκας τῶν παιδιῶν

Ἕνα παιδί πυρπολεῖ τό ναό
τό θέρος τῶν βροτῶν
εἶναι τό καλοκαίρι μας.


Γιώργος Γιαννόπουλος

Από την ποιητική συλλογή Tό θέρος τῶν βροτῶν, εκδ. ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2010.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Ο τραγικός λόγος της ιστορίας



Καθώς η κρίση οξύνεται και βυθίζει στην αθλιότητα την κοινωνία γίνεται όλο και περισσότερο έντονη η ανάγκη να κατανοηθεί το φαινόμενο σε βάθος, να μελετηθούν οι επιπτώσεις του και να προταθούν λύσεις για την αντιμετώπισή του. Οι στιγμές είναι κρίσιμες, γιατί όλοι αισθάνονται ότι ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο με τις εξελίξεις, σφοδρού ίσως χαρακτήρα, να βρίσκονται μπροστά μας. Μέσα στην πολυφωνία των απόψεων που αναπόφευκτα διατυπώνονται δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει πως κάθε σοβαρή εκτίμηση για την κρίση δεν μπορεί να στηρίζεται σε κάποιες υποτιθέμενες «μαντικές» ικανότητες αλλά στη μελέτη του παρελθόντος, στην καλλιέργεια δηλαδή της ιστορικής γνώσης και συνείδησης.
   Η προσέγγιση αυτή διατυπώνεται και στη συνέντευξη που παραχώρησε ο Δημήτρης Δημητριάδης στη Fabienne Darge και δημοσίευσε στις 9 Ιουνίου η έγκυρη Le Monde με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Η Ελλάδα είναι νεκρή»1. Ο λόγος του Δημητριάδη είναι αποκαλυπτικός. Σχολιάζοντας την τρέχουσα πραγματικότητα επισημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία είναι εγκλωβισμένη σε έναν κενό περιεχομένου φορμαλισμό, σε «στερεότυπα» που στραγγαλίζουν κάθε πνευματική αναζήτηση και καθηλώνουν τη δημιουργική σκέψη. Η χώρα, λέει παραφράζοντας έναν στίχο του Πωλ Ελυάρ, ζει κάτω από το φως ενός νεκρού άστρου. Αναφερόμενος στην ιστορική συγκυρία και στην ανησυχητική άνοδο του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής ο Δημητριάδης λέει ότι «θα πρέπει να ξεκινήσουμε τη μελέτη της ιστορίας και των κύκλων της. Για παράδειγμα», συνεχίζει, «πώς στην παρούσα συγκυρία να μη σκεφτόμαστε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης και τη Γερμανία στη δεκαετία του 1920;»
   Κι επειδή το παράδειγμα διατυπώνεται συχνά, τίθεται το ερώτημα, τι ακριβώς εννοούμε όταν αναφερόμαστε στη Γερμανία του 1920; Aς επισημάνουμε λοιπόν κάποια στοιχεία από εκείνη την κρίσιμη περίοδο έστω και μέσα από τα στενά περιθώρια του σημειώματος αυτού.
   «Λίγοι Γερμανοί σκέπτονταν τον Χίτλερ στα “χρυσά χρόνια” της Βαϊμάρης στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Οι εσωτερικές εξελίξεις μέσα στο κόμμα του δεν ενδιέφεραν και δεν αφορούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Ελάχιστη προσοχή έδιναν στον πρώην ταραχοποιό του Μονάχου, ο οποίος τώρα δεν φαινόταν να είναι τίποτε παραπάνω από ένα στοιχείο οξύτητας στην πολιτική σκηνή. Εκείνοι οι οποίοι τον λάμβαναν υπόψη τους ήσαν συχνά απορριπτικοί ή συγκαταβατικοί ή και τα δύο. Τυπικό ήταν το σχόλιο της κυριότερης φιλελεύθερης καθημερινής εφημερίδας της Γερμανίας, της Frankfurter Zeitung, η οποία έριχνε απλώς μια περιφρονητική ματιά από καιρό σε καιρό προς την κατεύθυνση των εθνικοσοσιαλιστών. “O Χίτλερ δεν έχει σκέψεις, ούτε υπεύθυνο στοχασμό αλλά μόνον μια έμμονη ιδέα. Έχει ένα δαίμονα μέσα του”, έγραφε κάποιο σχετικό άρθρο της 26ης Ιανουαρίου του 1928. “Είναι ζήτημα μανιακής ιδέας με αταβιστικές ρίζες, το οποίο αφήνει στην άκρη την περίπλοκη πραγματικότητα και την αντικαθιστά με μια πρωτόγονη ανταγωνιστική οντότητα... Φυσικά ο Χίτλερ είναι ένας επικίνδυνο τρελός... Αν αναρωτηθεί κανείς πώς ο γιος ενός μικρού τελωνειακού υπαλλήλου της Άνω Αυστρίας έφθασε σ’ αυτήν την τρέλα, τότε έχει να πει μόνον ένα πράγμα: εισέπραξε την πολεμική ιδεολογία απολύτως φιλολογικά και την ερμήνευσε τόσο πρωτόγονα όσο κάποιος που θα ζούσε την εποχή του Völkerwanderung” —την περίοδο των βαρβαρικών εισβολών στα τέλη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας»2.
   Αξιοσημείωτο ενδιαφέρον με τη σημερινή συγκυρία παρουσιάζει επίσης η μελέτη των εκλογικών αποτελεσμάτων της Αριστεράς σε σχέση με το ναζιστικό φαινόμενο, την περίοδο της Βαϊμάρης.
   «Tα αποτέλεσμα των εκλογών του Ράιχσταγκ στις 20 Μαΐου του 1928 φαινόταν να επιβεβαιώνουν την ορθότητα εκείνων οι οποίοι κήρυσσαν εδώ και χρόνια το τέλος του Χίτλερ και του κινήματός του... Οι πραγματικοί νικητές ήταν τα κόμματα της Αριστεράς. Το SPD και το KPD είχαν σημαντικές νίκες. Τις πιο σοβαρές απώλειες είχαν οι Γερμανοί εθνικιστές... Με το αξιοθρήνητο 2,6% των ψήφων, το NSDAP κέρδισε μόνο δώδεκα έδρες... Παρά τις προσπάθεις του Gobbels να κερδίσει τον αγώνα στις “κόκκινες” περιοχές του Βερολίνου, οι ναζί πήραν μόνο 1,57% των ψήφων στην πρωτεύουσα. Στο “κόκκινο” Wedding, τυπική περιοχή της εργατικής τάξης, το ναζιστικό κόμμα πήρε μόνο 1.742 ψήφους έναντι 163.429 που πήραν τα κόμματα της Αριστεράς... Τελικά υπήρξε τουλάχιστον η παρηγοριά ότι οι δώδεκα ναζί που εισήλθαν στο Ράιχσταγκ θα είχαν ασυλία τώρα πια, κατά τις δηλητηριώδεις επιθέσεις που εξαπέλυαν κατά των αντιπάλων τους και —κάτι ίσως ακόμη σπουδαιότερο— καθημερινή αποζημίωση και εισιτήριο ελευθέρας στο τρένο, ώστε να χρησιμοποιούν τον κρατικό μεταφορέα και να ταξιδεύουν πρώτη θέση κάθε φορά που θα έπρεπε να ασκήσουν πίεση σε πιθανούς μελλοντικούς χρηματοδότες... “Μπαίνουμε στο Κοινοβούλιο όπως ο λύκος στο μαντρί με τα πρόβατα”, ανακοίνωσε ο Gobbels στους αναγνώστες του στην Angriff»3.
   Οι δραματικές αλλαγές στην πολιτική πραγματικότητα στη Γερμανία του Μεσοπολέμου πυροδοτήθηκαν από την παγκόσμια κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και το χρηματιστηριακό κραχ του ’29.
   «Η ναζιστική ηγεσία δεν αναγνώρισε αμέσως τη σημασία του κραχ στην αμερικανική χρηματογορά, τον Οκτώβριο του 1929. Η Völkischer Beobachter δεν ανέφερε καν τη Μαύρη Παρασκευή της Wall Street. Η Γερμανία όμως σύντομα θα δεχόταν τους αντίκτυπους αυτού του γεγονότος. Η εξάρτησή της από τα αμερικανικά βραχυπρόθεσμα δάνεια, επιβεβαίωνε ότι οι συνέπειες θα ήταν εξαιρετικά σημαντικές. Η βιομηχανική παραγωγή, οι τιμές και οι μισθοί άρχισαν να παίρνουν τον κατήφορο, ο οποίος θα άγγιζε το ολέθριο κατώτατό του όριο το 1932. Η κρίση στη γεωργία είχε ενταθεί στο έπακρο. Γύρω στον Ιανουάριο του 1930, ο αριθμός των ανέργων είχε φθάσει τους 3.218.000, περίπου το 14% του πληθυσμού που βρισκόταν σε “ηλικία προς εργασία”. Στην πραγματικότητα ξεπερνούσε τα 4,5 εκατομμύρια».
   Να σημειώσουμε ότι σήμερα «Ισπανία και Ελλάδα κατέχουν τα σκήπτρα στα ποσοστά της ανεργίας μεταξύ των 27 μελών της Ε.Ε., ενώ ακολουθούν η Κροατία, η Λετονία, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία. Στην Ισπανία η ανεργία διαμορφώθηκε συνολικά σε 23,8%, κατά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σε 50,8% για τους νέους κάτω των 24 ετών και σε 21,5% για τους νέους άνω των 25 ετών. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, το ποσοστό της ανεργίας στο σύνολο του πληθυσμού αντιστοιχεί το πρώτο τρίμηνο σε 21,5%, διευρύνεται σε 52,1% για τους νέους κάτω των 24 ετών, ενώ οι άνεργοι άνω των 25 ετών αντιστοιχούν σε 19,5%. Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι στην Ε. Ε. των 27 οι άνεργοι αυξήθηκαν κατά 6.390.000 άτομα στο τελευταίο τρίμηνο του 2011 συγκριτικά με το αντίστοιχο διάστημα του 2008. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός αναθεωρείται σε 8.259.000 άτομα, μετά τη σημαντική αύξηση των ανέργων στο πρώτο τρίμηνο του 2012 σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2008, εξέλιξη που αντιστοιχεί σε μεταβολή άνω του 50%»5.
   Στην ιστορική περίοδο του τελευταίου αιώνα ο καπιταλισμός έχει εμφανίσει, εκτός των κρίσεων στην οικονομία, και δύο ολέθριους παγκόσμιους πολέμους. Με δεδομένη την ανησυχία που δημιουργεί η παρούσα κρίση του συστήματος τίθεται το ερώτημα: τι θα συμβεί αν τα γεγονότα στην οικονομία γίνουν ανεξέλεγκτα; Πώς θα αντιδράσουν οι καπιταλιστές αν αισθανθούν ότι κινδυνεύει η εξουσία τους; Τι επιπτώσεις μπορεί να έχει για τους λαούς της Ευρώπης η άνοδος των νεοναζιστικών ή ακροδεξιών μορφωμάτων;
   «Αυτό που συνέβη εκείνη τη μέρα υπήρξε ένας πολιτικός σεισμός. Σημειώνοντας το πλέον αξιοσημείωτο αποτέλεσμα στη γερμανική κοινοβουλευτική ιστορία, το NSDAP ανέβηκε μονομιάς, από τις δώδεκα έδρες και μόλις το 2,6% των ψήφων... στις 107 έδρες και στο 13.7% γεγονός που το κατέστησε δεύτερο κόμμα στο Ράιχσταγκ. Σχεδόν 6,5 εκατομμύρια Γερμανοί ψήφισαν τώρα το κόμμα του Χίτλερ —οκτώ φορές περισσότεροι από αυτούς που το ψήφισαν δύο χρόνια πριν. Η ατμομηχανή των ναζί είχε πάρει μπροστά... Ο Χίτλερ ήταν έξαλλος από χαρά...»6
   Η ανάγνωση του ιστορικού δράματος εντείνει σήμερα μια αίσθηση  τραγωδίας. Παρόλο που η υπόθεση του δράματος είναι γνωστή, ο χορός και οι πρωταγωνιστές μοιάζουν καθηλωμένοι στη θέση ενός παθητικού θεατή που έχει την αυταπάτη ότι τα όσα διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του δεν τον αφορούν. Εάν δεν υπάρξει έξοδος από αυτή την καθήλωση που παραπέμπει στην παράλυση του θύματος μπροστά στην θύτη, αν δεν ακουστεί ο τραγικός λόγος της ιστορίας, που προειδοποιεί κινδυνεύει με ακύρωση όχι μόνον η εμπειρία της κάθαρσης αλλά ολόκληρο το οικοδόμημα του πολιτισμού.
 
 ❏

1. Fabienne Darge, Dimitris Dimitriadis, «La Grèce est morte», Le Monde,  9.6. 2012.
2. Ιan Kershaw, Xίτλερ, 1889-1936: Ύβρις, μτφρ. Στέφανος Ροζάνης, εκδ. Scripta, Αθήνα 2005, σελ. 343
3. Ιan Kershaw, ό. π., σελ. 344.
4. Ιan Kershaw, ό. π., σελ. 360.
5. «Ελλάδα και Ισπανία πρωταθλήτριες ανεργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», Η Καθημερινή, 21.7. 2012.
6. Ιan Kershaw, ό. π., σελ. 377.

Έργο: Γιώργος Ανέστης, Κορεσμένοι παράλληλοι, 2004, μεικτήτεχνική σε γυψοσανίδα, 127x30x32cm, δίπτυχο.

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2012

Κυκλοφορεί το νέο τεύχος του ΕΝΕΚΕΝ


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
ΕΝΕΚΕΝ επιθεώρηση πολιτισμού, τεύχος 24ο.


Στο νέο τεύχος του  ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί με εξώφυλλο έργο του ζωγράφου Κυριάκου Λαζαρίδη ο Μιχάλης Τρεμόπουλος  ανατρέχει στις ρίζες του αναπτυξιακού μοντέλου που εφαρμόστηκε στην μεταπολεμική Ελλάδα και εντοπίζει τις θεμελιώδεις ιδιομορφίες αλλά και τις στρεβλώσεις  που  καθόρισαν και δημιούργησαν σε μεγάλο βαθμό τις συνθήκες για την εκδήλωση της σημερινής κρίσης.
Για το κρίσιμο ζήτημα του νεοναζιστικού πολιτικού μορφώματος που δηλητηριάζει την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας δημοσιεύεται η ανάλυση του Enzo Traverso, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η φάμπρικα του μίσους. Ρατσισμός και  ξενοφοβία στην Ευρώπη».  Επίσης σε κείμενό του ο Γιώργος Μητραλιάς επισημαίνει τις ιδεολογικές και πολιτικές ελλείψεις που εμποδίζουν στην πλήρη κατανόηση και ουσιαστική αντιμετώπιση του ναζιστικού κινδύνου, ενώ ο πολιτικός αναλυτής Κώστας Μαραγκός προτείνει συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές  πρωτοβουλίες για να ακυρωθεί στην πράξη η ανάπτυξη του νεοναζισμού. Στην ίδια θεματική και στο εκδοτικό σημείωμα του τεύχους, γίνεται σύντομη αναφορά στην κατάσταση που επικρατούσε στην Γερμανία, την αποκαλούμενη περίοδο της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης» όπου σκιαγραφείται η «ανεξήγητη»  άρνηση των  κομμάτων της Αριστεράς, αλλά και των κομμάτων που αναφέρονταν στη δημοκρατία, να αντιληφθούν τον κίνδυνο του ναζιστικού φαινομένου και την εκτιμήσουν την απειλή  που αντιπροσώπευε ένας «γραφικός» και υστερικός πολιτικός τυχοδιώκτης και κοινωνικός αναρριχητής τη στιγμή μάλιστα που τα εκλογικά ποσοστά τόσο του Κομμουνιστικού όσο και του Σοσιαληδημοκρατικού κόμματος ήταν τόσο υψηλά που τίποτα δεν άφηνε να εννοηθεί ότι η γερμανική κοινωνία θα βούλιαζε  πολύ σύντομα στο ναζιστικό εφιάλτη.
Επίσης σε κείμενό του ο Γιώργος Πάσογλου αναφέρεται  στην πραγματική κατάσταση των τραπεζών στην Ελλάδα και στο ρόλο των διεθνών συμφωνιών για τη μετατροπή των επιχειρηματικών τους απωλειών σε ευκαιρία για νέα εύκολα κέρδη.
Με τον τίτλο «Το σώμα και ο κόσμος. Μια προοπτική συναισθηματικής αμοιβαιότητας» ο Παναγιώτης Δόικος συζητά  με αφορμή την πρωτοβουλία διαλόγου μεταξύ Ελλήνων και Ευρωπαίων στοχαστών, σε φιλοσοφικό επίπεδο. O Παναγιώτης Δόικος είναι επίκουρος καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και το κείμενο είναι η παρέμβασή του στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου τον Μάιο του 2012 και στην παρουσίαση της γαλλίδας φιλοσόφου Marion Richez που διοργάνωσε το ΕΝΕΚΕΝ σε συνεργασία με το Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης και το ΕΚΕΒΙ.
Η αυστριακή φιλόσοφος και ψυχαναλύτρια Eva Laquièze-Waniek αναλύει το ρόλο που παίζει το ζώο στη σύσταση του ανθρώπινου ψυχισμού ενώ αναφέρεται στην κριτική του Ζακ Λακάν στο κλασικό έργο του ιδρυτή της ψυχανάλυσης Ζίγκμουντ Φρόιντ Τοτέμ και Ταμπού.
Με αφορμή τα σαράντα χρόνια από τον θάνατο του Μάριου Χάκκα, η Άννα Γρίβα, αναφέρεται στο έργο του σημαντικού λογοτέχνη και μας θυμίζει τον συγκλονιστικό ανθρωπισμό της γραφής του. Ο ποιητής και εικαιστικός Βασίλης Ιωαννίδης μιλά για «τον έρωτα ως ηδονή και εξουσία» στην ποίηση της Αλεξάνδρας Μπακονίκα ενώ η Ξένια Καλαϊτζίδου μεταφράζει ποιήματα του «Δερβίση της ρωσικής πρωτοπορίας» Βελιμίρ Χλέμπνικωφ και γράφει  για τη συμβολή του στη ρωσική πρωτοπορία.
Η Ελένη Κοσμά μεταφράζει από τα ιταλικά ένα από τα πλέον συζητημένα και αμφιλεγόμενα ποιήματα του Παζολίνι —το οποίο ήδη από τον τίτλο, «Το Κ.Κ.Ι.  στους νέους», δίνει τον τόνο της «προβοκάτσιας», της ειρωνείας και της πρόκλησης. Πίσω από το μακροσκελές αυτό ποίημα «ακούγεται» ιδιαίτερα ηχηρά η αιματοβαμμένη σύγκρουση στη Valle Giulia της Ρώμης την 1η Μαρτίου του 1968 ανάμεσα σε Ιταλούς αριστερούς φοιτητές και στην ιταλική αστυνομία και όπως επισημαίνει η Κοσμά «στους συγκλονιστικούς στίχους του Pasolini περισσότερο από ποτέ υπάρχει η αναγκαιότητα της δεύτερης ανάγνωσης, της ανατροπής: της επανεκκίνησης».
Από τις Βρυξέλλες όπου ζει και εργάζεται ο ποιητής και λογοτέχνης Δημήτρης Πορφύρης προτείνει στους αναγνώστες του ΕΝΕΚΕΝ τον γαλλόφωνο βέλγο λογοτέχνη Nicolas Ancion και το διήγημα του « Ο Γιώργος και οι δράκοντες». Ο  Nicolas Ancion γεννήθηκε το 1971 στη Λιέγη από γονείς επαγγελματίες μαριονετίστες. Φοίτησε στο Καθολικό Κολέγιο των Ιησουϊτών Collège Saint-Servais από το 1983 έως το 1989. Ανακαλύπτει τη λογοτεχνία και γράφει θεατρικά και διηγήματα. Στο UCL, Καθολικό Πανεπιστήμιο της Λιέγης θα παρακολουθήσει μαθήματα λογοτεχνίας για να βελτιώσει το ταλέντο του. Το 1989 και το 1991 θα τιμηθεί με το Διεθνές Βραβείο Νέων συγγραφέων και το 1995 θα δημοσιεύσει το πρώτο μυθιστόρημα Ciel bleu trop bleu στις εκδόσεις Éditions de l'Hèbe, στην Ελβετία. Θα ακολουθήσει σειρά μυθιστορημάτων και ποιητικών συλλογών που θα βραβευτούν στο Βέλγιο και στο εξωτερικό. Το 2009 θα τιμηθεί με το βραβείο Rossel για το μυθιστόρημά του Οάνθρωπος που άξιζε 35 δις και το οποίο αναφέρεται στην απαγωγή του αφεντικού της σιδηρουργίας Ινδού Lakshmi Mittal, διευθυντή της Goldman Sachs ανάμεσα στα άλλα και 6ου πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο. Το 2012 το βιβλίο θα γίνει κινηματογραφική ταινία.
Επίσης η Τούλα Παπαπάντου, συνεχίζοντας τις εξαιρετικές προτάσεις της για τη σύγχρονη αγγλόφωνη λογοτεχνία, μεταφράζει το διήγημα του William Trevor Μια συνάντηση στη μέση ηλικία. Ο Trevor  (William Trevor Cox) γεννήθηκε στο Mitchelstown, Cork της Ιρλανδίας το 1928. Σπούδασε στο Τρίνιτι Κόλετζ του Δουβλίνου και μέχρι τα τριάντα του υπήρξε γλύπτης. Μυθιστοριογράφος και διηγηματογράφος από το 1958, θεωρείται από τους σπουδαιότερους διηγηματογράφους της αγγλικής γλώσσας. Πολλοί συγκρίνουν τα διηγήματά του με αυτά του Τσέχωφ (περιθωριοποιημένοι χαρακτήρες, ατμόσφαιρα κτλ). Ο W. T έχει δηλώσει ότι τον έχουν γοητεύσει Αμερικάνοι συγγραφείς ιδιαίτερα διηγηματογράφοι. Θαυμάζει τους F.  S. Fitzgerald, Faulkner, Hemingway,  J. Updike. Από τους Ιρλανδούς συγγραφείς αγαπά τους  G. Moore, J. Stephens, J. Joyce. Υποστηρίζει : «αν τα βιβλία μου φωτίζουν πλευρές των ανθρώπων δεν το κάνω συνειδητά. Είμαι ένας αφηγητής». Τιμήθηκε με τα βραβεία Hawthornden και Whitebread. Ζει στην Αγγλία, (Devon) από το 1950. Το διήγημα «Μια συνάντηση στη μέση ηλικία»( «A meeting in middle age») είναι απότη συλλογή The Collected Stories του 1993. Στα ελληνικά κυκλοφορούν επτά βιβλία του, εκ των οποίων μόνο ένα είναι συλλογή διηγημάτων : Οι εργένηδες του λόφου ( The hill bachelors).
To διήγημα του Μανώλη Αλυγιζάκη «Μηχανή χωρίς μηχανοδηγό», αναφέρεται στα πάθη της μετανάστευσης και της εργατικής αλληλεγγύης. Ο Αλυγιζάκης, γνωστός στους λογοτεχνικού κύκλους του Καναδά ως Manolis, είναι ένας από τους πολυγραφέστερους ομογενείς οι οποίοι ασχολούνται με την ποίηση και λογοτεχνία.  Γεννήθηκε στο μικρό χωριουδάκι του Κολιμπρί το οποίο βρίσκεται δυτικά των Χανίων της Κρήτης Μετανάστευσε στο Βανκούβερ του Δυτικού Καναδά το 1973, όπου εργάσθηκε σε διαφορετικές εργασίες.   To 2011 από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ κυκλοφόρησε στην Ελλάδα η ποιητική του συλλογή Εαρινή Ισημερία. Πρόσφατα στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ InterArtia 2011, του απονεμήθηκε το «Bachelor of Arts in Literature» και ο τίτλος του επίτιμου καθηγητή και συνεργάτη της International Art Academy. Ο Αλυγιζάκης θα βρεθεί στη Θεσσαλονίκη στις 13, 14 και 15 Σεπτεμβρίου όπου θα γίνει η παρουσίαση της ποιητικής του συλλογής και  του έργου του.

            Στη λογοτεχνική παράδοση του Τσέχωφ, η Kατερίνα Μόντη αναφέρεται  σε μια παιδική μνήμη που αποτύπωσε ο πατρικός φακός  η Μαρία Δριμή εντοπίζει έναν αναπάντεχο « άγγελο στην Πανεπιστημίου» ενώ η αίσθηση του απόλυτου αιφνιδιασμού κυριαρχεί στο ευρυματικό διήγημα της θεατρολόγου Ναταλίας Θεοδωρίδου με τίτλο « O τελευταίος δείπνος».
Στο ίδιο τεύχος δημοσιεύονται ποιήματα των Παναγιώτη Λογγινίδη, Παναγιώτη Βούζη, Νίκου Μυλόπουλου, Γιώργου Μήλια, Ξανθούλας Παρλάνη, Γεωργίας Τρούλη και του εικαστικού Γιάννη Βούρου.
Κριτικά σημειώματα και παρουσιάσεις για εκδηλώσεις πολιτισμού, θέατρο,κινηματογράφο, βιβλία, ζωγραφική, μουσική και φωτογραφία υπάρχουν σε κείμενα των  π. Σταμάτη Σκληρή,  Δήμητρας Κυρίλλου, Ερμή Μουρατίδη, Κώστα Δρουγαλά, Θανάση Σκαμνάκη, Βούλης Ζώγου, Βασίλη Tσιράκη, Ελένης Λόππας, Γιάννη Τσιτσίμη, Διονύση Ζαρώτη, Όμηρου Ταχμαζίδη, Χρίστου Παπαγεωργίου, Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη, Νίκης Eideneier.
            Tέλος από το Πεκίνο η συνεργάτης του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ Έλενα Αβραμίδου που διδάσκει την ελληνική στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πεκίνου μας ενημερώνει για τις εκπαιδευτικές, πολιτιστικές και εκδοτικές δραστηριότητές του. Στο τεύχος δημοσιεύονται κείμενα  των Κινέζων επιστημόνων που έγραψαν στα ελληνικά και μεταφέρουν τις εντυπώσεις και τις εμπειρίες τους από τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική γλώσσα.




Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

Άνθρωποι και ζώα


Λόγω θερινών διακοπών και επαφής με την «φύση» και τα πλάσματά της, αποσπάσματα από ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον κείμενο της Eva Laquièze-Waniek σε μετάφραση της Ανθής Βηδενμάιερ. Η μελέτη αυτή της αυστριακής φιλοσόφου εντάσσεται στο ερευνητικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Επιστημών, Έρευνας και Τεχνολογίας της Βιέννης (WWTF): «Μεταφορές: Ψυχανάλυση -Τέχνη-Κοινωνία» 2009-2011 στο Ινστιτούτο Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης και ανάγεται σε μια ομιλία που έγινε στο πλαίσιο της 2ης Διεθνούς Ημερίδας: «Ψυχανάλυση και Φιλοσοφία. Το Πρωταρχικό: Μεταφορά-Ίμερος- Εικός» στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Η δρ Eva Laquièze-Waniek είνα λέκτορας στο Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Βιέννης και στο Πανεπιστήμιο του Klagenfurt. Κείμενό της δημοσιεύεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012


 ΝΑ ΚΑΤΟΙΚΕΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΝΑ ΚΑΤΟΙΚΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

H δυτική φιλοσοφία δεν μας έχει συνηθίσει να θεωρεί το βιωμένο σώμα και τον τρόπο που ζούμε με το σώμα μας ως ουσιαστικές συνιστώσες της υποκειμενικότητας. Κοινότοπα προσδιορισμένο από την «υλική» του προέλευση, το σώμα γρήγορα οδηγήθηκε σε μιαν αντίθεση με το πνεύμα, χωρίς να εξεταστεί η έφεσή του να υποδέχεται το πνεύμα. Ωστόσο, παρόλο που μπορεί να έρθει σε αντίθεση με το πνεύμα, η ουσία του ανθρώπινου δεν το αφορά. Το σώμα λοιπόν ως πεδίο της συνείδησης δεν έχει ή έχει ελάχιστα μελετηθεί. Παρά την εκ βαθέων πρόοδο του Maine de Biran και αργότερα του Merleau-Ponty, το φιλοσοφικό ενδιαφέρον για το βιωμένο σώμα και τις πραγματικές του δυνατότητες, μένει ακόμη να γεννηθεί. Επιθυμία μας είναι να ακολουθήσουμε τα ίχνη μιας σκέψης που αναζητά σημεία σύγκλισης σε δύο πεδία φαινομενικά σε ριζική αντίθεση.
   Εδώ θα εξετάσουμε, από τη μία, όχι μόνον την ποιότητα του ενδιαφέροντος για το ίδιο το σώμα, αλλά ακόμη περισσότερο, την πρακτική της επίδραση στον κόσμο, στο βαθμό που ο κόσμος μπορεί να βιωθεί ως άλλο σώμα ή ένας «ιδιαίτερος κόσμος», με μια προέκταση που καθίσταται εφικτή από το γεγονός ότι και τα δύο ανήκουν στο αυτό υλικό καθώς και έχουν την ίδια πυκνότητα με το πνεύμα. 
   Για να εμβαθύνουμε την αναλογία αυτή, πρότασή μας είναι να περάσουμε στη μελέτη της έννοιας του «κατοικείν», έννοια που μας επιτρέπει να εντοπίζουμε τη φυσική διαφορά σώματος και πνεύματος, εστιάζοντας ταυτόχρονα σε ένα ενδιάμεσο ή στην εντυπωσιακή οικειότητα, και στην αμοιβαία αποκάλυψη, ως μια έφεση προς συνδιαλλαγή που αντικαθιστά τη διαφορά και τον αποχωρισμό. 

Τι σημαίνει κατοικώ

Ας αρχίσουμε με την παρατήρηση ότι το κατοικώ είναι πρώτα απ’ όλα ένα ρήμα. Δεν προσδιορίζει μόνον μια κατοικία, ένα ενδιαίτημα. Δεν είναι μόνον μια «συνήθεια» ανάμεσα στις άλλες, μηχανικός τρόπος να εκτελείς αβίαστα πράξεις της καθημερινότητας. Κατοικείν είναι ένα ρήμα, δηλαδή μια πράξη ζώσα, που υφίσταται επειδή γίνεται και ανανεώνεται στη στιγμή. Το ρήμα υποδηλώνει ήδη μια διαδικασία, μια επιλογή και μια συστράτευση απέναντι στην τοποθεσία που κατοικούμε, τρόπο αποδοχής να αφήνουμε τα ίχνη της παρουσίας μας, να επενδύουμε με την παρουσία μας ένα συγκεκριμένο τόπο του κόσμου, να κάνουμε έτσι ώστε ο χώρος αυτός να διαφέρει ποιοτικά από κάθε άλλον όπου δεν έχω παραστεί, και να συγγενεύει με όλους όσοι παραβρέθηκα.

Πέραν του Είναι και του Έχειν, το ίδιον

Η πράξη του κατοικείν εγκαθίσταται σε μιαν απαραίτητη διάκριση ανάμεσα στο πρόσωπο που κατοικεί και στον τόπο που κατοικείται· έχω ένα σπίτι, δεν είμαι το σπίτι. Το να το κατοικώ αρνείται τη σύγχυση, ένα είδος μονισμού όπου ύλη και πνεύμα θα ήταν ταυτόσημα· εξίσου όμως αρνείται τη σχάση, τον δυϊσμό, όπου η συνάντηση δεν είναι ποτέ εφικτή. Και ακριβώς επειδή υπάρχει διάκριση, μπορεί έτσι η εσωτερική σχέση τόπου και κατοίκου να βρει την έκφρασή της, διότι η διάκριση αυτή λαμβάνει τη μορφή μιας οικειότητας ανάμεσα στο χώρο και στο υποκείμενο, ενός προορισμού του χώρου να αποκαλύψει το υποκείμενο που τον κατοικεί, καθώς επίσης και τον προορισμό του υποκειμένου να έλθει σε σχέση με τον χώρο αυτό.
   Το κατοικείν, λοιπόν, βρίσκεται πέραν του είναι και του έχειν, στη σφαίρα του οικείου. Το σπίτι μού ανήκει, αλλά ο τρόπος που κατοικώ μου είναι οικείος και αναπαλλοτρίωτος. Όποιο κι αν είναι το μεγαλείο ή η ταπεινότητά του, θα εντοπίζουμε τις σταθερές της παρουσίας μου, ανεξαρτήτως χώρου. Σημαδεύω το χώρο με την παρουσία μου και ο χώρος με αποκαλύπτει. 

Ο χώρος της ενότητας

Mια κατοικία «κατοικείται» όταν φοιτάται, όταν εκεί αισθανόμαστε μια παρουσία. Ο χώρος όπου κατοικεί ένας άνθρωπος ομοιάζει με την ολότητα της ζωής του, με ένα σημείο σφαιρικότητας που σπάνια συναντάται σε άλλους δημόσιους χώρους που προορίζονται για δραστηριότητες εγγεγραμμένες στο χρόνο, και ρυθμίζουν οι κοινωνικοί κώδικες, όπως τα μπαρ, η εκκλησία, το γυμναστήριο, η αίθουσα διδασκαλίας, οι σταθμοί των μεταφορικών μέσων... 
   Η ολότητα αυτή αφορά σε όλα τα στοιχεία της ύπαρξης, χωρίς ιεράρχηση: διακρίνουμε μια διάχυτη πατρότητα ανάμεσα στην κίνηση  μιας πένας και σ’ αυτή μιας σκούπας, ανάμεσα στο χέρι που μαγειρεύει, που καθαρίζει τον χώρο όπου ζει, που φροντίζει· ή αντιθέτως διαπιστώνουμε μιαν αντίθεση, που αποκαλύπτει τη σχέση του υποκειμένου με την ίδια του τη σωματικότητα και την υφιστάμενη λανθάνουσα αξιολογική υποτίμηση. Ο χώρος της ζωής, ο τόπος που ζούμε, είναι ο κατεξοχήν τόπος του μη αποχωρισμού, όπου ο άνθρωπος ξαναβρίσκει τον εαυτό του στο σύνολο των εκδοχών και των συνθηκών της συνείδησής του. 

Ο χώρος της φροντίδας: προέκταση του κόσμου

Κατοικώ έναν χώρο σημαίνει φροντίζω. Ενδεχομένως κάνουμε εργασίες, καθαρίζουμε τακτικά, τακτοποιούμε, διακοσμούμε. Η φροντίδα μπορεί να είναι ελάχιστη, η τάξη θέμα γούστου, η ακαταστασία τακτοποιημένη στο εμφανές χάος της μοναδικότητας του υποκειμένου —«που βρίσκει τον εαυτό του», ακόμη κι όταν ζει μόνος, στο κάτω κάτω αυτός είναι που κατοικεί— ελάχιστα ενδιαφέρει· η πράξη του κατοικείν σημαίνει ανάληψη πράξης, με τρόπο λίγο ή πολύ συνειδητό, του πρωταρχικού χαρακτήρα να έχουμε μια κατοικία στην οποία αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, όπου βρίσκουμε τον εαυτό μας, όπου μπορούμε να έχουμε άμεση επίδραση στον κόσμο, έστω και σ’ ένα μικρό πυρήνα του. Στο βιβλίο Μάτια ανοικτά1 η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, μιλώντας για την κουζίνα της, έλεγε πως αν τα περίχωρα του κόσμου είναι βρώμικα και σιχαμερά, τουλάχιστον υπήρχε ένα σημείο όπου η ίδια μπορούσε να βρίσκεται σε κατάσταση αρμονίας, από το απλό γεγονός ότι είχε τη δική της κουζίνα. Δεν έλεγε ότι η κουζίνα της αποτελούσε τμήμα του κόσμου· τον ίδιο τον κόσμο ξέπλενε μέσα από ένα μικροσκοπικό του τμήμα.

Ο χώρος υποδοχής

Χώρος της οικειότητας το κατοικείν αποτελεί επίσης ένα σύνδεσμο με το εξωτερικό —που ήδη δεν είναι και τόσο εξωτερικό: εκεί που κατοικούμε υποδεχόμαστε τους «οικείους» μας. Το οικείο, ως διαπότιση ενός ουσιαστικού τμήματος του εαυτού μας στις πράξεις και στους χώρους, δεν αποτελεί πρόσχημα περιχαράκωσης αλλά εμπεριέχει ένα εν δυνάμει άνοιγμα. Κατοικώ έναν χώρο σημαίνει επίσης ότι μπορώ να υποδεχτώ άλλους, κι έτσι ότι τον διαθέτω όχι μόνον για τη δική του εγκατοίκηση, αλλά επίσης σε μια προοπτική να ειδωθεί και να είναι ευχάριστος και για τους άλλους. Ο ιδιοσυγκρασιακός χαρακτήρας του κατοικείν —και έτσι εν δυνάμει παθολογικός— παραχωρεί εδώ το πεδίο στον οικουμενικό χαρακτήρα της υποδοχής του άλλου, ο οποίος παραπέμπει σε μια σειρά βασικών αρχών που προϋποθέτουν την υπέρβαση του ατομικισμού για να «μπούμε στη θέση του άλλου», χωρίς ωστόσο να αρνούνται την αυστηρή ατμόσφαιρα που προσιδιάζει στο συγκεκριμένο χώρο. Ο χώρος που κατοικούμε δεν είναι μια αίθουσα αναμονής —ωστόσο δεν μπορούμε να αρνηθούμε τον αναζωογονητικό χαρακτήρα που υπάρχει στα μέρη που μας υποδέχονται, τη θεραπευτική πτυχή του να εισέρχεσαι σε ένα μέρος που έχει φτιαχτεί για σένα. Αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι επαγγελματίες της υποδοχής είτε υποδέχονται πελάτες είτε τους ασθενείς τους. 

Η οργανική διάσταση

Στο διήγημα Το φεγγάρι και η βροχή η Collet αναφέρει πώς βρέθηκε σε ένα διαμέρισμα που κάποτε είχε ζήσει και το είχε ξεχάσει. Το θυμήθηκε μόνον όταν έπιασε το χερούλι ενός παραθύρου· με τη χαρακτηριστική δυσκολία που είχε για να ανοίξει στην αίσθηση του χεριού η μνήμη επανήλθε. Το παράδειγμα είναι διαφωτιστικό του σωματικού τρόπου που διαθέτουμε για να κατακτούμε το χώρο, και της εμμονής μιας «συνήθειάς» μας αλλά και για αυτό που μπορεί να είναι μια «εσωτερική» πράξη. 
   Στο χώρο που διαμένουμε καταθέτουμε την ολότητα της υποκειμενικότητάς μας, συχνά κουτσουρεμένη στον αισθηματικό της κόσμο από τις κοινωνικές συμβάσεις και τους επαγγελματικούς περιορισμούς —ένα γραφείο είναι ένας ιδιαίτερος χώρος..., παρά τις προσπάθειες να το οικειοποιηθούμε με την τοποθέτηση εικόνων και μπιμπελό, όταν αυτό επιτρέπεται. Ο χώρος συμπυκνώνεται από την ανέπαφη και καθημερινή υποκειμενικότητα με την οποία τον επενδύουμε: πρόκειται για έναν χώρο φορτωμένο με αναμνήσεις, με τη διάρκεια της παρουσίας, με το χρόνο των διαλειμμάτων όπου συγκεντρωνόμαστε για να εξέλθουμε μετά.
   Οργώνουμε έτσι ένα χώρο με τα κινητικά μας πέρα δώθε και τον κατοικούμε —σε αντίθεση με τον «τουρίστα» που δεν έχει τις «συνήθειες», τα καφέ, τα στέκια του.

Ο χώρος της απτής παρουσίας

Αν κατοικώ ένα μέρος, το μέρος αυτό με αποκαλύπτει. Αισθανόμαστε το άρωμά μου, τις μυρωδιές μου, τα απορρυπαντικά που χρησιμοποιώ, τις μυρωδιές του δέρματός μου, τη μυρωδιά από αποσμητικό χώρου ή αποτσίγαρα. Η φροντίδα του σπιτιού αποκαλύπτει επίσης τη σχέση μου με την ύλη, με τη σωματικότητα, σε μια κλίμακα που μπορεί να αρχίζει από τη στοιχειώδη φροντίδα έως τη μανιακή καθήλωση.
   Τα αντικείμενα του χώρου με καθορίζουν: τα βιβλία αποκαλύπτουν την προσωπικότητά μου, οι δίσκοι, οι πίνακες, την πληθωρικότητα ή την απογύμνωση της. Οι σκοτεινές γωνιές του είναι και οι σκοτεινές μου περιοχές: τα μέρη που δεν θέλω να καθαρίζω, τα ακατάστατα αθέατα ερμάρια, οι απρόσιτες στη σκούπα κόγχες. Το άδειο μου ψυγείο δηλώνει πως ένα μέρος του κόσμου μου έχει εγκαταλειφθεί προς όφελος μιας ζωτικής σχέσης με την εξωτερικότητα. Το ίδιο με το σώμα μου, το μέρος που κατοικώ δεν περιορίζεται στο άθροισμα των αντικειμένων που εμπεριέχει ούτε στις πράξεις που επιτελώ: δημιουργεί μιαν «ατμόσφαιρα», μια «γενική αίσθηση», νιώθουμε άνετα ή άβολα, αρχίζοντας από τον εαυτό μας. Η ατμόσφαιρα αυτή είναι η προσωπικότητα του χώρου.
   Ζούμε, λοιπόν, σ’ έναν χώρο με το σώμα και το πνεύμα μας κι ακριβώς αυτή η σωματική αποτύπωση καθιστά το χώρο αυτό που κατεξοχήν μας αποκαλύπτει. Κι αν ο χώρος δεν μας αποκαλύπτει, γιατί δεν τον έχουμε επενδύσει, αυτό αποκαλύπτει την άρνησή μας να αφήσουμε το αποτύπωμά μας στην ύλη και ειδικά την αδιαφορία μας απέναντι στον υλικό κόσμο και τα πεδία υποδομής της ζωής του ανθρώπου, τα μη διανοητικά, τα μη «ευγενή».
   Το κατοικείν ενέχει διαδοχικά μιαν ισχυρή οργανική διάσταση και ένα φορτίο ανθρώπινου πνεύματος στην ολότητά του: βούληση, συναισθήματα, συνήθειες, υλικές, πνευματικές, αισθητικές τροφές κλπ. Αποκαλύπτεται στο Είναι μας ένα εντυπωσιακό φαινόμενο του καθρέφτη. Επιπλέον, η κατοπτρική μεταφορά ενεργοποιείται από την εξελικτική ικανότητα της πράξης του κατοικείν: μακράν από το να είναι παγιωμένος για την αιωνιότητα, ο χώρος του κατοικείν είναι θεμελιωδώς κινητός και κινητικός. Τίποτε δεν ομοιάζει για πάντα το ίδιο στο χώρο που κατοικούμε. Όλα αλλάζουν ανεπαίσθητα: το κτίριο, τα αντικείμενα και η τοποθέτησή τους, ο βαθμός τάξης και καθαριότητας. Υπερπηδώντας τις συνήθειες ή τις ελλείψεις, εξερευνώντας ορισμένες χειρονομίες, επιδεικνύοντας ενδιαφέρον για ορισμένες περιοχές με πράξεις φροντίδας γινόμαστε πράγματι ικανοί να δράσουμε στο άμεσο περιβάλλον μας, στο χώρο που κατοικούμε. Και με τις θετικές τους πτυχές οι πράξεις αυτές επιδρούν με τη σειρά τους στον ψυχισμό μας —αίσθηση ότι μπορούμε να διατηρήσουμε έναν πυρήνα του κόσμου, να δρούμε τουλάχιστον σε αυτόν τον χώρο, να βρίσκουμε μία θέση για τον εαυτό μας σε αυτόν τον κόσμο, τουλάχιστον μία... Έτσι, το σπίτι μπορεί να θεωρηθεί ως ένα δεύτερο σώμα, ένας «διευρυμένος μικρόκοσμος» ή ένας «κατά μέσο όρο μακρόκοσμος», εργαστήριο όπου διερευνώνται νέοι τρόποι του ζειν, όρος χωρίς συνάψεις, όπου λαμβάνει χώρα η επεξεργασία μιας συγκεκριμένης σχέσης με την ύλη.

Να κατοικείς τον οίκο του σώματός σου

Με τον ίδιο τρόπο που το διαμέρισμα είναι κατοικία της ύπαρξής μας, με τον ίδιο τρόπο το σώμα μας είναι ο οίκος του πνεύματός μας. Η σχέση του υποκειμένου με το σπίτι του, καθιστά ορατή την πιο ανεπαίσθητη σχέση με το σώμα του.
   Σε αντιδιαστολή, των εσκεμμένα μη δυϊστικών αναζητήσεων, η διατήρηση της έννοιας του κατοικείν, για να χαρακτηρίσουμε τη σχέση σώματος και συνείδησης, δεν επανεισάγει το διαχωρισμό που επιχειρούμε να καταργήσουμε; Όπως προείπαμε, το σπίτι που κατοικώ δεν είναι Εγώ. Συνεπώς, όταν λέω κατοικώ το σώμα μου, δηλώνω με τον τρόπο αυτόν την ετερότητά του με ένα «Εγώ» που θεωρώ ως πιο ουσιαστικό. Όμως, έτσι δεν επανεισάγουμε εκ νέου την υποβάθμιση της ύλης;
   Ως απάντηση στο ερώτημα να υπενθυμίσουμε το διαφωτιστικό λόγο του Marc Richir στο δοκίμιό του για το σώμα2: «Ποιοι είμαστε εμείς; Εάν αυτό το “ποιοι” ήταν το ίδιο το σώμα, δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αυτό: το σώμα αυτό που θα ήμασταν δεν θα ήταν παρά τύφλωση αποκομμένη από τον πόλο του έχειν. Διαφανές καθεαυτό θα ήταν αόρατο διεαυτό —γεγονός που συμβαίνει ενμέρει, αφού συχνότερα διαφεύγει της προσοχής μας (...) Για να υπάρχει το σώμα, χρειάζεται επίσης ο πόλος του έχειν: και δεν χρειάζεται μόνο υπό τη μορφή της αναπηρίας ή της οδύνης, αλλά βαθύτερα και με τρόπο λιγότερο ακραίο, για να το πούμε διαφορετικά, με τη μορφή των ιχνών της πυκνότητάς του στην τρέχουσα εμπειρία· δεν “έχουμε” σώμα μόνον όταν υποφέρουμε “φυσικά”. Αυτή η πυκνότητα, χώρος της “ζώσας ενσάρκωσης”, αποτελεί αντικείμενο αναστοχασμού, εάν κατά κάποιο τρόπο υπάρχει εντός του σώματος κάτι που το υπερβαίνει, που επιχειρεί να αποδράσει, και σε σχέση με το οποίο το σώμα που πάντα εμφανίζεται πολύ περιορισμένο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».
   Στην πραγματικότητα, η έννοια του κατοικείν έρχεται ακριβώς να εγκατασταθεί στο πλεόνασμα του σώματος και σε αυτή την αναγνώριση των διακριτών χώρων όπου συγχέονται. Πρόκειται, λοιπόν, ακριβώς για τη μη σύγχυση δύο διατάξεων, έτσι ώστε να διαγράφονται καλύτερα οι σχέσεις τους. Ας εξετάσουμε, για παράδειγμα, τη μεταφορική χρήση του όρου. Θα διαπιστώσουμε ότι σε καμιά περίπτωση η μεταφορά δεν απαιτεί κάποια σύμπτυξη. Πράγματι διατεινόμαστε ότι η ψυχή «κατοικεί» το σώμα. Ότι ένα αίσθημα «κυριεύει» την ψυχή, ότι ο χορευτής «κυριεύεται». Ωστόσο, διατηρούμε την ιδέα του χορευτή και όσο αυτή του χορού. Λέμε συνήθως ότι κάποιος έχει «κυριεύεται» από κάτι το θετικό, αλλά δεν το συγχέουμε με αυτό που τον έχει «κυριεύσει». Αντίθετα, για να εκφράσουμε τα συναισθήματα που ακριβώς εισάγουν μια καταπάτηση του υποκειμένου, δεν χρησιμοποιούμε την έννοια του κατοικείν. Συνήθως δεν λέμε ότι κάποιος «κατοικείται» από το μίσος ή την οργή, περισσότερο από ότι λέμε ότι «διακατέχεται», ότι έχει «ερημωθεί», ότι έχει «αφανιστεί», ότι έχει «δεχτεί εισβολή»· τα συναισθήματα, αντί να συνδέουν και να εμπλουτίζουν το συναισθηματικό κόσμο του υποκειμένου, —παρόλο που διατηρούν την ακεραιότητά του— στο πέρασμά τους την απεξαρθρώνουν μέχρι την καταστροφική σύγχυση μεταξύ του περιέχοντος (το υποκείμενο) και του περιεχομένου (το συναίσθημα ή το πάθος). Έτσι, ο θυμός κυριεύει, υφαρπάζει, οικειοποιείται το υποκείμενο που εξαφανίζεται εξολοκλήρου πίσω του ή καλύτερα εκλείπει στιγμιαία εντός του.
   Ξαναβρίσκουμε, λοιπόν, ακριβώς τη θεματική του ιδίου που ήδη χρησιμοποιούμε για να χαρακτηρίσουμε τη σχέση του υποκειμένου με την κατοικία ή με την διαμονή του...

Aπόσπασμα από το δοκίμιο της Marion Richez που δημοσιεύεται στο 23ο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ.


H Μαριόν Ρισέ







Η φιλοσοφία του σώματος
Η πρόσφατη 9η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης δεν ικανοποίησε ιδιαίτερα τους εκδότες, σε αντίθεση με το κοινό που βρήκε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το βιβλίο και τον κόσμο του.

Σε μια από τις πολύ ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις που παρακολουθήσαμε, το Γαλλικό Ινστιτούτο Θεσσαλονίκης, το περιοδικό «Ένεκεν» και το ΕΚΕΒΙ έφεραν σε διάλογο τη Μαριόν Ρισέ, καθηγήτρια φιλοσοφίας της Σορβόνης και τον Παναγιώτη Δόικο, επίκουρο καθηγητή Φιλοσοφίας ΑΠΘ. Το θέμα ήταν «Σώμα και κόσμος: Σύγχρονη γαλλική φιλοσοφία» και αφορμή το δοκίμιο της Ρισέ «Να κατοικείς το σώμα σου, να κατοικείς τον κόσμο» που δημοσιεύτηκε στο 23ο τεύχος του «Ένεκεν».

Η Μαριόν Ρισέ έχει εμφάνιση μοντέλου. Μιλώντας μαζί της, όμως, αναρωτιέσαι για την ορθότητα της ρήσης του Ντόριαν Γκρέι «Η ομορφιά είναι μια μορφή ιδιοφυίας –στην πραγματικότητα είναι ανώτερη, γιατί δεν χρειάζεται απόδειξη». Μόλις 28 ετών, μ’ ένα βλέμμα που λάμπει μόλις ακούσει κάτι που της τραβά την προσοχή, χαμογελά με συστολή, μιλά απαλά αλλά δε διστάζει να υπερασπιστεί τη φιλοσοφία, μιλώντας έντονα για τους «φιλοσόφους των media», είδος εξαιρετικά διαδεδομένο στη Γαλλία.

Από παιδιά φιλόσοφοι
Στη χώρα της η φιλοσοφία είναι κάτι το δεδομένο. Τα παιδιά στο σχολείο εξοικειώνονται μαζί της από πολύ νωρίς. Ήδη από το δημοτικό μαθαίνουν τη σύνθεση, δηλαδή να διαβάζουν δυο τρία κείμενα, να παίρνουν τις κεντρικές έννοιες από αυτά και να τις ανασυνθέτουν σε ένα νέο κείμενο.

«Στη Γαλλία σήμερα έχουμε υπερπαραγωγή φιλοσοφίας» λέει. «Η φιλοσοφία σαν έννοια δεν μας είναι κάτι ξένο, κάτι άγνωστο, αλλά είναι και μια φυλακή. Εδώ στην Ελλάδα είναι ανατολή, η Ελλάδα είναι η ανατολή της δύσης. Στην ανατολή δεν υπάρχει διαχωρισμός σώματος και ψυχής ενώ στη δύση υπάρχει. Κι εγώ είμαι δυτική κι αυτό αυτό μου είναι πρόβλημα. Στη Γαλλία έχουμε απεριόριστη πρόσβαση στη φιλοσοφία αλλά αυτό δε σημαίνει ότι φιλοσοφούμε πραγματικά. Η φιλοσοφία είναι δύσκολη, πρέπει να κάνει ερωτήσεις. Αν δεν έχεις ερωτήσεις, δεν υπάρχει λόγος να ανοίξεις ένα βιβλίο για να βρεις απαντήσεις».

Η δική της φιλοσοφία είναι επηρεασμένη από τη δουλειά του γερμανού φυσιολόγου Βίκτορ φον Βαϊτσέκερ (1886-1957) στην ψυχοσωματική. Η θεωρία της μελετά το σώμα ως πεδίο της συνείδησης και ενθαρρύνει τη συνειδητοποίησή του και τη χρήση του ως «κατοικία». Μιλά για ένα σώμα που βιώνεται, ένα σώμα προς την κατεύθυνση του κόσμου, για το «είναι που πρέπει να είναι προσβάσιμο στο σώμα». Για τη Μάριον Ρισέ, «Κατοικώ έναν χώρο σημαίνει φροντίζω. (...) Αν κατοικώ ένα μέρος, το μέρος αυτό με αποκαλύπτει. (...) Με τον ίδιο τρόπο που το διαμέρισμα είναι κατοικία της ύπαρξής μας, με τον ίδιο τρόπο το σώμα μας είναι ο οίκος του πνεύματός μας». Παρακάμπτοντας τον εγωισμό «δημιουργείται η πιθανότητα, όχι μόνον μιας οικολογίας, αλλά στη λογική της κατοικημένης γης, μιας ηθικής. (...) Ο άνθρωπος θα εφάρμοζε στον κόσμο το πρόταγμα που μεταφράζεται σε ηθική: να αγαπάς τον πλησίον σου εαυτόν. Έτσι, μπορούμε να πούμε να αγαπάς τον κόσμο, όπως το ίδιο σου το σώμα».

Η φιλοσοφία καλώς ξενίζει
Στο διάλογο που ακολούθησε ο κ. Δόικος τη χαρακτήρισε «υπαρξιακή φιλόσοφο, υπαρξιακή στοχάστρια».

Πόσο εύκολο είναι για μια νέα γυναίκα να φέρει το βαρύγδουπο τίτλο της «φιλοσόφου»; Χαμογελάει. Μιλά για το προηγούμενο βράδυ που πέρασε διασκεδάζοντας σε μια ταβέρνα στη Θεσσαλονίκη, όταν ένα ζευγάρι γύρισε και την κοίταξε με απορία μόλις άκουσε ότι είναι φιλόσοφος. Πολλές φορές, εξάλλου, οι άνθρωποι τη στραβοκοιτάζουν αλλά θεωρεί τελείως φυσιολογική αυτή την αντίδραση. «Αλίμονο όταν η φιλοσοφία πάψει να  ξενίζει. Η φιλοσοφία έχει το ρίσκο του να γίνει ενοχλητική. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ασφάλεια. Η φιλοσοφία έρχεται και του δίνει χαστούκια! Τον βγάζει από τη βόλεψή του, του αλλάζει τα πάντα. Για μένα, αυτό είναι το σημαντικό, το ρίσκο του να μη γνωρίζεις τίποτα». Της αρέσει να μιλούν οι άνθρωποι αλλά θεωρεί ακόμη πιο σημαντικό το να ακούν. «Σημασία έχει η συζήτηση, όχι η συμφωνία».

Οι φιλόσοφοι και οι μιντιοφιλόσοφοι
Στη σημερινή Γαλλία, της υπερπαραγωγής φιλοσόφων, η Μαριόν αναφέρεται στους δυο τύπους που απαντώνται: στους ακαδημαϊκούς και στους φιλόσοφους των μίντια. «Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν αυτοί που σκέφτονται, είναι οι πραγματικοί φιλόσοφοι. Η σκέψη τους δε σταματά ούτε στιγμή. Έχουν μια ειδίκευση ο καθένας, άλλος στον Ντεκάρτ, άλλος στον Σπινόζα, στους Έλληνες... Κάθε φορά που διαβάζεις μια γραμμή σε ένα βιβλίο φιλοσοφίας, σου γεννιούνται ερωτηματικά και μετά δε σταματάς την αναζήτηση. Οι αληθινοί φιλόσοφοι δεν μιλούν επί παντός του επιστητού, σε αντίθεση με τους φιλοσόφους των μίντια. Αυτή η κατηγορία είναι εκείνοι των οποίων η σκέψη δεν ενοχλεί πολύ, δεν είναι επικίνδυνοι, δίνουν τον τόνο. Είναι φιλόσοφοι σε υπηρεσία. Επιζητούν στα 40 ή στα 50 τους την προβολή και τα χρήματα». Στις κουβέντες της τριγυρνά συχνά το όνομα του Μπερνάρ Ανρί Λεβί, διαπρεπούς εκπροσώπου της κατηγορίας. «Η φιλοσοφία, όμως, όταν γίνεται επάγγελμα χάνει την ψυχή της».

Τα δικά της άρθρα κατά καιρούς απορρίπτονται από γαλλικά περιοδικά. «Μου λένε ότι παραείναι intellectual για το κοινό τους. Πως ξέρουν, όμως, τι θέλει πραγματικά το κοινό να διαβάσει;»
Κατά τη γνώμη της, οι σοφοί μεγάλοι φιλόσοφοι είναι εκείνοι που σου δείχνουν πως να ζεις. «Βιάζομαι να τους χορτάσω πριν πεθάνουν, να πιω από τη ζωή τους. Είναι ζωντανοί θησαυροί». Μεγάλο μέρος της ζωής της έχει περάσει διαβάζοντας τους Έλληνες φιλοσόφους. «Εκείνος που έχει δεχτεί τη μεγαλύτερη κριτική είναι ο Νίτσε. Επειδή έχει δεχτεί και το μεγαλύτερο θαυμασμό».

Βγάζει το σημειωματάριό της και μου δείχνει τη λέξη «Θαυμάζειν» που έγραψε η ίδια. Τα γράμματά της μικρά, υπέρκομψα, από το αριστερό της χέρι. Σημειώσεις άλλοτε ξεκάθαρες για τον μη εξοικειωμένο με τη φιλοσοφία κι άλλοτε δύσκολες: κλάσματα και σύμβολα μαθηματικών. Στους στόχους της, να μάθει σανσκριτικά. «Είναι η βάση όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών! Κι αργότερα, αραβικά».

Δίψα για ζωή
Μας φέρνουν νερό και αδειάζει το μπουκάλι με μια ανάσα. Βγάζει από την τσάντα της ένα βούτυρο κακάο και αλοίφει τα χείλη της. Λες και βλέπω τον εαυτό μου, το liposan είναι ο καλύτερός μου φίλος. Παραγγέλνουμε κι άλλο νερό και πίνει με μεγάλη λαχτάρα. Τη ρωτώ σχετικά. «Ναι, έχω ανάγκη από ενυδάτωση γιατί το νερό είναι η μόνη μου επαφή με τη ζωή αυτή τη στιγμή. Είμαστε εδώ μέσα στο περίπτερο της Έκθεσης απομονωμένοι από τη φύση επί ώρες. Η σκέψη μου δεν είναι αποκομμένη από τη φύση και δυστυχώς δε ζω σε αυτή. Έχω δίψα. Έχω δίψα για τη φύση, έχω δίψα για τα δέντρα, για τη γη». Τελικά, η Μαριόν έχει δίκιο: αρκούσε να ρωτήσω για να πάρω μια φιλοσοφική απάντηση για την εξάρτησή μου από την ενυδάτωση.

Πήρε από μικρή την απόφαση να γίνει φιλόσοφος. «Δεν γνώρισα κάποιον που να μου προτείνει να γίνω μοντέλο!» απαντά γελώντας. «Από πολύ μικρή χρειαζόμουν απαντήσεις για τη ζωή. Η φιλοσοφία είναι ότι πιο κοντινό στη ζωή».
Ασχολείται με το θέατρο και το χορό. «Ένα σώμα είναι όμορφο όταν αντανακλά ένα πνεύμα. Όχι ένα αντικείμενο κατανάλωσης, κάτι που θέλεις να κατέχεις.  Ένα σώμα που είναι σεβαστό, ανοιχτό στον κόσμο. Όταν κοιτάς κάτι, έχεις ήδη κάνει το πρώτο βήμα στην παραίτηση από την κατοχή του. Η ομορφιά είναι ένα φρούτο που το κοιτάζεις χωρίς να το προσεγγίζεις, όπως έχει πει η φιλόσοφος Σιμόν Βέιγ».

Μιλά για τις σκέψεις – σκουπίδια, σκέψεις που δεν ξέρεις από που έρχονται, είναι θόρυβος. «Οι αληθινές σκέψεις είναι πολύ δύσκολες. Ξέρεις, δε σκεφτόμαστε εμείς, σκέφτονται τα μίντια για μας. Η σκέψη γεννιέται από τη σιωπή».

Στεκόμαστε όρθιες στην Έκθεση, περνά ένας μεσήλικας και της μιλά στ’ αγγλικά. Του απαντά ευγενέστατα στην ερώτηση από που κατάγεται και τον ακούει να της μιλά για την οικογένεια και τον αδερφό του. Της ζητά job. Η Μαριόν με κοιτάζει, δεν είναι σίγουρη τι ακούει. «Είναι δύσκολο να καταλάβεις την Ευρώπη» λέει με απορία. Μετά από αυτό το περιστατικό, μάλλον κατάλαβε κάτι περισσότερο για τη ζωή εν έτει 2012 στην Ελλάδα των φιλοσόφων...

Τη ρωτώ για την επικοινωνία της με τους ανθρώπους. «Έχω φίλους φιλοσόφους, αλλά είμαστε φίλοι στη βάση που βρίσκονταν πριν γίνουν φιλόσοφοι». Φίλες; Πηγαίνουν σε καφέ να συζητούν για άντρες; Κι αλήθεια, οι άντρες πώς την αντιμετωπίζουν;

Από δω και πέρα, η συζήτησή παραείναι πριβέ για να κοινοποιηθεί!



Ανάρτηση από το http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.proswpa&id=15819



 

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Εκδηλώσεις ΕΝΕΚΕΝ










Από την παρουσίαση του βιβλίου της Κατερίνας Μόντη την Πέμπτη 31 Μαίου στην Θεσσαλονίκη. Ομιλητές οι συγγραφείς Αρχοντούλα Διαβάτη,  Άκης Γαβριηλίδης, και Βασίλης Τσιράκης.Το εξώφυλλο του βιβλίο είναι έργο του γνωστού Θεσσαλονικού ζωγράφου Σώτου Ζαχαριάδη. Οι φωτογραφίες της εκδήλωσεις από τον Κώστα Ιωαννίδη.