ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ έως σήμερα ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα που το χαρακτηρίζει η αστάθεια. Όλη του η ιστορία σημαδεύεται από αναταράξεις και βίαιες φάσεις ανόδου που ακολουθούν εξίσου βίαιες περίοδοι ύφεσης. Έτσι από το 1825 έως το 1914, για παράδειγμα, μπορούμε να εντοπίσουμε ανά οκταετία περίπου κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος, ορισμένες μάλιστα από αυτές ιδιαίτερης σφοδρότητας. Γενικά ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια μακρά ιστορία διακυμάνσεων και αστάθειας. Κατά την άποψή μας ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο οι κρίσεις, όλη την περίοδο που προηγείται του κραχ 1929, δεν μετατράπηκαν σε δομικές υφέσεις είναι ότι έως τότε ο καπιταλισμός ήταν διαρθρωμένος σε ένα περιβάλλον μικρής παραγωγής —αγροτική τάξη, βιοτεχνία, μανιφακτούρα, μικρεμπόριο. Υπήρχε έτσι μια διαφοροποίηση του κοινωνικού χώρου βασισμένη στο γεγονός ότι όλοι οι συντελεστές της οικονομίας δεν ήταν ομοιογενείς κι ούτε έπρεπε να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα με τον ίδιο τρόπο. Oι αντιδράσεις απέναντι στην κρίση ήταν διαφορετικές ακόμη και στην αντίθετη κατεύθυνση απέναντι στο σοκ της κρίσης. Έτσι η ετερογένεια αυτή λειτούργησε σαν ανάχωμα στην εξάπλωση της κρίσης και γενικά περιόριζε τις επιπτώσεις της.
Ξέρουμε ωστόσο πως o καπιταλισμός είναι ένα σύστημα επεκτατικό που εργάζεται συστηματικά για να εξαφανίσει την μικρή παραγωγή που τον περιβάλλει και να την περιορίσει όλο και περισσότερο· στόχος του είναι να συρρικνώσει την κοινωνική πραγματικότητα σε δύο ακραίους πόλους: τη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο. Με τον τρόπο αυτό βέβαια μπορεί να αυξάνονται οι βραχυπρόθεσμες ευκαιρίες κέρδους από την άλλη ωστόσο και σε μακροπρόθεσμα τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα όλου του συστήματος. Κατά τη γνώμη μας η κρίση του 1929 ήταν το αποτέλεσμα μιας βίαιης εκτίναξης προς τα εμπρός του όλου συστήματος, εξαιτίας της αστάθειάς του που προκάλεσε το πέρασμα του κόσμου της μικρής παραγωγής σ’ αυτόν της μισθωτής εργασίας.
Δυστυχώς όλα τα συμπεράσματα από την κρίση του ’29 δεν έγιναν πλήρως κατανοητά. Μετά το 1945 εφαρμόστηκαν κάποια μέτρα και είναι αυτά που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «φορντική ρύθμιση». Για να εξηγήσουμε πιο απλά το φαινόμενο, αυτό το σχήμα παρέμβασης έχει ως στόχο την σταθεροποίηση της γενικής ζήτησης στην αρχή μιας ύφεσης επιδιώκοντας έτσι να αποφευχθεί η μετατροπή της σε βαθειά κρίση του όλου συστήματος, όπως συνέβη με το κραχ του ’29. Από την άποψη αυτή τουλάχιστον η μεγάλη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος χρησίμευσε σαν ένα μάθημα για τους κεφαλαιοκράτες. Αυτή ωστόσο η παρέμβαση στην οικονομία έχει κόστος για τους καπιταλιστές είτε γιατί είναι αναγκασμένοι να περικόψουν έστω και ελάχιστα ένα τμήμα των κερδών τους είτε γιατί η εφαρμoγή του απαιτεί ένα περιορισμό στις κινήσεις και στους ελιγμούς του κεφαλαίου που το τελευταίο χρειάζεται προκειμένου να αρπάξει τις ευκαιρίες κερδοφορίας που του παρουσιάζονται. Παρόλα αυτά οι καπιταλιστές αναγκάστηκαν να αποδεχθούν αυτό το μοντέλο ρύθμισης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και σε παγκόσμιο επίπεδο γιατί τα ποσοστά κέρδους ήταν τεράστια. Ήταν όλη η μεταπολεμική περίοδος. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 όμως η κατάσταση αυτή αλλάζει. Σημειώνεται πτώση του ποσοστού κέρδους και στη δεκαετία του ’80 θα αγγίξει το πιο χαμηλό της επίπεδο. Έκτοτε στις διευθυντικές γραμμές των καπιταλιστών και του χρηματιστικού κεφαλαίου γίνεται σαφές ότι το κόστος που αντιπροσωπεύει η ρύθμιση της αγοράς και ο παρεμβατισμός είναι αρκετά υψηλό κι ότι το πρόβλημα του συστήματος δεν είναι πλέον η αστάθεια του αλλά η μείωση του ποσοστού κέρδους εξ ου και η αντιδραστική «επανάσταση» των καπιταλιστών που στο πρόσωπο της Θάτσερ και του Ρέιγκαν θα βρουν την πολιτική τους εκπροσώπηση. Στη δεκαετία του ’80, λοιπόν, οι πολιτικές του φορντικού παρεμβατισμού αχρηστεύονται και τα σωσίβια που το σύστημα είχε φτιάξει, έπειτα από την κρίση του ’29, πετιούνται στην θάλασσα. H καταστροφή ωστόσο του μοντέλου του φορντισμού δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκε και η κοινωνική πραγματικότητα στην οποία προσπαθούσε να απαντήσει. Αυτή η κοινωνική πραγματικότητα είναι παρούσα και μάλιστα ισχυρή όσο ποτέ αφού το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι πως να σταθεροποιηθεί ένα σύστημα παρά την υπεροχή της μισθωτής εργασίας. Ήταν ένα ζήτημα που έπρεπε να λύσει ο φορντισμού. Σήμερα η εξέλιξη του συστήματος είναι τέτοια που η μισθωτή εργασία κυριαρχεί παντού στις ανεπτυγμένες χώρες. Έτσι η αστάθεια του συστήματος αντί να περιορίζεται γενικεύεται όλο και περισσότερο. Αυτό συνεπάγεται ότι οι καπιταλιστές δεν αρκέστηκαν μόνο στο να καταργήσουν τον φορντικό παρεμβατισμό· έπρεπε να ακολουθήσουν μιαν άλλη συνταγή που θα τον αντικαθιστούσε, έστω κουτσά-στραβά. Χρειάστηκαν, λοιπόν, ένα σύστημα που να στηρίζει τη γενική ζήτηση σε στιγμές που ξεσπάει η ύφεση για να προλαβαίνει την επέκτασή της και τη μετατροπή της σε κρίση του συστήματος. Ξέρουμε βέβαια ότι η συντηρητική «επανάσταση» αντιτίθεται λυσσαλέα τόσο σε κάθε απόπειρα διαπραγμάτευσης για το μοίρασμα της υπεραξίας που έχει παραχθεί όσο και στις αυξήσεις των μισθών. Έτσι η μόνη διέξοδος για τους καπιταλιστές για να στηρίξουν την γενική ζήτηση της αγοράς ήταν να σπρώξουν στα άκρα τον δανεισμό των νοικοκυριών και των καταναλωτών επιβάλλοντας ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στο όσο το δυνατόν μικρότερη αποταμίευση και στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κατανάλωση. Η μείωση της αποταμίευσης, φυσικά, αυξάνει την κατανάλωση χωρίς να χρειάζονται άλλοι πόροι· δηλαδή μπορεί να αυξηθεί η κατανάλωση χωρίς να αυξάνονται τα εισοδήματα των νοικοκυριών κι η πολιτική αυτή ενισχύει την κατανάλωση των νοικοκυριών, κυρίως στην αγορά κατοικίας, χωρίς να αυξάνονται τα εισοδήματά τους. Έχουμε έτσι να μοντέλο εκρηκτικού χαρακτήρα...
Ξέρουμε ωστόσο πως o καπιταλισμός είναι ένα σύστημα επεκτατικό που εργάζεται συστηματικά για να εξαφανίσει την μικρή παραγωγή που τον περιβάλλει και να την περιορίσει όλο και περισσότερο· στόχος του είναι να συρρικνώσει την κοινωνική πραγματικότητα σε δύο ακραίους πόλους: τη μισθωτή εργασία και το κεφάλαιο. Με τον τρόπο αυτό βέβαια μπορεί να αυξάνονται οι βραχυπρόθεσμες ευκαιρίες κέρδους από την άλλη ωστόσο και σε μακροπρόθεσμα τίθεται σε κίνδυνο η σταθερότητα όλου του συστήματος. Κατά τη γνώμη μας η κρίση του 1929 ήταν το αποτέλεσμα μιας βίαιης εκτίναξης προς τα εμπρός του όλου συστήματος, εξαιτίας της αστάθειάς του που προκάλεσε το πέρασμα του κόσμου της μικρής παραγωγής σ’ αυτόν της μισθωτής εργασίας.
Δυστυχώς όλα τα συμπεράσματα από την κρίση του ’29 δεν έγιναν πλήρως κατανοητά. Μετά το 1945 εφαρμόστηκαν κάποια μέτρα και είναι αυτά που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «φορντική ρύθμιση». Για να εξηγήσουμε πιο απλά το φαινόμενο, αυτό το σχήμα παρέμβασης έχει ως στόχο την σταθεροποίηση της γενικής ζήτησης στην αρχή μιας ύφεσης επιδιώκοντας έτσι να αποφευχθεί η μετατροπή της σε βαθειά κρίση του όλου συστήματος, όπως συνέβη με το κραχ του ’29. Από την άποψη αυτή τουλάχιστον η μεγάλη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος χρησίμευσε σαν ένα μάθημα για τους κεφαλαιοκράτες. Αυτή ωστόσο η παρέμβαση στην οικονομία έχει κόστος για τους καπιταλιστές είτε γιατί είναι αναγκασμένοι να περικόψουν έστω και ελάχιστα ένα τμήμα των κερδών τους είτε γιατί η εφαρμoγή του απαιτεί ένα περιορισμό στις κινήσεις και στους ελιγμούς του κεφαλαίου που το τελευταίο χρειάζεται προκειμένου να αρπάξει τις ευκαιρίες κερδοφορίας που του παρουσιάζονται. Παρόλα αυτά οι καπιταλιστές αναγκάστηκαν να αποδεχθούν αυτό το μοντέλο ρύθμισης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και σε παγκόσμιο επίπεδο γιατί τα ποσοστά κέρδους ήταν τεράστια. Ήταν όλη η μεταπολεμική περίοδος. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 όμως η κατάσταση αυτή αλλάζει. Σημειώνεται πτώση του ποσοστού κέρδους και στη δεκαετία του ’80 θα αγγίξει το πιο χαμηλό της επίπεδο. Έκτοτε στις διευθυντικές γραμμές των καπιταλιστών και του χρηματιστικού κεφαλαίου γίνεται σαφές ότι το κόστος που αντιπροσωπεύει η ρύθμιση της αγοράς και ο παρεμβατισμός είναι αρκετά υψηλό κι ότι το πρόβλημα του συστήματος δεν είναι πλέον η αστάθεια του αλλά η μείωση του ποσοστού κέρδους εξ ου και η αντιδραστική «επανάσταση» των καπιταλιστών που στο πρόσωπο της Θάτσερ και του Ρέιγκαν θα βρουν την πολιτική τους εκπροσώπηση. Στη δεκαετία του ’80, λοιπόν, οι πολιτικές του φορντικού παρεμβατισμού αχρηστεύονται και τα σωσίβια που το σύστημα είχε φτιάξει, έπειτα από την κρίση του ’29, πετιούνται στην θάλασσα. H καταστροφή ωστόσο του μοντέλου του φορντισμού δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκε και η κοινωνική πραγματικότητα στην οποία προσπαθούσε να απαντήσει. Αυτή η κοινωνική πραγματικότητα είναι παρούσα και μάλιστα ισχυρή όσο ποτέ αφού το ερώτημα που τίθεται πλέον είναι πως να σταθεροποιηθεί ένα σύστημα παρά την υπεροχή της μισθωτής εργασίας. Ήταν ένα ζήτημα που έπρεπε να λύσει ο φορντισμού. Σήμερα η εξέλιξη του συστήματος είναι τέτοια που η μισθωτή εργασία κυριαρχεί παντού στις ανεπτυγμένες χώρες. Έτσι η αστάθεια του συστήματος αντί να περιορίζεται γενικεύεται όλο και περισσότερο. Αυτό συνεπάγεται ότι οι καπιταλιστές δεν αρκέστηκαν μόνο στο να καταργήσουν τον φορντικό παρεμβατισμό· έπρεπε να ακολουθήσουν μιαν άλλη συνταγή που θα τον αντικαθιστούσε, έστω κουτσά-στραβά. Χρειάστηκαν, λοιπόν, ένα σύστημα που να στηρίζει τη γενική ζήτηση σε στιγμές που ξεσπάει η ύφεση για να προλαβαίνει την επέκτασή της και τη μετατροπή της σε κρίση του συστήματος. Ξέρουμε βέβαια ότι η συντηρητική «επανάσταση» αντιτίθεται λυσσαλέα τόσο σε κάθε απόπειρα διαπραγμάτευσης για το μοίρασμα της υπεραξίας που έχει παραχθεί όσο και στις αυξήσεις των μισθών. Έτσι η μόνη διέξοδος για τους καπιταλιστές για να στηρίξουν την γενική ζήτηση της αγοράς ήταν να σπρώξουν στα άκρα τον δανεισμό των νοικοκυριών και των καταναλωτών επιβάλλοντας ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στο όσο το δυνατόν μικρότερη αποταμίευση και στην όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κατανάλωση. Η μείωση της αποταμίευσης, φυσικά, αυξάνει την κατανάλωση χωρίς να χρειάζονται άλλοι πόροι· δηλαδή μπορεί να αυξηθεί η κατανάλωση χωρίς να αυξάνονται τα εισοδήματα των νοικοκυριών κι η πολιτική αυτή ενισχύει την κατανάλωση των νοικοκυριών, κυρίως στην αγορά κατοικίας, χωρίς να αυξάνονται τα εισοδήματά τους. Έχουμε έτσι να μοντέλο εκρηκτικού χαρακτήρα...
(Εκτενές απόσπασμα από το κείμενο «Καπιταλισμός και κρίσεις» του Isaac Johsua που δημοσιεύεται στο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ, τχ.12. Ο Ο Isaac Johsua διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Paris-XI. Είναι μέλος του ιδρύματος Κοπέρνικος και επιστημονικός σύμβουλος της οργάνωσης ATTAC. Έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό κειμένων και βιβλίων).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου