H κλεμμένη εικόνα
Tο βάδισμά της τον παρέπεμπε στην Πομπηία. Μια γυναίκα φορώντας σανδάλια βάδιζε στον δρόμο. Ήταν βράδυ, η άσφαλτος έκαιγε ακόμη, η πόλη ίδρωνε, έμοιαζε άσχημη, κουρασμένη. Περπατούσαν και κάπου-κάπου σήκωναν το κεφάλι ψηλά. Προσπαθούσαν να ανιχνεύσουν τις προσόψεις των κτιρίων. Για ένα πρόγραμμα εκδηλώσεων τον Σεπτέμβρη. Η ιστορία της πόλης, οι άνθρωποί της, η κατεστραμμένη της αρχιτεκτονική κληρονομιά. Ό,τι είχε απομείνει. Την κοίταξε από πίσω και ξανασκέφθηκε την «Γκραντίβα» του Γιάνσεν. Και την ανάλυση του Φρόιντ για το πώς το βάδισμα μιας γυναίκας μπόρεσε να γλυτώσει από τη δυστυχία του έναν άντρα. Κι επειδή η ιστορία διαδραματιζόταν στην Πομπηία και η πρωταγωνίστρια της «Γκραντίβας» ήταν μια μαρμάρινη στήλη αρχαίας γυναίκας, συλλογίστηκε τον υπερβατικό χαρακτήρα της ομορφιάς. Παρατηρούσε τα χαρακτηριστικά της και προσπαθούσε να τα συνδέσει με αναφορές στον χρόνο. Στην πραγματικότητα προσπαθούσε να διερευνήσει τη δική του σκοτεινή επιθυμία. Ήξερε πως η ψυχανάλυση έχει νόημα αν μπορεί να οδηγήσει το υποκείμενο να προσδώσει μιαν ιστορικότητα στην επιθυμία του. Σε ένα ψυχικό φαινόμενο, δηλαδή, που δομικά αίρει την αίσθηση του χρόνου και με την ισχύ της ψυχικής καθήλωσης, διατηρεί διαρκώς στο παρόν το κενό της επιθυμίας. Ποιο κενό όμως ζητούσε να του συμπληρώσει αυτή η νέα γυναίκα; Και ποια κενά της, ποια τραύματα την έκαναν μέσα στο λιωμένο βράδυ, ν’ αναζητά την ιστορία της πόλης;
Έπειτα έμειναν μόνοι. Επικρατούσε άπνοια. Σχεδόν αποπνικτικά. Για να την εντυπωσιάσει της αράδιασε ιστορίες φρίκης που είχε ζήσει. Έρωτα και φρίκης. Εκεί βέβαια που ο θάνατος είναι πάντα μια ιστορία που αφορά τον άλλο. Και ο πόνος βέβαια, που την ιδέα του τόσο πάσχιζε να ξορκίσει.
Έπειτα μίλησε αυτή. Με την απλότητα που έχει ο λόγος των γυναικών. Με την κυριολεξία που τις χαρακτηρίζει στα ζητήματα ζωής και θανάτου. Του είπε ότι οι άντρες εντυπωσιάζονται για το πώς τους συγκατανεύει τελικά μια γυναίκα. Για το πώς τους ανοίγεται. Και συμπλήρωσε τα λεγόμενά της λέγοντας ότι πριν λίγες μέρες είχε διακόψει την εγκυμοσύνη της.
Έμειναν πάλι στην άπνοια. Μιλούσε αυτός, της έλεγε τι θα είχε κάνει αυτός, αλλά ένιωθε πάλι να τη χάνει. Πάλι μέσα του η επιθυμία του γινόταν σκοτεινή, κι αυτό το σκοτάδι, που ταίριαζε στα χρώματα της σκηνής, έμοιαζε τώρα να τον προφυλάσσει από το σκοτεινό βλέμμα της νέας γυναίκας που είχε απέναντί του.
Σκέφτηκε πως ζούσαν μέρες Πομπηίας. Μόνο που η καταστροφή έμοιαζε να είχε ήδη συντελεστεί. Δεν ήταν ένα μεμονωμένο ολέθριο γεγονός, που τα ιστορικά όρια μιας εποχής καθιστούσαν αδύνατη την πρόσληψή του, αλλά μια σειρά τρομερών γεγονότων μιας ολόκληρης εποχής που σημάδεψαν ανεξίτηλα και βουβά την πόλη, την ίδια τους την ύπαρξη. Η πορεία της ζωής τους έμοιαζε να έχει αποτυπωθεί στις παλιές φωτογραφίες που έδειχναν την πόλη όπως ήταν. Και στους όγκους του τσιμέντου που τώρα την έπνιγαν από παντού σαν να διέκρινε τα φαντάσματα των κατοίκων της, που η ιστορία τους εγκλωβίστηκε, όπως η λάβα του ηφαιστείου παγίωσε τα σώματα των ανύποπτων στην οριστική καταστροφή.
Την είχε τώρα απέναντί του. Δίπλα του. Στην αγωνία της διέκρινε το βάδισμα της δικής του.
Έπειτα έμειναν μόνοι. Επικρατούσε άπνοια. Σχεδόν αποπνικτικά. Για να την εντυπωσιάσει της αράδιασε ιστορίες φρίκης που είχε ζήσει. Έρωτα και φρίκης. Εκεί βέβαια που ο θάνατος είναι πάντα μια ιστορία που αφορά τον άλλο. Και ο πόνος βέβαια, που την ιδέα του τόσο πάσχιζε να ξορκίσει.
Έπειτα μίλησε αυτή. Με την απλότητα που έχει ο λόγος των γυναικών. Με την κυριολεξία που τις χαρακτηρίζει στα ζητήματα ζωής και θανάτου. Του είπε ότι οι άντρες εντυπωσιάζονται για το πώς τους συγκατανεύει τελικά μια γυναίκα. Για το πώς τους ανοίγεται. Και συμπλήρωσε τα λεγόμενά της λέγοντας ότι πριν λίγες μέρες είχε διακόψει την εγκυμοσύνη της.
Έμειναν πάλι στην άπνοια. Μιλούσε αυτός, της έλεγε τι θα είχε κάνει αυτός, αλλά ένιωθε πάλι να τη χάνει. Πάλι μέσα του η επιθυμία του γινόταν σκοτεινή, κι αυτό το σκοτάδι, που ταίριαζε στα χρώματα της σκηνής, έμοιαζε τώρα να τον προφυλάσσει από το σκοτεινό βλέμμα της νέας γυναίκας που είχε απέναντί του.
Σκέφτηκε πως ζούσαν μέρες Πομπηίας. Μόνο που η καταστροφή έμοιαζε να είχε ήδη συντελεστεί. Δεν ήταν ένα μεμονωμένο ολέθριο γεγονός, που τα ιστορικά όρια μιας εποχής καθιστούσαν αδύνατη την πρόσληψή του, αλλά μια σειρά τρομερών γεγονότων μιας ολόκληρης εποχής που σημάδεψαν ανεξίτηλα και βουβά την πόλη, την ίδια τους την ύπαρξη. Η πορεία της ζωής τους έμοιαζε να έχει αποτυπωθεί στις παλιές φωτογραφίες που έδειχναν την πόλη όπως ήταν. Και στους όγκους του τσιμέντου που τώρα την έπνιγαν από παντού σαν να διέκρινε τα φαντάσματα των κατοίκων της, που η ιστορία τους εγκλωβίστηκε, όπως η λάβα του ηφαιστείου παγίωσε τα σώματα των ανύποπτων στην οριστική καταστροφή.
Την είχε τώρα απέναντί του. Δίπλα του. Στην αγωνία της διέκρινε το βάδισμα της δικής του.
Γιώργος Γιαννόπουλος
*Φωτογραφία των αρχών της δεκαετίας του 1960. Διακρίνεται η «Νέα Παραλία», επίτευγμα του καραμανλισμού. Η Λεωφόρος Κέννεντι, κατόπιν Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάνει φιλέτα το πράσινο που υπάρχει ανάμεσα στην πόλη και τον υδάτινο χώρο. Το τερατούργημα του «Μακεδονία Παλλάς» δεν έχει ακόμη στηθεί. Είναι η εποχή που θριαμβεύουν η αντιπαροχή και οι εργολάβοι. Μετά τη συντριβή των κοινωνικών κινημάτων η ελληνική μπουρζουαζία καταδεικνύει το επιχερηματικό της ταλέντο. Χτίζει, χτίζει ακατάπαυστα. Τα κλουβιά των προλετάριων που στα διαμερίσματα της μεγαλούπολης δοκιμάζουν την γοητεία του μικροαστισμού. Και στις φάμπρικες της κοιλάδας του Ρουρ το όνειρο έχει τη μορφή ενός διαμερίσματος στη «Φωτοχομάνα»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου