Powered By Blogger

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

TΟ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ THΣ ΣΑΝΤΑΛ ΜΟΥΦ-Γιώργος Κατσαμπέκης

Γιατί να ασχοληθούμε με τη Σαντάλ Μουφ σήμερα και γιατί συγκεκριμένα εδώ, στην Ελλάδα; Αυτά τα δύο ερωτήματα είναι ίσως τα βασικότερα από αυτά που καλείται να απαντήσει ένα αφιέρωμα σαν και αυτό που ακολουθεί στις σελίδες του παρόντος τεύχους του Ένεκεν. Η δημιουργία αυτού του αφιερώματος στη γνωστή Βελγίδα θεωρητικό της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, σχεδιάστηκε επ’ αφορμή της κυκλοφορίας του τελευταίου της βιβλίου, με τίτλο Επί του πολιτικού, και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εκκρεμές σε μετάφραση Αλέξανδρου Κιουπκιολή. Στο πλαίσιο αυτό φιλοξενούμε τη μετάφραση ενός πρόσφατου άρθρου της Μουφ που πλαισιώνεται από δύο κριτικά δοκίμια σχετικά με το έργο της από τον μεταφραστή των βιβλίων της στα ελληνικά και λέκτορα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, Αλέξανδρο Κιουπκιολή και τον αναπληρωτή καθηγητή στο ίδιο τμήμα και δοκιμιογράφο Νικόλα Σεβαστάκη.
   Το παρόν σύντομο εισαγωγικό σημείωμα φιλοδοξεί να αποτελέσει μία εύληπτη κριτική εισαγωγή στον συλλογισμό της Μουφ —ένα τρόπον τινά πρώτο σκαλί μετάβασης στο πεδίο κριτικού διαλόγου που συνθέτουν τα κείμενα που ακολουθούν— εστιάζοντας σε κεντρικές έννοιες που αναδεικνύονται στο έργο της και επιχειρώντας μία πρώτη σύνδεση με τις τρέχουσες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις1.
   Αλλά ας επιστρέψουμε στο αρχικό μας ερώτημα: γιατί να ασχοληθούμε με ένα έργο πολιτικής θεωρίας σαν κι αυτό της Μουφ; Τι μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτό, σήμερα ειδικά που ο χώρος της φιλοσοφίας και της θεωρίας φαίνεται να απαξιώνεται περνώντας σταδιακά σε δεύτερη μοίρα; Μετά από το πρώτο «μούδιασμα» που ίσως να προκαλεί στον περισσότερο κόσμο (εντός και εκτός ακαδημαϊκών αιθουσών, εντός και εκτός πολιτικών χώρων κ.ο.κ.) ο τρέχων εγχώριος και διεθνής δημοσιονομισμός, αυτή η σκοτεινή ομπρέλα του «δεν υπάρχει άλλη λύση», που τείνει να σκεπάσει κάθε περιθώριο δημιουργικού, ανατρεπτικού και ριζοσπαστικού θεωρητικοπολιτικού στοχασμού (και αναστοχασμού) ανάγοντας τέτοιου είδους προσπάθειες σε περιττές «ακαδημαϊκίστικες πολυτέλειες» ή ακόμα και «διανοουμενισμό», η ανάγκη θεωρητικοποίησης και ανάλυσης της τρέχουσας κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας προβάλει ξανά αποκτώντας ιδιαίτερα κρίσιμη σημασία. Απέναντι στις κατηγορίες για «αναχώρηση» από το πεδίο της (πολιτικής) δράσης και ενός κάποιου πραξιακού βολονταρισμού, που ενδέχεται να προσάπτουν ορισμένοι κύκλοι σε τέτοιες τάσεις, καλό θα ήταν να θυμόμαστε ότι και η παραγωγή (χρήσιμης αναλυτικά) θεωρίας είναι τελικά (πολιτική) πράξη/δράση και σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα εξόχως ριζοσπαστική. Όπως σημειώνει και η Μουφ, η πολιτική θεωρία «έχει να παίξει έναν ιδιαίτερα κρίσιμο ρόλο στην κατανόηση της σημερινής δυσάρεστης κατάστασής στην οποία έχουμε περιέλθει»2, και άρα μας βοηθά να την αλλάξουμε, θα συμπληρώναμε εμείς παραφράζοντας τη γνωστή φράση του Μαρξ. Μέσα από μία τέτοια επίπονη προσπάθεια, μέσα από την τριβή με μια θεωρία που δεν φοβάται να «λερώσει τα χέρια της» στο πεδίο της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας, οι απαντήσεις τελικά δεν είναι απίθανο να αρχίσουν να προκύπτουν αβίαστα καθώς αρχίζουμε να κάνουμε σταδιακά κάποια βήματα κατανόησης και κριτικής ανταλλαγής εντός, αλλά και (βασικότερα) εκτός της τρέχουσας ηγεμονικής πλαισίωσης. Αφού ξεφύγουμε έστω και λίγο από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του σημερινού ηγεμονικού λόγου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Προς τούτη την κατεύθυνση είναι που μας παροτρύνει να κινηθούμε το έργο της Μουφ, παρέχοντάς μας και τα ανάλογα χρήσιμα εφόδια· προς την κατανόηση της ενδεχομενικής και άρα επισφαλούς φύσης του σημερινού παγιωμένου πολιτικοκοινωνικού και οικονομικού παγκόσμιου συστήματος νοήματος· των αποκλεισμών εναλλακτικών δυνατοτήτων που οδήγησαν σε αυτή την παγίωση και τελικά την επεξεργασία των προοπτικών διεξόδου από αυτό το σύστημα προς τη θεμελίωση μιας νέας ηγεμονίας στη βάση ενός συλλογικού σχεδίου χειραφέτησης στηριζόμενου στις κεντρικές στο έργο της αρχές: «ισότητα και ελευθερία για όλους».
   Αλλά πριν/και για να επικεντρωθούμε στην επικαιρότητα του έργου της Μουφ, όπως βεβαίως και μιας συγκεκριμένης τάσης της σύγχρονης (ριζοσπαστικής) πολιτικής θεωρίας που καθορίζεται από το πρόταγμα της «ριζοσπαστικής και πλουραλιστικής δημοκρατίας»3, νομίζω πως θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να αποτολμήσουμε μια σύντομη, σχηματική εισαγωγή στο εννοιολογικό/ορολογικό σύμπαν και σε ορισμένα βασικά πυρηνικά στοιχεία που συνθέτουν την επιχειρηματολογία της Μουφ.
   Έχουμε να κάνουμε με ένα έργο λοιπόν για την υπεράσπιση των αμφισημιών και των παραδοξοτήτων της σύγχρονης δημοκρατίας, που ασκεί κριτική τόσο στο φιλελεύθερο «νεο-συμβολαιακό μοντέλο» της δίκαιης κοινωνίας του Τζον Ρωλς, όσο και στο «διαβουλευτικό μοντέλο» δημοκρατίας του Γιούργκεν Χάμπερμας4, αλλά και στον Τρίτο Δρόμο που ευαγγελίζονται ο Άντονι Γκίντενς και ο Ούλριχ Μπεκ 5. Ωστόσο, τα «βέλη» της κριτικής της Μουφ κατευθύνονται εξίσου και προς τις νεο-μαρξιστικές προσεγγίσεις (βλ. Χαρτ και Νέγκρι, ή Βίρνο) που προτάσσουν το όραμα μιας «απόλυτης δημοκρατίας» και την άνοδο του «αμεσοπολιτικού», παρακάμπτοντας με διαφορετικό τρόπο την ανεκρίζωτη διάσταση του ανταγωνισμού στις ανθρώπινες κοινωνίες και προβάλλοντας έτσι μιαν ακόμη όψη του μεταπολιτικού οράματος6. Η προσήλωση στη συναίνεση και η απομάκρυνση από τη συγκρουσιακή διάσταση της πολιτικής με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, όπως υποστηρίζει η Μουφ, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη δημοκρατία. Η διολίσθηση για παράδειγμα διαφόρων ευρωπαϊκών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τα τελευταία χρόνια προς τον χώρο του (νεο)φιλελεύθερου κέντρου7 έχει αφήσει ανοιχτό τον χώρο για την άνοδο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, άνοδος που σε πολλές περιπτώσεις συνοδεύεται από ξενοφοβία, ρατσισμό, βία και όχι μόνο.
   Η δημοκρατία, σύμφωνα με τη Μουφ, πρέπει να γίνεται κατανοητή ως η νομιμοποίηση και μετουσίωση του πολιτικού ανταγωνισμού, και όχι ως ένα σύστημα επίτευξης συμβιβασμών και «μέσων λύσεων», ως ένα σύστημα παραγωγής συναινέσεων —ούτε βεβαίως και ως ένα σύστημα του οποίου την απόλυτη πραγμάτωση, ένα τελικό «κλείσιμο», θα έπρεπε να περιμένουμε ή/και να επιδιώκουμε. Η συναίνεση (τουλάχιστον με την τρέχουσα ηγεμονική μορφή της) στην πολιτική χαρακτηρίζεται ως ανεπιθύμητη, αφού «η Δημοκρατία νομιμοποιεί τον πολιτικό ανταγωνισμό και ποτέ δεν υπόσχεται την τελική του επίλυση»8, μιας και η τελική του επίλυση συνεπάγεται και την έξοδο από το πολιτικό, την αυτοδιάψευση της Δημοκρατίας. Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με τη Μουφ η (σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική) Αριστερά έχει συμφιλιωθεί με τη σημασία του πλουραλισμού και των φιλελεύθερων δημοκρατικών θεσμών, αλλά ταυτόχρονα εγκατέλειψε και κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού της κυρίαρχης ηγεμονικής τάξης (order)9. Αντιθέτως έχει μετατραπεί σε «καλολαδωμένο γρανάζι» της τάξης αυτής. Και οι συνέπειες αυτής της μετακίνησης: θεοποίηση της συναίνεσης, εξασθένιση της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά, μετακίνηση προς το κέντρο, ατόνηση ή/και δαιμονοποίηση του πολιτικού ανταγωνισμού. Και το βασικό ερώτημα επομένως που προκύπτει σύμφωνα με τη Μουφ είναι το εξής: Πώς θα μπορούσε η πολιτική θεωρία να συμβάλει στην υπέρβαση του τωρινού αδιεξόδου;
   Εκείνο που αντιπροτάσσει είναι αυτό που ονομάζει «αγωνιστικό πλουραλισμό» (agonistic pluralism), τον οποίο συγκρίνει και αντιπαραβάλλει με τις διαφορετικές μορφές του «διαβουλευτικού μοντέλου» δημοκρατίας (deliberative democracy), που περιγράφονται στα έργα των Ρωλς και Χάμπερμας, όπως και σε οποιαδήποτε θεωρία «τρίτου δρόμου» (Γκίντενες-Μπεκ) και θέτει απέναντι στο όποιο συναινετικό-διαχειριστικό μοντέλο εν γένει...

Απόσπασμα από το αφιέρωμα στη Σαντάλ Μουφ, στο 19ο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου