[Εκδήλωση: “Πόντιοι” και Εβραίοι. Μνήμη χωρίς παρελθόν. 80 χρόνια από τον εμπρησμό του Κάμπελ. Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011, 7.30 μ.μ. αίθουσα ΕΔΟΘ, Προξ. Κορομηλά 51. Ομιλητής: Όμηρος Ταχμαζίδης]
Στα άκρα των άκρων: Η σύγχρονη ιστορία είναι συνυφασμένη με την εθνικιστική βία και την προσφυγιά. Η πόλη της Θεσσαλονίκης αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε ο ευρωπαϊκός κόσμος κατά τον προηγούμενο αιώνα, τον “αιώνα των άκρων” (Eric Hobsbaum). Εμείς, βρεθήκαμε στα άκρα των άκρων. Η προσφυγιά σφράγισε την ιστορική τύχη της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι τυχαίο πως και μόνο ο τίτλος “η πρωτεύουσα των προσφύγων” κατέστησε ένα ασήμαντο βιβλίο με δευτερεύουσες αναφορές στην πόλη διάσημο και το επέβαλλε ως “διαχρονικό”.
Η προσφυγιά είναι πάντοτε αποτέλεσμα οργανωμένης μαζικής βίας και διώξεων. Ο εμπρησμός του εβραϊκού φτωχοσυνοικισμού Κάμπελ, πριν 80 χρόνια, προκάλεσε τη μαζική έξοδο Ισραηλιτών από την Θεσσαλονίκη προς την Παλαιστίνη. Η ελληνική εισβολή στη Μικρά Ασία προκάλεσε τον εκπατρισμό και την προσφυγιά εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από τις εστίες τους και οδήγησε στην παράλογη και καινοφανή πρακτική στις διεθνείς σχέσεις στη συμφωνία για την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών.
Η μνήμη: Είναι ενδεικτικό ότι στην “πρωτεύουσα των προσφύγων” δεν υπάρχει ούτε ένα μνημείο για τον “πρόσφυγα” ή την “προσφυγιά”. Ο εκπεσμός, η αθλιότητα και ο πόνος αφέθηκαν στην ιδεολογική μυθοπλασία γύρω από το πατρογονικό παρελθόν, χωρίς να υπάρχει καμία συμβολική υπόμνηση στο δημόσιο χώρο για το ίδιο το τραγικό γεγονός της προσφυγιάς, για το τι σημαίνει να είσαι πρόσφυγας. Το παρελθόν αποσιωπάται ή παρακάμπτεται με τη συνεχή αναφορά στα επουσιώδη, τις μικρολεπτομέρειες, στη διαρκή ενεργοποίηση του φαντασιακού και στην καταφυγή στη μυθοπλασία.
Και ακόμη χειρότερα: ανακατασκευάζεται η μνήμη στο πλαίσιο της μυθοπλασίας περί γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής.
Αλλά εκείνοι τους οποίους σήμερα θέλουμε να εμφανίσουμε ως θύματα μιας υποτιθέμενης γενοκτονίας για να αιτιολογήσουμε την “παρανομία” της ανταλλαγής των πληθυσμών διαμαρτύρονταν και ζητούσαν να επιστρέψουν στην πατρογονική γη τους, ανεξαρτήτως σε ποιο κράτος θα ανήκε η πατρίδα τους: “Καθ΄ όλην την Ελλάδα χθες όπου υπήρχον πρόσφυγες έγιναν συλλαλητήρια διαμαρτυρίας κατά της ανταλλαγής των πληθυσμών. Την 3 ½ μ.μ. ακριβώς και ενταύθα εις την πλατείαν του Λευκού Πύργου συνεκεντρώθησαν πλήθη προσφύγων όπως διαμαρτυρηθούν κατά της τελευταίας ανταλλαγής. Προς τα πλήθη αυτά τα οποία υπερέβαιναν τας 30 χιλ. ωμίλησε καταλλήλως και συχνά διακοπτόμενος υπό ζητωκραυγών ο εκ των μελών της επιτροπής κ. Ιασονίδης εκφράσας τον γενικόν πόθον των προσφύγων όπως επανέλθουν εις τας εστίας των…”. [εφημ. Εφημερίς των Βαλκανίων, Τρίτη 10/01/1923].
Ρατσισμός: Από την ελληνική εμπειρία του Μεσοπολέμου γνωρίζουμε ότι η έλευση των προσφύγων σημαδεύτηκε από φαινόμενα ρατσιστικής επιθετικότητας εναντίον τους.
Σήμερα επανεμφανίζονται στην κοινωνία μας ακραία φαινόμενα βίας και αποκλεισμού και η επίκληση της εντοπιότητας, τούτο το πρόπλασμα του ρατσισμού, αποκτά χαρακτήρα “επιχειρήματος”. Η καταγωγή αντιμετωπίζεται ως “προνόμιο”. Η ρητορική του μίσους και της μισαλλοδοξίας αποικίζει όλο και περισσότερες πτυχές του δημόσιου λόγου και της δημόσιας ζωής και απομένει ανοικτό το ερώτημα έως ποίο σημείο θα ενταθεί η προϊούσα μισαλλοδοξία, έως πιο βαθμό θα δηλητηριασθεί η καθημερινότητά μας.
Ο βανδαλισμός στο χώρο: Η “πρωτεύουσα των προσφύγων” έχει κατακλυσθεί από διάφορα “ακαλαίσθητα μνημεία” τα οποία αφορούν μια απαρχαιωμένη εθνικιστική ιδεολογία ηρωισμού και το “μαρτυρολόγιό” της. Πρόκειται για μορφές “καλλιτεχνικού βανδαλισμού”, μορφές καλαισθητικής “ανορθογραφίας” και “ασυνταξίας”. Το εθνικιστικό κιτς ρυπαίνει οπτικώς την καθημερινότητά μας και επεκτείνεται σε σταθερή βάση μετατρέποντας το δημόσιο χώρο σε βάλτο της κοινωνικής συνείδησης και παράγοντα καθήλωσης της καλλιτεχνικής ευαισθησίας των πολιτών.
Οι εκπρόσωποι του δεν υπήρξαν ποτέ φειδωλοί. Κατέκλυσαν σε συνεργασία με τους ποικιλώνυμους εκλογικούς πελάτες τους κάθε γωνιά ελεύθερου χώρου και επανέρχονται ακόμη και σήμερα με άκρως “πρωτότυπες” ιδέες, όπως η ανέγερση μνημείων για τους … πεσόντες αστυνομικούς και πυροσβέστες και άλλα παρόμοια φαιδρά.
Η επέτειος και το μνημείο: Σήμερα τεράστιες μάζες προσφύγων κινούνται διαρκώς στις οθόνες του κόσμου μας. Η κατασκευή μνημείου αφιερωμένου στην προσφυγιά επιβάλλεται. Ο συμβολισμός του είναι προφανής.
Η ελληνική προσφυγική εμπειρία του παρελθόντος προσλαμβάνει νέα επίκαιρη σημασία. Εκείνο το οποίο έως χθες εμφανιζόταν ως τραγική εθνική μοίρα, επανέρχεται σήμερα ως κοινή μοίρα πολλών ανθρώπων πέρα από τον τόπο και το χρόνο.
Τα τελευταία χρόνια έχει ξεσπάσει μια διαμάχη μεταξύ των επαγγελματιών “επιγόνων των προσφύγων” για την ημερομηνία κατά την οποία θα τιμούνται οι νεκροί της υποτιθέμενης γενοκτονίας των Ελλήνων από τους Νεότουρκους. Πρόκειται για μια άγονη και ιδιοτελή συζήτηση κωφών.
Από την άλλη η 20η Ιουνίου, παγκόσμια ημέρα των προσφύγων, αποτελεί ιδανική ημέρα για να τιμηθούν τα θύματα της ελληνικής προσφυγιάς, για να μπορέσει να απεγκλωβιστεί η δημόσια συζήτηση από διάφορες ιδεοληψίες περί γενοκτονίας. Η καθιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας ως ημέρας μνήμης και των θυμάτων της ελληνικής προσφυγιάς θα επικεντρώσει τη συζήτηση για το παρελθόν στο ζήτημα του πολέμου, της βίας και των διωγμών ως μέρος ενός καθολικού φαινομένου της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας, θα βγάλει τη συζήτηση από το πλαίσιο του στενού “εθνικού χρονολογίου” και θα προσδώσει στο φαινόμενο την πραγματική του σημασία. Η προσφυγιά των Ελλήνων αποτελεί παραδειγματικό γεγονός για όλη την παγκόσμια ιστορία και ως τέτοιο οφείλουμε να το αντιμετωπίζουμε.
Καιρός να αντιμετωπίσουμε και σε επίπεδο συμβολισμών την πραγματικότητα του ιστορικού παρελθόντος μας. Ένα μνημείο για το φαινόμενο της προσφυγιάς είναι ιστορική υποχρέωση για την πολιτική τάξη μιας πόλης, η οποία φέρει και τον πομπώδη τίτλο “πρωτεύουσα των προσφύγων”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου