Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
ἀνεβαίνεις ψηλά
ἀφήνεις πίσω σου
λεπίδες γαλάζιου
τό παγωμένο αἷμα τῶν βροτῶν
ἔπειτα ἀντικρίζεις
τίς γυμνές κορφές
κόλπους κωνοφόρων
φρέσκια κόπρο
στή ζεστή μουσική τῆς μύγας
Φτάνεις στα ὁροπέδια τοῦ θανάτου
μικρά πήλινα ἀλογάκια
ἕνας σπασμένος καρπός
πού κρατᾶ εὐγενικά,
σχεδόν ἀνεπαίσθητα,
μιά λέξη
κομψά δάκρυα τερακόττας
κι ἕνας ψηφιδωτός ἀετός
στά νύχια του ἡ ὑπομονετική λεία
ἐπιτύμβια
δάπεδα κι ὁροφές
ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
ἀνελέητα πετρώματα
ἐργάτες πού σκάβουν σέ στοές
κι ἔπειτα πυρωλύουν τή γῆ
ὁ μηχανικός μ᾽ ἕναν κάβουρα
σβησμένο στά χείλη
ἀφουγκράζεται τίς νύχτες
τήν ἀνάσα τῆς μηχανῆς
Στούς κύκλους τῶν ἀτέρμονων ἡμερῶν
καράβια μεταφέρουν τά σπλάχνα τῆς πέτρας
Ἕνα λευκό ἀστείρευτο φῶς
ἕνας ἄνδρας νεκρός
ναυτικός ἀπό χρόνια
ἡ κυρά του ἐνθυμεῖται
τά ταξίδια τους στήν κορυφή τοῦ κόσμου
Φῶς ἀνελέητο φῶς
ἡ κάθοδος τοῦ νεαροῦ Ἀνάχαρση
Ἀνασκολοπισμένες σελίδες
Ἕνα στόμιο πηγῆς
δύο δρόμοι θανάτου
Mιά γυναίκα λουσμένη στό φῶς
σάρκα λευκή
γραμμές τέλειες
σ᾽ ἕνα σοκάκι
Oἱ ἄνθρωποι ἀντέχουν
σμιλεύουν τό θάνατο
ἄλλοτε πάλι
τόν ξεπροβοδίζουν
μέ μαντήλια
καί κανονάκια
ἐδώλια ἀναμνήσεων
κτερίσματα ἡδονῆς
γήινες λάρνακες
γιά τόν σπλαχνικό χορό
τῶν νεκρῶν
Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
στέρφα κυπαρίσσια
καί ρωγμές πολύτιμων χυμῶν
ἡ λεοντή μιᾶς ἀλεποῦς στήν ἄσφαλτο
μ᾽ ἄθικτο βλέμμα
δίφορες ὁπῶρες
Ἀμυγδαλιές στό χαντάκι
λιτές ἀχλαδιές
σάν κορμί ἀγρότισσας
οἱ καστανιέτες τῆς φιστικιᾶς
κι᾽ ἕνα σκασμένο σῦκο
σάν τήν ὁδύνη
γυναίκας
βιασμένης
Διάφανο δάκρυ
στό ἰκρίωμα σκιᾶς
δυό στόμια γαλαρίες
κι ἕνας σωρός θολός
κιτρινόμαυρης σιωπῆς
ἡ ἀγωνία τοῦ ἐγκλωβισμένου
ἡ δίψα πού γίνεται πνιγμός
Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
ἕνας βόμβος
ὅπως ἀχνίζουν οἱ πέτρες
οἱ πόλεις
τά φαντάσματα
οἱ ἄνθρωποι
στόν ἥλιο
Ἔπειτα σιωπή
Στήν ἀρχή νομίζεις
ὅτι ἡ τοιχογραφία
εἶναι φωτογραφία
αὐτές οἱ διάφανες κυψελίδες
μέ τά τσακισμένα κρανία
προτάσεις λόγου τραγικοῦ
Ὁ δρόμος εἶναι σκληρός
ἡ σιωπή τῆς σφαγῆς
Ἕνα παιδί πυρπολεῖ τό ναό
καίγεται το χρυσάφι τοῦ Παντοκράτορα
καίγεται ἡ φυλακή τοῦ βλέμματος
καίγονται τά μάρμαρα τοῦ συγκρητισμοῦ
καίγονται οἱ Ἀνακριτές
καίγονται φάκελοι, μητρῶα
καί λίστες μελλοθανάτων
καίγονται ἐπιδόσεις, ἐπιτάξεις
καί λύσεις ὁριστικές
καίγονται προικοσύμφωνα καί διαθῆκες
καίγονται τά ἀπομνημονεύματα
τῶν στρατοπέδων τῆς ὁδύνης
Tή νύχτα κόβονται οἱ ἀνάσες
ὁ γαλαξίας κυρτώνει σέ ράχες δελφινιῶν
ρεύματα ὑπόγεια
ὑποδηλώνουν
τόν ἔρωτα
τή φωτιά στά σπλάχνα
Kάτω από τόν ἔναστρο οὐρανό
λάμψεις μεταλλικές
μεταφέρουν ψυχές
συσκευασμένη κατάρα
γιά τά θυσιαστήρια
τῆς σάρκας τῶν παιδιῶν
Ἕνα παιδί πυρπολεῖ τό ναό
τό θέρος τῶν βροτῶν
εἶναι τό καλοκαίρι μας.
Γιώργος Γιαννόπουλος
Από την ποιητική συλλογή Tό θέρος τῶν βροτῶν, εκδ. ΕΝΕΚΕΝ, Θεσσαλονίκη 2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου