απελευθέρωση μας έδωσε χαρά, αλλά όχι και ευτυχία. Το μέλλον ήταν σκοτεινό. Το κυνηγητό των αγωνιστών άρχισε σχεδόν αμέσως. Οι απειλές συχνά γίνονταν πράξεις. Προκλήσεις από παντού. Οι δυνάμεις του μίσους, των συνεργατών του εχθρού, πολύ γρήγορα άρχισαν να πουλάνε πατριωτισμό. Μας έκαναν κριτική στις εφημερίδες, σε ομιλίες και κηρύγματα στις εκκλησίες. Ήμασταν οι κακοί γιατί πολεμήσαμε τον κατακτητή. Χιλιάδες αγωνιστές μας βρήκαν το θάνατο με το ζήτω η πατρίδα, ζήτω ο λαός στα χείλη. Οι θύτες καταδίκαζαν τα θύματα. Το κράτος έδωσε οικονομικές ενισχύσεις. ΄Ετρεξαν πολλοί, πάρα πολλοί. Τους έβλεπα χαμογελώντας, θυμόμουν εκείνους που διαγκωνίζονταν για πόστα αμέσως μετά την απελευθέρωση.
Εγώ ό,τι έκανα στην εθνική αντίσταση το έκανα για μένα, για τα παιδιά μου, για την πατρίδα. Είναι γραμμένα στην ψυχή μου. Τραγουδώντας κλαίω τα παλικάρια που χάθηκαν χωρίς να δούνε τη μάνα τους. Είναι καταφρονημένοι, κι ας είναι νεκροί. Με συγχωρείτε που παρασύρομαι, αλλά έχω παράπονο από την αδικία που τόσο συχνά δικαιώνεται. Φυσικά υπήρχαν θύματα και από τις δύο πλευρές. Και οι δυο πλευρές σκότωναν. Μετά τα Δεκεμβριανά, ωστόσο, τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Η παπανδρεϊκή περίοδος ήταν ό,τι χειρότερο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν για μένα ο χειρότερος εχθρός του λαού, κι ας είχε τον τίτλο του Γέρου της Δημοκρατίας. Εκείνος έπεσε στα πόδια του Τσώρτσιλ ζητώντας την επέμβαση του Σκόμπι για να αμαυρώσει την αντίσταση του λαού. «Εγώ τσουβάλιασα την αριστερά», έλεγε στη δεξιά στη βουλή, «εμένα πρέπει να ευγνωμονείτε, και μη το παίρνετε επάνω σας». Για μένα ο Γεώργιος Παπανδρέου έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τον εμφύλιο με τους τριάντα έως σαράντα χιλιάδες νεκρούς και τα κακά που προέκυψαν. Είναι υπεύθυνος απέναντι στην ιστορία της πατρίδας μας. Τον έλεγαν παπατζή, γιατί έπαιζε το παιχνίδι της απάτης. Και ύστερα ο γιος του έκανε τον σοσιαλιστή. Άλλη απάτη! Τώρα φαίνεται ποιος ήταν. ΄Επαιζε κι εκείνος τον παπά και παρέσυρε το λαό να φωνάζει ζήτω στις ανομίες του και την ανήθικη ζωή του.
Είπα ότι άρχισαν τα κυνηγητά. Φυσικά μεταξύ αυτών ήμουν κι εγώ. Ήρθαν οι μπουραντάδες, ένας λόχος που είχε δημιουργηθεί από δήθεν αξιωματικούς στην κατοχή. Αυτοί ανέλαβαν το έργο της «τάξης» μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, οπότε όλες οι ένοπλες ομάδες κλήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και να συγκροτηθεί εθνικός στρατός. Εκεί έγινε το τσουβάλιασμα. Στην ουσία παρέδωσε τα όπλα μόνο ο εθνικός απελευθερωτικός στρατός, ο ΕΛΑΣ. Το κίνημα υπέστη μεγάλη ταπείνωση. Τα ίδια όπλα τα έδωσαν στους παρακρατικούς που κυνηγούσαν τον ΕΛΑΣ. Ξύλο, δολοφονίες, χρήμα για εξαγορά συνειδήσεων. Δεν ήταν δυνατό να μείνω στο χωριό με τις δολοφονίες που γίνονταν στη μέση του δρόμου. ΄Εφυγα στα Σέρρας και έμεινα μερικές μέρες σε συγγενείς, αλλά ήταν δύσκολο να κυκλοφορήσω. Δεν ήξερες από πού θα σου έρθει....
Στις 7 Μαρτίου 1947 μας απόλυσαν με προσωρινό απολυτήριο που δεν ήταν να το δείξεις πουθενά, γιατί θα σε συλλάμβαναν αμέσως μόλις το έβλεπαν. Μας παρέλαβε η ΕΣΑ Κερατσινίου για να μας συνοδεύσει στο Κερατσίνι. Μας οδήγησαν αποβραδίς στο γηροκομείο της πόλης για να μας περιποιηθούν καταλλήλως. Όλη νύχτα ξύλο, κλωτσιές, μπουνιές, οι περισσότεροι ήμασταν ματωμένοι. Και όλα αυτά με το απολυτήριο στο χέρι! Εγώ πάλι στάθηκα τυχερός! Μόλις μας κατέβασαν στο Κερατσίνι ο ταγματάρχης φώναξε, «οι Μακεδόνες Βούλγαροι να έρθουν απ’ εδώ». Καθώς κινούμασταν κολλητά ο ένας στον άλλον για να αποφύγουμε το ξύλο, πέφτω επάνω σε έναν παιδικό μου φίλο που υπηρετούσε στην ΕΣΑ. Βλέποντάς τον με πιάσανε τα κλάματα. Το ίδιο κι εκείνος. Με άρπαξε αμέσως με έβαλε στην άκρη και δεν με άφησε ούτε στιγμή. Όταν χρειαζόταν να απομακρυνθεί έβαζε κάποιον φίλο του να με προστατεύει. Συνεχώς με χάιδευε, ζητούσε συγγνώμη. Έμεινε συνέχεια μαζί μου και την άλλη μέρα με πήγε στο λιμάνι του Πειραιά. Πλήρωσε το εισιτήριό μου για να ταξιδέψω με το πλοίο της γραμμής σαν πολίτης και όχι με κατάσταση, ώστε να μη με ενοχλήσει κανείς. Μέχρι που έφυγε το πλοίο από το λιμάνι στεκόταν στην προβλήτα χαιρετώντας με συνεχώς με το χέρι. Πώς να ξεχάσω αυτό τον φίλο; Το όνομά του Νίκος Νάσιουτζικ, γιος καπνέμπορα. ΄Ετσι βλέπω τώρα και τους φίλους του Στέργιου, του γιου μου.
Μόνον όποιος έζησε την εποχή εκείνη μπορεί να καταλάβει την κατάσταση των αριστερών. Κυνηγητά, ξυλοδαρμοί, να κινδυνεύεις κάθε στιγμή να συκοφαντηθείς από κάποιον επειδή είχε κάτι εναντίον σου, ή έτσι ήθελε. Πολλοί προσπαθούσαν να δείξουν υπερπατριωτισμό, και με τον τρόπο του καταδότη πλησίαζαν τις αρχές. Και έδειχναν πόσο αγαπούν δήθεν την πατρίδα προδίδοντας τον φίλο ή τον αδερφό τους. Τέτοιους ήθελαν και οι αρχές. Είμαστε σαν κυνηγημένα πουλιά, δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε. Ευτυχώς οι οργανώσεις μας έστω και παράνομες δεν σταμάτησαν να δουλεύουν, να μας βοηθά ο κόσμος, αυτός ο λαός ο πραγματικά πατριώτης, ο φιλαλήθης. Μας προστάτευε από τους δαίμονες του κακού.
απόσπασμα από το βιβλίο Μαρτυρία του Μιχάλης Κωνστατζίκης που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ.
Εγώ ό,τι έκανα στην εθνική αντίσταση το έκανα για μένα, για τα παιδιά μου, για την πατρίδα. Είναι γραμμένα στην ψυχή μου. Τραγουδώντας κλαίω τα παλικάρια που χάθηκαν χωρίς να δούνε τη μάνα τους. Είναι καταφρονημένοι, κι ας είναι νεκροί. Με συγχωρείτε που παρασύρομαι, αλλά έχω παράπονο από την αδικία που τόσο συχνά δικαιώνεται. Φυσικά υπήρχαν θύματα και από τις δύο πλευρές. Και οι δυο πλευρές σκότωναν. Μετά τα Δεκεμβριανά, ωστόσο, τα πράγματα χειροτέρεψαν.
Η παπανδρεϊκή περίοδος ήταν ό,τι χειρότερο. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν για μένα ο χειρότερος εχθρός του λαού, κι ας είχε τον τίτλο του Γέρου της Δημοκρατίας. Εκείνος έπεσε στα πόδια του Τσώρτσιλ ζητώντας την επέμβαση του Σκόμπι για να αμαυρώσει την αντίσταση του λαού. «Εγώ τσουβάλιασα την αριστερά», έλεγε στη δεξιά στη βουλή, «εμένα πρέπει να ευγνωμονείτε, και μη το παίρνετε επάνω σας». Για μένα ο Γεώργιος Παπανδρέου έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τον εμφύλιο με τους τριάντα έως σαράντα χιλιάδες νεκρούς και τα κακά που προέκυψαν. Είναι υπεύθυνος απέναντι στην ιστορία της πατρίδας μας. Τον έλεγαν παπατζή, γιατί έπαιζε το παιχνίδι της απάτης. Και ύστερα ο γιος του έκανε τον σοσιαλιστή. Άλλη απάτη! Τώρα φαίνεται ποιος ήταν. ΄Επαιζε κι εκείνος τον παπά και παρέσυρε το λαό να φωνάζει ζήτω στις ανομίες του και την ανήθικη ζωή του.
Είπα ότι άρχισαν τα κυνηγητά. Φυσικά μεταξύ αυτών ήμουν κι εγώ. Ήρθαν οι μπουραντάδες, ένας λόχος που είχε δημιουργηθεί από δήθεν αξιωματικούς στην κατοχή. Αυτοί ανέλαβαν το έργο της «τάξης» μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, οπότε όλες οι ένοπλες ομάδες κλήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα και να συγκροτηθεί εθνικός στρατός. Εκεί έγινε το τσουβάλιασμα. Στην ουσία παρέδωσε τα όπλα μόνο ο εθνικός απελευθερωτικός στρατός, ο ΕΛΑΣ. Το κίνημα υπέστη μεγάλη ταπείνωση. Τα ίδια όπλα τα έδωσαν στους παρακρατικούς που κυνηγούσαν τον ΕΛΑΣ. Ξύλο, δολοφονίες, χρήμα για εξαγορά συνειδήσεων. Δεν ήταν δυνατό να μείνω στο χωριό με τις δολοφονίες που γίνονταν στη μέση του δρόμου. ΄Εφυγα στα Σέρρας και έμεινα μερικές μέρες σε συγγενείς, αλλά ήταν δύσκολο να κυκλοφορήσω. Δεν ήξερες από πού θα σου έρθει....
Στις 7 Μαρτίου 1947 μας απόλυσαν με προσωρινό απολυτήριο που δεν ήταν να το δείξεις πουθενά, γιατί θα σε συλλάμβαναν αμέσως μόλις το έβλεπαν. Μας παρέλαβε η ΕΣΑ Κερατσινίου για να μας συνοδεύσει στο Κερατσίνι. Μας οδήγησαν αποβραδίς στο γηροκομείο της πόλης για να μας περιποιηθούν καταλλήλως. Όλη νύχτα ξύλο, κλωτσιές, μπουνιές, οι περισσότεροι ήμασταν ματωμένοι. Και όλα αυτά με το απολυτήριο στο χέρι! Εγώ πάλι στάθηκα τυχερός! Μόλις μας κατέβασαν στο Κερατσίνι ο ταγματάρχης φώναξε, «οι Μακεδόνες Βούλγαροι να έρθουν απ’ εδώ». Καθώς κινούμασταν κολλητά ο ένας στον άλλον για να αποφύγουμε το ξύλο, πέφτω επάνω σε έναν παιδικό μου φίλο που υπηρετούσε στην ΕΣΑ. Βλέποντάς τον με πιάσανε τα κλάματα. Το ίδιο κι εκείνος. Με άρπαξε αμέσως με έβαλε στην άκρη και δεν με άφησε ούτε στιγμή. Όταν χρειαζόταν να απομακρυνθεί έβαζε κάποιον φίλο του να με προστατεύει. Συνεχώς με χάιδευε, ζητούσε συγγνώμη. Έμεινε συνέχεια μαζί μου και την άλλη μέρα με πήγε στο λιμάνι του Πειραιά. Πλήρωσε το εισιτήριό μου για να ταξιδέψω με το πλοίο της γραμμής σαν πολίτης και όχι με κατάσταση, ώστε να μη με ενοχλήσει κανείς. Μέχρι που έφυγε το πλοίο από το λιμάνι στεκόταν στην προβλήτα χαιρετώντας με συνεχώς με το χέρι. Πώς να ξεχάσω αυτό τον φίλο; Το όνομά του Νίκος Νάσιουτζικ, γιος καπνέμπορα. ΄Ετσι βλέπω τώρα και τους φίλους του Στέργιου, του γιου μου.
Μόνον όποιος έζησε την εποχή εκείνη μπορεί να καταλάβει την κατάσταση των αριστερών. Κυνηγητά, ξυλοδαρμοί, να κινδυνεύεις κάθε στιγμή να συκοφαντηθείς από κάποιον επειδή είχε κάτι εναντίον σου, ή έτσι ήθελε. Πολλοί προσπαθούσαν να δείξουν υπερπατριωτισμό, και με τον τρόπο του καταδότη πλησίαζαν τις αρχές. Και έδειχναν πόσο αγαπούν δήθεν την πατρίδα προδίδοντας τον φίλο ή τον αδερφό τους. Τέτοιους ήθελαν και οι αρχές. Είμαστε σαν κυνηγημένα πουλιά, δεν ξέραμε πού να κρυφτούμε. Ευτυχώς οι οργανώσεις μας έστω και παράνομες δεν σταμάτησαν να δουλεύουν, να μας βοηθά ο κόσμος, αυτός ο λαός ο πραγματικά πατριώτης, ο φιλαλήθης. Μας προστάτευε από τους δαίμονες του κακού.
απόσπασμα από το βιβλίο Μαρτυρία του Μιχάλης Κωνστατζίκης που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου