Πολλά τα έργα ιστορικών που αποτιμούν την πορεία της ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Στα περισσότερα από αυτά, αναφερόταν σχεδόν μονότονα μέχρι πρότινος, ότι η Ελλάδα και οι χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου, αποτελούσαν εξαίρεση στην τάση ανάδυσης και ισχυροποίησης ειδικά των νεο-φασιστικών και νεο-ναζιστικών ρευμάτων.
Σήμερα, η ελληνική κοινωνία, με τρόμο, έκπληξη, ανησυχία ή υποκρισία κατά περίπτωση, διαπιστώνει την εφιαλτική και ισχυρή παρουσία της πλέον αντιδραστικής και βίαιης εκδοχής του νεοναζισμού που εμφανίστηκε ποτέ στις χώρες της Ευρώπης.
Ας «ανοίξουμε την εικόνα» χρονικά και κυριολεκτικά.
Μετά την αντιφασιστική νίκη στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το φασιστικό ρεύμα, σε διάφορες εκδοχές, επεχείρησε την ανασυγκρότησή του, σε όλες σχεδόν τις χώρες. Τα παραδείγματα της Γαλλίας και της Ιταλίας ήταν τα πλέον χαρακτηριστικά, τόσο από την άποψη της σχετικά μαζικής απήχησης αυτών των προσπαθειών, αλλά και σε ότι αφορά τις ιδεολογικές πολιτικές διεργασίες αναδιαμόρφωσης των μισανθρωπικών αυτών δοξασιών.
Δεν ήταν μια επιχείρηση εύκολη. Την επόμενη κιόλας μέρα της λήξης του πολέμου, με την εισαγωγή στον «ψυχρό πόλεμο» και τη σταυροφορία του «ελεύθερου (καπιταλιστικού) κόσμου» ενάντια στο «σιδηρούν παραπέτασμα» του κομμουνισμού, οι νεοφασίστες έβρισκαν ένα συνδετικό κρίκο με τις αστικές δημοκρατίες με τις οποίες είχαν αντιπαρατεθεί και βρεθεί στο περιθώριό τους ή και εκτός νόμου: μπορούσαν να «πουλήσουν» αδιάλλακτη, συνεπή και συχνά βίαιη αντικομμουνιστική δράση. Επεδίωκαν με αυτό τον κρίκο, από τη μία την ανοχή και την επικοινωνία με τη συντηρητική κοινοβουλευτική δεξιά και από την άλλη το ροκάνισμά της, καταγγέλλοντας την «προδοσία» της «ειρηνικής συνύπαρξης» με την κομμουνιστική ανατολή και την «ανοχή» στα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης.
Υπήρχαν όμως και δύο μεγάλα αγκάθια.
Η ανοιχτή συνεργασία των φασιστών σε κάθε χώρα με τους εισβολείς της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, ο γνωστός «δοσιλογισμός», ερχόταν σε αντίθεση με αυτές ακόμη τις παραδοσιακές εθνικιστικές αξίες του αστικού κόσμου σε κάθε χώρα. Ο καταγγελλόμενος κίνδυνος «προδοσίας» των κομμουνιστών εξ αιτίας του διεθνισμού τους, προσέκρουε στην πραγματικότητα της εθνικής αντίστασης στους κατακτητές σε κάθε χώρα, της οποίας αποτέλεσαν σχεδόν παντού την ψυχή.
Αν όμως αυτό μπορούσε να αποδοθεί στην αντιπαράθεση ζωής και θανάτου ή και στην «κόκκινη τρομοκρατία» σε κάθε χώρα, τι απάντηση μπορούσε να αποδοθεί για το Oλοκαύτωμα, που ενορχηστρώθηκε με γερμανική τελειότητα, όχι υπό καθεστώς απειλής, αλλά σε συνθήκες υπεροχής και τεκμηριώθηκε ως επιλογή;
Το ρεύμα του «ιστορικού αναθεωρητισμού», που καμιά σχέση δεν έχει με την εγγενή και συνεχή ανάγκη για ανασκάλεμα της ιστορίας, συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια εξάλειψης ακριβώς αυτών των δύο στιγμάτων. Με απλά λόγια: ο δοσιλογισμός αφορούσε τη στάση κάποιων ατόμων ή μη αντιπροσωπευτικών ομάδων και πάντα στο πλαίσιο ενός εμφυλίου πολέμου που επέβαλε η κομμουνιστική αριστερά όντας στρατευμένη στην επανάσταση και στο πλευρό της Σοβιετικής Ένωσης. Το δε έγκλημα του Ολοκαυτώματος, στον βαθμό που υπήρξε, δεν ξεπερνούσε σε βαρβαρότητα τις συνήθεις φρικαλεότητες οποιουδήποτε πολέμου και σίγουρα δεν επρόκειτο για πιο απάνθρωπες πράξεις από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς της Δρέσδης ή τη ρίψη της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα.
Πάνω από μισό αιώνα ο αστικός κόσμος και όχι μόνο η ακροδεξιά, μέσα από την αποενοχοποίηση του ναζισμού και των ναζιστών και με στόχο την επανενσωμάτωσή τους στην πολιτική ζωή, επιδιώκει να στεριώσει αυτό που εισπράττουμε σήμερα ως «θεωρία των δύο άκρων» ή δίδυμη καταγγελία των «εγκλημάτων ναζισμού και κομμουνισμού» ή «του Χίτλερ και του Στάλιν».
Τα φασιστικά ρεύματα είχαν ωστόσο πάντα και αυτοτελή δικά τους προτάγματα με βαθιές ιστορικές ρίζες στην Ευρώπη. Οι υπερσυντηρητικές αναζητήσεις για μια ισχυρή εξουσία και έθνος φρούριο έναντι του εκφυλισμού της δημοκρατίας και εξωτερικών απειλών, μια κλειστή κοινωνία έναντι όλων των απειλών και μια καθαρή ταυτότητα ως προϋπόθεση συνοχής, αναβίωναν ιδιαίτερα στο μεταίχμιο των μεγάλων οικονομικών και πολιτικών αλλαγών.
Το τρίπτυχο «μετανάστευση, ανασφάλεια, ανεργία» ήταν πάντα η βασική τροφή της άκρας δεξιάς, ιδιαίτερα πάνω στις ιστορικές τομές της βιομηχανικής επανάστασης και της μεγάλης κρίσης του 1929 που κλόνισε την εικόνα της ευημερίας στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο.
Η ίδια ατζέντα είναι και σήμερα στην ημερήσια διάταξη.
Αν κάνει όμως κανείς τον κόπο να μελετήσει τη διαχρονική εξέλιξη των αντιλήψεων όσων στηρίζουν τις νεοφασιστικές ομάδες ή έστω την ανάλυση διαφόρων δημοσκοπικών μελετών, θα διαπιστώσει και άλλα πράγματα. Δεσπόζουν σήμερα θέματα όπως η καταδίκη της διαφθοράς και των πολιτικών γενικά, η ανάγκη να μπει τέρμα στην παρακμή των αξιών, η διαφύλαξη της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας, η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, η εργασιακή ανασφάλεια. Με όλη τη σχετικότητα που έχουν αυτές οι διαπιστώσεις, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί ότι η αναδιαμόρφωση της ατζέντας, συνήθως συνοδευόμενη και από φραστική αποκήρυξη του ναζισμού και του Χίτλερ, οδηγεί σε μια θεματολογία φασιστικού ακτιβισμού πάνω σε απτά θέματα της καθημερινής ζωής.
Ειδικά, μετά τη δεκαετία του 1970, διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο, το οποίο χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία.
Πρώτον: οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είτε βρίσκονται σε κρίση είτε επιβραδύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης δημιουργώντας όλο και μεγαλύτερες ζώνες ανεργίας, αλλά και ανασφαλούς ή μισής μια μίζερης εργασίας.
Δεύτερον: ο κοινοβουλευτισμός και γενικά οι θεσμοί της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας απογυμνώνονται από το περίβλημα του αδέκαστου διαχειριστή και φανερώνουν μια εικόνα απίστευτης διαφθοράς, στην υπηρεσία των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων σε κάθε χώρα ή και των συμφερόντων πολυεθνικών ομίλων.
Τρίτο: η αναπτυσσόμενη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, καθώς και οι περιφερειακές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, δυναμιτίζουν τον ρόλο της πλειονότητας των εθνικών κρατών περιορίζοντας ταυτόχρονα τα πεδία της έστω δυνητικής λαϊκής επίδρασης, πόσω μάλλον της κυριαρχίας πάνω στην πορεία τους.
Τέταρτο: η κατάρρευση των χωρών του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού», μαζί με τη δίδυμη υποχώρηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος σε ανατολή και δύση, σε συνδυασμό και με την κρίση και πλήρη αστική μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, διαμορφώνουν ένα νέο συσχετισμό στο επίπεδο των αξιών και των ιδεών.
Θα μπορούσαν τα παραπάνω τέσσερα στοιχεία, μαζί και με άλλες πλευρές του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, να αποτελέσουν τη βάση για παραπέρα βάθεμα της συζήτησης, σε συνδυασμό και με μια προσέγγιση αυτοκριτικής και ταυτόχρονα απαίτησης για απαντήσεις από την αριστερά και όχι περιορισμό σε διαπιστώσεις.
Για την ερμηνεία του φασιστικού φαινομένου είναι συνηθισμένη η καταφυγή στο σχήμα «είναι γέννημα της καπιταλιστικής κρίσης» και ειδικά για την Ελλάδα, «πρόκειται για αποτέλεσμα των μνημονίων» εννοώντας την κοινωνική απόγνωση που έχει δημιουργηθεί.
Θα πρέπει ωστόσο, θαρραλέα να αναρωτηθούμε για ποιους λόγους η κοινωνική δυσφορία μεταφράζεται σε υποστήριξη νεοναζιστικών οργανώσεων, συχνά και με ανοιχτή εγκληματική δράση, όπως η Χρυσή Αυγή και όχι όσο θα θέλαμε σε μια στροφή προς την αριστερά και ειδικά την αντικαπιταλιστική.
Η ίδια η διαρκής ύπαρξη και επίκληση της κρίσης του καπιταλισμού, με τις όλο και πιο βαριές συνέπειες για την εργατική τάξη και την κοινωνία, μήπως υπογραμμίζει και την κρίση και συνάμα την αδυναμία της εναλλακτικής προοπτικής της κοινωνικής χειραφέτησης απέναντι στον καπιταλισμό;
Μιλά όμως και πράττει η αριστερά ενάντια στον καπιταλισμό και με ποιον τρόπο; Θέτει επί τάπητος το ζήτημα μιας απτής, αλλά και βαθειάς κριτικής και διαπραγματεύεται πράγματι το ζήτημα μιας άλλης προοπτικής ενάντια και έξω από τον καπιταλισμό;
Αν κοιτάξουμε με ιστορικό τρόπο το ερώτημα αυτό, θα δούμε κάποια όχι και τόσο ενθαρρυντικά μηνύματα.
Η 25ετία 1945-1970 αποτέλεσε περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά την καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την εγκαθίδρυση του κράτους πρόνοιας και των τεϊλορικών μοντέλων εκμετάλλευσης και απόσπασης σχετικής υπεραξίας. Με δυνατότητες αλλά και ανάγκη «παραχωρήσεων» προς την εργατική τάξη, λόγω ανόδου του κινήματός της και της παραγωγικότητας της εργασίας. Σε μεγάλο βαθμό, η Αριστερά θεώρησε αυτή την περίοδο ως την αιώνια και σχετικά αδιατάρρακτη μορφή της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Ομολογημένα ή όχι, σχεδιασμένα ή ντε φάκτο, προσάρμοσε τη δράση της όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά στη διεκδίκηση, με διαπραγμάτευση ή/και αγώνα, ενός «κοινωνικού συμβολαίου», με κατοχύρωση βασικών εργατικών δικαιωμάτων αλλά διατήρηση της εκμεταλλευτικής τάξης πραγμάτων.
Ειδικά μετά την καπιταλιστική κρίση του 1973 καταγράφηκε η αδυναμία του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος να απαντήσει στις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις του καπιταλισμού, αλλά και στις ποιοτικές τομές διαμόρφωσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Φάνηκε καθαρά η έλλειψη μιας πολιτικής στρατηγικής ικανής να μετασχηματίσει την κοινωνική δυσαρέσκεια σε μάχιμη πολιτική αντιπαράθεση κατά του συστήματος.
Η ιστορική κριτική του καπιταλισμού, όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον μαρξισμό και τη συνολική πολιτική πρακτική του εργατικού κινήματος, αντικαταστάθηκε από μια κριτική των ατελειών και των αδυναμιών του. Από μια συνακόλουθη πολιτική γραμμή σταδιακών και συχνά οριακών μεταρρυθμίσεων, συνοδευμένη ή από τον ευρωκομμουνιστικό δρόμο προς τον «σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία» ή από τις ανέξοδες κομμουνιστικές διακηρύξεις του «ορθόδοξου» κομμουνιστικού κινήματος.
Στη Δύση το «κοινωνικό συμβόλαιο» είχε ως πρωτεργάτη τη σοσιαλδημοκρατία και το συνδικαλιστικό κίνημα, με σταδιακή ένταξη και των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Στην ανατολική Ευρώπη, το αντίστοιχο «κοινωνικό συμβόλαιο» είχε ως υπόβαθρο τις κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά και ως στόχο την πολιτική περιθωριοποίηση των εργαζομένων και την εργασία τους με τα ίδια πρότυπα με τον καπιταλισμό της Δύσης (τεϊλορισμός, μονοπρόσωπη διεύθυνση, αποθέωση παραγωγικότητας, μισθολογικές διαφορές και πριμ κ.λπ.) προς όφελος των νέων αρχουσών εκμεταλλευτικών τάξεων και στρωμάτων. Η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», της αντικατάστασης της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας σε διεθνές επίπεδο από την αντίθεση/συνύπαρξη καπιταλιστικού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στερέωνε και ένωνε τα «κοινωνικά συμβόλαια» σε Ανατολή και Δύση.
Στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού παρατηρείται μια ταυτόχρονη ανάπτυξη τόσο των «αρχέγονων» εγγενών κρισιακών του χαρακτηριστικών του κεφαλαιοκρατικού συστήματος όσο και της τάσης του να γίνεται όλο και πιο επιθετικός και εκμεταλλευτικός, ειδικά προς τις νέες βάρδιες της εργατικής τάξης. Ωστόσο, η κομμουνιστική Αριστερά, ειδικά στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, παρέμενε αγκιστρωμένη στην αυταπάτη της διατήρησης των συσχετισμών της προηγούμενης περιόδου και μάλιστα για ορισμένα μόνο τμήματα της εργατικής τάξης. Ο αντιδραστικός μετασχηματισμός της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, η κατάπνιξη όλων των απελευθερωτικών δυνατοτήτων σε ένα όλο και πιο δεσποτικό πλαίσιο της ιδιωτικής μονοπωλιακής ιδιοκτησίας έμεναν σταδιακά έξω από την οπτική της Αριστεράς, η οποία επέμενε να εστιάζει την προσοχή της στα πεδία της διανομής και της κυκλοφορίας και μάλιστα με διχασμό του κοινωνικοοικονομικού και του πολιτικού αγώνα. ....
Απόσπασμα από δοκίμιο του Παναγιώτη Μαυροειδή που δημοσιεύεται στο 29ο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί.
Σήμερα, η ελληνική κοινωνία, με τρόμο, έκπληξη, ανησυχία ή υποκρισία κατά περίπτωση, διαπιστώνει την εφιαλτική και ισχυρή παρουσία της πλέον αντιδραστικής και βίαιης εκδοχής του νεοναζισμού που εμφανίστηκε ποτέ στις χώρες της Ευρώπης.
Ας «ανοίξουμε την εικόνα» χρονικά και κυριολεκτικά.
Μετά την αντιφασιστική νίκη στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, το φασιστικό ρεύμα, σε διάφορες εκδοχές, επεχείρησε την ανασυγκρότησή του, σε όλες σχεδόν τις χώρες. Τα παραδείγματα της Γαλλίας και της Ιταλίας ήταν τα πλέον χαρακτηριστικά, τόσο από την άποψη της σχετικά μαζικής απήχησης αυτών των προσπαθειών, αλλά και σε ότι αφορά τις ιδεολογικές πολιτικές διεργασίες αναδιαμόρφωσης των μισανθρωπικών αυτών δοξασιών.
Δεν ήταν μια επιχείρηση εύκολη. Την επόμενη κιόλας μέρα της λήξης του πολέμου, με την εισαγωγή στον «ψυχρό πόλεμο» και τη σταυροφορία του «ελεύθερου (καπιταλιστικού) κόσμου» ενάντια στο «σιδηρούν παραπέτασμα» του κομμουνισμού, οι νεοφασίστες έβρισκαν ένα συνδετικό κρίκο με τις αστικές δημοκρατίες με τις οποίες είχαν αντιπαρατεθεί και βρεθεί στο περιθώριό τους ή και εκτός νόμου: μπορούσαν να «πουλήσουν» αδιάλλακτη, συνεπή και συχνά βίαιη αντικομμουνιστική δράση. Επεδίωκαν με αυτό τον κρίκο, από τη μία την ανοχή και την επικοινωνία με τη συντηρητική κοινοβουλευτική δεξιά και από την άλλη το ροκάνισμά της, καταγγέλλοντας την «προδοσία» της «ειρηνικής συνύπαρξης» με την κομμουνιστική ανατολή και την «ανοχή» στα κομμουνιστικά κόμματα της Δύσης.
Υπήρχαν όμως και δύο μεγάλα αγκάθια.
Η ανοιχτή συνεργασία των φασιστών σε κάθε χώρα με τους εισβολείς της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, ο γνωστός «δοσιλογισμός», ερχόταν σε αντίθεση με αυτές ακόμη τις παραδοσιακές εθνικιστικές αξίες του αστικού κόσμου σε κάθε χώρα. Ο καταγγελλόμενος κίνδυνος «προδοσίας» των κομμουνιστών εξ αιτίας του διεθνισμού τους, προσέκρουε στην πραγματικότητα της εθνικής αντίστασης στους κατακτητές σε κάθε χώρα, της οποίας αποτέλεσαν σχεδόν παντού την ψυχή.
Αν όμως αυτό μπορούσε να αποδοθεί στην αντιπαράθεση ζωής και θανάτου ή και στην «κόκκινη τρομοκρατία» σε κάθε χώρα, τι απάντηση μπορούσε να αποδοθεί για το Oλοκαύτωμα, που ενορχηστρώθηκε με γερμανική τελειότητα, όχι υπό καθεστώς απειλής, αλλά σε συνθήκες υπεροχής και τεκμηριώθηκε ως επιλογή;
Το ρεύμα του «ιστορικού αναθεωρητισμού», που καμιά σχέση δεν έχει με την εγγενή και συνεχή ανάγκη για ανασκάλεμα της ιστορίας, συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με την προσπάθεια εξάλειψης ακριβώς αυτών των δύο στιγμάτων. Με απλά λόγια: ο δοσιλογισμός αφορούσε τη στάση κάποιων ατόμων ή μη αντιπροσωπευτικών ομάδων και πάντα στο πλαίσιο ενός εμφυλίου πολέμου που επέβαλε η κομμουνιστική αριστερά όντας στρατευμένη στην επανάσταση και στο πλευρό της Σοβιετικής Ένωσης. Το δε έγκλημα του Ολοκαυτώματος, στον βαθμό που υπήρξε, δεν ξεπερνούσε σε βαρβαρότητα τις συνήθεις φρικαλεότητες οποιουδήποτε πολέμου και σίγουρα δεν επρόκειτο για πιο απάνθρωπες πράξεις από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς της Δρέσδης ή τη ρίψη της ατομικής βόμβας στο Ναγκασάκι και τη Χιροσίμα.
Πάνω από μισό αιώνα ο αστικός κόσμος και όχι μόνο η ακροδεξιά, μέσα από την αποενοχοποίηση του ναζισμού και των ναζιστών και με στόχο την επανενσωμάτωσή τους στην πολιτική ζωή, επιδιώκει να στεριώσει αυτό που εισπράττουμε σήμερα ως «θεωρία των δύο άκρων» ή δίδυμη καταγγελία των «εγκλημάτων ναζισμού και κομμουνισμού» ή «του Χίτλερ και του Στάλιν».
Τα φασιστικά ρεύματα είχαν ωστόσο πάντα και αυτοτελή δικά τους προτάγματα με βαθιές ιστορικές ρίζες στην Ευρώπη. Οι υπερσυντηρητικές αναζητήσεις για μια ισχυρή εξουσία και έθνος φρούριο έναντι του εκφυλισμού της δημοκρατίας και εξωτερικών απειλών, μια κλειστή κοινωνία έναντι όλων των απειλών και μια καθαρή ταυτότητα ως προϋπόθεση συνοχής, αναβίωναν ιδιαίτερα στο μεταίχμιο των μεγάλων οικονομικών και πολιτικών αλλαγών.
Το τρίπτυχο «μετανάστευση, ανασφάλεια, ανεργία» ήταν πάντα η βασική τροφή της άκρας δεξιάς, ιδιαίτερα πάνω στις ιστορικές τομές της βιομηχανικής επανάστασης και της μεγάλης κρίσης του 1929 που κλόνισε την εικόνα της ευημερίας στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο.
Η ίδια ατζέντα είναι και σήμερα στην ημερήσια διάταξη.
Αν κάνει όμως κανείς τον κόπο να μελετήσει τη διαχρονική εξέλιξη των αντιλήψεων όσων στηρίζουν τις νεοφασιστικές ομάδες ή έστω την ανάλυση διαφόρων δημοσκοπικών μελετών, θα διαπιστώσει και άλλα πράγματα. Δεσπόζουν σήμερα θέματα όπως η καταδίκη της διαφθοράς και των πολιτικών γενικά, η ανάγκη να μπει τέρμα στην παρακμή των αξιών, η διαφύλαξη της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας, η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, η εργασιακή ανασφάλεια. Με όλη τη σχετικότητα που έχουν αυτές οι διαπιστώσεις, είναι ανάγκη να συνειδητοποιηθεί ότι η αναδιαμόρφωση της ατζέντας, συνήθως συνοδευόμενη και από φραστική αποκήρυξη του ναζισμού και του Χίτλερ, οδηγεί σε μια θεματολογία φασιστικού ακτιβισμού πάνω σε απτά θέματα της καθημερινής ζωής.
Ειδικά, μετά τη δεκαετία του 1970, διαμορφώνεται ένα νέο τοπίο, το οποίο χαρακτηρίζεται από τα εξής στοιχεία.
Πρώτον: οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες είτε βρίσκονται σε κρίση είτε επιβραδύνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης δημιουργώντας όλο και μεγαλύτερες ζώνες ανεργίας, αλλά και ανασφαλούς ή μισής μια μίζερης εργασίας.
Δεύτερον: ο κοινοβουλευτισμός και γενικά οι θεσμοί της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας απογυμνώνονται από το περίβλημα του αδέκαστου διαχειριστή και φανερώνουν μια εικόνα απίστευτης διαφθοράς, στην υπηρεσία των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων σε κάθε χώρα ή και των συμφερόντων πολυεθνικών ομίλων.
Τρίτο: η αναπτυσσόμενη διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, καθώς και οι περιφερειακές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, δυναμιτίζουν τον ρόλο της πλειονότητας των εθνικών κρατών περιορίζοντας ταυτόχρονα τα πεδία της έστω δυνητικής λαϊκής επίδρασης, πόσω μάλλον της κυριαρχίας πάνω στην πορεία τους.
Τέταρτο: η κατάρρευση των χωρών του πάλαι ποτέ «υπαρκτού σοσιαλισμού», μαζί με τη δίδυμη υποχώρηση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος σε ανατολή και δύση, σε συνδυασμό και με την κρίση και πλήρη αστική μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, διαμορφώνουν ένα νέο συσχετισμό στο επίπεδο των αξιών και των ιδεών.
Θα μπορούσαν τα παραπάνω τέσσερα στοιχεία, μαζί και με άλλες πλευρές του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας, να αποτελέσουν τη βάση για παραπέρα βάθεμα της συζήτησης, σε συνδυασμό και με μια προσέγγιση αυτοκριτικής και ταυτόχρονα απαίτησης για απαντήσεις από την αριστερά και όχι περιορισμό σε διαπιστώσεις.
Για την ερμηνεία του φασιστικού φαινομένου είναι συνηθισμένη η καταφυγή στο σχήμα «είναι γέννημα της καπιταλιστικής κρίσης» και ειδικά για την Ελλάδα, «πρόκειται για αποτέλεσμα των μνημονίων» εννοώντας την κοινωνική απόγνωση που έχει δημιουργηθεί.
Θα πρέπει ωστόσο, θαρραλέα να αναρωτηθούμε για ποιους λόγους η κοινωνική δυσφορία μεταφράζεται σε υποστήριξη νεοναζιστικών οργανώσεων, συχνά και με ανοιχτή εγκληματική δράση, όπως η Χρυσή Αυγή και όχι όσο θα θέλαμε σε μια στροφή προς την αριστερά και ειδικά την αντικαπιταλιστική.
Η ίδια η διαρκής ύπαρξη και επίκληση της κρίσης του καπιταλισμού, με τις όλο και πιο βαριές συνέπειες για την εργατική τάξη και την κοινωνία, μήπως υπογραμμίζει και την κρίση και συνάμα την αδυναμία της εναλλακτικής προοπτικής της κοινωνικής χειραφέτησης απέναντι στον καπιταλισμό;
Μιλά όμως και πράττει η αριστερά ενάντια στον καπιταλισμό και με ποιον τρόπο; Θέτει επί τάπητος το ζήτημα μιας απτής, αλλά και βαθειάς κριτικής και διαπραγματεύεται πράγματι το ζήτημα μιας άλλης προοπτικής ενάντια και έξω από τον καπιταλισμό;
Αν κοιτάξουμε με ιστορικό τρόπο το ερώτημα αυτό, θα δούμε κάποια όχι και τόσο ενθαρρυντικά μηνύματα.
Η 25ετία 1945-1970 αποτέλεσε περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης μετά την καταστροφή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με την εγκαθίδρυση του κράτους πρόνοιας και των τεϊλορικών μοντέλων εκμετάλλευσης και απόσπασης σχετικής υπεραξίας. Με δυνατότητες αλλά και ανάγκη «παραχωρήσεων» προς την εργατική τάξη, λόγω ανόδου του κινήματός της και της παραγωγικότητας της εργασίας. Σε μεγάλο βαθμό, η Αριστερά θεώρησε αυτή την περίοδο ως την αιώνια και σχετικά αδιατάρρακτη μορφή της σύγχρονης κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας. Ομολογημένα ή όχι, σχεδιασμένα ή ντε φάκτο, προσάρμοσε τη δράση της όχι στην ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά στη διεκδίκηση, με διαπραγμάτευση ή/και αγώνα, ενός «κοινωνικού συμβολαίου», με κατοχύρωση βασικών εργατικών δικαιωμάτων αλλά διατήρηση της εκμεταλλευτικής τάξης πραγμάτων.
Ειδικά μετά την καπιταλιστική κρίση του 1973 καταγράφηκε η αδυναμία του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος να απαντήσει στις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις του καπιταλισμού, αλλά και στις ποιοτικές τομές διαμόρφωσης του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Φάνηκε καθαρά η έλλειψη μιας πολιτικής στρατηγικής ικανής να μετασχηματίσει την κοινωνική δυσαρέσκεια σε μάχιμη πολιτική αντιπαράθεση κατά του συστήματος.
Η ιστορική κριτική του καπιταλισμού, όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον μαρξισμό και τη συνολική πολιτική πρακτική του εργατικού κινήματος, αντικαταστάθηκε από μια κριτική των ατελειών και των αδυναμιών του. Από μια συνακόλουθη πολιτική γραμμή σταδιακών και συχνά οριακών μεταρρυθμίσεων, συνοδευμένη ή από τον ευρωκομμουνιστικό δρόμο προς τον «σοσιαλισμό με ελευθερία και δημοκρατία» ή από τις ανέξοδες κομμουνιστικές διακηρύξεις του «ορθόδοξου» κομμουνιστικού κινήματος.
Στη Δύση το «κοινωνικό συμβόλαιο» είχε ως πρωτεργάτη τη σοσιαλδημοκρατία και το συνδικαλιστικό κίνημα, με σταδιακή ένταξη και των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Στην ανατολική Ευρώπη, το αντίστοιχο «κοινωνικό συμβόλαιο» είχε ως υπόβαθρο τις κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης, αλλά και ως στόχο την πολιτική περιθωριοποίηση των εργαζομένων και την εργασία τους με τα ίδια πρότυπα με τον καπιταλισμό της Δύσης (τεϊλορισμός, μονοπρόσωπη διεύθυνση, αποθέωση παραγωγικότητας, μισθολογικές διαφορές και πριμ κ.λπ.) προς όφελος των νέων αρχουσών εκμεταλλευτικών τάξεων και στρωμάτων. Η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», της αντικατάστασης της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας σε διεθνές επίπεδο από την αντίθεση/συνύπαρξη καπιταλιστικού και «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» στερέωνε και ένωνε τα «κοινωνικά συμβόλαια» σε Ανατολή και Δύση.
Στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού παρατηρείται μια ταυτόχρονη ανάπτυξη τόσο των «αρχέγονων» εγγενών κρισιακών του χαρακτηριστικών του κεφαλαιοκρατικού συστήματος όσο και της τάσης του να γίνεται όλο και πιο επιθετικός και εκμεταλλευτικός, ειδικά προς τις νέες βάρδιες της εργατικής τάξης. Ωστόσο, η κομμουνιστική Αριστερά, ειδικά στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, παρέμενε αγκιστρωμένη στην αυταπάτη της διατήρησης των συσχετισμών της προηγούμενης περιόδου και μάλιστα για ορισμένα μόνο τμήματα της εργατικής τάξης. Ο αντιδραστικός μετασχηματισμός της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, η κατάπνιξη όλων των απελευθερωτικών δυνατοτήτων σε ένα όλο και πιο δεσποτικό πλαίσιο της ιδιωτικής μονοπωλιακής ιδιοκτησίας έμεναν σταδιακά έξω από την οπτική της Αριστεράς, η οποία επέμενε να εστιάζει την προσοχή της στα πεδία της διανομής και της κυκλοφορίας και μάλιστα με διχασμό του κοινωνικοοικονομικού και του πολιτικού αγώνα. ....
Απόσπασμα από δοκίμιο του Παναγιώτη Μαυροειδή που δημοσιεύεται στο 29ο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου