Για ν’ απαντήσει στην πολιτική εξουσία, η οποία είχε ανακηρύξει τον αυτισμό «μεγάλη εθνική υπόθεση» το 2012 και για ν’ αντικρούσει μια μαζική προπαγάνδα εχθρική προς την ψυχανάλυση, η Σχολή του φροϋδικού Αιτίου οργάνωσε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς στο Παρίσι, Συνέδριο με θέμα «Αυτισμός και ψυχανάλυση».
Ήδη από το 1906 ο καθηγητής Bleuler χρησιμοποιεί τον όρο σχιζοφρένεια, τον οποίο επινόησε για ν’ αντικαταστήσει αυτόν της πρώιμης άνοιας (démence précoce) που χρησιμοποιούσε ο Kraepelin. Έπειτα, σε αναφορά προς την φροϋδική έννοια του αυτο-ερωτισμού, δημιουργεί την λέξη «αυτισμός» για να δείξει ένα θεμελιώδες σύμπτωμα αυτής της ψυχικής ασθένειας. Το υποκείμενο που προσβλήθηκε από σχιζοφρένεια, ζει αναδιπλωμένο στον εαυτό του, στον εσωτερικό του κόσμο, έξω από μια κοινή πραγματικότητα.
Στον αμερικανό ψυχίατρο Léo Kanner οφείλουμε την περιγραφή, το 1943, της ύπαρξης ενός παράδοξου συνδρόμου, σε μικρά παιδιά, που ονομάζει «πρώιμο παιδικό αυτισμό» και που χαρακτηρίζεται από μια αδιαφορία για την παρουσία των γονέων, των σημάτων τους, των λόγων τους, και από μια απουσία βρεφικών φωνημάτων, χαμόγελων, καθώς και από μιαν αποφυγή του βλέμματος του άλλου.
Ένα χρόνο αργότερα, ο αυστριακός παιδίατρος Hans Asperger προσδιορίζει μια μορφή αυτισμού σε παιδιά, εφήβους ή ενηλίκους, που διαθέτουν προφορικό και γραπτό λόγο, είναι ευφυείς και μερικές φορές προικισμένοι με εξαιρετικές διανοητικές ικανότητες. Η κλινική αυτή κατηγορία παίρνει σήμερα το όνομα του «συνδρόμου Asperger» και εντάσσεται στο πλαίσιο των «αυτιστικών με υψηλό επίπεδο» (νοημοσύνης).
Και οι δύο επισημαίνουν εξίσου την μαζική παρουσία στερεοτυπιών, τη θέληση του αναλλοίωτου του αυτιστικού υποκειμένου και την υπερευαισθησία του στον θόρυβο.
Αμερικανικής προέλευσης, το DSM ή Παγκοσμιοποιημένο Εγχειρίδιο Στατιστικής Διάγνωσης, περιλαμβάνοντας πολλές διαδοχικές εκδοχές, απορρίπτει το ουσιαστικό του corpus της κλασικής ψυχιατρικής και της ψυχαναλυτικής κλινικής. Το DSM στηρίζεται πάνω σε στατιστικές, δεν λαμβαίνει υπόψη του τη μοναδικότητα του υποκειμένου και η έννοια της «διαταραχής» αντικαθιστά τον όρο του συμπτώματος. Να θυμίσουμε τη σπουδαιότητα που δόθηκε από τον Λακάν στην «τυπική δομή του συμπτώματος».
Στην Αγγλία, χώρα όπου η ψυχαναλύτρια Melanie Klein έγινε διάσημη με τις εργασίες της για τις παιδικές ψυχώσεις και τον αυτισμό, ο τελευταίος κατατασσόταν επί μακρόν, όπως και η παιδική σχιζοφρένεια, στο πεδίο των ψυχώσεων. Όμως το 1979, υπό την πίεση των οικογενειών, ο αυτισμός αφαιρέθηκε από την κατηγοριοποίηση αυτή, και δηλώθηκε ως «αναπηρία». Θεωρούμενοι εκπαιδεύσιμοι, από την άποψη της δεκτικότητας μάθησης, οι αυτιστικοί απέκτησαν πλέον δικαιώματα για διάφορες οικονομικές και κοινωνικές παροχές, καθώς επίσης και για μιαν ανάληψη της φροντίδας τους σε εξειδικευμένα ιδρύματα.
Στη Γαλλία σήμερα οι διάφορες μορφές αυτισμού θεωρούνται «διάχυτες διαταραχέςν ανάπτυξης», και εξαιρούνται έτσι πλήρως από τις παιδικές ψυχώσεις.
Εδώ και πολλά χρόνια παρακολουθούμε μια σημαντική αύξηση της συχνότητας του αυτισμού, συνδεδεμένη ιδιαίτερα με την επέκταση των κριτηρίων της διαγνωστικής. Το φαινόμενο αυτό τονίστηκε πρόσφατα με την εισαγωγή από τους Αμερικάνους της έννοιας των «διαταραχών του αυτιστικού φάσματος» κατά τις προπαρασκευαστικές εργασίες για τη δημοσίευση του DSM-V. Η κλινική κατηγορία του αυτισμού, που προηγούμενα περιοριζόταν σ’ έναν μικρό αριθμό σημείων, έχει πολύ διευρυνθεί, επειδή συμπεριέλαβε νέες διαταραχές και νέα σύνδρομα. Για παράδειγμα, το DSM-V αφιερώνει δέκα λήμματα στον αυτισμό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα νευρωτικά υποκείμενα να κινδυνεύουν, με το κριτήριο ενός μοναδικού λήμματοςτα, να χαρακτηριστούν αυτιστικά. Με τη λογική αυτή σήμερα οι στατιστικές καταγραφές στις Ηνωμένες Πολιτείες δείχνουν δεκαπλασιασμό, μέσα σε είκοσι χρόνια, των περιπτώσεων αυτισμού, φτάνοντας έτσι σε ένα ποσοστό νοσηρότητας του ενός παιδιού στα εκατό, δηλαδή σε ένα επίπεδο που ισοδυναμεί με το φαινόμενο μιας επιδημίας.
Μια ιδεολογία επιστημονισμού που στηρίζεται πάνω στις πραγματικές και αξιοσημείωτες προόδους των νευροεπιστημών, της βιολογίας και της γενετικής, προσπαθεί, με βάση την υποστήριξη της φαρμακευτικής και ιατρικής βιομηχανίας, τις απόψεις των οπαδών της γνωστικής προσέγγισης, των συμπεριφοριστών, ορισμένων συλλόγων γονέων και της γραφειοκρατίας, να απαγορεύσει στους ψυχαναλυτές να παρεμβαίνουν θεραπευτικά στους αυτιστικούς. Αυτό ισοδυναμεί με το να θέλουν να στερήσουν από αυτούς τα άτομα αυτάπου υποφέρουν την δυνατότητα μιας αναλυτικής πρακτικής προσαρμοσμένης στην παθολογία τους, στην ιδιαιτερότητα της περίπτωσής τους που σέβεται την παραδοξότητα και την αξιοπρέπειά τους...
....Η τελευταία διδασκαλία του Λακάν αρχίζει με το Σεμινάριο ΧΧ, Ακόμη, 1972-1973. Παρουσιάζει για την ψυχαναλυτική θεωρία και πράξη μιαν ύψιστη σπουδαιότητα και προσφέρει πολύτιμα σημεία αναφοράς σχετικά με την κλινική του αυτισμού.
Η διδασκαλία αυτή ξεκινά από την υπερίσχυση της απόλαυσης, μεταφέρει την έμφαση πάνω σ’ ένα πραγματικό εκτός νοήματος και χωρίς νόμο. Ο Λακάν μετατρέπει σε πληθυντικό το Όνομα-του-Πατέρα, πράγμα που αντιστοιχεί στην τονισμένη παρακμή της πατρικής φιγούρας στην κοινωνία μας και αναφέρεται στον « Άλλο που δεν υπάρχει». Σφυρηλατεί το ότι υπάρχει το Ένα, δηλαδή του σημαίνοντος Ένα και επικεντρώνεται στο ότι «δεν υπάρχει σεξουαλική σχέση», δεν υπάρχει αρμονία ανάμεσα στα φύλα. Μιλάει για τον αυτισμό της ορμής και πιο πέρα, γι’ αυτόν της απόλαυσης, υπογραμμίζοντας τη μοναξιά του ομιλ-όντος (parlêtre).
Στην αρχή του Σεμιναρίου Ακόμη, ο Λακάν υπενθυμίζει την αυστηρή αντιστοιχία ανάμεσα σε τοπολογία και δομή. Κατόπιν, στο προτελευταίο κεφάλαιο, εισάγει τον βορρόμειο κόμβο που έχει σαν ιδιότητα να συγκρατεί μαζί τους τρεις κύκλους του πραγματικού, του φαντασιακού και του συμβολικού, γύρω από το αντικείμενο μικρό α, που τοποθετείται στο στριμωγμένο ανάμεσά τους κεντρικό σημείο. Η νέα αυτή τοπολογία επιτρέπει να προβληθούν τα φαινόμενα αναπλήρωσης, οι δυνατότητες ενώματος, συρραφής, σύνδεσης και αποσύνδεσης στην ψυχαναλυτική κλινική. Δείχνει επίσης το κεφαλαιώδες ενδιαφέρον της λειτουργίας τρύπας και χείλους, ιδιαίτερα στην κλινική των αυτιστικών.
Στο ίδιο αυτό Σεμινάριο ο Λακάν δίνει αξία στο γράμμα και στη λειτουργία του γραπτού, σε αντίθεση με το σημαίνον. Εισάγει την έννοια «ηγλώσσα» («lalangue») που τη διακρίνει από αυτήν της γλώσσας. Ηγλώσσα εμφανίζεται σ’ αυτό που ονομάζουμε τιτίβισμα («lallation»), στα φωνήματα («babil») του πολύ μικρού παιδιού, χαρακτηρίζεται μητρική, ως μεταδιδόμενη από την μητέρα. Είναι η ομιλία πριν από τη γραμματική, συντακτική, λεξικογραφική της οργάνωση. Σε σχέση με τη γλώσσα τοποθετείται ως πρωταρχική. Αργότερα, με την ηλικία, φέρει τις χάρες του ομόηχου και των αμφισημιών. Υπάρχει μια απόλαυση απ’ τ’ ηγλώσσα. Αυτό οδηγεί στο να πούμε: «το ασυνείδητο, σημαίνει ότι το είναι, μιλώντας, απολαμβάνει».
Προηγούμενα, στο Σεμινάριο XVII, Το ανάποδο της ψυχανάλυσης, ο Λακάν είχε κατασκευάσει από τις λέξεις «parole» (ομιλία) και «appareil» (μηχάνημα) τον νεολογισμό «l’ apparole» (μηχανομιλία) για να χαρακτηρίσει μιαν ομιλία που δεν στοχεύει στην επικοινωνία, στον διάλογο. Χωρίς σχέση προς τον Άλλο, περιοριζόμενη σ’ έναν μονόλογο, η apparole (μηχανομιλία) αποκαλύπτεται να κυριαρχείται από την ορμή και παρουσιάζει έναν αυτιστικό χαρακτήρα. Ο Jacques-Alain Miller προσεγγίζει τις έννοιες της lalangue και της apparole υπογραμμίζοντας ότι το ασυνείδητο δομημένο σαν μια γλώσσα επιφέρει την αλήθεια με όχημα την ομιλία, ενώ ταυτόχρονα ηγλώσσα και η μηχανομιλία αντιστοιχούν στην απόλαυση που μιλά.
Ήδη από τις αρχές της διδασκαλίας του ο Λακάν μιλούσε γι’ αυτό που ονομάζει «η δομή». Επικαλούνταν αυτήν του σημαίνοντος, αυτήν της γλώσσας ή της επικοινωνίας, καθώς και τις διαχρονικές και συγχρονικές δομές που εμπερικλείει. Σε τελική ανάλυση ο Λακάν μορφοποίησε τη δομή των τεσσάρων λόγων. Διευκρίνισε επίσης ότι η γλώσσα, με τη δομή της, προϋπάρχει του υποκειμένου. Κατά την ίδια περίοδο θεωρητικοποίησε το ασυνείδητο ως λόγο του Άλλου, πριν να επισημάνει την ανακάλυψη από την κλινική εμπειρία της δομής της γλώσσας μέσα στο ασυνείδητο. Η επινόηση του αντικειμένου μικρού α τον έκανε να εισαγάγει στη δομή ένα στοιχείο ετερογενές προς το σημαίνον, συσχετιζόμενο με την ορμή, με την απόλαυση. Έκτοτε σταμάτησε να είναι στρουκτουραλιστής με τη γλωσσολογική σημασία του όρου. Με τον ίδιο τρόπο, η συστηματική χρήση της τοπολογίας επιβεβαίωσε το αρχικό καθεστώς που απέδωσε στην έννοια αυτή. Αυτό τον έκανε να πει ότι η δομή περιλαμβάνει τρύπες, ιδιαίτερα αυτήν που σκάβεται από την αδύνατη σεξουαλική σχέση.
Η τελευταία διδασκαλία του Λακάν διαχωρίζει με ριζικό τρόπο το αληθινό από το πραγματικό, ευνοώντας το τελευταίο. Το πραγματικό ασυνείδητο, καμωμένο από μιαν απόλαυση εκτός νοήματος, διαδέχεται το δομημένο σαν μια γλώσσα ασυνείδητο. Η απόλαυση του σώματος καθεαυτό και η απόλαυση της γλώσσας διαπλέκονται...
Απόσπασμα από το δοκίμιο του Γάλλου ψυχαναλυτή Claude Duprat που δημοσιεύεται στο βιβλίο του Ψυχαναλυτικές διαδρομές, από τις εκδόσεις ΕΝΕΚΕΝ, σε μετάφραση της ψυχαναλύτριας Ιωάννας Πετρίδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου