Powered By Blogger

Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, In memoriam. Ζαχαρίας Σώκος


Ίσως να είναι ατόπημα το γεγονός ότι επιχειρώ να μιλήσω για έναν άνθρωπο που έπαιξε σημαντικό, μοιραίο θα έλεγα, ρόλο στη ζωή μου. Όσο και αν αυτό μοιάζει με σαφέστατη αντίφαση, αφού στα καθοριστικά πρόσωπα της ζωής μας συνήθως οφείλουμε —χρωστάμε, για τον  Κωστή Παπαγιώργη— για τον οποίο γίνεται λόγος, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, ανάποδα θα έλεγα, για να είμαι, εν μέρει, εντός μιας θέσης που ο ίδιος υποστήριξε αρκετές φορές, ότι προσέγγισε την  «ανάποδη των ανθρώπων». Είναι ατόπημα, γιατί ο Παπαγιώργης, που πάντα έλεγε ότι με τα βιβλία και τη γραφή έζησε κι έφαγε ψωμί, για αυτό τους είχε απεριόριστο σεβασμό, ανέβασε τόσο ψηλά τον πήχη που, για όποιον επιχειρεί στη γραφή, είναι, εκ προοιμίου περίπου, καταδικασμένος να περάσει από κάτω…
   Υπάρχει ακόμα ένας λόγος, πιο σημαντικός. Φαντάζει περίπου και ως ύβρις —για όλους όσοι ζήσαμε πολύ κοντά σε αυτόν τον άνθρωπο— να επιχειρείται να ανασυσταθεί ή και να περιγραφεί ένα βίωμα περίπου απερίγραπτο, ακατανόητο και βεβαίως ανεπανάληπτο. Και μάλιστα, αυτό να γίνεται με πολύ νωπή την εκδημία του που μας πονά. Τέλος, γιατί ήδη παρατηρείται μια κατακλυσμιαία θα έλεγα —με την ανέφικτη άδειά του— «παπαγιωργίτιδα», αναμενόμενη ωστόσο, από πολλούς που αναφέρονται στο όνομά του προς ίδιον όφελος, ήτοι να υπεξαιρέσουν αλλότριο κλέος. Έτσι, κανονικά θα έπρεπε να καταθέσω το μολύβι, και να πάψω να «φιλοδοξώ» να γράψω για κάτι που το κυρίαρχο στη συντροφιά μας ήθος αποστρεφόταν και κατήγγειλε. Όμως… «Λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυς»
   Με δεδομένο ότι είναι αδύνατον να προσεγγίσεις επαρκώς το συνολικό έργο του Παπαγιώργη (είκοσι πέντε βιβλία, εξήντα μεταφράσεις βιβλίων και σχεδόν αμέτρητα κείμενα σε εφημερίδες, κάθε είδους έντυπα και περιοδικές εκδόσεις, ακόμα και διαδικτυακές), θα παραμείνω στο προσωπικό βίωμα, που ίσως φανεί χρήσιμο στους μελλοντικούς μελετητές του. Εδώ απαντά και η προηγούμενη αναφορά ότι, όποιος επιχειρεί στη γραφή, είναι καταδικασμένος να μην προλαβαίνει να μελετήσει τον όλο Παπαγιώργη.
   Δεν αποποιούμαι τον κίνδυνο να υποπέσω στο παράπτωμα της ρώσικης παροιμίας «λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυς», που ο Κ. Π. χρησιμοποίησε ως προμετωπίδα στο πρώτο κείμενό του «Σιαμαία και ετεροθαλή», το περιβόητο Βιβλιολάτρες. Το χαρακτηρίζω περιβόητο, γιατί στο κείμενο αυτό, με μια μαζοχιστική περιγραφή —που σοκάρει την καθεστηκυία υποκριτική ηθική— διηγείται τον «τρόπο» επιβίωσης στις ανέστιες για αυτόν μέρες του Παρισιού (1968-1975). Το κείμενο  τελειώνει με τη φράση «μετά μια εφταετία στερήσεων και σκιαμαχιών τον “χρυσού αιώνα” της αθλιότητας του Παρισιού... με τα κασόνια μου επιστρέφω στο Χαλάντρι... καιρός του κλέπτειν, καιρός του αναγιγνώσκειν».
   Ερχόμενος ο Κ. Π. στο Χαλάντρι, η μοίρα το ’φερε να ανταμώσει με μια παρέα νέων φοιτητών από την Αγία Παρασκευή —τους Γιάννη και Βαγγέλη Σταθόπουλο, Χρήστο Παπαστεργίου και τον γράφοντα. Στο συνοικέσιο αυτό προξενητής ήταν ο παιδιόθεν φίλος και συμμαθητής του, Γιώργος Μήλιας. Στην παρέα συμμετείχαν ακανόνιστα οι στενοί του φίλοι και συμμαθητές από το Γυμνάσιο, ο Τάκης Νατσούλης (έπαιζε μπουζούκι και είχε πλούσιο ρεπερτόριο από ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια) και ο Περικλής Γουλάκος.


Η περίοδος του Παρισιού

Έχω την ομολογημένη από τον ίδιο αίσθηση, χωρίς να ξεχνώ το «λέει ψέματα σαν αυτόπτης μάρτυς», ότι η παραμονή του στο Παρίσι —με αυτή την αυτοεπιχορηγούμενη από τον ίδιο «εφταετή υποτροφία»—του δίδαξε πολύ καλά, πως από μόνη της η σχέση με τα βιβλία δεν οδηγεί παρά, το πολύ, σε μια προκοπή που ο Κ. Π. είχε αρνηθεί για «δομικούς» λόγους. Θεωρώντας ότι «το στόμα μου ήταν χτισμένο παράθυρο», εγώ σπάνια είδα τον Κωστή να δυσκολεύεται στην ομιλία, γιατί η σχέση μας αφορούσε σε μια καθημερινότητα —νυχτερινότητα, για να είμαι πιο ακριβής— που ο αισθητός κόσμος μας δεν ήθελε περίοπτες ή δύσκολες μεσιτεύσεις για να αρθρωθεί σε λόγο. Το «ήμουν άλαλος, γιατί η γλώσσα μου κόλλαγε στον ουρανίσκο» και το «αυτή η αδυναμία αντί να με εξουθενώσει με φιτίλιασε», ο Παπαγιώργης το έχει πει πολλές φορές. Φανταστείτε έναν νέο που στη διάρκεια της χούντας εγκαταλείπει τη Νομική, την κοπανάει απο τον στρατό και βρίσκεται στο Παρίσι «χωρίς πιστοποιητικά σοβαρότητας ατράνταχτα», χωρίς πόρους, χωρίς να είναι πολιτικός εξόριστος, χωρίς τη διάθεση «να πουλήσει νιάτα» και με την «ψυχολογία του απόβλητου», όπως ο ίδιος έχει γράψει.
   Τι έκανε λοιπόν ο Κ. Π. στη Γαλλία, αφού δεν είχε ατράνταχτα πιστοποιητικά σοβαρότητας, γινόμενος, κατά συνέπεια, άθυρμα για «όποιον ήθελε να με πιλατέψει και Πιλάτοι υπήρχαν πολλοί»; «Κάτι μέσα μου διαμαρτυρόταν και έδειχνε προς τα βιβλία και το γράψιμο», λέει σε μια τελευταία του συνέντευξη-συνομιλία, που δημοσιεύτηκε στο Νέο Πλανόδιον-1. Αυτό το κάτι το αναφέρει και στα Σιαμαία και Ετεροθαλή, που εκδόθηκε το 1987. «Έτσι αποφάσισα να γίνω επαγγελματίας αναγνώστης για να το μάθω και έτρωγα τα βιβλία με την οκά». Με την οκά και με τον τόνο, χωρίς υπερβολή.
   Στο Παρίσι, ο Κ. Π., εποχή που άλλοι βίωναν τον Μάη του ’68 και ό,τι αυτός σήμαινε στους νεανικούς θυμούς και πέραν της γαλλικής πρωτεύουσας, κουρευόταν με την ψιλή, έβαζε το τραπέζι της μελέτης του απέναντι στον τοίχο, για να μην αποσπάται η προσοχή του και να αφιερώνεται στο διάβασμα. Τι ήταν αυτό παρά ένας απόλυτος ψυχαναγκασμός και πειθαναγκασμός, στον οποίο τον οδηγούσε η αλαλία και η «έλλειψη ελευθερίας», όπως αναφέρει στο Νέο Πλανόδιο;


Το ένστικτο του κηπουρού

O ίδιος σημειώνει «δεν είχα ιδέα, είχα όμως ένα ένστικτο κηπουρού που στήνει τις καλαμωτές του για τ’ αναρριχητικά φυτά», αλλού «έτσι αποφάσισα να γίνω επαγγελματίας αναγνώστης για να μάθω», κι ακόμη «να μάθω ποιο στυγνό χέρι με είχε κλειδώσει μέσα στο σώμα μου».  Ό,τι αναφέρω μπορεί να προκαλεί ακόμα και το γέλιο, γιατί στο κείμενό του Γελαστά ζώα γράφει ότι «ο άνθρωπος μονοπωλεί το γέλιο», κι ότι «γελάμε κάθε φορά που παρατηρείται μια μικρή ή μεγάλη ασυμφωνία ανάμεσα στην έννοια και στο αντικείμενο, στην αφηρημένη γνώση και στην εποπτική». Φανταστείτε λοιπόν να περιδιαβαίνετε τους δρόμους του Παρισιού, το 1968 ή το 1969, να λοξοδρομείτε, να ανεβαίνετε σε μια σοφίτα και εκεί, ένας νέος Έλληνας, κουρεμένος, με το τραπέζι κόντρα στον τοίχο, να διαβάζει, χωρίς να χρειάζεται να πάρει πτυχίο ή να πρέπει να ετοιμάσει κάποια μελέτη ή διατριβή που επείγεται να παραδώσει στον εντολέα του. Η πλήρης ασυμφωνία που, κατά τον ίδιο, προκαλεί το γέλιο, κάποτε και το κλάμα.
   Με τέτοιες ασυμφωνίες που, εντέλει, οδηγούν και σε υψηλά αποτελέσματα, είναι γεμάτη η ζωή του Παπαγιώργη στο διάστημα μιας γεμάτης δεκαετίας που ζήσαμε από κοντά, σχεδόν σε καθημερινή ή μάλλον νυχτερινή βάση. Πρόκειται για το διάστημα 1975-1986, το καθοριστικότερο, για πολλούς, της πορείας του στα γράμματα και στη ζωή. Την παθιασμένη σχέση του με το διάβασμα τη γνώριζα, μέσες άκρες τη συζητούσαμε, σε ποια έκταση όμως δεν την είχα αντιληφθεί ακριβώς. Μια μέρα, μάλλον το 1979, μετά ένα βαρύ νυχτοκάματο —ανελέητη οινοποσία μέχρι την ανατολή του ήλιου, τόσες ανατολές δεν έχω ξαναδεί—, για κάποιο επείγοντα λόγο χρειάστηκε να περάσω από το σπίτι του στο Χαλάντρι. Πήρα ταξί και έφτασα κατά τις δέκα το πρωί, σκεφτόμενος πώς να τον ξυπνήσω. Με όση ψυχή μου απέμενε από την αϋπνία και το κρασί, σφύριξα το γνωστό μας σύνθημα. Σε λίγο ο Κωστής πετάχτηκε έξω. Του λέω: «Τι κάνεις;» Μου απαντά: «Δεν ξέρεις τι κάνω; Διαβάζω όπως κάθε μέρα…» Έμεινα άφωνος, μου δάνεισε την αλαλία του. Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ένας άνθρωπος μετά από μια τέτοια εξουθενωτική νύχτα θα μπορούσε, στις δέκα το πρωί, να έχει στρωθεί όχι στο επιβεβλημένο μεροκάματο υπό την επιστασία του όποιου εργοδότη (τον επιστάτη τον είχε βαθιά μέσα του), αλλά στο διάβασμα, χωρίς να συντρέχουν κάποιες υποχρεώσεις.

Επιστροφή και οι πρώτες απόπειρες

Είναι χιλιοειπωμένο ότι την περίοδο του Παρισιού ο Κ. Π. την έζησε ως μια τραυματική εμπειρία. Εκεί είχε την «τύχη» να συναντήσει και να συνδεθεί με μια τριανδρία που είχαν υψηλές προσδοκίες για το μέλλον τους στα γράμματα. Ο Κωστής έλεγε πως είχαν την πεποίθηση ότι τα βραβεία τα είχαν στο τσεπάκι, πριν καν επιστρέψουν στην Ψωροκώσταινα. Πρόκειται για τον Αντώνη Ζέρβα, τον Νίκο Λεβέντη και τον Λάκη Αποστολόπουλο. Ακόμα θυμάμαι, εκεί στο 1975-76, που περίμενα κι εγώ να δω τους εξ Εσπερίας φίλους του Κωστή και πόσο ο μύθος τους θα ανταποκρινόταν σε ό,τι έβλεπα. Με τους δύο πρώτους επιχείρησε, το 1978, την έκδοση ενός περιοδικού, του Χώρα, που ευδοκίμησε για δύο μόνο τεύχη.
   Ταυτοχρόνως, συνεχίζοντας να καταπίνει τόμους βιβλία και εμμένοντας στο πλατωνικό έργο, εκδίδει το 1980 το Ο νομοθέτης που αυτοκτονεί. Όμως παρά τη σκληρή δουλειά και αναμένοντας να εκπληρωθεί το «τα βιβλία φέρνουν βιβλία», η απήχηση καθυστερούσε. Κάτι έλειπε, που η ευφυΐα του Κ. Π. δεν άργησε να το κατανοήσει. Ήταν η απουσία του αυθεντικού βιώματος. Μπορεί με τον απροσανατόλιστο και ανελέητο πειθαναγκασμό στη βιβλιοφαγία να κέρδιζε σε γνώση, αυτή όμως έπρεπε να εκφραστεί, σαν το ξασμένο μαλλί στη ρόκα που γνέθεται και γίνεται νήμα. Η παρέα του Παρισιού, παρόλο τον κοσμοπολιτισμό της, δεν κατάφερε να φτάσει τα προσδοκώμενα. Ο Κ. Π. στο Σιαμαία και ετεροθαλή γράφει «θύμιζαν την τριανδρία των Ρωμαίων: Αντώνιο, Οκτάβιο και Λέπιδο που όταν κάποτε συμφιλιώθηκαν, αγκαλιάστηκαν χωρίς να παραλείψουν πάντως να πασπατέψουν το χιτώνα του άλλου, μη τυχόν έκρυβε κανένα μαχαίρι». Οι μικρές συλλογικότητες αντέχουν όταν δοκιμάζονται στο βίωμα που καίει και όχι στη γυμναστική για τη μελλοντική επικράτηση.
   Ο Κωστής Παπαγιώργης, κυρίως τότε, είχε ερείσματα σε μια λαϊκότητα με αριστοκρατική πρόσληψη, τον πρόδιδε σε αυτό το αρχόμενο ειρωνικό μειδίαμα και η πειστική, χωρίς πόζα, τρυφερότητα για τα καθημερινά και τις μειονεξίες. Στη συντροφιά, καταργώντας το εγώ, αγαπήθηκε και μας μάζευε σαν τις μύγες στο μέλι. Η ομάδα των νέων στην οποία ανήκα ήταν η προσφορότερη συλλογικότητα εκείνη την περίοδο που μπορούσε να δώσει στον Κωστή (λόγω διαφοράς ηλικίας, έλλειψης οποιουδήποτε ανταγωνισμού, φοιτητικής ιδιότητας που επέτρεπε το κάθε ξεχείλωμα και την απουσία τρεχουσών υποχρεώσεων, καθαρού αισθήματος, καθαρού ματιού, καθαρής διάθεσης – δασκαλοπαίδια όλοι μας, όπως κι ο ίδιος) το ανεπιτήδευτο βίωμα. Προς τα πού όμως; Η παρέα του Παρισιού είχε, από ό,τι αποδείχτηκε στη συνέχεια, «αγκάθια» στα αγγίγματα, προσπάθησε να κυοφορήσει, αλλά απέβαλε. Οι σκέψεις για το τι θα έκανε στη ζωή και πώς ήταν πολλές.

Ούτε Βοιωτός ούτε Φιλισταίος, αλλά τί;

Κατά συνθήκη, δεν μπορούσε να επιλέξει τη μοίρα του Βοιωτού (απαίδευτος και με χοντρούς τρόπους), και τρόμαξε όταν σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να ζήσει ως Φιλισταίος. Παρακολουθείστε πόσους αφορισμούς επινόησε: «τύπος που ενσαρκώνει τον δαίμονα της απροσωπίας», «ο κόσμος του κοινού γούστου», «η πανούκλα του κοινού γούστου», «στο στόμα του η γλώσσα του σαλεύει στο ρυθμό του συρμού», «ήρωας των παραδεδεγμένων ιδεών», «ο καλλιεργημένος Φιλισταίος ενδέχεται να είναι ποιητής και μάλιστα πασίγνωστος, να γράφει δοκίμια για την τέχνη και το νόημα της ελευθερίας, να διδάσκει στο πανεπιστήμιο, να είναι εκδότης περιοδικού, να είναι ζωγράφος με πολλές εκθέσεις στο εξωτερικό, να είναι κοινωνιολόγος, ψυχίατρος, δικηγόρος, πρόσωπο περιωπής — αδιάφορο. Η πανούκλα του κοινού γούστου και η διδακτορία του επιβεβλημένου δεν εξαιρούν κοινωνικές θέσεις, φύλο, ηλικία». Να ζήσει ως τι, λοιπόν; Τι απέμενε ως τρόπος ζωής, για τον Κ.Π., παρά ο δρόμος που κληθήκαμε και εμείς, σε άγουρες ηλικίες, να ακολουθήσουμε, και μάλιστα χωρίς τη θεωρητική υποδομή, την επιμονή και την αυτοπειθαρχία που χρειαζόταν, αλλά και τον προσανατολισμό ζωής για να μην καούμε παίζοντας με τη φωτιά;
   Αρχίσαμε όπως όλοι στην μεταδιδακτορική περίοδο με συναντήσεις σε ταβέρνες με οίνο και τραγούδι. Μόνο κρασί, αλλά μέχρι πρωίας... Η παρέα, με κεντρικό πυρήνα τους προαναφερθέντες (μπαινόβγαιναν, βέβαια, διάφοροι), έβρισκε στέγη στου «Καλλιτέχνη», στο Χαλάντρι, στο «Κέρνα» του Κωβαίου στην Αγία Παρασκευή, ενίοτε στο «Άμα λάχει» του Τζιμπισίδη και του Μπράτσου στην Καλλιδρομίου, και σε άλλα στέκια. Μετά το 1979-80 όμως, μεγάλωσαν οι δουλειές, η ταβέρνα μίκρυνε, το κρασί ήταν πολλές φορές ξύδι και η αναζήτηση αυθεντικότητας οδήγησε σε πιο άγριους χώρους. Ο μονιμότερος από τους φίλους του, ένα είδος «Πέτρου», ο Τάσος Μπάνος, υποστηρίζει ότι αυτός πρωτοπήγε τον Κ. Π. στο ξενυχτάδικο των Αμπελοκήπων «Ανατολή». Το κρασί μετατράπηκε σε ποτό που καίει και η ομάδα της αθωότητας του οίνου άλλαξε κατηγορία. Φυσικά, συνέχισαν να παίζουν όλοι οι βασικοί παίχτες, έγιναν αρκετές μεταγραφές και δοκιμάστηκαν πολλοί που έπαιζαν ήδη σε άλλες ομάδες, επώνυμοι και μη. Ο Παπαγιώργης έλεγε ότι στο σκυλάδικο και στο γήπεδο παίζονται όλα. Είναι γνωστή άλλωστε η σχέση του με το γήπεδο της Λεωφόρου —όταν η επίσκεψη εκεί δεν ευδοκιμούσε, το τραντζιστοράκι τα απογεύματα της Κυριακής ήξερε από μόνο του τη συχνότητα...

Μια «Ανατολή» που παρά λίγο να γίνει δύση...

Στο Περί μέθης γράφει: «ό,τι αξίζει στην ζωή υπερβαίνει τα όρια, για αυτό κάλλιστα μπορεί να μοιάζει με μεθύσι». Υπέρβαση ορίων ακόμα και πέρα από τα όρια, ανελέητο εμμονικό ξόδεμα, που είναι αδύνατο να περιγραφεί, όμως «μακάριοι οι δραματουργοί που βρίσκουν τη φλέβα η οποία μεταβάλλει την μποτίλια σε μελανοδοχείο». Το μελανοδοχείο λοιπόν είχε εφευρεθεί, όπως «κι ότι για να γραφτούν τα μεγάλα έργα βοηθούν πολλά χέρια» Σιαμαία και ετεροθαλή. Τα συκώτια και τα πνευμόνια ήταν, βέβαια, ένα θέμα, όμως —όποιος αντέξει...
   Ίσως σε κάποια άλλη προσπάθεια να γίνει αναφορά για τις ανεκδιήγητες στην κυριολεξία καταστάσεις που ζήσαμε σε αυτούς τους χώρους. Πρέπει να επισημάνω ότι ο Παπαγιώργης δεν πήγαινε στο υπόγειο της «Ανατολής» ούτε γιατί ήταν αλκοολικός ούτε γιατί ήθελε να διασκεδάσει, ίσως για ψυχαγωγία, αλλά με την ανάποδη του όρου. Γράφει σχετικά: «Η διαφορά της μέθης από τη διαυγή ενατένιση βρίσκεται στην ικανότητά της να βιώνει την αλήθεια –τη μόνη αλήθεια– του θανάτου ως παρούσα τραχύτητα και όχι ως αναμενόμενη εκμηδένιση», κι ακόμα «δεν αρκεί η ακαδημαϊκή μελέτη θανάτου, πρέπει να γίνεται κανείς μελέτη με τη σάρκα του, δηλαδή την ορατή του ψυχή». Αναφορές του Παπαγιώργη με πολλαπλές στοχεύσεις σε παλαιούς και νέους στοχαστές.
   «Η αποτυχία είναι του γούστου μου», λέει στην προ μηνών συνομιλία του στο Νέο Πλανόδιο. Βέβαια, στους ανήλιαγους χώρους των καταγωγίων η αποτυχία κάνει γιορτή, με πρωταγωνιστές πολυτραυματίες  του έρωτα και εν γένει ρημαγμένες υπάρξεις, ξέμπαρκους και περίεργους, νεόπλουτους εργολάβους και κρεατέμπορους, πολυοικοπεδούχους από τα Μεσόγαια, σκαστούς φυλακισμένους με δίωρη ή διανυκτέρευση. Όλοι αυτοί ήταν το σύνηθες σινάφι της νύχτας.
   Τι ζητούσε ανάμεσά τους ένας άνθρωπος που τη μέρα έσκαβε εμμονικά στα κιτάπια του Ομήρου, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Λάιμπνιτς, του Καντ, του Χέγκελ, του Μαρξ, του Νίτσε, του Σοπενάουερ, του Χάιντεγκερ; O φίλος του Τάκης Νατσούλης μού είπε ότι στο διάστημα που βρέθηκαν μαζί στο Παρίσι ο Παπαγιώργης διάβασε τον Καντ σαράντα φορές. «Και είπα ξαφνικά, παρότι είχα την κριτική του Καντ στη μέση: θα γίνω ήρωας και θα τα διαβάσω δέκα φορές το καθένα. Τότε σκεφτόμουν και λογάριαζα με τις φορές». Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο στις 19-4-1992: «Όλα τα κειμενάκια που έχω κάνει έχουν πίσω τους ένα τράνταγμα… σαν να τρως ένα χαστούκι και να λες: Τώρα, με βάση τον πόνο, να προλάβω να γράψω».
Το τράνταγμα

Αυτό λοιπόν ήταν η νύχτα —ένα τράνταγμα, ένα βίωμα αναγκαίο, σαν το νόμισμα στο στόμα των νεκρών, ένα φιλοδώρημα στον χάρο για το απέναντι. Διπλές οι βάρδιες εκείνη την περίοδο για τον Κωστή. Τη νύχτα, το ψυχοσαρκοβόρο τράνταγμα και τη μέρα, η αποτύπωσή του. Το Περί μέθης τον έβαλε στο προσκήνιο των υποσχόμενων συγγραφέων. Η έκδοση του βιβλίου το 1987, συμπίπτει χρονικά με μια ιδιαίτερα σκληρή δοκιμασία της υγείας του, εύλογη απόληξη ενός ανθρώπου που θέλησε να βιώσει «την αλήθεια —τη μόνη αλήθεια—του θανάτου, ως παρούσα τραχύτητα».
   Επειδή όμως ήταν μερακλής τσοπάνος, έκτοτε άρμεξε πολλούς τράγους. «Το πάθος της αναγνώρισης που κρατάει ισοβίως και ενίοτε αποδίδει, θυμίζει την τούρκικη παροιμία που λέει ότι ο μερακλής τσοπάνος αρμέγει και τον τράγο», λέει χαρακτηριστικά στο Νέο Πλανόδιο.
   Μετά το Περί μέθης, η αναγνώριση δεν μπορούσε πλέον να του αντισταθεί. Κάθε χρόνο και ένα βιβλίο. Το μαλλί γινόταν με ευκολία νήμα και το νήμα περίτεχνα πλεκτά. Νέοι καιροί, νέα ήθη, νέα πρόσωπα...
   Ο Παπαγιώργης συστήνοντας τον Δον Κιχώτη, τον Ντοστογιέφσκι και άλλους μυθιστοριογράφους, έδειχνε την προτίμησή του. Στην πραγματικότητα, με το συνολικό έργο του δημιούργησε το μυθιστόρημα που δεν έγραψε. Ζογκλέρ της γραφής, ένας Χατζηπαναγής της μεταφοράς, ένας Μέσι της διεισδυτικότητας. Το ποδόσφαιρο είχε δεσποτική θέση στην καρδιά του. Ο ίδιος, ως νέος, έπαιξε μπάλα στο Χαλάντρι. Είχαμε κάνει ομάδα και για χρόνια ήταν η χαρά του Σαββάτου. Είχε κλειστή αριστερή ντρίπλα και ευθύβολο δυνατό αριστερό σουτ. Ως άνθρωπος είχε ανεξάντλητη αίσθηση του χιούμορ και άπειρο αυτοσαρκασμό. Στις  βραδινές συναντήσεις μας δοξολογούνταν η φιλία. Γίνονταν σπονδές θανάτου που, παρά τις «απώλειες», προσέδωσαν αξία και ήθος στη  στάση και στην πορεία μας στη ζωή.
   Την επιείκειά σας, αφού «πάσα αυτογνωσία είναι αυταπάτη» και «η μνήμη ο πιο δόλιος οδηγός...»


Ο Ζαχαρίας Σώκος είναι δημοσιογράφος και μέλος της ΕΣΗΕΑ. Παραγωγός της εκπομπής Απόστροφος του Τρίτου Προγράμματος της ΕΡΑ. Αρχισυντάκτης και παρουσιαστής τηλεοπτικών εκπομπών της ΕΡΤ.Κείμενα και ποιήματά του δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά. Σπούδασε οικονομία και σκηνοθεσία.

Το κείμενο δημοσιεύται στο τεύχος 32 του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ που κυκλοφορεί

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου